Τα παλιά τα χρόνια τα πειράγματα και οι φάρσες έδιναν κι έπαιρναν και οι άνθρωποι τα δέχονταν περιμένοντας την ευκαιρία να ανταποδώσουν και κείνοι τα ίδια.
Μεγάλα πειραχτήρια υπήρξαν σε όλα τα χωριά των Κυθήρων και μερικές φάρσες άφησαν εποχή και έδωσαν αφορμή για σατιρικά δίστιχα και ρίμες.
Μια από τις ωραιότερες φάρσες της παλιάς εποχής ήταν η τρομπολαΐνα που συνηθιζόταν στο Στραπόδι, αλλά και σε άλλα χωριά, όπου υπήρχε κεφάτη νεολαία έτοιμη για δράση.
Η τρομπολαΐνα κατασκευαζόταν ως εξής: Έπαιρναν ένα μικρό πήλινο κιούπι με ευρύχωρο στόμιο και του αφαιρούσαν τον πάτο, ώστε να δημιουργηθούν δύο ανοίγματα. Το ένα άνοιγμα το έκλειναν με ένα καλά τεντωμένο πετσί από δέρμα ζώου και το έδεναν καλά γύρω γύρω. Από το άλλο άνοιγμα και μέσα από την τρομπολαΐνα περνούσαν ένα σπάγκο αλειμμένο με κερί και τον έβγαζαν από μια τρύπα στο κέντρο του δέρματος, όπου τον στερέωναν εξωτερικά με ένα κόμπο. Κατόπιν ο επιδέξιος χειριστής της τρομπολαΐνας τραβούσε το σπάγκο σιγά σιγά βάζοντας το χέρι του μέσα στην τρομπολαΐνα και ακουγόταν ένας παράξενος μπάσος ήχος, σαν βρυχηθμός θηρίου, που μέσα στην ήσυχη νύχτα κατατρόμαζε τους χωριανούς. Ο μπάσος ήχος οφειλόταν στο φαρδύ τύμπανο που σχηματιζόταν με το τεντωμένο δέρμα (το καλύτερο λέγανε ήταν το τομάρι σκύλου) και ο ενισχυμένος ήχος που ακουγόταν μακριά οφειλόταν στο μεγάλο ηχείο που σχημάτιζε το κιούπι. Οι χειριστές έκαναν τα κατάλληλα τραβήγματα στο σπάγκο, κάτι περίεργες δονήσεις και κατευθύνανε τον ήχο σε διάφορα σημεία με τέτοιο τρόπο, ώστε ήσαν ικανοί να ξεσηκώσουν στο πόδι ένα ολόκληρο χωριό. Τότε οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα με τις ιστορίες για πειρατικές επιδρομές, για ξενολαούς και όλα τα δαιμόνια της νεοελληνικής μυθολογίας και φυσικό ήταν να φοβούνται και να ξεσηκώνονται στον παραμικρό θόρυβο, ιδιαίτερα μέσα στη νύχτα.
Κάποτε ένας χωριανός από το Πούρκο είχε τρομάξει τόσο πολύ που φώναζε «Απόψε χανόμαστε όλοι, απόψε το κακό είναι μεγάλο» Ο τελευταίος επιζών χειριστής και κατασκευαστής τρομπολαΐνας σήμερα ζει στο Στραπόδι. Είναι ο κ. Γιαννακός Καλλίγερος [1], 90 χρόνων σήμερα, είναι μια κινητή λαογραφική βιβλιοθήκη των Κυθήρων.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ.287, Ιανουάριος 2014
[1] Δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή