Advertisement

Γιατί είναι ακριβά τα καύσιμα στην Ελλάδα

Τρίτη υψηλότερη στην Ευρώπη η λιανική τιμή της αμόλυβδης βενζίνης μετά από φόρους και έβδομη πριν από τους φόρους/ Χρύσα Λιάγγου

333

Η αγορά πετρελαιοειδών δεν έχει συμμορφωθεί μέχρι και σήμερα με μέτρα που έχουν θεσμοθετηθεί από το 2012, για την αντιμετώπιση τόσο της παραβατικότητας όσο και του ελλείμματος ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα οι πολίτες της χώρας να επιβαρύνονται διπλά: ως καταναλωτές από τις υψηλές τιμές και ως φορολογούμενοι από τις απώλειες δημοσίων εσόδων εκατοντάδων εκατ. ευρώ ετησίως.

Ρυθμιστικά εμπόδια

Τα πλέον πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ε.Ε. επανεπιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ακριβότερες αγορές της Ευρώπης στις τιμές των καυσίμων. Επιπλέον, η πορεία της πιο πρόσφατης έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού καταδεικνύει τη δυστοκία των αρμοδίων αρχών να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικά εμπόδια για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και την εξομάλυνση των τιμών.

Σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία (13/5) της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., η λιανική τιμή της αμόλυβδης (μετά από φόρους) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,949 ευρώ/λίτρο και ήταν η τρίτη ακριβότερη στην Ευρώπη, μετά την Ολλανδία (2,046 ευρώ/λίτρο) και τη Δανία (2,045 ευρώ/λίτρο).

Η προ φόρων τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 0,856 ευρώ/λίτρο και ήταν η έβδομη ακριβότερη στην Ευρώπη. Η λιανική τιμή του πετρελαίου κίνησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,657 ευρώ/λίτρο και ήταν η 9η ακριβότερη στην Ευρώπη, ενώ η προ φόρων τιμή διαμορφώθηκε στα 0,911 ευρώ/λίτρο και ήταν η τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη.

Ανεφάρμοστα παραμένουν μέτρα που θεσμοθετήθηκαν το 2012 για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας και του ελλείμματος ανταγωνισμού στον κλάδο.

Η λιανική τιμή των καυσίμων (τιμή αντλίας) διαμορφώνεται σε τρία στάδια, με πρώτο τη διεθνή τιμή των προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης κ.λπ.) που αποτελεί τη βάση της τιμής πώλησης των διυλιστηρίων. Πάνω στη διυλιστηριακή τιμή οι εταιρείες εμπορίας θα προσθέσουν τα δικά τους λειτουργικά και διαχειριστικά κόστη και ένα περιθώριο κέρδους για να διαμορφώσουν την τιμή πώλησης στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, τα περίπου 5,5 χιλιάδες πρατήρια ανά τη χώρα. Η τιμή της αντλίας θα διαμορφωθεί σε αυτό το στάδιο και από τα λειτουργικά κόστη και το περιθώριο κέρδους των πρατηρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εταιρείες εμπορίας και πρατήρια λειτουργούν με πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που επιβλήθηκε με νόμο από τον Σεπτέμβριο του 2021.

Μια ξεχωριστή θέση σε αυτή τη διαδρομή της διαμόρφωσης του κόστους έχουν οι φόροι και οι δασμοί, οι οποίοι στην Ελλάδα κινούνται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των μελών της Ε.Ε. (μετά την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία), ξεπερνώντας κατά 20% τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Από την ανάλυση των στοιχείων για τη μέση τιμή της τελικής τιμής της βενζίνης το διάστημα από 15/1/2021 έως και 15/7/2023 προκύπτει ότι ο ΕΦΚ και ο ΦΠΑ αποτελούν το 50%-60% της τελικής τιμής του προϊόντος, ανάλογα με τη διεθνή τιμή. Η τιμή του διυλιστηρίου αποτελεί μεταξύ 30% και 47% της τελικής τιμής καταναλωτή, ενώ το περιθώριο κέρδους εταιρειών και πρατηρίων αποτελεί το 3%-9%. Το εύκολο συμπέρασμα από την ανάλυση αυτή είναι ότι η υπερ-φορολόγηση που αποτελεί επιλογή της πολιτείας και η διεθνής τιμή είναι οι βασικοί ένοχοι για τις υψηλές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής.

«Ρουκέτα και φτερό»

Ωστόσο, στην Ελλάδα και οι τιμές προ φόρων βενζίνης και πετρελαίου κίνησης αποκλίνουν προς τα πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που δεν δικαιολογείται ούτε από τη διακύμανση των διεθνών τιμών ούτε από την υψηλή φορολογία. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού εδώ και μια 20ετία περίπου. Αυτεπάγγελτες έρευνες διενεργήθηκαν το διάστημα 2004-2015 που οδήγησαν και σε πρόστιμα ύψους άνω των 9 εκατ. ευρώ και δεσμεύσεις. Από το 2012, η Επιτροπή εισηγήθηκε στην πολιτεία σειρά μέτρων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Από αυτά ελάχιστα υιοθετήθηκαν και μάλιστα κάποια εφαρμόστηκαν μόνο μερικώς.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 2022 η Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε διαδικασία κανονιστικής παρέμβασης που στηρίχθηκε στα πορίσματα χαρτογράφησης της αγοράς πετρελαιοειδών που είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 2022. Με άλλα λόγια, ξεκίνησε να αξιολογήσει εάν επικρατούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής καυσίμων στην ελληνική αγορά. Κι αυτό γιατί υπήρξαν ενδείξεις ασύμμετρης προσαρμογής των τιμών, κάτι που το περιέγραψε ως φαινόμενο της «ρουκέτας και του φτερού» (Rockets & Feathers). Δηλαδή οι τιμές λιανικής αυξάνονται αμέσως όταν αυξάνεται η διεθνής τιμή, αλλά μειώνονται με αργό ρυθμό όταν υποχωρεί η διεθνής τιμή.

Υψηλή συγκέντρωση

Ως προς τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αρχική της χαρτογράφηση η Επιτροπή κατέγραψε ενδείξεις όπως υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά διύλισης και ασθενή ανταγωνισμό μεταξύ των δύο εταιρειών διύλισης, με τις τιμές στα βασικά προϊόντα (αμόλυβδη, ντίζελ κίνησης) ουσιαστικά να ταυτίζονται. Επίσης, μέτριο προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά χονδρικής και, τέλος, πιθανή συγκέντρωση σε τοπικό επίπεδο στα πρατήρια. Διαπίστωσε επίσης σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών και δεικτών κερδοφορίας των επιχειρήσεων διύλισης και χονδρικής εμπορίας τη διετία 2021-2022.

Η κανονιστική πράξη αποτελεί το ισχυρότερο όπλο παρέμβασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε έναν κλάδο της οικονομίας, αφού μπορεί να πάρει αποφάσεις δομικού χαρακτήρα για την αγορά, όπως για παράδειγμα να υποχρεώσει εταιρείες σε αλλαγή συμπεριφοράς ή ακόμη και σε πώληση περιουσιακών στοιχείων αν διαπιστώσει ότι στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός. Αν και η Επιτροπή Ανταγωνισμού ολοκλήρωσε την έρευνά της, μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινώσει αποτελέσματα, κάτι που αναμενόταν τον Οκτώβριο του 2023 ή το αργότερο μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.

Οι πληροφορίες θέλουν την Επιτροπή να μην επιβεβαίωσε το φαινόμενο της ασύμμετρης προσαρμογής των τιμών στα διάφορα στάδια της αγοράς. Συνέχισε ωστόσο την έρευνα με νέα ερωτηματολόγια προς διυλιστήρια, εταιρείες και πρατήρια για να αξιολογήσει ένα ζήτημα που απασχόλησε δύο προηγούμενες κανονιστικές πράξεις: το ζήτημα της τιμολόγησης των αποθεμάτων ασφαλείας και το κατά πόσον εξακολουθεί να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.

Γιατί είναι ακριβά τα καύσιμα στην Ελλάδα-1
Οι εταιρείες διύλισης διαθέτουν αποθήκες με τις κατάλληλες προδιαγραφές, γεγονός που τους δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των εταιρειών εμπορίας.

Τι συμβαίνει με τα αποθέματα ασφαλείας 90 ημερών

H υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας 90 ημερών από εταιρείες που εισάγουν πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαιοειδών έχει απασχολήσει στο παρελθόν εκτός από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά και την τρόικα την εποχή των μνημονίων, μια και συνδέεται άμεσα με τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

Βάσει ευρωπαϊκού πλαισίου, οι εταιρείες που εισάγουν πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαιοειδών για ιδία χρήση ή για την εμπορία τους στην ελληνική αγορά, υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα ποσότητας ίσης με την εγχώρια καθαρή κατανάλωσή τους 90 ημερών του προηγούμενου έτους. Το 2002 και με το νόμο 3054 άλλαξε το καθεστώς που ίσχυε από το 1985 ύστερα από καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τη χώρα μας, που έκρινε ότι το σύστημα αυτό νόθευε τον ανταγωνισμό μεταξύ εγχώριας παραγωγής πετρελαιοειδών προϊόντων και απευθείας εισαγωγών. Οι εταιρείες που δεν διέθεταν αποθηκευτικούς χώρους ήταν υποχρεωμένες να αποθηκεύουν σε πιστοποιημένες αποθήκες, που κατά βάση διέθεταν τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ και της Μotor Oil.

Αδύνατες οι εισαγωγές

Η πρόσβαση τρίτων σε αποθηκευτικούς χώρους για τη διατήρηση αποθεμάτων ασφαλείας, σύμφωνα με τον νόμο του 1985, ήταν δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση αποκλειστικής σύμβασης προμήθειας με τον κάτοχο αυτών (ουσιαστικά με τα διυλιστήρια). Ο όρος αυτός καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατες τις εισαγωγές και, ως εκ τούτου, τον ανταγωνισμό σε αυτό το στάδιο της αγοράς. Επιπλέον, το καθεστώς αυτό δεν έδινε τη δυνατότητα διατήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας σε άλλη χώρα της Ε.Ε.

Το πρόβλημα ελλείμματος ανταγωνισμού από αυτές τις ρυθμίσεις είχε διαγνώσει με απόφασή της ένα χρόνο νωρίτερα, το 2001, η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το 2008, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επανήλθε με κανονιστική πράξη καθώς διαπίστωσε ότι παρά τις θετικές τροποποιήσεις με τον νόμο 2002 σε σχέση με το παρελθόν εμφανίζονται «σημαντικά προβλήματα, που επιτείνουν την έλλειψη ανταγωνισμού και την εν γένει αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει την αγορά διύλισης». Με την απόφαση που εξέδωσε πρότεινε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ανεξάρτητου Κεντρικού Φορέα Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας κατά το πρότυπο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ως μέτρο ενίσχυσης των εισαγωγών και του ανταγωνισμού. Με την ίδια κανονιστική απόφαση, υποχρέωνε τα διυλιστήρια να γνωστοποιούν στοιχεία σχετικά με το κόστος τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας και τις προσαυξήσεις που χρεώνουν τις εταιρείες εμπορίας, καθώς και να μην παρεμποδίζουν την απευθείας πρόσβαση σε ανεξάρτητα πρατήρια.

Το 2008, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι εμφανίζονται «σημαντικά προβλήματα, που επιτείνουν την έλλειψη ανταγωνισμού στην αγορά διύλισης».

«Για να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον στην αγορά της διύλισης υφίστανται ή όχι επαρκείς ανταγωνιστικές πιέσεις, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν υπάρχουν ή όχι εκείνες οι ευνοϊκές συνθήκες οι οποίες θα επέτρεπαν στους χονδρεμπόρους και στους λοιπούς εισαγωγείς να εισάγουν απευθείας πετρελαϊκά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές», ανέφερε η Επιτροπή στη σχετική απόφασή της. Και κατέληγε ότι με βάση τα πορίσματα και την έρευνα στον κλάδο, αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν. Σημείωνε επίσης ότι μόνο οι εταιρείες διύλισης διαθέτουν αποθήκες με τις κατάλληλες προδιαγραφές, γεγονός που τους δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των εταιρειών εμπορίας.

Εν ολίγοις, εντόπιζε το πρόβλημα του ανταγωνισμού στην αποθάρρυνση των εισαγωγών και πρότεινε τη δημιουργία του ανεξάρτητου Κεντρικού Φορέα Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας, σημειώνοντας τότε (το 2008) ότι από τις 27 χώρες της Ε.Ε. μόνο η Ελλάδα, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διαθέτουν τέτοιο φορέα. Ανέφερε επίσης ότι η Γαλλία, προκειμένου να ενισχύσει τον ανταγωνισμό, είχε απαλλάξει τους μικρούς εισαγωγείς από την υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας.

Κατά την κρίση της Επιτροπής, οι αποθήκες εταιρειών διύλισης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ουσιώδεις» υποδομές, καθώς περιβαλλοντικοί και άλλοι περιορισμοί δεν επιτρέπουν τη δημιουργία νέων αποθηκευτικών χώρων. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να διασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβαση των υπόχρεων εταιρειών διατήρησης αποθεμάτων ασφαλείας με την εκ των προτέρων διοικητική ρύθμιση των όρων και κανόνων τιμολόγησης που θα εγκρίνει η ΡΑΑΕΥ, όπως συμβαίνει με την πρόσβαση στα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.

Η οδηγία της Ε.Ε.

Το 2013 και υπό την πίεση της τρόικας, η Ελλάδα εναρμονίστηκε με την οδηγία της Ε.Ε., θεσπίζοντας τη δυνατότητα των εταιρειών που εισάγουν, να διατηρούν το 30% των υποχρεωτικών αποθεμάτων ασφαλείας σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Με τον ίδιο νόμο θεσπίστηκε και η δυνατότητα σύστασης Κεντρικού Φορέα Διατήρησης Αποθεμάτων (ΚΦΔΑ). Ο φορέας αυτός δεν έχει συσταθεί μέχρι σήμερα, διότι κρίθηκε ότι το μέγεθος και η ωριμότητα της αγοράς δεν κάνουν αναγκαία την ύπαρξη κρατικής εταιρείας για τη διαχείριση των αποθεμάτων.

Πηγή kathimerini
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο