Advertisement

Γιώργος Κατσαρός: Τα πρόσωπα και οι ιστορίες πίσω απο τις χρυσές επιτυχίες

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή της «Οδού Λυσίου» σε μία μοναδική συνύπαρξη με τον Κώστα Χατζή, ο σπουδαίος συνθέτης, μαέστρος και δεξιοτέχνης του σαξόφωνου ξετυλίγει τη μυθιστορηματική ζωή του μέσα από προσωπικότητες-σταθμούς στην καριέρα του | Γιάννης Βίτσας

607

Ο Γιώργος Κατσαρός, ακμαιότατος στα 89 του χρόνια, επέστρεψε στις live εμφανίσεις, αυτή τη φορά με τον φίλο του και αγαπημένο συνθέτη και ερμηνευτή Κώστα Χατζή, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.

«Με τον Κώστα συναντιόμαστε μουσικά σε έναν ιστορικό χώρο, στην “Οδό Λυσίου” στην Πλάκα, ακριβώς εκεί όπου την 21η Απριλίου του 1967 τραγουδούσαμε με τη Βλαχοπούλου, την Μπελίντα και τη Μαρινέλλα με τον Βοσκόπουλο στο μπουζούκι. Τότε ονομαζόταν “Μοστρού”.

Η φετινή συνύπαρξη με τον Κώστα ήταν κάτι που επιθυμούσαμε από καιρό και τελικά το καταφέραμε», μου λέει ο μαέστρος.

Γεννημένος το 1934 στην Κέρκυρα, ο Γιώργος Κατσαρός θυμάται ακόμη την ημέρα που βομβαρδίστηκε το νησί από τους Ιταλούς: «Απέναντι από το σπίτι μας ζούσε μια γυναίκα με ένα μωρό το οποίο σκοτώθηκε στην αγκαλιά της. Ολοι τρέξαμε να βρούμε καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Μεγάλωσα στον πόλεμο, στην πείνα της Κατοχής. Από 7 χρόνων μπήκα στη Φιλαρμονική, η οποία βρισκόταν πίσω από το σπίτι μας. Ξεκίνησα με βιολί και θεωρία της μουσικής. Οταν στα 10 μου έπιασα το σαξόφωνο στα χέρια μου, μέσα σε 6 μήνες έγινα σολίστ. Η ζωή μου ήταν σχολείο, φιλαρμονική, λίγο βόλεϊ, λίγο ποδόσφαιρο και στα κλεφτά έπαιζα τζαζ στον “Φοίνικα”!».

Η απώλεια του πατέρα του τον συνέτριψε: «Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος Ελληνας στο νησί που “έφυγε” από τους κατακτητές. Ηταν εξαιρετικός σεφ και μάγειρας του βασιλιά Γεωργίου Β’. Κάθε πρωί περνούσε από την πόλη μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών για να πάει στο φρούριο και να κάνει την έπαρση της ιταλικής σημαίας. Απ’ όπου περνούσαν έπρεπε να σηκώσεις το χέρι και να χαιρετήσεις φασιστικά. Ο πατέρας μου τους γυρνούσε την πλάτη προκλητικά.

Μια, δυο, τρεις, τον πήραν στην Καραμπινιερία και τον έδειραν τόσο που τον έφεραν αιμόφυρτο στο σπίτι. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη βραδιά. Αμέσως μετά έπαθε φυματίωση και πέθανε στην Αθήνα, στο “Σωτηρία”. Ηταν 40 χρόνων. Μετά τον θάνατό του η μητέρα μου δούλεψε στην ταβέρνα της οδού Σεβαστιανού 23 που μετονομάστηκε από τους κατοίκους σε “Ταβέρνα της χήρας”».

Οπως πάντα, όμως, η ζωή προχωράει. «Μετά τον πόλεμο ήρθα στην Αθήνα. Στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη υπήρχε το καφενείο των μουσικών. Οποιος ήθελε να βρει δουλειά πήγαινε εκεί. Ξεκίνησα παίζοντας σαξόφωνο στο “Ριάλτο” στην Κυψέλη, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Βογιατζής. Γίναμε κολλητοί. Μετά δούλεψα στην Τρούμπα: οι κοπέλες έκαναν κονσομασιόν κι εγώ έπαιζα περισσότερο βιολί παρά σαξόφωνο. Στο καμπαρέ έρχονταν και άνθρωποι για να διασκεδάσουν – όχι μόνο για τη γυναικεία συντροφιά. Ακολούθησε ένα καμπαρέ στην Ομόνοια, όπου ένας από εκείνους που απολάμβαναν τη μουσική ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος. Σ’ αυτό το κέντρο ερωτεύτηκε τη Νίκη Λινάρδου που χόρευε εκεί και με την οποία παντρεύτηκαν.

Ο Σακελλάριος μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Η πρώτη μας δουλειά ήταν μια επιθεώρηση με τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιώργο Οικονομίδη και την Καίτη Μπελίντα. Με τους πρώτους δύο η καριέρα μας “δέθηκε”. Ο Οικονομίδης είχε πολύ ταλέντο, εξυπνάδα και καλοσύνη. Εκεί γνώρισα τον Τώνη Μαρούδα, ο οποίος μου πρότεινε να αναλάβω την ορχήστρα του κέντρου “Παλιά Αθήνα”. Ηταν η πρώτη μου μεγάλη δουλειά και το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το “Η Αθήνα κι εσύ”, που ερμήνευσε ο Μαρούδας και γνώρισε δόξες στη Λατινική Αμερική από τους Παραγουάιος. Ηταν το πρώτο ελληνικό κομμάτι που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα».

Η επιτυχία του Γιώργου Κατσαρού έφερε γνωριμίες και συνεργασίες με όλα τα μυθικά σήμερα ονόματα που εκείνη την εποχή ξεκινούσαν. Η Ρένα Βλαχοπούλου «ήταν σαν αδελφή μου. Είχε τρέλα με το ψάρεμα. Της άρεσε επίσης να τρώμε σκορδαλιά σε μια ταβέρνα κάτω απ’ το σπίτι μου. Ηταν έξω καρδιά και με πολύ χιούμορ. Στεναχωρήθηκα πολύ όταν έφυγε από τη ζωή. Ηταν αναπάντεχο. Δύο μέρες πριν την είχαμε δει με τη γυναίκα μου.

Κανείς μας, ούτε η ίδια, δεν ήξερε ότι θα φύγει. Δεν είχε πέσει στο κρεβάτι. Δεν σταματούσε να δείχνει την αγάπη της σε όποιον την επισκεπτόταν». Τη Βίκυ Μοσχολιού «την είδα για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου της με τον Μίμη Δομάζο και στη συνέχεια την πήρα στον κινηματογράφο για να ερμηνεύσει το τραγούδι “Φύγε πριν καταστραφούμε”. Κάναμε πολλή παρέα. Ηταν ανοιχτόκαρδη. Δυστυχώς, έφυγε νωρίς».

Η Μαρινέλλα είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο. «Τη γνώρισα όταν ακόμη ήταν ζευγάρι με τον Καζαντζίδη. Τους είχα πάρει στο θέατρο “Παρκ”. Θυμάμαι μια μέρα περπατούσα στη Σταδίου και άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Μαέστρο, μαέστρο!”. Επεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας: “Εφυγα από τον Στέλιο”. Μόλις είχε χωρίσει και έψαχνε δουλειά. Την πήγα στο καλλιτεχνικό γραφείο του Θόδωρου Κρίτα. Εκείνη την περίοδο είχα κλείσει τουρνέ στην τότε Σοβιετική Ενωση με την τραγουδίστρια Σούλα Μπιρμπίλη.

Του είπα λοιπόν να τις πάρουμε και τις δύο και εκείνος επεσήμανε ότι δεν θα μπορούσαμε να τις πληρώσουμε με δολάρια. Πρότεινα στη Μαρινέλλα να πληρωθεί με ρούβλια και να αγοράσει μια ακριβή γούνα την οποία θα πουλούσε επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Ετσι και έγινε. Οι εμφανίσεις μας είχαν τεράστια επιτυχία. Ημασταν η πρώτη ελληνική ορχήστρα που βρέθηκε στην ΕΣΣΔ». Το πώς σήκωσε τη Μαρινέλλα από το πάλκο είναι μια άλλη ιστορία: «Την είχα δει με τον Καζαντζίδη. Ενα βράδυ της είπα να πει μόνη της ένα τραγούδι και απάντησε ότι δεν θα την άφηνε ο Στέλιος. Του το ζήτησα και όντως αρνήθηκε, όπως και κάποιες φορές ακόμα. Ο Στέλιος ήξερε ότι αν είχε επιτυχία, η Μαρινέλλα θα έφευγε.

Κάποια στιγμή, αφού τον παρακάλεσα, μου είπε: “Αντε! Βάλ’ την να πει ένα τραγούδι”. Της έδωσα το “Ομορφη πόλη”. Ηταν συγκλονιστική! Ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος. Αυτό ήταν το πρώτο μπαμ – της έγραψα πολλά τραγούδια. Οταν ήταν έγκυος βρισκόταν σχεδόν κάθε βράδυ στο σπίτι μου. Ηταν πολύ φίλη με τη γυναίκα μου. Εκείνη την περίοδο είχα μαζί μου τον Τόλη Βοσκόπουλο στη “Νεράιδα”. Είχε μόλις χωρίσει από τη Ζωή Λάσκαρη και τα βράδια ερχόταν μαζί μου στο σπίτι. Μια, δυο, τρεις, δέκα, τα έφτιαξαν κρυφά από μένα.

Μια μέρα, λοιπόν, μου λέει ο Τόλης: “Μας παντρεύεις την άλλη εβδομάδα;”. Εμεινα!». Γιώργος Κατσαρός και Μαρινέλλα έγραψαν ιστορία πηγαίνοντας στη Eurovision με το «Κρασί, θάλασσα και τ’ αγόρι μου» το 1974. «Ηταν η πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας. Η Μαρινέλλα είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε – ήταν η μόνη τραγουδίστρια που βγήκε φορώντας παντελόνι και παίζοντας ντέφι. Ενθουσιάστηκαν μαζί της, παρότι η ίδια, όταν παρακολουθούσαμε την πρόβα των ABBA, μου είπε:

“Τι κάνουμε εμείς εδώ; Πάμε για ψώνια στο Λονδίνο”. (γέλια) Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, στο Green Room, ενώ δεν κάπνιζα ποτέ, από την αγωνία μου άναψα ένα τσιγάρο. Βρισκόμουν ανάμεσα σε δύο κοπέλες των ABBA και όπως κρατούσα χαμηλά το τσιγάρο, άρπαξε το βελούδινο παντελόνι της μίας. Αρχικά έβαλε τα κλάματα, μετά μου ζήτησε συγγνώμη. Μάλιστα ο διεθνής Τύπος έγραψε τότε για τον “Ελληνα που έκαψε το παντελόνι των ABBA”».

«Με τον Κώστα συναντιόμαστε ξανα στον ίδιο χώρο όπου εμφανιζόμουν 
την 21η Απριλίου του ’67»

Ο Τόλης Βοσκόπουλος «βγήκε από τα χέρια μου», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Κατσαρός. «Ημασταν φαντάροι στην Αεροπορία μαζί με τον Μπάρκουλη. Οταν κάναμε με τον Σακελλάριο επιθεώρηση, πήρε και τον Βοσκόπουλο για ηθοποιό. Είχε ένα μπουζούκι και στο καμαρίνι έκανε μαθήματα με τον Παράβα. Στην παράσταση η Κλειώ Δενάρδου μου ζήτησε μια δεύτερη φωνή και ένα μπουζούκι. Το έμαθε ο Τόλης και ενώ του είπα ότι δεν του ταιριάζει, ζήτησε από τον Πυθαγόρα να με πείσει. Το κατάφερε. Το ίδιο βράδυ πέρασε από το θέατρο ο Ζαμπέτας, τον άκουσε και την επομένη του έγραψε το “Μανούλα μου, μανίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου”. Ακολούθησε η “Αγωνία” και η καριέρα του απογειώθηκε».

Με τον Γιάννη Πουλόπουλο η σχέση του ήταν καρδιακή, όπως αναφέρει με συγκίνηση: «Ο Χατζιδάκις ήταν τότε διευθυντής στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ όπου εγώ διηύθυνα. Ενα πρωί μου είπε: “Ενα παιδί που μένει απέναντί μου είναι οικοδόμος και τραγουδάει ωραία. Μπορείς να κάνεις κάτι;”. Το ίδιο απόγευμα εμφανίστηκε στο “Παρκ”, όπου έκανα πρόβες, ένα ντροπαλό αγόρι αναφέροντας ότι τον έστειλε ο Μάνος. Μόλις τον άκουσα είπα: “Αυτός θα σκίσει!”. Τον πήγα στο πιάνο και του έγραψα το “Στον Πειραιά, στον Πειραιά”. Αμέσως μετά του έδωσε ο Θεοδωράκης το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”. Η σχέση μου με τον Γιάννη ήταν αδελφική, όχι συναδελφική. Μάλιστα το δίδυμο Μαρινέλλα – Γιάννης Πουλόπουλος στη “Νεράιδα” εγώ το πάντρεψα καλλιτεχνικά».

«Με τον Πουλόπουλο ήμασταν αδέλφια, όχι συνάδελφοι. Με τη Μαρινέλλα εγώ τον “πάντρεψα”»

Στη θρυλική «Νεράιδα» ο Κατσαρός είχε υποδεχτεί παίζοντας στο σαξόφωνο το «Σήμερα γάμος γίνεται» τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος μόλις είχε παντρευτεί με την Τζάκι στον Σκορπιό. «Ηταν ωραίος τύπος. Χωρίς ίχνος έπαρσης. Την Τζάκι την είχε για φιγούρα. Με την Κάλλας ήταν φουλ ερωτευμένος. Τον γνώριζα καλά. Μας ζητούσε να του παίζουμε πάντα ένα τραγούδι για φινάλε. Του άρεσε πολύ το “Στρώμα”, αλλά τότε απαγορευόταν να παίζουμε Θεοδωράκη. Τελειώνοντας, λοιπόν, ένα βράδυ ακούμε από κάτω: “Γρηγόρη, το Στρώμα”. Και ο Μπιθικώτσης του απαντάει: “Εχει ψύλλους!”».

Για τη μεγάλη Τζένη Βάνου διηγείται πως «ήταν σπουδαία και αυτοκαταστροφική»: «Θυμάμαι ένα βράδυ την περιμέναμε στη “Νεράιδα” να βγει. Κάνω δεύτερη εισαγωγή, αλλά και πάλι δεν εμφανίστηκε. Τότε με ενημέρωσαν ότι είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει επειδή ήταν ερωτευμένη με έναν εξαιρετικό βιολιτζή, τον πατέρα του Λεωνίδα Καβάκου, που ήταν στην ορχήστρα».

Ο Γιώργος Κατσαρός είναι επίσης ο «νονός» του Γιάννη Πάριου: «Ενα βράδυ είχε έρθει ο Λαμπρόπουλος της EMI στη “Νεράιδα”. Στο δεύτερο πρόγραμμα έβγαινε ο Πάριος, τον άκουσε και ενδιαφέρθηκε. “Εχει υπογράψει τρία χρόνια με τη ΜΙΝΟS και δεν έχει γίνει τίποτα”, του είπα. “Φέρ’ τον το πρωί σ’ εμάς”, μου απάντησε. Ενημέρωσα τον Μάκη Μάτσα και μου ανακοίνωσε: “Θα του κάνω άμεσα δίσκο”. Οντως βγήκε η “Θάλασσα του Πειραιά”. Το βράδυ μου είπε ο Γιάννης: “Μαέστρο, να σου πω κάτι, αλλά μη νευριάσεις.

Εκανα έναν δίσκο για τον Ολυμπιακό”. Δεν με ένοιαξε για τον Ολυμπιακό, παρότι ήμουν λάτρης του Παναθηναϊκού, αλλά το ότι ήθελα να ξεκινήσει την καριέρα του με το “Τι κρίμα που χωρίσαμε, τι κρίμα”. Του έδωσα ένα χαστούκι γιατί όλα έγιναν πίσω από την πλάτη μου. Με τον Πάριο δεν ήμασταν απλώς φίλοι. Ημουν πατέρας του. Εγώ του είπα ότι το Βαρθακούρης δεν είναι όνομα καριέρας. Του πρότεινα το Παριανός, αλλά υπήρχε ήδη τραγουδιστής με αυτό το όνομα και τελικά το κάναμε Πάριος».

 

 

Πηγή Πρώτο Θέμα
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο