Επανερχόμαστε σήμερα με ένα δεύτερο κείμενο για την Ανεργία. Δραματικό και απαισιόδοξο, δυστυχώς, όσο και το προηγούμενο.
Η Εργασία πλήττεται πανταχόθεν.
Από χαμηλά: Η ανεργία, ορατή ή λανθάνουσα, εξελίσσεται σε μάστιγα, καθώς σε μια ενοποιημένη παγκόσμια αγορά, εκατομμύρια άνθρωποι εγκαταλείπουν παρωχημένους τρόπους ζωής και παραγωγής και μετακινούνται σε αναζήτηση εργασίας, διαθέτοντας μια παρωχημένη, επίσης, μορφή εργασίας, τη χειρωνακτική. Ήδη 200 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε μια χώρα διαφορετική από αυτήν που γεννήθηκαν, σε 30 χρόνια θα φτάσουν το ένα δισεκατομμύριο. Το τεράστιο κύμα της μεταναστεύουσας ανεργίας ίσως είναι η νέα και απελπισμένη επαναστατική μάζα που “δεν έχει τίποτα να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της”.
Από ψηλά: Νέοι καιροί, νέες απειλές. Ένα νέου τύπου προλεταριάτο, όχι παροπλισμένων χειρωνάκτων, αλλά καταρτισμένων, εξειδικευμένων και μορφωμένων ώριμων εργαζομένων ογκούται ανεξέλεγκτο. Η εργασία πλήττεται από την υπερανάπτυξη, από τις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, από τις μεταφορές εργοστασίων, από μείζονες κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η διαρκής επανάσταση στην πληροφορική και την υπόλοιπη υψηλή τεχνολογία αλλάζει ή εξαφανίζει επαγγέλματα και βιομηχανίες, πόλεις μαραζώνουν ή ανθούν, νέες χώρες περνούν στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενες τη μεταφορά τεχνολογίας και εργατικών χεριών. Νέοι παραγωγικοί και διοικητικοί σχεδιασμοί μεταφέρουν χιλιάδες θέσεις εργασίας μακριά από τις ανεπτυγμένες χώρες, περιθωριοποιώντας τους ανθρώπους που παρήγαγαν και κατανάλωναν αυτές τις τεχνολογίες.
Από εργοδοσία και κυβερνήσεις: Καθημερινά ανακοινώνονται ανατριχιαστικοί στατιστικοί αριθμοί. Στο πλαίσιο της “μαύρης” εργασίας: 1,1 εκατ. εργαζόμενοι στην Ελλάδα, σε σύνολο 4,5 εκατομμυρίων, δεν υπάρχουν για την πολιτεία, το 38% των εργοδοτών δε δηλώνει τους υπαλλήλους του, σε 8 δισ. ευρώ αποτιμάται η εισφοροδιαφυγή. Δουλειές του ποδαριού (το 40% των εργαζομένων στην Ε.Ε. παλινδρομούν μεταξύ ανεργίας, προσωρινής και μερικής απασχόλησης). Δύο και τρεις “δουλειές” για πάνω από το 20% των Ελλήνων εργαζομένων. “Εργαζόμενων” που δουλεύουν ανασφάλιστοι, χωρίς να πληρώνονται για μεγάλο μέρος της δουλειάς τους, που αμείβονται πολύ κάτω από τις κατώτατες συμβάσεις εργασίας, με καθυστερήσεις καταβολής δεδουλευμένων μηνών και με ποσά μικρότερα απ’ αυτά που έχουν υπογράψει στις μισθολογικές καταστάσεις…
Θύματα μιας ανελέητης εισπρακτικής φορολογικής πολίτικης, από το άλλο μέρος, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται να αποδώσουν τα μισά έσοδά τους στην εφορία και τις εργοδοτικές εισφορές. Αποκορύφωμα η παρακράτηση-προκαταβολή φόρων της επόμενης χρονιάς, που μετατρέπει την ευλογία του τζίρου σε κατάρα.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι φορολογικές υπηρεσίες τείνουν να αποκτήσουν πλέον ένα ξεκάθαρα αστυνομικό και αυταρχικό πρόσωπο. Με τα πράγματα να προοιωνίζονται ένα μέλλον, όπου ο φοροεισπράκτορας θα έχει και επίσημα δικαιοδοσίες αστυνομικού.
Μοιάζει εν προκειμένω να ισχύει αυτό που έγραψε η Μ. Κατσουνάκη: Ο εργαζόμενος σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον και με αυτούς τους ρυθμούς φορολόγησης, θα φαντάζει σε λίγο σαν καπρίτσιο, σαν ιδιορρυθμία, η οποία θα πρέπει να επιδοτείται από τον ίδιο. “Ο εργαζόμενος”, δηλαδή, θα είναι τίτλος που για να τον αποκτήσει κανείς και, κυρίως, για να μπορέσει να τον συντηρήσει, θα πρέπει να τον χρηματοδοτεί.
Από την υποβάθμισή της: Αυτή η βίαιη απορρύθμιση υποβάθμισε την εργασία σε κάτι άλλο από αυτό που είναι – μοχλός ζωής και δημιουργίας. Είτε πρόκειται για τους εργαζόμενους “νέου τύπου”, την περίφημη γενιά των 700 ευρώ, που ήδη έγινε γενιά των 400 Ευρώ, που “εργάζεται” κάτω από τις συνθήκες που αναφέρθηκαν παραπάνω, είτε πρόκειται για ώριμους εργαζόμενους σε περιοχές που έμοιαζαν στοιχειωδώς ασφαλείς, η εργασία από παράγοντας ευεξίας έχει μετατραπεί σε νοσογόνο ειρκτή που κουράζει, εξαντλεί, σκοτώνει.
Πριν από λίγα χρόνια ο μέσος εργαζόμενος είχε την ευχέρεια, πριν δεχτεί μια δουλειά, να θέτει στον εαυτό του τα ερωτήματα: “Μπορώ να την κάνω”; “Μού αρέσει να την κάνω”; “Αξίζει να την κάνω”; Πόσες από τις σημερινές δουλειές ικανοποιούν κάποιο απ’ αυτά τα κριτήρια; Πόσες ενσωματώνουν έστω και ελάχιστη γνωστική, επαγγελματική, ή συναισθηματική προστιθέμενη αξία, που θα δικαιολογούσε την, εκ μέρους ενός εργαζομένου, άσκηση κάποιας μορφής “κοινωφελούς επαγγελματισμού”, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας τού “τζάμπα δούλευε, τζάμπα μη κάθεσαι;”
Γιατί λοιπόν να δουλεύει κανείς; Εργαζόμενοι και άνεργοι δεν απέχουν ούτε ένα τσιγάρο δρόμο. Και οι δυο συνθλίβονται μεταξύ ανεργίας και εργασίας, όπου κυριαρχούν η απογοήτευση, η αβεβαιότητα, ο φόβος.
Με όλα τα παραπάνω να συνιστούν μια ζοφερή πραγματικότητα, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάνεις ποιος από τους δύο “υπερτερεί” στην κλίμακα της τραγικότητας: Ο άνεργος ή ο εργαζόμενος “νέου” τύπου;
Στην προσμέτρηση της δυστυχίας του καθενός, ο (παραφρασμένος) λόγος του Τολστόι, βρίσκει μια ακόμα εφαρμογή του: Όλοι οι άνεργοι είναι δυστυχισμένοι κατά τον ίδιο τρόπο. Οι “νέου τύπου εργαζόμενοι” όμως, οι “ας πούμε εργαζόμενοι” είναι δυστυχισμένοι ο καθένας με το δικό του, ξεχωριστό τρόπο.
* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα gcostoulas@gmail.com