Advertisement

Γιάννης Δραγασάκης: Αδιέξοδα

του Μιχάλη Τσιντσίνη

488

Θα μπορούσε κανείς να αποφεύγει πια αυτή τη συζήτηση, μόνο από ανία. Είναι πια βαρετό να μιλάει κανείς για το 2015. Βαρετό και ίσως αντιπαραγωγικό.

Το περίεργο είναι, όμως, ότι τη συζήτηση αναζωπυρώνουν εκείνοι που θα είχαν λόγο να την αποφεύγουν προεκλογικά: Πρώτα το προκάλεσε ο πρωθυπουργός, αυτοπαρουσιαζόμενος στους Γερμανούς και Ιταλούς συνομιλητές του ως βετεράνος της κρίσης, με το καθαρό του μυαλό και τις νουθεσίες τύπου «καλύτερα τώρα, παρά μετά».

Remaining Time-0:00
Fullscreen
Mute

Προχθές, αυτουργός της αναζωπύρωσης ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, που εξήγησε ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απέφυγαν τη ρήξη γιατί θα μπορούσε να προκληθεί «μια κατάσταση τόσο χαοτική, που να μην μπορεί να ελεγχθεί με δημοκρατικά μέσα».

Αλήθεια; Μήπως αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο είχαν προβλέψει, και εργάστηκαν για να αποτρέψουν τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις –Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά; Μήπως γι’ αυτό υπέγραψαν τα μνημόνια;

Μήπως δεν επέβαλαν τη λιτότητα από κοινωνικό σαδισμό και εκλογικό μαζοχισμό, αλλά επειδή είχαν καταλάβει ότι η εναλλακτική ήταν το χάος – ένα χάος που θα καταβρόχθιζε όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το δημοκρατικό κεκτημένο της χώρας;

Αυτό που οι άλλοι είχαν καταλάβει από την αρχή της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ –και δη οι προβαλλόμενοι ως πιο νουνεχείς στην ηγεσία του, όπως ο Δραγασάκης– το κατάλαβε πέντε χρόνια μετά. Η συζήτηση για το 2015 ξαναγίνεται έτσι αναπόφευκτη, επειδή τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να σιδερώσουν την ιστορία.

«Παραλάβαμε», λέει ο Δραγασάκης, «μια χώρα σε μνημόνια, σε ύφεση, με μη βιώσιμο χρέος». Λάθος, λάθος και λάθος. Στη χώρα απέμενε να κλείσει μια τελευταία αξιολόγηση, που θα είχε κλείσει αν ο επελαύνων ΣΥΡΙΖΑ δεν επέμενε να διαλύσει τη Bουλή. Η οικονομία είχε γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς, που θα ήταν θετικότεροι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποδαύλιζε τους φόβους για πολιτική αβεβαιότητα – φόβοι που, πανηγυρικώς, επιβεβαιώθηκαν. Το χρέος ήταν, σύμφωνα με αρκετές εκτιμήσεις, βιώσιμο, και πάντως είχε ασυγκρίτως καλύτερες προοπτικές βιωσιμότητας τον Ιανουάριο απ’ ό,τι τον Ιούλιο του 2015.

Αποφύγαμε, είπε ο Δραγασάκης, «τη συνολική ρήξη, για να μην παγιδευτούμε σε αδιέξοδα». Πράγμα που, αν το πάρει κανείς τοις μετρητοίς, σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη δεν υποψιάζεται ότι κατέληξε να παγιδευτεί χωρίς φρένα στο αδιέξοδο, που νομίζει ότι απέφυγε.

Η συζήτηση για το 2015 θα ήταν άχρηστη, αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε όντως υποστεί τη μετάλλαξη που φαντασιώνονται οι απολογητές του. Ο δικός του, όψιμος απολογισμός για την πιο βαριά από τις επιλογές του έχει και προεκλογικό ενδιαφέρον. Βοηθάει να εξηγηθούν οι υποτροπές στο κλείσιμο του κύκλου. Oπως «αποφύγαμε το αδιέξοδο», ενώ το πληρώνουμε ακόμη, έτσι βγαίνουμε από τα μνημόνια, ενώ δεν έχουμε βγει ακόμη στις αγορές. Βοηθάει να δει κανείς τι (δεν) κατάλαβε η μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση από τη διακυβέρνηση.

Δύο εικόνες, τρεις αιώνες

Υπάρχει μια φωτογραφία από την κηδεία της Μπάρμπαρα Μπους τον περασμένο Απρίλιο. Τη θυμήθηκε με αφορμή τον θάνατο του Τζορτζ Μπους ο Frank Bruni των New York Times. Στο κέντρο του «κάδρου» είναι ο πατριάρχης των Μπους, καθηλωμένος σε καροτσάκι. Παρότι η περίσταση είναι πένθιμη, προσπαθεί να σχηματίσει στο πρόσωπό του κάτι σαν χαμόγελο. Πίσω του είναι οι τρεις πρόεδροι που τον διαδέχθηκαν με τις συζύγους τους: το ζεύγος Κλίντον, το ζεύγος Μπους του νεότερου, το ζεύγος Ομπάμα. Και στην άκρη, μόνη, η Μελάνια.

Η εκδημία του τελευταίου προέδρου που είχε ζήσει –και μάλιστα ως πολεμιστής– τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν λαβή για αυτόματες, οδυνηρές συγκρίσεις με το παρόν. Ακόμη και η αποτυχημένη οκταετία του υιού του φαντάζει, αναδρομικά, σαν μέρος μιας κανονικότητας, που πλέον έχει πολτοποιηθεί.

Οποιος έχει δει εκείνο το «χιονισμένο», ασπρόμαυρο βίντεο από τη διάσωση του εικοσάχρονου πιλότου Μπους στη θάλασσα των Φιλιππίνων, τον Σεπτέμβριο του 1944· όποιος τον έχει δει σε εκείνο το πλάνο να ανεβαίνει πάνω στο υποβρύχιο από τη φουσκωτή διασωστική λέμβο και αντιπαραβάλλει την εικόνα αυτή με τη φωτογραφία από την κηδεία της συζύγου του συνειδητοποιεί τη διαφορά. Ο εικοστός αιώνας δεν ήταν ένας. Ηταν δύο. Ο πρώτος τελείωσε το 1945. Ο δεύτερος, ο «αιώνας» της ειρήνης και της ευημερίας, που ακολούθησε, επούλωσε τόσο αποτελεσματικά τα τραύματα του πρώτου, ώστε, στη δύση του, έμοιαζε πράγματι εφικτό το τέλος της Ιστορίας. Ο κόσμος φαινόταν να έχει «κλειδώσει». Περισσότερος πλούτος. Περισσότερη ελευθερία.

Τώρα, στο τέλος του τέλους της Ιστορίας, αισθάνεται κανείς διαρκώς την ανάγκη να ανασύρει από τη λήθη τον πρώτο εικοστό αιώνα. Ο θάνατος του Μπους σηματοδοτεί ότι εκλείπουν εκείνοι που μπορούσαν να τον θυμούνται και να τον θυμίζουν.

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο