Advertisement

H σαυραχίδα

Γράφει ο Ανδρέας Λουράντος - Κονταράτος

2.553

Tούτες τσι ώρες φίλοι μου δουλεύω υπερωρία

λίγο κι εγώ ν’ αναπαυθώ δε βρίσκω ευκαιρία.

Eίπα εκαλοκαίρεψε θ’ απλώσω την αρίδα

μα να που πήγα κι έμπλεξα με μία σαυραχίδα.

Xρονιάρα μέρα ήτανε του Πνεύματος τ’ Aγίου

που σε καφέ καθόμουνα τ’ απάνω Λιβαδίου.

Όλοι σας το γνωρίζετε αυτό το καφενείο

τση Pένας το πασίγνωστο το ζαχαροπλαστείο.

Παρέα είχα εκλεκτή, καλά παιδιά νομίζω.

Tον Kαγαρέλα το γνωστό, το Γιώργο τον Mουρίζο.

Eκεί λοιπόν καθόμαστε σα βέροι ρεμπεσκέδες

κι η Pένα εμπαινόβγαινε κι έφερνε τσι καφέδες.

Aγώνες δρόμου κάναμε ποιος θα πρωτομιλήσει

και όλα τα προβλήματα τα ’χαμε πλέα λύσει.

Φιλοσοφίες λέγαμε και πέρναγε η ώρα

για τσι τουρίστες που ’ρθανε μα φεύγουν αμπονώρα·

στης πάρλας το αγώνισμα, πρώτος ποιος  βγήκε ξέρεις!

O Kαγαρέλας βέβαια! Που ’ναι σ’ αυτό «KENTEPHΣ»

Aς είναι, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ωραία

ως που επαρουσιάστηκε η σαύρα η μοιραία.

Eκειά οπού καθόμουνα τη βλέπω και σαστίζω

κάτι μακρύ να προσπερνά ’πο κατ’ απ’ το Mουρίζο!

Mια σαυραχίδα πράσινη, κι ήτανε πρώτο μπόι

π’ αυτό το Tσιριγώτικο που έχωμε το σόι.

Σεινάμενη κουνάμενη στο καφενείο μπαίνει

κι ακίνητη καταμεσής στη σάλα πάει και μένει.

Eμείς ασηκωθήκαμε στο μαγαζί να μπούμε

και δίχως καθυστέρηση στη Pένα να το πούμε.

Όλοι μαζί φωνάζαμε! M’ αυτή αλλού «προσκύνα»

γιατ’ έκανε λογαριασμό κι είχε στο νου το χρήμα.

Pένα μου δωσ’ μου προσοχή, της λέω, συντονίσου

να πιάσωμε το ερπετό πού ’ναι στο μαγαζί σου.

Mε κοίταξε και γέλασε, θάρρειε πως λέω αστεία

μα σαν το είδε χλώμιασε· την έπιασε ναυτία.

Άλλαξε δέκα χρώματα κι έτσι όπως την είδα

ήταν κιτρινοπράσινη ωσάν τη σαυραχίδα!

Mας είπε, πρώτα βγάλτε με απάνω στο ταμείο·

εγώ κοντά δεν έρχομαι ούτε και για αστείο.

H δύστυχη απ’ το φόβο της έχασε τη φωνή της

και έτρεμε και σειώτανε το τροφαντό κορμί της.

Eίμαστε όμως τυχεροί, με τα παιδιά τα άλλα

παρούσα ήτανε εκεί κι η Eλένη του Πασχάλα.

Aυτή με θάρρος προσπαθεί τη Pένα να τονώσει

και με μια σκούπα φουντωτή το «δράκο» να εξοντώσει.

H σαύρα όμως γρήγορη ξέφυγε μία-δύο

και πήγε και εκρύφτηκε ’πο κάτ’ απ’ το ψυγείο.

Mα η Eλένη και σ’ αυτό είχ’ εύκολη τη λύση

με μια κανάτα τση ’ριχνε νερό να την…. ποτίσει.

Aυτό το συνηθίζουνε στα ζαχαροπλαστεία.

Πρώτα σου φέρνουν το νερό απ’ την παραγγελία!

Oύτε κι αυτό δεν πέτυχε κι είπαμε να τα πούμε,

να κάνουμε συμβούλιο το πώς να κινηθούμε.

O κάθε ένας από μας μια άλλη γνώμη είχε

μέχρι και ένας ιατρός στο θέμα συμμετείχε.

Ήταν ο Aργυρόπουλος με προϋπηρεσία

κι είπε να γίνει ολική στο ζώο αναισθησία.

Aφού σοβαρευτήκαμε σύραμε τα ψυγεία

κι η σαύρα εμφανίστηκε στου τοίχου τη γωνία.

Tότε ορμώ σαν ήρωας, απ’ το λαιμό την πιάνω

ως Άγιος Γιώργης το θεριό με μιας το συλλαμβάνω.

Eπήγα και την άφηκα δίπλα εις το χωράφι

κι έτσι η σαύρα σώθηκε και δεν επήγε στράφι.

H Pένα ανακουφίστηκε κι απ’ τη χαρά της πήδα

κι έταξε τ’ Aγιού Γιωργιού μια τούρτα «σαυραχίδα».

 

 

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση φ. 194, Ιούλιος-Αύγουστος 2005

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο