Φοροδιαφυγή: Επιτέλους, μια αναγκαία κίνηση με πολιτικό κόστος
«Φτωχά» αφεντικά, που δηλώνουν λιγότερα από τους υπαλλήλους και παίρνουν τα επιδόματα που χάνουν εκείνοι, θα δώσουν επιτέλους κάτι στο κράτος - Η κυβέρνηση μπορεί να στενoχωρήσει ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου της αλλά δικαιώνει τους συνεπείς ελεύθερους επαγγελματίες και τα «κορόιδα»: όσους πληρώνουν κάθε χρόνο φόρους για να θρέφουν τους υπόλοιπους | Αλέκος Παπαναστασίου
Τι τη θέλουμε την κυβέρνηση; Αν ο στόχος είναι στο κουβεντιαστό να βρίσκουμε λύσεις για τα πάντα, αλλά στην πράξη να μη γίνεται ποτέ τίποτα, τότε είναι φως φανάρι: ας κάτσει στα αβγά της και μη μας ενοχλεί. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη φοροδιαφυγή. Στα λόγια, στις κουβέντες μεταξύ μας, γινόμαστε έξω φρενών. Στην πράξη, όμως, λέμε «θα μου κόψεις κάτι χωρίς απόδειξη;».
Παράλληλα, ένα μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών πορεύεται με σημαία το «Δεν Πληρώνω». Ποτέ και για τίποτα. Μόνο εισπράττω. Ακόμη και τα επιδόματα των υπαλλήλων μου –που ως μισθωτοί– δηλώνουν αναγκαστικά τα πάντα. Και πληρώνουν από πάνω –με τους φόρους– τα βοηθήματα που εισπράττει ως «φτωχό» το αφεντικό τους!
Τα στοιχεία που δικαιολογούν την παρέμβαση κατά της φοροδιαφυγής και το νομοσχέδιο της κυβέρνησης (αναλυτικά εδώ) δεν χρειάζονται και πολλή ανάλυση. Επιβεβαιώνουν αυτό που ζουν όλοι οι συνεπείς φορολογούμενοι:
-Το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα κάτω από τον κατώτατο μισθό.
-Το 4% των ελεύθερων επαγγελματιών πληρώνει το 50% του συνολικού φόρου της συγκεκριμένης κατηγορίας.
-Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξήγησε με αριθμούς: Στο 20,9% του ΑΕΠ η παραοικονομία στην Ελλάδα, 40 δισ. ευρώ τα «μαύρα» εισοδήματα.
Οπως έγραψε ο Ζώης Τσώλης στο Protagon, «οι αυτοαπασχολούμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες ανέρχονται σε 618.000. Τα γενικά στοιχεία από την επεξεργασία των δηλώσεων για την τελευταία διετία, 2021 και 2022, έδειξαν ότι ενώ κάνουν τζίρο από τις δραστηριότητες τους περίπου 40 δισ. ευρώ ετησίως, το δηλωθέν κέρδος τους (δηλαδή το μέσο εισόδημά τους) φθάνει μετά βίας τα 3,5 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, το μέσο δηλωθέν εισόδημα από αυτή την κατηγορία είναι χαμηλότερο από 5.600 ευρώ τον χρόνο. Και το ερώτημα που θέτει το υπουργείο Οικονομικών είναι “πώς ζουν με αυτά τα χρήματα;”».
Το 2020 το κράτος ανακάλυψε ότι περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις κάθε μεγέθους (από ατομικές με έναν εργαζόμενο μέχρι μεγάλες, που απασχολούν έως 1.000 εργαζομένους) υπέβαλαν συμπληρωματικές, τροποιητικές δηλώσεις για το 2019. Ο λόγος; Μα για να πάρουν μεγαλύτερη επιστρεπτέα προκαταβολή!
Βεβαίως οι «Δεν Πληρώνω», όπως όλοι, θα πουν «πού είναι το κράτος;», αν ο δρόμος στον οποίο οδηγούν με το καινούργιο τους αυτοκίνητο έχει μια λακκούβα. Το κράτος, σε αντίθεση με εκείνους, πληρώνει για τα δημόσια αγαθά που απολαμβάνουν. Πληρώνει παρότι –οποία έκπληξις!– δεν έχει δικά του λεφτά. Για την ακρίβεια, δεν έχει μία. Εχει μόνο τα λεφτά που του δίνουν οι φορολογούμενοι, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η κίνηση του Κωστή Χατζηδάκη για να δώσουν επιτέλους κάτι στο κράτος οι ελεύθεροι επαγγελματίες που φοροδιαφεύγουν δεν στερείται πολιτικού ρίσκου. Διότι επιχειρεί να διορθώσει –σε κάποιο βαθμό– μια οφθαλμοφανή αδικία εις βάρος των συνεπών φορολογουμένων (για την οποία όλοι μιλούν, αλλά ελάχιστοι δέχονται τη δική τους συνεισφορά σε ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα).
Επομένως, η παρέμβαση μπορεί να στενοχωρήσει ένα μικρό μέρος του εκλογικού ακροατηρίου της Νέας Δημοκρατίας αλλά δικαιώνει τους συνεπείς ελεύθερους επαγγελματίες και τα «κορόιδα». Οσους πληρώνουν και δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα. Υπό αυτή την έννοια, είναι η πρώτη κίνηση κανονικής κυβέρνησης που βλέπουμε μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Η πρώτη κατά τη δεύτερη θητεία Μητσοτάκη.
Με όρους παραδοσιακού πολιτικού τακτικισμού, θα έλεγε κανείς ότι η κυβέρνηση θα ήταν ίσως πιο σοφό να μη στενοχωρήσει κανέναν μέχρι τις ευρωεκλογές όπως έκανε –ας μην κρυβόμαστε– περιμένοντας τις αυτοδιοικητικές του Οκτωβρίου. Φαντάζεστε όμως να μην κάνει τίποτα μια κυβέρνηση επί επτά μήνες υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους;
Οι εποχές έχουν αλλάξει, ο κόσμος δεν πείθεται πια από τα παραδοσιακά συνθήματα και τη φασόν πολιτική ρητορική της Μεταπολίτευσης (που είναι άλλωστε άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρεοκοπία του 2010). Η αλλαγή που προωθείται στην κατεύθυνση της φορολογικής δικαιοσύνης, ακριβώς επειδή είναι σωστή στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των φορολογουμένων (εξαιρούνται οι «Δεν Πληρώνω») πετάει τη μπάλα και στο γήπεδο των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αν η απάντηση είναι το μεταπολιτευτικό φασόν με εκφράσεις όπως «λαίλαπα», «φοροεπιδρομή», «οδοστρωτήρας», «θηλιά στον λαιμό» και τα συναφή που ήδη ακούγονται, πρόκειται ασφαλώς για τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε ο Τσίπρας και οδηγήθηκε στη βαριά ήττα.
Οι βαρύγδουπες εκφράσεις και οι κούφιες καταγγελίες δεν πείθουν πια. Ωρίμασε το ακροατήριο, εμείς οι ίδιοι: Βαρεθήκαμε να τα ακούμε. Με τα χρόνια καταλάβαμε ότι εκτός των άλλων όλα αυτά αποκαλύπτουν την ευκολία και την τεμπελιά. Την αδυναμία δηλαδή του πολιτικού προσωπικού να επεξεργαστεί τα μειονεκτήματα μιας νομοθετικής ρύθμισης και να κάνει ουσιαστικές αντιπροτάσεις. Διότι αυτό απαιτεί προσπάθεια και κάποια επάρκεια.
Ενώ η καταγγελία, η «δίκαιη οργή» και η δήθεν φιλολαϊκή ευαισθησία δεν απαιτεί τίποτα. Σαράντα χρόνια η ίδια κασέτα, μαθαίνεις τα λόγια απέξω. Στο πλευρό, λοιπόν, των πάντων: Ακόμη και εκείνων με τη βίλα στην Εκάλη που δηλώνουν εισόδημα 5.000 ευρώ τον χρόνο και ψωνίζουν με Market Pass στο σουπερμάρκετ.