Advertisement

«Γιατί κλέβεις; Γιατί κλέβεις;»

της Τασούλας Καραϊσκάκη

586

Σταθμός του ηλεκτρικού στον Πειραιά, ώρα 23.30. Ξένοι τουρίστες και Ελληνες ταξιδιώτες που έχουν μόλις ξεμπαρκάρει περιμένουν μπροστά στα αυτόματα μηχανήματα για εισιτήριο. Κάποιοι ακουμπούν τις αποσκευές στο δάπεδο και πιάνουν να μετρούν κέρματα. Δεν παρατηρούν τις γρήγορες σκιές, έτσι απασχολημένοι με το πορτοφόλι ή την οθόνη του εκδοτηρίου, που αφαιρούν ανάλαφρα αποσκευές.

Δευτερόλεπτα μετά, έκπληξη, τρόμος, αναταραχή, φωνές… Ουδείς στον πεπερασμένο ορίζοντα. Ενας παθών, αυτόχθων μεσήλικας, βγαίνει τρέχοντας από τον σταθμό, ψάχνει λαχανιαμένος με το βλέμμα, και μετά, «Εϊ, πού την πας τη βαλίτσα, η βαλίτσα είναι δική μου, φέρ’ την πίσω!» φωνάζει σε νεαρό αλλοδαπό που σέρνει ήσυχα μια κόκκινη αποσκευή. Του την αποσπά, τρέμοντας ακόμη, εκείνος με σπασμένα ελληνικά, «δική μου… καλά… λάθος… νομίζω δική μου…», ψελλίζει και κάνει να απομακρυνθεί. Τη σκηνή παρακολουθεί, αναστατωμένος, νεαρός μετανάστης· ζυγώνει τον κλέφτη και πιάνει να τον μαλώνει με αληθινή οργή: «Γιατί έκλεψες τη βαλίτσα τον άνθρωπο! Γιατί κλέβεις; Γιατί κλέβεις; Μετά λένε εμείς όλοι κλέφτες!».

Γεροδεμένος άνδρας, φορτωμένος με σακίδια, τρία στα χέρια, δύο στον ώμο, ορμά προσφέροντας προστασία με τις πλάτες στον κλέφτη και φοβερίζει τον υπερασπιστή του δικαίου: «Πάρε δρόμο εσύ τώρα, δρόμο, κατάλαβες;». Ο φορτωμένος φουσκωτός και ο κλέφτης ενώνονται με άλλους δύο, που σέρνουν και αυτοί βαλίτσες· αποχωρούν γρήγορα μπαίνοντας στο πρώτο ταξί στην ουρά…

Τρεις ώρες αργότερα, νύχτα ακόμη σε συνοικία των Αθηνών. Τέσσερις κουκουλοφόροι κόβουν τα σιδερένια ρολά μίνι μάρκετ με μεγάλα ψαλίδια, σπάνε το χοντρό τζάμι, ο συναγερμός εκκινεί δαιμονισμένα, εκείνοι απαθείς συνεχίζουν, κλωτσούν ντουλάπι στο εσωτερικό του καταστήματος που εμποδίζει την είσοδό τους, γείτονες έχουν βγει στον δρόμο και στα μπαλκόνια, ο συναγερμός ακόμη χτυπά, φωνάζουν «Τι κάνετε εκεί πέρα, βοήθεια, κλέφτες, τι κάνετε, σταματήστε…!». Εκείνοι ανενόχλητοι αδειάζουν τα ράφια με τα τσιγάρα, φορτώνουν μεγάλες πλαστικές σακούλες με πακέτα και κούτες σε αυτοκίνητο –οι γείτονες σημειώνουν τον αριθμό (κλεμμένο)– και πατούν γκάζι ενώ ακούγεται από μακριά η σειρήνα του περιπολικού.

Αλλη μία συνηθισμένη ημέρα, η 7η Ιουνίου, ξημέρωσε στη θορυβώδη πολυάνθρωπη Αθήνα.

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο