Advertisement

Ερευνα: Η πάλη των συντάξεων σε Ελλάδα και Ευρώπη

Καθώς η ΕΕ γερνάει, Μακρόν και Σούνακ διάλεξαν διαφορετικό timing για τις συντάξεις. Παρότι οι Ελληνίδες περνούν πανευρωπαϊκώς τα περισσότερα χρόνια στη σύνταξη και η Ελλάδα φιγουράρει ακόμη στην κορυφή των χωρών με τη μεγαλύτερη συνταξιοδοτική δαπάνη, έχει πια ξεφύγει από τη μέγγενη, αφού το όριο ηλικίας είναι ήδη το 67ο έτος | Ζώης Τσώλης

491

Μερικές φορές οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Η Ευρωπαϊκή Ενωση όχι μόνο γερνάει, αλλά ο πληθυσμός της συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς, καθώς από το 2020 και μετά η πανδημία, η υπογεννητικότητα και ο φόβος μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης λόγω του πολέμου καθιστούν τους ευρωπαίους πολίτες ευάλωτους. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο ο αριθμός των θανάτων να συνεχίζει να ξεπερνά τον αριθμό των γεννήσεων.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Eurostat, στο τέλος του 2022 ο πληθυσμός των 27 χωρών που αποτελούν την ΕΕ ανερχόταν σε 435 εκατ. κατοίκους, μειωμένος κατά περισσότερους από 656.000 ανθρώπους από τον Ιανουάριο του 2020. Την ίδια χρονιά, ο αριθμός των συνταξιούχων στην ΕΕ ξεπέρασε τα 100 εκατ. ανθρώπους, από 97 εκατ. που ήταν το 2020.

Περισσότερα από 17 εκατ. από αυτούς βρίσκονταν στη Γαλλία και ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί όσο αυξάνεται το προσδόκιμο όριο επιβίωσης, τώρα που περάσαμε τα κύματα της πανδημίας του κορονοϊού.

Αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι ευρωπαϊκές χώρες πιέζονται δημοσιονομικά για να καταβάλλουν μισθούς –στο επίσης γερασμένο Δημόσιο– και συντάξεις. Κaι αυτός είναι ο λόγος που ο Εμανουέλ Μακρόν χτυπάει το χέρι στο μαχαίρι προσπαθώντας να συγκρατήσει το τρέχον έλλειμμα του προϋπολογισμού, αλλά και το μελλοντικό δημόσιο χρέος που γεννάει η γήρανση του πληθυσμού και η συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού.

Είναι όμως σοφή, στις παρούσες συνθήκες, η φιλελεύθερη προσέγγιση στην επίλυση του προβλήματος, που επιχειρείται μέσω της αύξησης του κατώτατου ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση στα 64, από τα 62, έτη;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι δύσκολη, δεδομένης της κοινωνικής έκρηξης που έχει προκαλέσει η στάση του Μακρόν ανάμεσα στους γάλλους εργαζόμενους, αλλά και λόγω των διαμετρικά αντίθετων επιλογών που κάνει την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Σούνακ στη Βρετανία.

Στις αρχές Απριλίου, η βρετανική κυβέρνηση, που αντιμετωπίζει εξίσου πιεστικό πρόβλημα, ανακοίνωσε ότι δεν θα λάβει απόφαση για το αν θα προωθήσει την ημερομηνία κατά την οποία η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 68 έτη, παρά μόνο μετά τις εκλογές του επόμενου έτους.

Η ηλικία απονομής κρατικής σύνταξης στη Βρετανία είναι τα 66 χρόνια. Εχει προγραμματιστεί να αυξηθεί στα 67 μεταξύ 2026 και 2028 και στη συνέχεια, μεταξύ 2044 και 2046, να ανέβει στα 68, προκειμένου να μη θιγούν ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Στο ίδιο ευρωπαϊκό περιβάλλον, η Ελλάδα, που ακόμη φιγουράρει στην κορυφή των χωρών με τη μεγαλύτερη συνταξιοδοτική δαπάνη (14% του ΑΕΠ ετησίως) φαίνεται ότι έχει ξεφύγει από τη μέγγενη, καθώς το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι το 67ο έτος – με τον περιβόητο νόμο Κατρούγκαλου. Μόνον όσοι συμπληρώνουν 40 έτη ασφάλισης μπορούν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, αλλά όχι πριν από το 62ο έτος της ηλικίας τους.

Οι περιορισμοί αυτοί, και κυρίως η συρρίκνωση του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης το πολύ στο 48% των συντάξιμων αποδοχών του κάθε εργαζομένου (δηλαδή του ποσού επί του οποίου καταβάλλει εισφορές), έχουν ως αποτέλεσμα να μειώνεται από χρόνο σε χρόνο η συνταξιοδοτική δαπάνη του ελληνικού Δημοσίου. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, κάθε νέα σύνταξη που εκδίδεται είναι χαμηλότερη από τη σύνταξη ενός παλιού συνταξιούχου που φεύγει.

Πώς φτάσαμε στην κρίση του συνταξιοδοτικού

Τα τελευταία 50 χρόνια, όπως γράφει στη σχετική έρευνά του το Politico, οι διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε ό,τι αφορά την πραγματική ηλικία κατά την οποία οι πολίτες εξέρχονται από την αγορά εργασίας, έχουν περιοριστεί.

Το 1970 οι άνδρες συνταξιοδοτούνταν σε ηλικία 65,5 ετών, κατά μέσο όρο. Το 2020 το όριο μειώθηκε στα 63 χρόνια, κυρίως λόγω της επικράτησης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στις μεγάλες χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία κ.ά.).

Ολα αυτά μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα, όταν πλέον άρχιζαν να μαζεύονται τα σύννεφα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και να αυξάνεται η δύναμη των αγορών έναντι των κυβερνήσεων. Παράλληλα, όμως, αυξανόταν και το προσδόκιμο όριο διαβίωσης.

Eλληνίδες και Ισπανίδες οι πιο μακρόβιες… στη σύνταξη

Οι γυναίκες που εγκατέλειπαν την αγορά εργασίας στην ΕΕ το 1970 αναμενόταν να ζήσουν 16,5 χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους, κατά μέσο όρο. Το 2020 αναμενόταν να ζήσουν 24 χρόνια αφότου έπαψαν να εργάζονται. Οι άνδρες, ενώ αναμενόταν να ζήσουν 12,3 χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση το 1970, έφθασαν στα 19,4 χρόνια το 2020.

Στη Γαλλία, που βρίσκεται στο επίκεντρο, οι γυναίκες που συνταξιοδοτήθηκαν το 2020 αναμένεται να ζήσουν 27,1 χρόνια αφότου παύσουν να εργάζονται. Μόνο οι Ελληνίδες και οι Ισπανίδες περνούν περισσότερα χρόνια (23) στη σύνταξη.

Το αποτέλεσμα είναι ο αριθμός των δικαιούχων συντάξεων γήρατος να αυξάνεται συνεχώς σε ολόκληρη την ΕΕ, φθάνοντας τα 17 εκατομμύρια στη Γαλλία, από 14 εκατομμύρια που ήταν το 2006. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν πλέον περισσότερα χρήματα για συντάξεις από ποτέ. Αλλά μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν υλοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος.

Η γενική τάση είναι να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, με ακραίο παράδειγμα εκείνο της Δανίας, όπου οι νέοι πολίτες αναμένεται να εργάζονται μέχρι να κλείσουν τα 74 (!). Θα ακολουθούν οι εργαζόμενοι στην Εσθονία και στην Ιταλία, με όριο ηλικίας για τους νέους ασφαλισμένους τα 70 χρόνια.

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο