Advertisement

Γιατί η Δύση έχει την ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία

Μια άλλη οπτική σε άρθρο του 2014 από τον Τζον Μερσχάιµερ, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου | ΤΖΟΝ ΜΕΡΣΧΑΪΜΕΡ*

640

Το κείµενο του Τζον Μερσχάιµερ, εκτενή αποσπάσματα του οποίου αναδημοσιεύει σήμερα η «Κ», φιλοξενήθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Foreign Affairs, στο τεύχος Σεπτεμβρίου/Οκτωβρίου 2014, μερικούς μήνες μετά την εισβολή στην Κριμαία από τον ρωσικό στρατό τον Φεβρουάριο του 2014. Αντίθετα από την επικρατούσα άποψη στη Δύση, σύμφωνα με την οποία o πρόεδρος Πούτιν είναι ένας παράλογος και ριψοκίνδυνος φιλοπόλεμος ηγέτης που θέλει να δημιουργήσει ξανά τη Μεγάλη Ρωσία, ο γνωστός Αμερικανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου είχε εξαρχής υποστηρίξει ότι την κύρια ευθύνη για την κρίση την έχουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, και ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Τα επιχειρήματα που αναπτύσσει βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή.

__

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στη Δύση, η κρίση στην Ουκρανία οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη ρωσική επιθετικότητα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με το επιχείρημα, προσάρτησε την Κριμαία λόγω μιας μακροχρόνιας επιθυμίας να αναστήσει τη σοβιετική αυτοκρατορία, και ίσως στοχεύσει στην υπόλοιπη Ουκρανία, καθώς και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Με αυτή την οπτική, η απομάκρυνση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του 2014 αποτέλεσε απλώς την αφορμή για την απόφαση του Πούτιν να διατάξει τις ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν μέρος της Ουκρανίας.

Όμως αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κρίση. Η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την τροχιά της Ρωσίας και την ενσωμάτωσή της στη Δύση. Ταυτόχρονα, η επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς και η υποστήριξη της Δύσης προς το φιλοδημοκρατικό κίνημα στην Ουκρανία – αρχής γενομένης από την Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004 – ήταν επίσης κρίσιμα στοιχεία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Ρώσοι ηγέτες αντιτάχθηκαν σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια κατέστησαν σαφές ότι δεν θα παρέμεναν αδιάφοροι όσο ο στρατηγικής σημασίας γείτονάς τους μετατρεπόταν σε δυτικό προπύργιο.  Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας -την οποία δικαίως χαρακτήρισε «πραξικόπημα»- ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας, μιας χερσονήσου που φοβόταν ότι θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ, και προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση.

Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης υπέπεσαν σε σφάλματα στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν την Ουκρανία σε δυτικό προπύργιο στα σύνορα της Ρωσίας.

Η δυτική ύβρις

Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, οι σοβιετικοί ηγέτες προτίμησαν να παραμείνουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ να παραμείνει ανέπαφο. Μια συμφωνία που πίστευαν ότι θα κρατούσε την επανενωμένη Γερμανία ειρηνική. Αλλά αυτοί και οι Ρώσοι που τους διαδέχτηκαν δεν ήθελαν να μεγαλώσει περισσότερο το ΝΑΤΟ και υπέθεσαν ότι οι δυτικοί διπλωμάτες κατανοούσαν τις ανησυχίες τους. Η κυβέρνηση Κλίντον προφανώς είχε διαφορετική άποψη και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να πιέζει για επέκταση του ΝΑΤΟ.

Ο πρώτος γύρος διεύρυνσης πραγματοποιήθηκε το 1999 και συμπεριέλαβε την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ο δεύτερος γύρος πραγματοποιήθηκε το 2004. Περιελ’αμβανε τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα από την αρχή. Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ κατά των Σέρβων της Βοσνίας το 1995, για παράδειγμα, ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν δήλωσε: «Αυτό είναι το πρώτο σημάδι του τι θα μπορούσε να συμβεί όταν το ΝΑΤΟ φτάσει μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει σε ολόκληρη την Ευρώπη”.  Αλλά οι Ρώσοι ήταν πολύ αδύναμοι εκείνη την εποχή για να ανακόψουν την κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά – η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν φαινόταν τόσο απειλητική, αφού κανένα από τα νέα μέλη δεν μοιραζόταν σύνορα με τη Ρωσία, εκτός από τις μικρές χώρες της Βαλτικής.

Τότε, το ΝΑΤΟ άρχισε να κοιτάζει πιο ανατολικά. Στη σύνοδο κορυφής του Απριλίου το 2008 στο Βουκουρέστι, η συμμαχία εξέτασε την αποδοχή της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους το υποστήριξε, αλλά η Γαλλία και η Γερμανία αντιτάχθηκαν στην κίνηση φοβούμενοι ότι θα εναντιωνόταν η Ρωσία. Στο τέλος, τα μέλη του ΝΑΤΟ κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό: Η Συμμαχία δεν ξεκίνησε την επίσημη διαδικασία που οδηγεί στην ένταξη, αλλά εξέδωσε μια δήλωση υποστηρίζοντας τις φιλοδοξίες της Γεωργίας και της Ουκρανίας και δηλώνοντας ευθαρσώς: «Αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ».

Η Μόσχα, ωστόσο, δεν είδε το αποτέλεσμα ως συμβιβαστική λύση. Ο Αλεξάντερ Γκρούσκο, τότε υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, είπε: «Η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στη συμμαχία είναι ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για την πανευρωπαϊκή ασφάλεια». Ο Πούτιν υποστήριξε ότι η αποδοχή αυτών των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ θα αντιπροσώπευε μια «άμεση απειλή» για τη Ρωσία. Μια ρωσική εφημερίδα ανέφερε ότι ο Πούτιν, ενώ συνομιλούσε με τον Μπους, «άφησε να εννοηθεί σαφώς ότι εάν η Ουκρανία γινόταν αποδεκτή στο ΝΑΤΟ, θα έπαυε να υπάρχει».

Η εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 θα έπρεπε να είχε διαλύσει κάθε αμφιβολία σχετικά με την αποφασιστικότητα του Πούτιν να εμποδίσει τη Γεωργία και την Ουκρανία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, ο οποίος ήταν βαθιά αφοσιωμένος στην ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ, είχε αποφασίσει το καλοκαίρι του 2008 να ενσωματώσει εκ νέου δύο αυτονομιστικές περιοχές, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Όμως ο Πούτιν επιδίωξε να κρατήσει τη Γεωργία αδύναμη και διχασμένη – και εκτός ΝΑΤΟ. Αφού ξέσπασαν συμπλοκές μεταξύ της γεωργιανής κυβέρνησης και των αυτονομιστών της Νότιας Οσετίας, οι ρωσικές δυνάμεις πήραν τον έλεγχο της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. Η Μόσχα είχε περάσει το μήνυμα της. Ωστόσο, παρά τη σαφή αυτή προειδοποίηση, το ΝΑΤΟ δεν εγκατέλειψε ποτέ δημόσια τον στόχο του να φέρει τη Γεωργία και την Ουκρανία στη συμμαχία. Και η επέκταση του ΝΑΤΟ συνέχισε με την Αλβανία και την Κροατία να γίνονται μέλη το 2009.

Η ΕΕ, επίσης, πορευόταν προς τα ανατολικά. Τον Μάιο του 2008, παρουσίασε την πρωτοβουλία της Ανατολικής Συνεργασίας, ένα πρόγραμμα για την προώθηση της ευημερίας σε χώρες όπως η Ουκρανία και την ενσωμάτωσή τους στην οικονομία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είναι φυσικό,, οι Ρώσοι ηγέτες θεώρησαν το σχέδιο εχθρικό προς τα συμφέροντα της χώρας τους. Τον περασμένο Φεβρουάριο, πριν ο Γιανουκόβιτς αναγκαστεί να εγκαταλείψει την θέση του, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, κατηγόρησε την ΕΕ ότι προσπαθεί να δημιουργήσει μια «σφαίρα επιρροής» στην Ανατολική Ευρώπη.  Στα μάτια των Ρώσων ηγετών, η διεύρυνση της ΕΕ είναι ένας δούρειος ίππος για την επέκταση του ΝΑΤΟ.

Το τελικό εργαλείο τής Δύσης για το σταδιακό τράβηγμα του Κιέβου μακριά από την Μόσχα ήταν οι προσπάθειές της να διαδώσει τις δυτικές αξίες και την προώθηση της δημοκρατίας στην Ουκρανία και σε άλλα μετα-σοβιετικά κράτη, ένα σχέδιο που συχνά συνεπάγεται την χρηματοδότηση φιλοδυτικών ατόμων και οργανισμών. Η Βικτόρια Νούλαντ, η Αμερικανίδα βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές υποθέσεις, υπολόγισε τον Δεκέμβριο του 2013 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επενδύσει πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια από το 1991 για να βοηθήσουν την Ουκρανία να επιτύχει «το μέλλον που της αξίζει».  Ως μέρος αυτής τής προσπάθειας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρηματοδότησε το National Endowment for Democracy (NED). Αυτό το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα έχει χρηματοδοτήσει περισσότερα από 60 έργα που αποσκοπούν στην προώθηση της κοινωνίας των πολιτών στην Ουκρανία, και ο πρόεδρος του, Carl Gershman, αποκάλεσε την χώρα αυτή «το μεγαλύτερο βραβείο». Αφότου ο Γιανουκόβιτς κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τής Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2010, το NED αποφάσισε ότι υπονόμευε τους στόχους του, και έτσι ενίσχυσε τις προσπάθειές του για την στήριξη της αντιπολίτευσης και την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών τής χώρας.

Όταν οι Ρώσοι ηγέτες βλέπουν την Δυτική κοινωνική μηχανική στην Ουκρανία, ανησυχούν ότι η χώρα τους θα μπορούσε να είναι η επόμενη. Και οι φόβοι αυτοί δεν είναι διόλου αβάσιμοι. Τον Σεπτέμβριο του 2013, ο Gershman έγραψε στην εφημερίδα Washington Post ότι «η επιλογή τής Ουκρανίας να ενταχθεί στην Ευρώπη θα επιταχύνει την κατάρρευση της ιδεολογίας τού ρωσικού ιμπεριαλισμού που αντιπροσωπεύει ο Πούτιν». Και πρόσθεσε: «Οι Ρώσοι, επίσης, αντιμετωπίζουν μια επιλογή, και ο Πούτιν μπορεί να βρεθεί στους χαμένους όχι μόνο στο εγγύς εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό τής ίδιας τής Ρωσίας».

Η πτώση του προέδρου Γιανουκόβιτς και η κατάληψη της Κριμαίας

Φανταστείτε την αμερικανική οργή αν η Κίνα δημιουργούσε μια εντυπωσιακή στρατιωτική συμμαχία και προσπαθούσε να συμπεριλάβει τον Καναδά και το Μεξικό.

Το τριπλό πακέτο πολιτικών τής Δύσης – η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η επέκταση της ΕΕ και η προώθηση της δημοκρατίας – έριξε λάδι σε μια φωτιά που περίμενε να ανάψει. Η σπίθα ήρθε τον Νοέμβριο του 2013, όταν ο Γιανουκόβιτς απέρριψε μια σημαντική οικονομική συμφωνία την οποία είχε διαπραγματευθεί με την ΕΕ και αποφάσισε να αποδεχτεί αντ’ αυτού μια ρωσική αντιπροσφορά 15 δισ. δολαρίων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που κλιμακώθηκαν τους επόμενους τρεις μήνες , και που μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχαν οδηγήσει στον θάνατο περίπου εκατό διαδηλωτές. Δυτικοί απεσταλμένοι πέταξαν εσπευσμένα στο Κίεβο για να επιλύσουν την κρίση. Στις 21 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση κατέληξαν σε συμφωνία που επέτρεπε στον Γιανουκόβιτς να παραμείνει στην εξουσία έως ότου διεξαχθούν νέες εκλογές. Ωστόσο, η συμφωνία κατέρρευσε αμέσως και ο Γιανουκόβιτς κατέφυγε στην Ρωσία την επόμενη μέρα. Η νέα κυβέρνηση στο Κίεβο ήταν φιλο-δυτική και αντιρωσική ως το κόκκαλο, και περιείχε τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη που θα μπορούσαν δικαιολογημένα να χαρακτηριστούν νεοφασίστες.

Αν και η πλήρης έκταση της εμπλοκής των ΗΠΑ δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί,, είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον υποστήριξε το πραξικόπημα.  Η Νούλαντ και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζον Μακέιν συμμετείχαν σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, και οΤζέφρι Πάιατ, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουκρανία, διακήρυξε μετά την ανατροπή τού Γιανουκόβιτς ότι ήταν «μια μέρα που θα γραφτεί στα βιβλία της ιστορίας». Όπως αποκαλύφθηκε από τη διαρροή μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, η Νούλαντ είχε υποστηρίξει την αλλαγή καθεστώτος και ήθελε πρωθυπουργό στη νέα κυβέρνηση τον Ουκρανό πολιτικό Αρσένι Γιατσενιούκ, όπως και έγινε. Καθόλου περίεργο το ότι Ρώσοι όλων των πεποιθήσεων πιστεύουν ότι η Δύση έπαιξε ρόλο στηνεκδίωξη τού Γιανουκόβ%C

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο