Γιατί στήνουμε έναν καβγά για τα πάντα;
Σε πρώτη ματιά μοιάζει υπερβολικό. Μπορεί κανείς να αγαπάει τη μουσική του Καρρά ή να την απεχθάνεται, να του αρέσουν οι ταινίες του Λάνθιμου ή να τις βαριέται, και όλες αυτές οι εκδοχές ανθρώπων που καβγαδίζουν να συνεχίσουμε να ζούμε αρμονικά. Ομως, στην πραγματικότητα, οι επικές μάχες που ξέσπασαν ξέφυγαν πολύ από το διακύβευμα αισθητικής. Είναι κάτι άλλο... | Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Με αφορμή δύο φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους γεγονότα, το ελληνικό Διαδίκτυο χωρίστηκε ξανά μέσα στις γιορτές σε στρατόπεδα που καβγάδιζαν μεταξύ τους. Η αρχή έγινε με τον θάνατο του λαϊκού τραγουδιστή Βασίλη Καρρά και ακολούθησε η προβολή της ταινίας «Poor Things» του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου, η οποία μάλιστα βραβεύτηκε εν μέσω του καβγά, εξέλιξη που όξυνε περαιτέρω τα πάθη.
Σε πρώτη ματιά, οι καβγάδες μοιάζουν υπερβολικοί. Μπορεί κανείς να αγαπάει τη μουσική του Καρρά ή να την απεχθάνεται, να του αρέσουν οι ταινίες –ή, έστω, η συγκεκριμένη ταινία– του Λάνθιμου ή να τις βαριέται, και όλες αυτές οι εκδοχές ανθρώπων να συνεχίσουμε να ζούμε αρμονικά.
Ομως, στην πραγματικότητα, οι επικές μάχες που ξέσπασαν για τα δύο θέματα στο ελληνικό Διαδίκτυο, ξέφυγαν πολύ από το διακύβευμα αισθητικής που παρίσταναν ότι τους απασχολούν και πέρασαν σε δομικά υπαρξιακά ζητήματα: η κάθε πλευρά αμφισβητούσε, ευθέως ή πλαγίως, το δικαίωμα της άλλης ακόμα και να υπάρχει. Οι υποστηρικτές της μουσικής παρακαταθήκης του αποθανόντος λαϊκού τραγουδιστή βεβαίωναν ότι ακόμα και όσοι δηλώνουν ότι δεν τους άρεσε, ψεύδονται, ότι κανένας δεν μπορεί να ερωτευτεί πραγματικά χωρίς να καταφύγει στον Καρρά, ίσως ακόμα ότι πριν τον Καρρά δεν υπήρχε έρωτας και άλλωστε ο Τρωικός Πόλεμος δεν έγινε για τα μάτια της Ωραίας Ελένης, αλλά για τον γεωστρατηγικό έλεγχο των Δαρδανελίων. Οι αντίπαλοί του, από την άλλη, δυσκολεύονταν να αποδεχθούν ότι μπορεί κανείς να είχε σιγοτραγουδήσει ή να είχε μνήμες από στίχους που τραγούδησε ο Καρράς χωρίς να είναι ομοφοβικός, ακαλλιέργητος, λούμπεν έκφανση της νεοελληνικής παρακμής.
Οσο για την ταινία του Λάνθιμου, η πόλωση έκανε ένα βήμα ακόμα. Οι οπαδοί του σκηνοθέτη εξέφραζαν την ιερή αγανάκτησή τους περίπου για το γεγονός ότι συνυπάρχουν στη Γη με ανθρώπους που δεν έχουν ξετρελαθεί με την ταινία, για να εισπράξουν πληρωμένες απαντήσεις από ανθρώπους που εξηγούσαν τεκμηριωμένα πόσο κακή είναι η ταινία, προσθέτοντας ότι δεν την έχουν δει και ούτε πρόκειται να τη δουν.
Για να είμαστε δίκαιοι, το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Η κουλτούρα της ακύρωσης έρχεται από την άλλη όχθη του Ατλαντικού και έχει αποκτήσει μια δυσάρεστη δημοφιλία σε όλον τον κόσμο.
Η εποχή έχει δημιουργήσει ένα κλίμα στο οποίο η παραμικρή εκτροπή από την ορθή σκέψη μπορεί να σε οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα του λόγου, σε μια ελαφρώς διαφοροποιημένη επαναφορά των ηθών της δεκαετίας του 1950 και του ψυχροπολεμικού ελέγχου των πεποιθήσεων σε Δύση και Ανατολή. Σε όλον τον δυτικό κόσμο, οι καβγάδες για μια λάθος λέξη έχουν γίνει συνήθεια. Και είναι βέβαιο ότι η ενίσχυση των alt right και των ευθέως ακροδεξιών ιδεών σε όλον τον κόσμο, δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση.
Υπάρχει όμως –και δεν ωφελεί να το κρύβουμε– μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση χρόνιας ιδιοσυγκρασιακής αγανάκτησης. Οταν τα πράγματα δεν γίνονται ακόμα χειρότερα, συνηθίζει να καβγαδίζει για ό,τι βρεθεί μπροστά της. Πριν από τον Καρρά και τον Λάνθιμο, ήταν τα «Φιλαράκια», με αφορμή τότε τον θάνατο του Μάθιου Πέρι, εκ των πρωταγωνιστών της σειράς. Γεγονότα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος γεννούν, εννοείται, φασαριόζικες αντιπαραθέσεις, που συμπεριλαμβάνουν ενίοτε και σενάρια συνωμοσίας, όπως συνέβη με τα εμβόλια για την Covid-19, αλλά και με τον αριθμό των νεκρών στα Τέμπη, όπου ακόμα και σήμερα κάποιοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι είναι διπλάσιος από αυτόν που ανακοινώθηκε.
Η εσωκομματική εκλογή στον ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε επίσης με τη σειρά της για λίγο το Διαδίκτυο σε τοξικό βάλτο. Ειδική περίπτωση αποτελούν τα ναυάγια στα οποία πνίγονται μετανάστες, που αποτελούν αφορμή για να γεμίσουν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης με πανηγυρικές νεκροφιλικές κραυγές, από τους «ας-έμεναν-στη-χώρα-τους». Κι όταν δεν υπάρχει κάτι τόσο σημαντικό, καβγάς μπορεί να στηθεί για ένα ζεϊμπέκικο που χόρεψε ο Μπισμπίκης στο μαγαζί όπου τραγουδά η Βανδή.
Τι είναι αυτό που κάνει την Ελλάδα να στήνει έναν καβγά για τα πάντα; Οπωσδήποτε υπάρχει ένα εγγενές κομμάτι αυτής της τάσης. Είμαστε μεσογειακός λαός, με το αντίστοιχο θερμό ταπεραμέντο –το οποίο συμπεριλαμβάνει και ένα κομμάτι μάτσο κουλτούρας που προϋποθέτει την επιβολή. Και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ευνοούν όπως και να το κάνουμε τέτοιες καταστάσεις: Ανθρωποι εν πολλοίς άγνωστοι μεταξύ τους, που δεν δεσμεύονται από άλλου τύπου σχέσεις που θα τους υποχρέωναν να συνυπάρχουν και την επόμενη ημέρα, μπορούν να ξιφουλκούν ανορίοτα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι έπαιζαν απενοχοποιημένα ξύλο στο «Fight Club», στο βιβλίο του Τσακ Πόλανικ που μετέτρεψε σε ταινία ο Ντέιβιντ Φίντσερ.
Ομως μια ανάλυση που θα περιόριζε το φαινόμενο έξω από το κοινωνικό του πλαίσιο, θα ήταν τουλάχιστον ανεπαρκής. Σε τελική ανάλυση, ούτε το «Fight Club» θα μπορούσε να υπάρξει έξω από τη συνθήκη του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Και ο γενικευμένος θυμός της ελληνικής κοινωνίας, που τη διαπερνά δρασκελώντας αντιφατικές τάσεις στο εσωτερικό της, αναπτύσσεται επίσης μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον.
Η Ελλάδα εισήλθε σε έναν κύκλο οργής και κοινωνικής πόλωσης που κράτησε αρκετά, πριν από 15 χρόνια και κάτι, τον Δεκέμβριο του 2008. Τα βίαια γεγονότα εκείνου του μήνα αιφνιδίασαν πολλούς, αλλά αποτέλεσαν μόνο την εισαγωγή σε μια περίοδο πρωτοφανούς κοινωνικής πόλωσης που έφτασε στο συμβολικό αποκορύφωμά της τον Ιούλιο του 2015, με το περιβόητο δημοψήφισμα.
Σήμερα η πόλωση αυτή έχει αμβλυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, ενώ το ζήτημα εξουσίας που έθετε η συστημική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχει εκ των πραγμάτων απαντηθεί όσο ποτέ άλλοτε εδώ και μισό αιώνα. Ομως αυτό δεν πρέπει να μας ξεγελά σχετικά με τον μηχανισμό που οδήγησε σε αυτή την άμβλυνση. Το 2015 αυτό που συνέβη ήταν η ομολογία του ενός πόλου ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει τίποτα από όσα ευαγγελιζόταν. Η εξέλιξη αυτή συνέθλιψε την αξιοπιστία του αντισυστημικού λόγου, αλλά διόλου αντιμετώπισε τη ρίζα του θυμού. Στην πραγματικότητα τον πολλαπλασίασε. Και του άλλαξε μορφή.
Ανεξάρτητα από την αποτίμηση που κάνει κανείς για αυτή την περίοδο της μεγάλης πόλωσης, είναι μάλλον αναμφισβήτητο ότι στο πλάι ενός γενικευμένου θυμού, συχνά τυφλού και βίαιου, αναπτύχθηκαν επίσης δημιουργικές τάσεις και προσδοκίες. H συντριβή αυτών των προσδοκιών άφησε πίσω της έναν θυμό χωρίς ένα πλαίσιο που να τον μεταμορφώνει σε οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό του. O γάλλος κοινωνιολόγος Φρανσουά Ντιμπέ, στο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο «Ο καιρός των θλιμμένων παθών», γράφει μια οδυνηρή για την αριστερά φράση: ότι έπαψε να είναι η τράπεζα του θυμού. Οσο το έκανε, διασφάλιζε και τον περιορισμό του έξω από την απειλητική καταιγίδα άρνησης της νεωτερικότητας. Αυτό το δίχτυ μοιάζει πλέον να μην υπάρχει.
Η συζήτηση στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας μοιάζει να είναι σήμερα δέσμια ενός θυμού χωρίς προσδοκίες. Ιστορικά αυτή υπήρξε μια πολύ κακή εξέλιξη. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα μοιάζει να έχει απαντήσει τα βασικά της ερωτήματα και να έχει βγει από την ασταθή περιδίνηση. Πίσω από αυτό όμως, η δυσκολία να ανοίξει συζητήσεις που να εμπεριέχουν τις αποχρώσεις και να αποκλείουν την ακύρωση του άλλου έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Οσο αυτό αφορά την αξιολόγηση της μνήμης και του έργου του μακαρίτη Βασίλη Καρρά, μοιάζει κάπως γραφικό και ανούσιο. Ομως μια κοινωνία που αδυνατεί να μεταβολίσει τον θυμό της και καβγαδίζει με τον εαυτό της για τα πάντα, στερημένη από κάθε πολιτική εναλλακτική, μπορεί επίσης να γεννήσει και τέρατα. Οποιος το υποτιμήσει αυτό, κινδυνεύει να ξυπνήσει μια μέρα με το τέρας δίπλα του.