Advertisement

Γιατί τα Ελληνόπουλα δεν (ξέρουν να) διαβάζουν;

Μια πρόσφατη έρευνα για τη σχέση παιδιών και ανάγνωσης στη χώρα μας ήταν αποκαλυπτική και απογοητευτική. Εχουμε ανάγκη ένα «εθνικό σχέδιο» αλλαγών που θα σκοπεύει στην καλλιέργεια της συνήθειας της ανάγνωσης στα σχολεία μας. Γιατί Εκπαίδευση και Παιδεία, δηλαδή το μέλλον ενός λαού, σημαίνει πρώτα και πριν απ’ όλα «παιδεία κειμένων» /Νίκος Σαλτερής

338

Η σχέση των νέων μας με την ανάγνωση αποτέλεσε το αντικείμενο της πρόσφατης έρευνας του ΟΣΔΕΛ «Παιδί και ανάγνωση». Τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν και διαδικτυακά από τον επικεφαλής της, τον καθηγητή Κοινωνιολογίας Νίκο Παναγιωτόπουλο, και συζητήθηκαν εν συνεχεία από ομάδα ειδικών στην παιδική λογοτεχνία με εμπειρία «πεδίου».

Είναι αλήθεια ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα για να διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη σχέση ήταν και παραμένει προβληματική. Εμπειρικά, ακόμα και γονείς που διαθέτουν ισχυρό μορφωτικό κεφάλαιο και καλή σχέση με την ανάγνωση παρακολουθούν ανήμποροι τα παιδιά τους να βυθίζονται στα smartphones και τα τάμπλετ τους, αδιαφορώντας για τα βιβλία. Αν και συνήθως, τα παιδιά απλά τους μιμούνται.

Αδιάψευστη, όμως, μαρτυρία της υστέρησης των νέων μας σε δεξιότητες ανάγνωσης αποτελούν οι μετρήσεις των διαγωνισμών PISA, όπου οι μαθητές μας «πατώνουν» στην κατανόηση κειμένου και οι πλέον δραματικές διαστάσεις του προβλήματος αποτυπώνονται στα ψηλά ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού των νέων, ποσοστά που υποδηλώνουν ότι πολλοί από αυτούς οδηγούνται αναπόφευκτα στο επαγγελματικό και κοινωνικό περιθώριο.

Η έρευνα, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της

Η ως άνω έρευνα δεν έκανε σαφή διάκριση μεταξύ υποχρεωτικής ανάγνωσης («για το σχολείο») και ανάγνωσης για ευχαρίστηση (βιβλία λογοτεχνίας και γνώσεων), κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, κατά την άποψή μας. Γιατί γνωρίζουμε επιστημονικά ότι καθοριστικής σημασίας είναι η δεύτερη, επειδή εμπλέκει τους νέους σε όλο και πιο απαιτητικά κείμενα, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν σύνθετες δεξιότητες κατανόησης-κριτικής σκέψης, και κυρίως «έθος» συστηματικού αναγνώστη.

Τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας διατυπώθηκαν σε γλώσσα ελαφρώς δυσνόητη για τους μη εξοικειωμένους με τη θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου. Βασική διαπίστωση το γεγονός ότι «η μαθητεία στη ανάγνωση εγγράφεται» μέσω οικογενειακών πρακτικών «στα σώματα των παιδιών», μετατρέποντας την αναγνωστική συνήθεια σε ένα είδος αυτονόητης ανάγκης για τα ίδια. Με τη σειρά τους τα παιδιά διαμορφώνουν σταδιακά τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις, σύμφωνα πάντα με τον κόσμο που ζουν. Δηλαδή επιβεβαιώθηκε ο βασικός νόμος της προαναφερθείσας θεωρίας του Pierre Bourdieu, σύμφωνα με τον οποίο «το πολιτισμικό κεφάλαιο πάει στο πολιτισμικό κεφάλαιο». Δηλαδή συνήθως διαβάζουν τα παιδιά προνομιούχων μορφωτικά οικογενειών.

Συμπέρασμα σημαντικό γιατί επιβεβαιώνει τη θεωρία, αλλά με μικρή πρακτική αξία και ήδη εμπειρικά γνωστό στους φωτισμένους εκπαιδευτικούς. Οσους τουλάχιστον παλεύουν καθημερινά να ανατρέψουν στο «πεδίο» την κοινωνική/μορφωτική «μοίρα» των λιγότερα ευνοημένων μαθητών πολλαπλασιάζοντας τις ευκαιρίες επαφής τους με την ανάγνωση. Γιατί υπάρχουν και «άλλοι»…

Οι προτάσεις που κατατέθηκαν επικεντρώθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στον καθοριστικό ρόλο του σχολείου στη δημιουργία αναγνωστών. Ετσι, προτάθηκε αυτό να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε «ασκήσεις έκφρασης της σκέψης των παιδιών», να στελεχωθεί με σώμα «βοηθών εκπαίδευσης» επιφορτισμένων με «φροντιστηριακού τύπου αναγνωστική μελέτη», να αποκτήσει θεσμούς «ανάκτησης και επανόρθωσης της αναγνωστικής ικανότητας» που θα λειτουργούν ακόμα και την περίοδο των σχολικών διακοπών, και γενικότερα να οργανωθεί έτσι ώστε η «αναγνωστική πρακτική» να ευνοείται σε όλες τις εκφάνσεις της Εκπαίδευσης. Παράλληλα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη ισοκατανομής του «πολιτιστικού εξοπλισμού» στα σχολεία.

Καλά όλα αυτά όταν δεν ακούγονται γενικόλογα ή έχουν απαγορευτικό κόστος υλοποίησης (π.χ. σώμα βοηθών). Γιατί εύλογα αναρωτιέται κανείς, πώς το σχολείο μας, που διαθέτει μια από τις ευνοϊκότερες αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στον κόσμο, χρειάζεται επιπλέον διορισμούς για να φέρει σε πέρας τη βασική του αποστολή, δηλαδή να μάθει τα παιδιά να αγαπούν το διάβασμα και να κατανοούν τι διαβάζουν;

Στη συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση των ευρημάτων και προτάσεων της έρευνας οι ειδικοί στην παιδική λογοτεχνία έθεσαν επιτακτικά το αίτημα αύξησης των παιδικών βιβλιοθηκών, ως απαραίτητο εργαλείο πολλαπλασιασμού των ευκαιριών επαφής των παιδιών με το βιβλίο, ανεξάρτητα από την κοινωνική και μορφωτική καταγωγή τους.

Συμπερασματικά, η έρευνα απέδειξε τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας στη δημιουργία αναγνωστών και επιφόρτισε το σχολείο με τη θεραπεία των όποιων κενών και παραλείψεων οικογένειας και Πολιτείας, χωρίς να προχωρά σε εξειδικευμένες προτάσεις στήριξης της οικογένειας στην όποια προσπάθεια εθισμού των παιδιών στην ανάγνωση από την τρυφερή τους ηλικία.

Μήπως θεωρείται αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ένα ακόμα καθήκον του σχολείου; Πιθανώς συνηθίσαμε εδώ και δεκαετίες να του ζητάμε όλο και περισσότερα και να του παρέχουμε όλο και λιγότερα…

Μεγαλώνοντας, σταματούν να διαβάζουν

Από τα επιμέρους ευρήματα της έρευνας, το σημαντικότερο όλων και λίαν απογοητευτικό ταυτόχρονα είναι αυτό που δείχνει ότι η σχέση των παιδιών με το βιβλίο χειροτερεύει όσο αυτά μεγαλώνουν και περνούν από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Βέβαια δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί κάτι τέτοιο. Το ελληνικό σχολείο, παρά τις όποιες θετικές αλλαγές του περιεχομένου του τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες σε βιβλία, προγράμματα σπουδών, ενδιαφέροντα project κ.ο.κ., στέλνει σταθερά το ίδιο «μήνυμα» στα παιδιά, ανεξαρτήτως του μορφωτικού «κεφαλαίου» που αυτά διαθέτουν: «Αποστηθίστε και γίνετε καλοί παπαγάλοι, να θέλετε να γράφετε στις εξετάσεις σας και να μπείτε τελικά στο πανεπιστήμιο».

Eτσι, όσες αποσπασματικές προσπάθειες κι αν γίνονται –γιατί συστηματικές-συστημικές ουδέποτε υπήρξαν στη χώρα μας– από φωτισμένους και με κέφι εκπαιδευτικούς, που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελούν την πλειοψηφία, ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά το διάβασμα ευχαρίστησης (βιβλία λογοτεχνίας-γνώσεων), στο τέλος συντρίβονται στον σκόπελο της άτυπης αλλά τόσο «υλικά» παρούσας πραγματικότητας του ελληνικού σχολείου: στην παπαγαλία. Που βέβαια, με τη σειρά της και προϊόντος του χρόνου μετατρέπει και την «υποχρεωτική ανάγνωση» σε μια συναισθηματικά αφόρητη, καταναγκαστική και άνευ νοήματος διαδικασία για τα παιδιά μας.

Oσο, λοιπόν, η «αναγνωσοκτόνα» παπαγαλία αποτελεί την κυρίαρχη «μαθησιακή» πρακτική στην εκπαίδευση μας και ταυτόχρονα σημαντικό ποσοστό των εκπαιδευτικών μας δεν αγαπούν την ανάγνωση απόλαυσης, ώστε να υλοποιείται στις τάξεις τους ο «μαγικός» παιδαγωγικός κανόνας «οι μαθητές αγαπούν ό,τι και οι δάσκαλοί τους», λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν. Πόσο μάλλον όταν απουσιάζουν ολοσχερώς συστηματικές πολιτικές για το βιβλίο και ένα ολοκληρωμένο και χωρίς την απαίτηση υπερβολικών πόρων (δεν θα εξασφαλιστούν ποτέ) σχέδιο στήριξης της ανάγνωσης στα σχολεία μας. Ιδιαίτερα σήμερα που ο ψηφιακός κόσμος και η εικόνα κυριαρχούν παντού.

Γιατί μέχρι σήμερα βαδίζουμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, όπως όλοι γνωρίζουν, υπήρξε ένα από τα πρώτα «θύματα» της Κρίσης και σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά, ο αντικαταστάτης του βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα. Μάλιστα, ας θυμίσουμε επιπλέον ότι το ΕΚΕΒΙ έκλεισε ενώ άρχιζε να ξεδιπλώνει ένα φιλόδοξο και καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα φιλαναγνωσίας χαμηλού κόστους στα σχολεία, σε συνεργασία με την Ενωση Σχολικών Συμβούλων, δηλαδή τους καθοδηγητές και επιμορφωτές (χωρίς κόστος) των εκπαιδευτικών.

Μπορεί να γίνει κάτι;

Θα το διατυπώσουμε καθαρά: Αν επιθυμούμε τα ελληνόπουλα να μην είναι σταθερά οι ουραγοί των συνομηλίκων τους διεθνώς στην κατανόηση κειμένων, δηλαδή να οδηγηθούν μαζικά στο επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο του κόσμου, που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, έχουμε την υποχρέωση να επεξεργαστούμε ένα διευρυμένο σχέδιο αλλαγών στην Εκπαίδευσή μας, ώστε να ανατραπεί η «εγκατεστημένη» τάση «μη κατανόησης» και «αποστροφής» προς την ανάγνωση.

Γιατί το πρόβλημα είναι τόσο έντονο και καθοριστικό για το μέλλον των παιδιών μας, που δεν επαρκούν «μικροδιορθώσεις». Εχουμε ανάγκη ένα «εθνικό σχέδιο» αλλαγών, που θα υποστηρίζεται από χρηματοδότηση υποδομών και πολιτικών για το βιβλίο και θα σκοπεύει στην καλλιέργεια αναγνωστικού έθους στα σχολεία μας. Γιατί Εκπαίδευση και Παιδεία, δηλαδή το μέλλον ενός λαού, σημαίνει πρώτα και πριν απ’ όλα «παιδεία κειμένων».

Σε αυτό το σχέδιο μπορούν να ενταχθούν σωρεία αλλαγών. Ξεκινούν από τη διαρκή βελτίωση των σχολικών εγχειριδίων όλων των γνωστικών αντικειμένων με στόχο την αύξηση της ενασχόλησης με τα κείμενα (όπως υποδεικνύει και η έρευνα), εκτείνονται στην αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και τον τρόπο επιλογής και αξιολόγησής τους (π.χ. ένταξη της κατανόησης κειμένων στον διαγωνισμό πρόσληψής τους του ΑΣΕΠ) και φτάνουν στον σχεδιασμό και στην ίδρυση του «νέου ΕΚΕΒΙ», ως ενορχηστρωτή του «εθνικού σχεδίου ανάγνωσης». Ενός σχεδίου που πάνω απ’ όλα θα συμπεριλάβει και καθοριστικές αλλαγές στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, ώστε να χτυπηθεί αποφασιστικά και στη ρίζα του το τέρας της παπαγαλίας.

Η εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας

Μέρος του σχεδίου αυτού μπορεί να αποτελέσει η πρόσφατη εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας, που προβλέπει την ανάγνωση τεσσάρων βιβλίων ανά σχολικό έτος από όλους τους μαθητές των σχολείων μας. Δηλαδή μιας μικρής βιβλιοθήκης περίπου 50 βιβλίων κατά τη διάρκεια της μαθητικής τους ζωής, ανεξαρτήτως του οικογενειακού, μορφωτικού και κοινωνικού τους στάτους. Μάλιστα, η γνωστή και πετυχημένη αυτή πολιτική στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα θα έχει άλλη μια ακόμα ευεργετική επίδραση στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα: για πρώτη φορά οι μαθητές μας θα έρθουν, θεσμικά πλέον, σε επαφή με ολοκληρωμένα κείμενα/βιβλία, και όχι με αποσπάσματα κειμένων, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Γιατί, όπως τονίζουν οι ειδικοί, η επαφή με ολόκληρα βιβλία είναι που συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής κατανόησης κειμένων – και όχι αυτή με αποσπάσματα.

Φτάνει το συγκεκριμένο μέτρο να μην υλοποιηθεί με τον γνωστό «σοβιετικό τρόπο». Δηλαδή να επιλέξει το κράτος αποκλειστικά βιβλία ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων ή να προβεί σε «ακριβοδίκαια» κατανομή της «πίτας» μεταξύ των εκδοτών για τους γνωστούς λόγους, αλλά να προσφέρει σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και σχολεία το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής. Δηλαδή να τους παρακινήσει να το «ψάξουν», καθιστώντας τους έτσι ενεργούς κοινωνούς της όλης διαδικασίας.


* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας

 

Πηγή protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο