Γερμανός Καραβαγγέλης – Αγωνιζόμενος για το ποίμνιο και την πατρίδα
«Ήταν ψηλός, στέκουνταν όρθιος και, όταν περπατούσε, ήταν σαν να πήγαινε να σώση την ανθρωποσύνη· τέτοια μάτια είχε που τραβούσαν, και καθένας που τον έβλεπε του ήρχονταν να τον ακολουθήση. […] ήταν ώμορφη η φωνή του και τα λόγια του έλεγαν τη φαντασία που είχε, σα να ξεμυστηρεύουνταν. “Είναι τίποτα στον κόσμο, που μου είναι δύσκολο; Ή μήπως μοιάζω εκεινών που λέγουν και δεν κάνουν;”». Ίων Δραγούμης | Ρεγγίνα Κατσιμάρδου
Ο Στυλιανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου τον Ιούνιο του 1866. Σε ηλικία δύο ετών εγκαταστάθηκε στο Αδραμύττι, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Τον Σεπτέμβριο του 1882, μετά από προτροπή του μητροπολίτη Εφέσου Αγαθάγγελου, μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1888. Μάλιστα, την ημέρα της αποφοίτησής του χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός. Με υποτροφία του Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ αναχώρησε για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ευρώπη. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή στη Λειψία της Γερμανίας, ενώ παρακολούθησε μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Βόννη. Τον Απρίλιο του 1891 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διδασκαλία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, της Εκκλησιαστικής Ρητορικής και της Εγκυκλοπαίδειας της Θεολογίας στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Τον Μάρτιο του 1894 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και δύο χρόνια αργότερα επίσκοπος Χαριουπόλεως. Τον Οκτώβριο του 1900 εξελέγη μητροπολίτης Καστοριάς, όπου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1908, εκλέχθηκε μητροπολίτης Αμασείας με έδρα την Αμισό, αναπτύσσοντας έντονη δραστηριότητα για την προώθηση της ελληνικής παιδείας στην περιοχή και μετά το 1914 για την προστασία των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών από την πολιτική των Νεοτούρκων. Τον Οκτώβριο του 1922 εκλέχθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων και τον Απρίλιο του 1924 μητροπολίτης Ουγγαρίας και έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης με έδρα τη Βιέννη, όπου πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου 1935. Τα οστά του μεταφέρθηκαν, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Καστοριά στις 12 Ιουνίου του 1959, μετά από πρωτοβουλία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
«Πύρινα δάκρυα» για έναν αοίδιμο ήρωα
Ο αγώνας για τη σορό του Παύλου Μελά.
Τον Οκτώβριο του 1900, ο Γερμανός Καραβαγγέλης εξελέγη μητροπολίτης Καστοριάς. Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, όταν έφτασε στην περιοχή, βρήκε τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Αμέσως ξεκίνησε τις ενέργειες για τον περιορισμό της βουλγαρικής προπαγάνδας. Συνέταξε πλήθος εκθέσεων προς την κυβέρνηση των Αθηνών, καταγράφοντας τις διώξεις, τις δολοφονίες και κάθε προσπάθεια καθυπόταξης των ελληνικών πληθυσμών εκ μέρους των Βουλγάρων. Δεν δίσταζε μάλιστα να ζητήσει την αποστολή βοήθειας σε άνδρες και όπλα. Αν και οι εκκλήσεις του δεν βρήκαν την επιθυμητή κυβερνητική ανταπόκριση, έγιναν γνωστές σε έναν κύκλο αξιωματικών, ανάμεσά τους στον Παύλο Μελά, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Γερμανό στις 11 Ιουνίου 1903 γράφει: «Σεβασμιώτατε, δράττομαι της ευλογητής ταύτης ευκαιρίας, όπως σας εκφράσω την άπειρον λατρείαν και τον άπειρον σεβασμόν, ον προς Υμάς τρέφω διά την γενναίαν και πατριωτικωτάτην ενέργειαν Υμών. Οι αγώνες σας, γνωστοί ήδη όντες εις πολλούς καλούς πατριώτας και ως ελπίζω μετ’ ου πολύ εις ολόκληρον το Έθνος, δεν αμφιβάλλω ότι θέλουσι ηλεκτρίσει τους πάντας, όπως σπεύσωσι εις ενίσχυσίν σας».
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, στις 28 Αυγούστου του 1904, ο ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς, υπό το υπηρεσιακό όνομα Μίκης Ζέζας, διέρχεται την ελληνο-οθωμανική μεθόριο συνοδευόμενος από σώμα 35 ανδρών και κατευθύνεται προς την Καστοριά, αρχίζοντας τον αγώνα κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων της Δυτικής Μακεδονίας. Ωστόσο, σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 13 Οκτωβρίου του 1904, στο χωριό Στάτιστα, τραυματίζεται θανάσιμα. Σύμφωνα με την Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη, απομνημονευματογράφο του Γερμανού Καραβαγγέλη, το πιο συγκινητικό σημείο σε όλη την αφήγηση του μητροπολίτη ήταν η περιγραφή των όσων μεσολάβησαν από τη στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατος του Παύλου Μελά έως την ταφή του στο νεκροταφείο, απέναντι από τη Μητρόπολη Καστοριάς.
Αρχικά, το ακέφαλο σώμα του Μελά (το κεφάλι του είχε αποκοπεί από τους συμπολεμιστές του και είχε μεταφερθεί στο Πισοδέρι της Φλώρινας, όπου ετάφη στον ναό της Αγίας Παρασκευής) μεταφέρθηκε από τον τουρκικό στρατό στο Διοικητήριο της Καστοριάς. Εκεί έσπευσε και ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο καϊμακάμης, ο οποίος είχε ανακαλύψει επιστολές που απευθύνονταν στον κύριο Τζέτζα (όπως τον αναφέρει ο Γερμανός στα Απομνημονεύματά του), γραμμένες με ιδιαίτερο κρυπτογραφικό αλφάβητο και με λατινικούς χαρακτήρες, προσπαθούσε επίμονα να μάθει την πραγματική ταυτότητα του νεκρού. Για να πιέσει μάλιστα τον μητροπολίτη Γερμανό να αποκαλύψει τα όσα γνώριζε, απειλούσε ότι θα παραδώσει τη σορό στους Βουλγάρους, λέγοντάς τους ότι επρόκειτο για σώμα νεκρού Βούλγαρου κομιτατζή. Τότε ο Γερμανός Καραβαγγέλης, θέλοντας με τη σειρά του να πιέσει τον καϊμακάμη να αλλάξει γνώμη, ειδοποίησε κρυφά τη νεολαία της Καστοριάς να τρέξει στο Διοικητήριο και με φωνές να απαιτήσει το σώμα του Έλληνα οπλαρχηγού για να το θάψει. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν αμέσως εκατοντάδες νέοι που έσπευσαν στην αυλή του Διοικητηρίου. Ο καϊμακάμης όμως ήταν ανένδοτος. Τότε ο μητροπολίτης απευθύνθηκε στους μπέηδες της Καστοριάς ζητώντας τη μεσολάβησή τους για την επίλυση του ζητήματος. Ο ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι ήταν αποφασισμένος να μη φύγει από το Διοικητήριο ζωντανός, αν δεν έπαιρνε το σώμα του Μελά. Όντως οι μπέηδες πίεσαν τον καϊμακάμη, ο οποίος αναγκάστηκε να παραδώσει τη σορό την ώρα πια που άρχιζε να σκοτεινιάζει.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης μετέφερε τη σορό στο μητροπολιτικό μέγαρο, όπου ακολούθησε ολονυχτία. Την επόμενη μέρα το πρωί, όπως είχε υποσχεθεί στον καϊκακάμη, προχώρησαν στον ενταφιασμό, παρουσία λίγων έμπιστων ανθρώπων, ώστε να αποφευχθεί κάθε πιθανότητα επεισοδίων από το πλήθος. Η ταφή έγινε στο νεκροταφείο απέναντι από τη Μητρόπολη. Ο ίδιος περιγράφει με ενάργεια τις τραγικές αυτές στιγμές: «Κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως […] ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν Εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του· πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδιμο ήρωα».
Αποκαλυπτική για την ψυχολογική κατάσταση του Γερμανού είναι η επιστολή που απηύθυνε στον Ίωνα Δραγούμη στις 26 Νοεμβρίου 1904. Γράφει χαρακτηριστικά: «Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. […] Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου πρόδωσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως, εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος».
Λίγο καιρό αργότερα, η σύζυγος του Παύλου Μελά, Ναταλία, εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφθεί την Καστοριά, προκειμένου να προσκυνήσει τον τάφο του. Το ταξίδι και οι κινήσεις της θα έπρεπε να καλύπτονται από άκρα μυστικότητα, υπό τον φόβο της σύλληψής της ή ακόμα και της απόπειρας δολοφονίας της. Έτσι, συμφωνήθηκε να ταξιδέψει στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μαρία Ιωάννου και την ιδιότητα της δασκάλας που κατευθυνόταν στο χωριό Χρούπιστα. Άγνωστο όμως πώς, η ταυτότητά της διέρρευσε, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Αρχών της Καστοριάς, οι οποίες ζήτησαν με επιμονή η «ξένη κυρία» να εγκαταλείψει άμεσα την πόλη. Τελικά, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες, η Ναταλία Μελά κατάφερε να παραμείνει λίγες μέρες στην Καστοριά, επισκεπτόμενη όσο πιο συχνά μπορούσε τον τάφο του άνδρα της.
Περίπου τρία χρόνια αργότερα, ο μητροπολίτης Γερμανός έλαβε ένα γράμμα από τον Στέφανο Δραγούμη, πατέρα της Ναταλίας Μελά, ο οποίος τον ενημέρωνε ότι η κόρη του επρόκειτο να έρθει και πάλι στην Καστοριά, για την ανακομιδή των λειψάνων του άνδρα της και την κανονική του ταφή στη μητρόπολη. Η Ναταλία Μελά είχε ζητήσει μάλιστα να φέρουν το κεφάλι του, που ήταν θαμμένο στο Πισοδέρι. Ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του αναφέρει: «Έγινε η ανακομιδή σ’ ένα κιβώτιο, όπου βάλαμε τα κόκκαλα και το κεφάλι και μαζί χώμα από τον οικογενειακό του τάφο και διάφορα ενθύμια των παιδιών του και δικά της, που έφερε μαζί της η κυρία Μελά. Το πάνδημο μνημόσυνο τέλεσε ο μητροπολίτης Γερμανός, ο οποίος εκφώνησε και τον επιμνημόσυνο λόγο. Το ίδιο βράδυ τοποθέτησε τα λείψανα του Μελά σε ειδική κρύπτη κάτω από την Αγία Τράπεζα στο παρεκκλήσι των Ταξιαρχών. Ο ίδιος αναφέρει: «Άνοιξα ένα τετράγωνο τάφο εμπρός στην Αγία Τράπεζα και εκεί αποθέσαμε τα ιερά λείψανα. Έπειτα έβαλα μια τετράγωνη πλάκα από πάνω, την εσφράγισα με τσιμέντο και έμειναν εκεί περιμένοντας την ημέρα της απελευθερώσεως της Μακεδονίας, που ευτυχώς δεν άργησε να έρθει».
Η ζωή του μητροπολίτη Γερμανού σε κίνδυνο
Στο στόχαστρο των Βουλγάρων και των Τουρκαλβανών.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε τους Έλληνες. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο μακεδονομάχος Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, ήταν η «ασώπαστη βοή καμπάνας που καλούσε στον Αγώνα για τη Μακεδονία». Στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκαν Έλληνες αξιωματικοί που συγκρότησαν σώματα και διέσχισαν τη μεθόριο πλήττοντας τις βουλγαρικές δυνάμεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο μητροπολίτης Γερμανός συνέχισε τις περιοδείες στα χωριά, τις οποίες είχε ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στην Καστοριά, έχοντας ως στόχο την αναχαίτιση του ρεύματος αποσκίρτησης των σλαβόφωνων Ελλήνων στη βουλγαρική Εξαρχία και τη συνακόλουθη στήριξη του ποιμνίου του.
Η άοκνη και αποτελεσματική δράση που είχε αναπτύξει ο μητροπολίτης Γερμανός απασχόλησε σοβαρά τους βουλγαρικούς κύκλους στη Σόφια. Πιστεύοντας πως αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους, αποφάσισαν ήδη από το 1902 να προχωρήσουν στην εξόντωσή του. Οι προθέσεις των Βουλγάρων έγιναν γνωστές, μέσω Σόφιας, στο Πατριαρχείο, το οποίο ενημέρωσε τον μητροπολίτη, του απαγόρευσε να συνεχίσει τις περιοδείες, ενώ παράλληλα του συνέστησε να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης.
Ο Γερμανός περιγράφει στα Απομνημονεύματά του μία από τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του: «Το Κομιτάτο […] απεφάσισε […] να στείλη ένα μέλος της να με σκοτώση μέσα στην Καστοριά. Έρριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε σ’ ένα νέο από την Καστοριά, Λουκά, γιο ενός Βλάχου. Τότε έρχεται ένας έμπιστός μου άνθρωπος από την Τσαρνόβιστα, […] και με ειδοποιεί ότι μια βουλγαρική συμμορία έστειλε με κλήρο ένα μέλος της στην Καστοριά να με δολοφονήση. […] Κι αληθινά μία μέρα αντιλαμβανόμαστε ο Εμίν κι εγώ να παραμονεύη στη γωνία του δρόμου ένα πρόσωπο ύποπτο, εντελώς άγνωστο και σε μένα και σε κείνον. Αμέσως διατάζω τον Εμίν και τον πιάνει, κατεβαίνω κι εγώ από το άλογο και μαζύ τον μεταφέρομε στη Μητρόπολι. Εκεί τον κατεβάσαμε στα υπόγεια, του κάναμε έρευνα και βρήκαμε πάνω του ένα μεγάλο περίστροφο κι ένα μαχαίρι. Και με την απειλή του ξύλου τα ωμολόγησε όλα, ιδίως όταν είδε ότι ήξερα όλες τις λεπτομέρειες». Μετά την ανάκριση, παρέδωσε τον άνδρα στις οθωμανικές Αρχές, οι οποίες τον έστειλαν στις φυλακές του Μοναστηρίου.
«Στη θέσι του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερο, κι αν τους σκοτώσουν κι αυτόν, άλλον ακόμα καλύτερον. Αυτή ήταν η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσί του».
Οι απόπειρες ωστόσο συνεχίστηκαν, καθώς ο Γερμανός δεν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Και ενώ η ζωή του δεν απειλήθηκε σοβαρά, μία από αυτές είχε ως αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο του μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιου Καλπίδη, στις 12 Σεπτεμβρίου 1906. Τις ημέρες εκείνες ο μητροπολίτης Γερμανός βρισκόταν για περιοδεία στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Πέρασε μάλιστα λίγες μέρες φιλοξενούμενος στη Μητρόπολη Κορυτσάς. Εκεί ο Φώτιος τον παρακάλεσε να σταματήσει τις παράτολμες περιοδείες του γιατί κινδύνευε να δολοφονηθεί τόσο από τους Βουλγάρους, όσο και από τους Τουρκαλβανούς συνεργάτες τους. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι, από ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, ο ίδιος θα γινόταν το θύμα στη θέση του Γερμανού.
Ο Γερμανός, μετά και την προτροπή του Φώτιου, διέκοψε για λίγες μέρες την περιοδεία του και επέστρεψε στην Καστοριά. Η επιστροφή του όμως δεν έγινε αντιληπτή από τους διώκτες του, που πίστευαν ότι παρέμεινε και κινούνταν στην ευρύτερη περιοχή, γύρω από την Κορυτσά. Μερικές μέρες αργότερα, έλαβε στην Καστοριά τηλεγράφημα με το οποίο πληροφορήθηκε ότι ο μητροπολίτης Φώτιος σκοτώθηκε σε ενέδρα έξω από ένα χωριό, δύο ώρες μακριά από την Κορυτσά. Με τηλεγράφημα επίσης, το Πατριαρχείο τον ειδοποίησε να μεταβεί αμέσως στην περιοχή για την κηδεία του εκλιπόντος. Φτάνοντας εκεί, ο Γερμανός βρήκε τον κόσμο τρομαγμένο και αμέσως αισθάνθηκε την ανάγκη να αναπτερώσει το ηθικό του. Έτσι, ξεκίνησε τον επικήδειο λόγο με το προφητικό ρητό: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών» [δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας], δείχνοντας ταυτόχρονα με το χέρι του την Ελλάδα. Ο λόγος του, όπως ο ίδιος αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, «ήταν εκ του προχείρου, μα τους εφανάτισε και κλαίγαν» και συνεχίζει: «Τους είπα πως δεν πρέπει να απελπίζωνται, πως στη θέσι του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερο, κι αν τους σκοτώσουν κι αυτόν, άλλον ακόμα καλύτερον. Και επαναλάμβανα “Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα…”. Αυτή, τους είπα, ήταν η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσί του. Αλλά, επαναλάμβανα, ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ότου έλθη εκείνος που είναι προσδοκία εθνών, Έλλήνων, Αλβανοφώνων, Σλαβοφώνων και Κουτσοβλάχων, που είναι όλοι γνήσια παιδιά της Ελληνικής Φυλής». Στο άκουσμα αυτών των λόγων το μέχρι πρότινος περίλυπο και τρομαγμένο πλήθος αναθάρρησε και ο ενθουσιασμός του κατέκλυσε την εκκλησία και τον αυλόγυρο.
Ο φόνος του μητροπολίτη Φωτίου αποδόθηκε στα μέλη της οικογένειας Κωστουρή, με τους οποίους ο μητροπολίτης είχε τεταμένες σχέσεις, καθώς και σε μια συνεργαζόμενη με αυτούς ληστρική συμμορία, αλλά και στον Τουρκαλβανό μουτεσαρίφη Φεϊζή Βέη. Την ίδια εκτίμηση έγραψε και ο μητροπολίτης Γερμανός στη μακροσκελή έκθεση που έστειλε στο Πατριαρχείο και στο προξενείο Μοναστηρίου, η οποία μάλιστα δημοσιεύθηκε σε φυλλάδιο από το Πατριαρχείο, προκειμένου να επιτύχει τη μετάθεση του μουτεσαρίφη από την περιοχή. Μόνο μετά από αρκετά χρόνια, όταν ο Γερμανός ήταν μητροπολίτης Ιωαννίνων (27.10.1922 – 15.4.1924), θα μάθει από τον Κάλγο, βουλευτή τότε της περιοχής, την αλήθεια πίσω από τον θάνατο του Φωτίου. Ο Κάλγος το 1906 υπηρετούσε ως μουαβίνης του μουτεσαρίφη Πρεβέζης. Ο τελευταίος, όταν μαθεύτηκε ο φόνος του Φωτίου, του εκμυστηρεύτηκε πως έγινε λάθος, γιατί ήταν να σκοτώσουν τον «άλλο», τον Καραβαγγέλη, και ότι άδικα σκοτώθηκε ο άνθρωπος.
Τις ημέρες που σκοτώθηκε ο Φώτιος, στην Αθήνα διαδόθηκε λανθασμένα ότι δολοφονήθηκε ο μητροπολίτης Καστοριάς, αντί του μητροπολίτη Κορυτσάς. Ο Δημήτριος Καλαποθάκης, εκδότης της εφημερίδας Εμπρός και από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Κομιτάτου, έσπευσε και δημοσίευσε εκτενή νεκρολογία για τον Γερμανό, αποκαλύπτοντας πολλά στοιχεία από την εθνική δράση του. Η οθωμανική κυβέρνηση, υπό την πίεση όχι μόνο των Βουλγάρων, αλλά και της αγγλικής και ρωσικής πρεσβείας, υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα περιορισμού της δράσης του Καραβαγγέλη. Αρχικά, στα τέλη του 1906 απαγόρευσε τη συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της Καστοριάς και στις αρχές του επόμενου έτους προχώρησε στην απαγόρευση της εξόδου του από την πόλη, στερώντας του έτσι τη δυνατότητα να επισκέπτεται διάφορα χωριά της εκκλησιαστικής του περιφέρειας. Έως το τέλος του 1907, ο μέγας βεζίρης Φερήτ πασάς ζητούσε επανειλημμένως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ να προχωρήσει στην απομάκρυνση του Γερμανού Καραβαγγέλη από την Καστοριά. Υπό τον φόβο της βίαιης απέλασης του μητροπολίτη από τη Μακεδονία, ο Πατριάρχης τον διόρισε μέλος της Ιεράς Συνόδου, ανακαλώντας τον με διακριτικότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Η σύλληψη και η απέλαση από την Αμισό
Το ανορθωτικό έργο, η δράση κατά τους διωγμούς του 1914 και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απέλαση και η αποθεωτική υποδοχή.
Τον Ιανουάριο του 1908, η θέση του μητροπολίτη Αμασείας, της πιο σημαντικής επαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, χήρευσε. Στις 5 Φεβρουαρίου 1908 νέος μητροπολίτης Αμασείας εξελέγη ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο ίδιος διηγείται στα απομνημονεύματά του: «Το πρωί της 25ης Μαρτίου του 1908 το πλοίο που μ’ έφερνε στη νέα μου επαρχία μπήκε σημαιοστόλιστο στο λιμάνι της Αμισού […]. Στην παραλία χιλιάδες κόσμος με τους προξένους και τους κατοίκους των γύρω χωριών με υποδέχτηκαν με συγκινητικές εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού». Αφού ενημερώθηκε για τις υποθέσεις της επαρχίας του, επιδόθηκε σε ένα πολυετές ανορθωτικό, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, και ταυτόχρονα ειρηνικό έργο, αναλαμβάνοντας συντονισμένες ενέργειες για την προώθηση της ελληνικής παιδείας στην περιοχή, ανεγείροντας ναούς, ιδρύοντας καταστήματα κοινής ωφελείας κ.ά.
Από το 1914, όμως, προτεραιότητά του υπήρξε η διάσωση των Ελλήνων και των Αρμενίων του Πόντου, οι οποίοι έγιναν αποδέκτες ενός πρωτοφανούς κύματος βίας. Οι συνεχείς διωγμοί και διώξεις οδήγησαν στη δημιουργία αντάρτικων ομάδων. Αυτές τις μικρές και άτακτες ομάδες άρχισε να τις οργανώνει ο μητροπολίτης Γερμανός και να τις μετατρέπει σε τακτικά αξιόμαχα αντάρτικα σώματα, χρησιμοποιώντας την πλούσια εμπειρία που είχε από την περίοδο της διακονίας του στη Μακεδονία. Για μία ακόμη φορά η δυναμική παρουσία του μητροπολίτη Γερμανού αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στην ολοκλήρωση ανθελληνικών σχεδίων, σε αυτή τη δεδομένη στιγμή εκείνων που απεργάζονταν οι Νεότουρκοι.
Στις αρχές του 1917, ο Οθωμανός στρατηγός Βεχήπ πασάς, προσπαθώντας να περιορίσει τη δράση των ανταρτών και υποπτευόμενος τις επαφές του μητροπολίτη Γερμανού μαζί τους, του ζήτησε να ασκήσει την επιρροή του προκειμένου να σταματήσουν τη δράση τους. Ο Γερμανός όμως δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να βρεθεί επιχειρηματολογία που θα στήριζε την απέλασή του, παρά την εκτίμηση που έχαιρε από τις ξένες διπλωματικές Αρχές, αλλά και τον ίδιο τον Βεχήπ πασά.
Την απέλαση του Γερμανού στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ανακοινώθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1917, ενορχήστρωσε ο μουτεσαρίφης της Αμισού Ραφέτ μπέης, με τη δικαιολογία ότι ο Γερμανός υπήρξε αναποτελεσματικός σε ό,τι αφορά την αναχαίτιση του αντάρτικου στην περιοχή, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την αδυναμία του να παραδώσει στην τοπική διοίκηση τους αντάρτες που είχαν επιτεθεί, πριν από λίγο καιρό, στο χωριό Τσασούρ.
Μετά την επάνοδό του στην έδρα της επαρχίας του, έστρεψε όλο το ενδιαφέρον του στους χειμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής του.
Τα γεγονότα της απέλασης του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού αναφέρει με λεπτομέρεια στις 29 Οκτωβρίου 1917 ο Καισαροβασιλικός Πρόξενος της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Τραπεζούντα Kwiatkowski, σε έκθεσή του προς τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικών, κόμη Ottokar Czernin von Chudenitz: «Ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός εκλήθη την μεσημβρίαν της Κυριακής να παρουσιασθή εις τον μουτεσαρίφη, ο οποίος και του ανεκοίνωσε την εκ Κωνσταντινουπόλεως εντολήν να μεταβή εντός δύο ωρών εκείσε χωρίς να συνομιλήσει προηγουμένως με οποιονδήποτε. Ο μητροπολίτης επέστρεψε συνοδεία αστυνομικής φρουράς εις την έδραν του, όπου επετράπη να τον επισκεφθεί αργότερον μόνον ένας, ο βουλευτής της Αμισού Οσμάν μπέης. Την τετάρτην απογευματινήν ώραν εγκατέλειψεν ο μητροπολίτης μετά της αδερφής του την πόλιν, συνοδευόμενος υπό ενός αξιωματικού και εξ χωροφυλάκων. Αι άμαξαι έχουν ενοικιασθεί μέχρι της Άγκυρας».
Μετά από ταξίδι διάρκειας οκτώ ημερών, έφτασε με την αδελφή του στην Άγκυρα και από εκεί επιβιβάστηκαν στο τρένο για να κατευθυνθούν σιδηροδρομικώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα τον οδηγούσαν στις φυλακές της Γενικής Διεύθυνσης της Αστυνομίας. Κατά μία ευτυχή όμως σύμπτωση, στη διάρκεια του ταξιδιού ο μητροπολίτης Γερμανός συνάντησε έναν γνωστό του, ο οποίος, μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ειδοποίησε αμέσως το Πατριαρχείο. Τελικά, ο πατριάρχης, μετά από σύντομες ενέργειες, πέτυχε την αποφυλάκισή του, με τον όρο ότι ο Γερμανός θα παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη.
Η απέλαση του Γερμανού Καραβαγγέλη άφησε τους ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν απομείνει στη θρησκευτική περιφέρεια της Αμάσειας στο έλεος των νεοτουρκικών σχεδίων. Σύμφωνα μάλιστα με τις αναφορές των Γερμανών ανθυπολοχαγών M. Garfunkel και A. Schipper προς τον πρόξενο Kwiatkowski, οι Έλληνες «φοβούνται να βγουν στον δρόμο και φοβούνται συνεχώς πως θα εκτοπισθούν».
Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τους Νεότουρκους στην πλευρά των ηττημένων, θέτοντας τέρμα στο κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στην περιοχή. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1918, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης επέστρεψε στην Αμισό με αγγλικό αντιτορπιλικό. Ο λαός της περιοχής τού επιφύλαξε αποθεωτική υποδοχή. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, κατά την επιστροφή του στην Αμισό και μέσα σε κλίμα ευφορίας που επικρατούσε κατά την υποδοχή του, ο Γερμανός χαιρέτησε τον αρχιαστυνόμο με τη φράση «Ζήτω η Ελλάς», ενώ στη συνέχεια δεν δίστασε να διώξει τον Οθωμανό έπαρχο και να αναρτήσει ελληνικές σημαίες στη μητρόπολη.
Ο μητροπολίτης Γερμανός, μετά την επάνοδό του στην έδρα της επαρχίας του, έστρεψε όλο το ενδιαφέρον του στους χειμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής του. Στις 16/29 Δεκεμβρίου του 1918 ενημέρωσε με πολυσέλιδη επιστολή τον πρόεδρο της Επιτροπής των Αλύτρωτων Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου, Κ. Κωνσταντινίδη, για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Στην επιστολή αυτή γράφει μεταξύ άλλων: «Οι Σύμμαχοί μας στην Ευρώπη έχουν χρέος να τιμωρήσουν αυτόν τον εγκληματικό λαό και να ικανοποιήσουν το εθνικό μας φρόνημα. Και αν η επανένωσή μας με τη μητέρα-Ελλάδα δεν είναι εφικτή, έχουν χρέος να δημιουργήσουν το κράτος του Πόντου, υπό ένα δημοκρατικό σύστημα». Η τελευταία αυτή φράση εύλογα μας οδηγεί στη σκέψη ότι, υπό την επιρροή του μητροπολίτη Γερμανού, οι αντάρτικες ομάδες της Αμισού, τις οποίες ο ίδιος υποστήριζε με κάθε τρόπο, άρχισαν να σκέφτονται ότι η δράση τους θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανεξαρτησία του Πόντου. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, γι’ αυτή του τη δράση ο Αμασείας Γερμανός θα καταδικαστεί ερήμην του σε θάνατο.
Παρ’ ολίγον πατριάρχης
Το έντονο παρασκήνιο και η απόσυρση της υποψηφιότητάς του.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεσαν θύματα εκτοπισμών και διώξεων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην προσπάθειά του να συμπαρασταθεί στο ποίμνιό του, προχώρησε σε διαβήματα προς την Πύλη με στόχο την κατάπαυση των διωγμών, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Επιπλέον, επιχείρησε με εκθέσεις, εκκλήσεις και διάφορες ανακοινώσεις προς διεθνείς οργανώσεις να κάνει γνωστή την κατάσταση που επικρατούσε. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, παρά τις όποιες προσπάθειες, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ δεν κατόρθωσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών χωρών. Η αδυναμία του αυτή να ανατρέψει το κλίμα αδιαφορίας σε συνδυασμό με τη μεγάλη του ηλικία δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις στο ορθόδοξο στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθιστώντας τη θέση του επισφαλή.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι μητροπολίτες Αίνου Ιωακείμ, Αμασείας Γερμανός και Σμύρνης Χρυσόστομος, συνεπικουρούμενοι από τους λαϊκούς Στέφανο Καραθεοδωρή και Αυρήλιο Σπαθάρη και συνυπολογίζοντας τη δυσαρέσκεια απέναντι στον πατριάρχη τόσο των αρχιερέων που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη όσο και προσφυγικών πληθυσμών, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την παύση του Γερμανού Ε΄. Δεκαετίες αργότερα, ο μητροπολίτης πρώην Αυστρίας Χρυσόστομος Τσίτερ, ανιψιός του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, θα πει για τη συμβολή των μητροπολιτών Αμασείας Γερμανού και Σμύρνης Χρυσοστόμου στην πτώση του πατριάρχη Γερμανού Ε΄ ότι, αν και κινήθηκαν από υπέρμετρο πατριωτισμό, εθνικό ενθουσιασμό και άκρατο ιδεαλισμό, δεν προέβλεψαν όμως τις ολέθριες συνέπειες και επιπτώσεις της «βεβιασμένης, ακαίρου και ασυμφόρου εκκλησιαστικώς και εθνικώς αλλαξοπατριαρχείας», η οποία οδήγησε τελικά στην ανάρρηση στον Οικουμενικό Θρόνο του Μελετίου Μεταξάκη. Πώς φτάσαμε όμως στην εκλογή του Μεταξάκη;
Στις 5 Οκτωβρίου 1918, κατά τη διάρκεια του μνημόσυνου «υπέρ των πεσόντων και εξαφανισθέντων κατά την εμπόλεμον περίοδον και εξοντωτικήν μετατόπισιν του ομογενούς στοιχείου» που τελούσε ο Γερμανός Ε΄ στον πατριαρχικό ναό, ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες, αναγκάζοντας τον πατριάρχη να αποσυρθεί στη Χαλκηδόνα. Παρά την αρχική του άρνηση, τελικά, υπό την απειλή της καθαίρεσης, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 12 Οκτωβρίου του 1918, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου.
Στις αρχές Μαΐου του 1920, ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβει μέρος, ως μέλος της Ιεράς Συνόδου, στην εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο ίδιος ήταν υποψήφιος για τον Οικουμενικό Θρόνο, με συνυποψήφιους τους μητροπολίτες Αθηνών Μελέτιο και Καισαρείας Νικόλαο. Μάλιστα ο Γερμανός συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί.
Οι διαδικασίες για την ανάδειξη νέου πατριάρχη ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1921 και ακολούθησε έντονο παρασκήνιο. Ο Καραβαγγέλης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Ενώ όλα πήγαιναν καλά, ένας απ’ τους αντιβενιζελικούς μητροπολίτες πήγε στην Αθήνα κι έπεισε, με ποιος ξέρει τι επιχειρήματα, την κυβέρνηση να επέμβει στην εκλογή απαγορεύοντας στους μητροπολίτες των Νέων Χωρών να πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Η ενέργεια αυτή της κυβερνήσεως εξόργισε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη και τα δύο σώματα αποφάσισαν να προβούν αμέσως στην εκλογή και χωρίς τη συμμετοχή των μητροπολιτών των Νέων Χωρών. Ορίστηκε μάλιστα κι η μέρα της εκλογής. Συνέπεια αυτής της αποφάσεως ήταν ν’ άποσυρθούν απ’ την Ιερά Σύνοδο επτά βασιλικοί μητροπολίτες και να αντικατασταθούν από άλλους. Από κει και πέρα τα πράγματα πήγαν ομαλά και την παραμονή όλα έδειχναν πώς η δική μου εκλογή ήταν βεβαία, αν και υπήρχαν μερικές δυσαρέσκειες εξαιτίας των φιλικών μου σχέσεων με τον αρμοστή».
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης θεωρούσε βέβαιη την εκλογή του, διότι είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη δεκαέξι εκλογέων μητροπολιτών από το σύνολο δεκαεπτά, όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: «Ξαφνικά τη νύχτα φτάνει στο σπίτι μου μια τριμελής επιτροπή της Εθνικής Αμύνης και με θερμοπαρακαλεί ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου υπέρ του Μελετίου. Αυτός, έλεγαν, θα έφερνε απ’ την Αμερική εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από έρανο για τις ανάγκες των Πατριαρχείων κι επειδή είχε φιλικότατες σχέσεις με τον Άγγλο αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας και τους Αμερικανούς επισκόπους, θα φαινόταν πολύ χρήσιμος στην εθνική υπόθεση. Γι’ αυτό ήταν επιτακτική ανάγκη να εκλεγεί ο Μελέτιος. Αυτή ήταν άλλωστε κι η επιθυμία, όπως έλεγαν, του Βενιζέλου».
Ο μητροπολίτης Γερμανός, σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους, υποχώρησε τελικά και ψήφισε ανοικτά υπέρ του Μελετίου Μεταξάκη. Την ίδια περίπου στάση είχε κρατήσει και μία δεκαετία νωρίτερα, όταν ήταν και πάλι υποψήφιος για τη θέση του Πατριάρχη, αλλά, παρά το γεγονός ότι και πάλι πλειοψηφούσε έναντι των συνυποψηφίων του, τελικά διέθεσε τις ψήφους του στον μητροπολίτη Χαλκηδόνας Γερμανό.
Μετά την ενθρόνισή του ο νέος πατριάρχης, Μελέτιος Δ΄ Μεταξάκης διόρισε τον μητροπολίτη Γερμανό επικεφαλής σημαντικών οργάνων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ συχνά του ανέθετε την εκπροσώπηση του Πατριαρχείου σε σημαντικές αποστολές, εκκλησιαστικού ή άλλου χαρακτήρα. Πρότεινε επίσης την εκλογή του στη θέση του μητροπολίτη Θυατείρων και εξάρχου Ευρώπης Δυτικής και Κεντρώας, και αργότερα την εκλογή του στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής, θέσεις τις οποίες αρνήθηκε για να μην απομακρυνθεί από το πεδίο δράσης του. Ωστόσο, οι εξελίξεις θα τον οδηγήσουν τελικά μακριά από την Κωνσταντινούπολη.
Το φθινόπωρο του 1922, τα κεμαλικά στρατεύματα εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη. Λίγες μέρες αργότερα, ο μητροπολίτης Γερμανός επέστρεφε εκεί, μετά από πολύμηνο ταξίδι για υποθέσεις του Πατριαρχείου. Ο πατριάρχης, που γνώριζε ότι ο Γερμανός Καραβαγγέλης είχε καταδικαστεί σε θάνατο, φοβήθηκε μήπως συλληφθεί κατά την αποβίβασή του από το πλοίο. Δρομολόγησε έτσι με συνοπτικές διαδικασίες την εκλογή του Γερμανού στη θέση του μητροπολίτη Ιωαννίνων, με αποτέλεσμα ο μητροπολίτης Γερμανός να μην αποβιβαστεί από το πλοίο και να ξεκινήσει αμέσως για τα Ιωάννινα. Όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά, αποχαιρέτησε «από μακριά και με πόση θλίψη την Κωνσταντινούπολη».
Βιέννη, «τόπος εξορίας»
Η πραξικοπηματική μετάθεση, η προσωπική εξορία στη Βιέννη, ο εξευτελισμός και το άδοξο τέλος.
Τον Απρίλιο του 1924, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε τη Μητρόπολη Ουγγαρίας και Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης. Στη νεοσύστατη αυτή εκκλησιαστική περιφέρεια μητροπολίτης εξελέγη, στις 15 Απριλίου, ο μέχρι τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο τελευταίος ενημερώθηκε για τη μετάθεσή του μέσω τηλεγραφήματος του Υπουργείου των Εξωτερικών, στο οποίο αναφερόταν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη στη μετάθεσή του στη Μητρόπολη Ουγγαρίας κατόπιν υποδείξεως των «εν Αθήναις Αρμοδίων». Στη μετακίνησή του σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η επιθυμία του τότε μητροπολίτη Αμασείας Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος επιθυμούσε να επανέλθει στην παλαιότερη έδρα του, τα Ιωάννινα. Για την απόφαση αυτή της μετακίνησής του, ο μητροπολίτης Γρηγόριος αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Επειδή, όμως, μόνη η επιμονή των Αθηνών περί της ανάγκης αποκαταστάσεως του Σπυρίδωνος δεν ήταν για το Φανάρι λόγος αρκετός για την άμεση απομάκρυνση του Γερμανού από τα Ιωάννινα, το Πατριαρχείο αναγκάσθηκε να αναζητήση άλλη αιτιολογία, που δεν ήταν άλλη από την άμεσον ανάγκην καταβολής ιδιαιτέρας μερίμνης υπέρ των εν Ουγγαρία, Αυστρία και Ιταλία ορθοδόξων Παροικιών, ιδρυόμενης ιδίας επί τούτω εκκλησιαστικής περιφερείας υπό τον τίτλο Μητρόπολις Ουγγαρίας και Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης».
Στις 20 Απριλίου 1924, με τηλεγράφημά του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο οποίο υπογράφει ως «πρώην Ιωαννίνων», ο Γερμανός ενημερώνει ότι αδυνατεί να δεχτεί τη μετάθεση, ενώ λίγες μέρες αργότερα σε νέο του τηλεγράφημα εκφράζει «αδελφικά παράπονα, διότι Αρχιερεύς έχων τριακονταετή αρχιερατικήν δράσιν δεν ηρωτήθην προς μετάθεσιν εις άλλην Επαρχίαν. Η πάθησις της καρδίας μου μοι απαγορεύει να δεχθώ άλλην υπηρεσίαν. Παρακαλώ να με αποκαταστήσητε εις την Επαρχίαν Ιωαννίνων, οπού σκοπεύω να αφιερώσω τα τελευταία έτη του βίου μου».
Ακολούθως επισκέφθηκε την Αθήνα, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί σε κυβερνητικούς παράγοντες για την πραξικοπηματική μετάθεσή του. Για να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις του μητροπολίτη Γερμανού, η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τη μετάθεση της έδρας της Μητρόπολης Ουγγαρίας και Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη, ενώ παράλληλα διαβεβαίωνε ότι το Υπουργείο των Εξωτερικών θα αναλάμβανε τα έξοδα της αξιοπρεπούς συντήρησής του.
Τον Αύγουστο του 1924, ο μητροπολίτης Γερμανός αφενός είχε πλέον πειστεί ότι οι διαμαρτυρίες του δεν ήταν αρκετές να ανατρέψουν την απόφαση της μετακίνησής του και αφετέρου είχε αντιληφθεί ότι πλέον ήταν αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να μείνει «άνεργος και πάμπτωχος στους πέντε δρόμους, προς μεγάλη χαρά των Τούρκων». Έτσι, έστειλε τηλεγράφημα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, δηλώνοντας ότι αποδέχεται «την Μητρόπολιν Κεντρώας Ευρώπης και εξαιτείται όπως αποδοθή αυτώ ο τίτλος του Μητροπολίτου Αμασείας και Εξάρχου Κεντρικής Ευρώπης». Κατόπιν τούτου έφυγε για τη Βιέννη, για την οποία έλεγε χαρακτηριστικά: «Για μένα η Βιέννη είναι η εξορία μου!».
Η επίσημη ενθρόνισή του έγινε στον ναό της Άγιας Τριάδος, την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 1924, παρουσία των πρεσβευτικών Αρχών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στην περιοχή, μελών της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης, καθώς και πλήθους ομογενών.
Έναν χρόνο αργότερα, κατά τη δικτατορία του Θ. Παγκάλου, το επίδομα του εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης κόβεται ξαφνικά. Ο μητροπολίτης αναφέρει σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Άλλος εξευτελισμός! Μένοντας έτσι ξένος μέσα σε ξένους χωρίς κανέναν πόρο ζωής ούτε καν κατοικία, αναγκάζομαι να κατέβω στην Αθήνα. Εδώ αρχίζει νέο μαρτύριο. Διαμαρτύρομαι προς όλες τις κατευθύνσεις, μένω επί μήνες χωρίς μισθό κρούοντας μάταια όλες τις θύρες. Και μόλις κατορθώνω στο τέλος να μου αναγνωρισθεί μισθός πενήντα λιρών, δηλαδή ούτε μισό του αρχικού μου μισθού. Κι απ’ αυτό το γλισχρό ποσόν ήμουν υποχρεωμένος να πληρώνω για μόνιμη κατοικία, τροφή, έξοδα περιοδείας (έξοδα κινήσεως και ξενοδοχεία), καθώς και για έξοδα παραστάσεως». Τα οικονομικά προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Μερικά χρόνια αργότερα, ο μισθός του θα περιοριστεί στις τριάντα πέντε λίρες. Μετά από διαμαρτυρίες μηνών, θα καταφέρει να δει τον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος θα τον συμβουλεύσει να αποσυρθεί σε κάποιο προάστιο ή μικρό χωριό της Βιέννης, ώστε να ζει αξιοπρεπώς. Τελικά, όμως, ο μισθός του αυξήθηκε στο μισό περίπου του αρχικά συμφωνηθέντος ποσού.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η απογοήτευσή του για την κατάσταση που είχε βρεθεί ήταν έκδηλη. Ο ίδιος λέει στα απομνημονεύματά του: «Αυτή ήταν η αμοιβή των θυσιών κι εθνικών αγώνων ενός κληρικού, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή κι όλες του τις δυνάμεις με πρωτοφανή αλτρουισμό κι ανιδιοτέλεια στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Ο κληρικός αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της Ελλάδος και για αυτό έπρεπε να ταλαιπωρηθεί να εξευτελισθεί και να εξορισθεί τέλος απ’ την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της εξόριστος στην ξένη γη!»
Ο μητροπολίτης Γερμανός πέθανε σε ηλικία 68 ετών στις 11 Φεβρουαρίου του 1935. Στη διαθήκη του έγραφε: «Η κηδεία μου θα γίνη εν τω Ναω (Αγίου) Γεωργίου Καρύτση με έναν μόνον ιερέα άνευ διακόνου, δεν δέχομαι δε εις την κηδείαν μου ούτε Αντιπρόσωπον του Κράτους ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελον άναμνησθή μετά θάνατον τας έθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν εις Ιεράρχην του ’21».
Παρά την επιθυμία του Γερμανού Καραβαγγέλη να ταφεί στην Αθήνα, η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Βιέννης και ενταφιάστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1935 στο ελληνικό τμήμα του κεντρικού νεκροταφείου στη Βιέννη. Η αδελφή του Κλεονίκη ανέλαβε την κάλυψη των εξόδων κηδείας και ταφής, αλλά και τα δικαιώματα του νεκροταφείου για δεκαπέντε χρόνια. Στην Ελλάδα, η ελληνική πολιτεία τίμησε τη μνήμη του, με την τέλεση επίσημου μνημόσυνου στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, ενώ ο Δήμος Αθηναίων αποφάσισε να δώσει το όνομά του σε έναν δρόμο στην περιοχή των Αμπελοκήπων.
Η Κλεονίκη, αδελφή του εκλιπόντος μητροπολίτη Γερμανού, είχε πάντα στο μυαλό της την ιδέα της μετακομιδής των λειψάνων του, ωστόσο για διάφορους λόγους αυτό δεν κατέστη δυνατό. Τον Δεκέμβριο του 1954, η ίδια πληροφορήθηκε ότι θα έπρεπε να πληρώσει εκ νέου δικαιώματα στο νεκροταφείο της Βιέννης εάν επιθυμούσε τα οστά του Γερμανού να διατηρηθούν εντός του τάφου, σε διαφορετική περίπτωση θα γινόταν εκταφή και τα οστά του θα τοποθετούνταν στο κοινό χωνευτήριο, καθώς δεν υπήρχε οστεοφυλάκιο.
Τότε η Κλεονίκη Καραβαγγέλη, επικαλούμενη την εθνική δράση του μητροπολίτη Γερμανού, ζήτησε με αίτησή της προς τη Διεύθυνση Εκκλησιών του Υπουργείου των Εξωτερικών να αναλάβει είτε την καταβολή του απαιτούμενου ποσού είτε τη δαπάνη μετακομιδής των οστών του. Το υπουργείο τελικά ανέλαβε την κάλυψη του ποσού για την πληρωμή των δικαιωμάτων του νεκροταφείου.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1958, η ανιψιά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Μαρία Κοντοπούλου, πληροφορήθηκε την πρόθεση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης να εκδώσει τα Απομνημονεύματα του Γερμανού. Με επιστολή της θα ζητήσει από την Εταιρεία να μεριμνήσει όχι μόνο για την έκδοση των απομνημονευμάτων, αλλά και για την ανέγερση ανδριάντα, καθώς επίσης και για τη μετακομιδή των οστών του και την εναπόθεσή τους στην Καστοριά.
Όντως η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ανταποκρίθηκε θετικά, εξασφαλίζοντας μάλιστα και τη στήριξη του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος. Στις 10 Ιουνίου 1959 έφτασε στη Βιέννη ειδική επιτροπή επιφορτισμένη για την παραλαβή και τη μεταφορά των λειψάνων. Λίγες μέρες αργότερα, στις 16 Ιουνίου 1959, τα οστά του Γερμανού Καραβαγγέλη έφτασαν στην Καστοριά και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη στη βάση ανδριάντα, του οποίου τα αποκαλυπτήρια έγιναν την ίδια μέρα.
Η μόνη εν ζωή εκείνη την εποχή αδελφή του Γερμανού, Ευρυδίκη Χατζηαποστόλου, απήγγειλε ένα ποίημα:
«Ξανάρθες πάλι, Γερμανέ,/ η Καστοριά δική σου/ και ψάλλει όλη η Ελλάς τη δόξα, /την αλκή σου.»