Γιατρός του ΕΣΥ σε νησί; Είδος υπό εξαφάνιση
Η απάντηση ενός γιατρού σε ακριτικό νησί όταν τον ρώτησα γιατί θέλει να φύγει και να πάει σε κάποιο νοσοκομείο του ΕΣΥ στην Αθήνα, ένα μείγμα κυνισμού και ανθρώπινου μπαϊλντίσματος και επαγγελματικής απόγνωσης, θαρρώ πως μου περιέγραψε με τον ευκρινέστερο τρόπο το διαχρονικό πρόβλημα της στελέχωσης του ΕΣΥ στον νησιωτικό μας χώρο | Δημήτρης Ευθυμάκης
Πριν από όχι πολλά χρόνια, στις διακοπές μου σε μεγάλο νησί του Αιγαίου, είχα κάνει παρέα (μέσω γνωστού) με γιατρό που δούλευε στο νοσοκομείο. Χειρουργός στην ειδικότητα, σαραντάρης θα ήταν τότε, λογικός στις απόψεις του, ήταν πασίγνωστος και αξιοσέβαστος σε όλη την επικράτεια του όμορφου νησιού. Δεν ήταν ντόπιος, είχε ζητήσει να πάει στο τοπικό νοσοκομείο επειδή παντρεύτηκε μια κοπέλα από το νησί, τον διόρισαν ευχαρίστως, στη συνέχεια χώρισε, ξώμεινε εκεί να βλέπει τα καράβια να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι. Στο νοσοκομείο υπήρχε άλλος ένας χειρουργός με τον οποίο μοιράζονταν τη δουλειά.
Ο διακαής πόθος του ήταν να φύγει από το νησί και να πάει σε κάποιο νοσοκομείο του ΕΣΥ στην Αθήνα. Το προσπαθούσε με νύχια και με δόντια, είχε πιάσει διευθυντές και γενικούς γραμματείς, τοπικούς βουλευτές και δημάρχους, γνωστούς και φίλους, μπας και καταφέρει να μετατεθεί. Μάταιος κόπος, από ότι κατάλαβα. Ολοι του έλεγαν «ναι» όταν το ζητούσε (όλοι, άλλωστε, του είχαν κάποια υποχρέωση), αλλά κανένας δεν προωθούσε το αίτημά του. Ο λόγος ήταν απλός: αν αυτός έφευγε, το νοσοκομείο θα έμενε με έναν χειρουργό, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί άλλος χειρουργός να πάει στη θέση του.
Κουβεντιάζοντας, τον ρώτησα γιατί έχει τέτοια μανία να φύγει. Στο νησί τον ήξεραν και τον σέβονταν όλοι, ο τόπος ήταν όμορφος, η ποιότητα ζωής εξαιρετική, το νησί ήταν αρκετά μεγάλο, όχι καμιά εξορία του θεού, το καλοκαίρι είχε πολλή κίνηση λόγω τουρισμού, γιατί να θέλει να πάει στην Αθήνα; Η απάντηση του, ένα μείγμα κυνισμού και ανθρώπινου μπαϊλντίσματος και επαγγελματικής απόγνωσης, θαρρώ πως μου περιέγραψε με τον ευκρινέστερο τρόπο το διαχρονικό πρόβλημα της στελέχωσης του ΕΣΥ στον νησιωτικό μας χώρο.
«Είμαι εδώ δέκα χρόνια. Δεν μπορεί λοιπόν να με κατηγορήσει κανείς ότι δεν έκανα το καθήκον μου ως γιατρός προς το κοινωνικό σύνολο και προς τους ακρίτες μας, όπως αρέσει σε σας του Αθηναίους να λέτε τους ντόπιους εδώ, για να τους τιμήσετε δήθεν. Δέκα χρόνια τώρα, εφημερεύω δεκαπέντε μέρες τον μήνα, αφού είμαστε δύο χειρουργοί. Ξέρω, δεν φταίει το υπουργείο, έχει προκηρύξει θέση τρίτου χειρουργού δύο φορές και δεν υπήρξε ενδιαφερόμενος. Αλλά τελικά όλη αυτή τη δυσλειτουργία του συστήματος την πληρώνω εγώ, εφημερεύοντας μέρα παρά μέρα. »
Τον χειμώνα η δουλειά είναι λίγη, αλλά να λείψω δεν μπορώ. Δεν γίνεται το νησί να μείνει ακάλυπτο. Το καλοκαίρι φτύνω αίμα. Μπορεί να κάνω και δεκαπέντε επεμβάσεις την ημέρα σε τουρίστες και παραθεριστές που πίνουν, καβαλάνε τα μηχανάκια και μας τους φέρνουν τρακαρισμένους, με ανοιγμένες κοιλιές και σπασμένα κόκκαλα. Το καλοκαίρι δεν έχω ούτε μέρα ούτε νύχτα. Κάνω εγχειρήσεις πολύ σοβαρές και άμεσες, υποχρεωτικά. Αλλά όταν ένας ντόπιος χρειαστεί να κάνει έστω και την απλούστατη εγχείρηση, από αμυγδαλές μέχρι σκωληκοειδίτιδα, καβαλάει το αεροπλάνο, ανεβαίνει στην Αθήνα και καλοπληρώνει τον –και καλά– πρωτευουσιάνο γιατρό για να την κάνει. Ο οποίος είναι πολύ χειρότερος από μένα, αλλά έχει την αίγλη του μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας και τις φοβερές δημόσιες σχέσεις. Ε, όχι λοιπόν, θέλω κι εγώ να γίνω πρωτευουσιάνος. Τέλος, νισάφι».
«Κι αν σου διπλασιάσουν τον μισθό ως κίνητρο;» ψέλλισα εγώ. Μου απάντησε με έναν καγχασμό. «Να μου δώσει αύξηση τον μήνα όσα θα πάρω σε μια μόνο εγχείρηση στην Αθήνα, ενώ θα κάνω πέντε κάθε μέρα; Οχι, αγαπητέ, εγώ έκανα το καθήκον μου δέκα χρόνια προς τους ακρίτες, ας το κάνει και κανένας άλλος. Τώρα ήρθε η σειρά μου να βγάλω λίγα λεφτά και να κοιμηθώ στο κρεβάτι του σπιτιού μου μια βραδιά χωρίς να χτυπήσει το τηλέφωνο. Τελεία και παύλα».
Για πείτε μου τώρα εσείς. Δίκιο είχε ή άδικο;