Advertisement

Η Χώρα

του Ε.Π. Καλλίγερου

2.145

Η πρωτεύουσα των Κυθήρων ονομάζεται σήμερα Χώρα, ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ότι η ονομασία αυτή είναι από τις νεότερες στα Κύθηρα, καίτοι η περιοχή που αντιπροσωπεύει είναι από τις παλαιότερες. Πριν όμως αναφερθούμε στην ονομασία, να υπενθυμίσουμε ότι η Χώρα αναφέρεται να έχει κατοίκηση από τα μινωικά χρόνια, αφού έχουν βρεθεί τάφοι στη θέση Λιονής, προς το Μανιτοχώρι, στον ένα εκ των οποίων μάλιστα βρέθηκαν αγγεία τόσο της μινωικής, όσο και της μυκηναϊκής περιόδου[1]. Αν δε θεωρήσουμε ότι και οι Σπηλίες εντάσσονται στην ευρύτερη περιοχή της Χώρας, τότε η κατοίκηση στην περιοχή ανατρέχει σε 3000 χρόνια π.Χ. ίσως δε και παλαιότερα σύμφωνα με πρόσφατες απόψεις.

Πριν όμως από τα χρόνια που παρουσιάζουν κατοίκηση η Χώρα έχει και μία άλλη παρουσία που έχει σχέση με την παλαιοντολογία. Από τα πολύ παλαιότερα χρόνια υπάρχουν αναφορές περιηγητών για την ύπαρξη παλαιοντολογικών ευρημάτων στα Κύθηρα. Από το 1789 ο Andre Grasset Saint-Sauver είχε παρατηρήσει την ύπαρξη απολιθωμάτων οστών στο λόφο Τουρκοβούνι[2] Β της Χώρας, τα οποία μάλιστα είχε εκλάβει για ανθρώπινα, ενώ βέβαια ήταν απολιθώματα ζώων, πιθανόν ελαφιών[3]. Και άλλοι περιηγητές αργότερα (Davy 1842 και Leonhart 1899) αναφέρονται στη σημασία των παλαιοντολογικών ευρημάτων στο Τουρκοβούνι, τα οποία επισημαίνουν επίσης και νεότερες έρευνες[4]. Την ύπαρξη των οστεοπαγών στο Τουρκοβούνι (το οποίο ονομαζόταν, ασφαλώς από αυτά, Κοκκαλοβούνι), επισημαίνει και ο Ι. Μικέλης στη φυσική ιστορία των Κυθήρων έπειτα από προσωπική επίσκεψη στο χώρο το 1824[5].

Στα Βυζαντινά χρόνια η περιοχή φαίνεται να κατοικείται από πολύ ενωρίς, καθώς η ανέγερση του φρουρίου τοποθετείται στο 1238, ενώ σε λιγότερο από έναν αιώνα αναφέρεται ότι κατά τη διανομή των γαιών των Βενιέρων αφήνουν αδιανέμητη τη γη στην κοιλάδα στο Μανιτοχώρι λόγω της ύπαρξης ασφάλειας στο φρούριο. Και στη γνωστή όμως δικογραφία των Καταλανών (1328) υπάρχουν πολλές αναφορές στην Ενετική φρουρά του κάστρου. Λίγες δεκαετίες αργότερα, στην αυγή του 15ου αι., έχουμε αναφορά από τον ισπανό πρεσβευτή Δον Κλαβίχο, που διέρχεται με πλοίο έξω από τα Κύθηρα και διακρίνει σημαντικές φρουριακές εγκαταστάσεις. Ασχέτως, λοιπόν, αν την εποχή αυτή η περιοχή δεν ήταν πρωτεύουσα στα Κύθηρα, αφού αυτό το ρόλο είχε ουσιαστικά ο Άγιος Δημήτριος (Παλιόχωρα) με μικρές χρονικές εναλλαγές των Μητάτων και του Ποταμού πριν, ο ρόλος του κάστρου ήταν σημαντικός για τη ζωή του νησιού, όπως είναι φυσικό εξάλλου, αλλά όπως προκύπτει και από τις πηγές[6].

Όλα αυτά τα χρόνια οι ονομασίες του μεν κάστρου είναι: Κάστρο Καψαλίου ή Forteza και ολόκληρη η περιοχή έξω από το κάστρο αναφέρεται στις πηγές ως Borgo. Το κάστρο έχει χτιστεί πάνω στο λόφο, το λεγόμενο Παλαμήδα (πιθανόν από επώνυμο ή παρωνύμιο Παλαμηδάς) πάνω στο οποίο κατασκευάζονταν στην αρχή και κατοικίες για λόγους βέβαια προστασίας. Αργότερα άρχισαν οι κάτοικοι να κατασκευάζουν κατοικίες και γύρω από το κάστρο, καθώς είχε αυξηθεί ο πληθυσμός, με αποτέλεσμα στα μέσα περίπου του 16ου αι. να τειχιστεί και το Βούργο, αλλά να μην οχυρωθεί, καθώς οι Βενετοί θεωρούσαν ότι δεν ήταν σωστό να υπάρχουν δύο κάστρα, το ένα πάνω από το άλλο.

Από την εποχή αυτή, δηλαδή λίγα χρόνια μετά την επίθεση του Βαρβαρόσσα στον Άγιο Δημήτριο, μεταφέρεται και η έδρα της Ενετικής διοίκησης στο Κάστρο του Καψαλίου[7]. Αργότερα όμως, με τη νέα αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή, κατοικήθηκε και χώρος έξω και από το νέο τείχος και άρχισε η διάκριση σε μέσα και έξω Βούργο και σε Borgo και Borgo Serrato (δηλαδή τειχισμένο βούργο). Στη σύντομη οθωμανική παρουσία το Βούργο (Borgo) αναφέρεται ως Βαρόσι και εννοεί τον μη τειχισμένο χώρο[8].

Σήμερα έχει μείνει η διάκριση σε Κάστρο και Μέσα Βούργο, με το δεύτερο να προσδιορίζεται από την περιοχή με κατοικίες γύρω από το κάστρο και μέσα στα τείχη του 16ου αι., που διακρίνονται ακόμη σε αρκετά σημεία περιμετρικά του οικισμού. Όπως έγινε σε πολλές νησιωτικές περιοχές οι κατοικίες πλήθυναν με την άφιξη γύρω από το κάστρο περισσοτέρων κατοίκων, κυρίως επαγγελματιών (ράφτες, χρυσοχόοι, χτίστες, δικηγόροι, γιατροί κ.λπ.)[9]. Οι περιοχές γύρω από τα κάστρα έλαβαν την ονομασία αργότερα Χώρα σε όλα σχεδόν τα νησιά, πιθανόν από την έκφραση Καστρο-χώρα[10] ή από την πρώτη, την κύρια πόλη ενός νησιού, κάτι που είναι το ίδιο.

Έτσι επεκράτησε τελικά η ονομασία Χώρα, για την ακριβή χρονική περίοδο όμως που έγινε αυτό δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες. Το πιθανότερο είναι ότι η διαδικασία αυτή της καθιέρωσης της νέας ονομασίας να κράτησε αρκετά χρόνια. Η παλαιότερη χρήση της ονομασίας αυτής από όσα γνωρίζουμε φαίνεται να έγινε σε αφορισμό, τον οποίο εξαπέλυσε στα Κύθηρα το 1659 ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωαννίκιος Β΄. Ο αφορισμός έγινε για να αποδοθούν στον ηγούμενο της Μονής Αγγαράθου Μελέτιο Καλλονά κλαπέντα κατάστιχα και άλλα αντικείμενα και ανέφερε: «[…]νὰ ἔλθουν οἱ τῆς περιοχῆς τῆς Χώρας εἰς ἡμέρας διορίας ὀκτώ»[11]. Άρα ο όρος Χώρα ήταν ήδη σε χρήση από τα μέσα του 17ου αι. παρότι δεν είχε καθιερωθεί. Ολόκληρο τον 18ο αι. είχαν επικρατήσει οι διακρίσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω (Fortezza και Borgo), τις οποίες αναφέρουν και τα επίσημα διοικητικά έγγραφα της εποχής, υπάρχουν πάντως και περιορισμένες αναφορές σε διαθήκες με την ένδειξη Χώρα από τα μέσα του αιώνα αυτού[12]. Αργότερα, η ονομασία Χώρα παρουσιάζεται σε περιορισμένες γενικά περιπτώσεις μέχρι και τις αρχές του 19ου αι.[13] για να επεκταθεί σιγά σιγά και να καλύψει οριστικά τις παλαιότερες ονομασίες.

Η επικράτηση να ονομάζεται η πρωτεύουσα με το όνομα του νησιού είναι μεταγενέστερη και αναφέρεται πρώτα με τη δημιουργία δήμων στα Κύθηρα μετά την ένωση με την Ελλάδα το 1864, οπότε επελέγη η ονομασία Δήμος Κυθήρων εις το Νότιο τμήμα. Την ίδια ονομασία διατήρησε και η Κοινότητα Κυθήρων που διαδέχθηκε το Δήμο το 1914, ως πιθανότερος δε λόγος αυτής της ονοματοδοσίας λέγεται ότι υπήρξε η πρόθεση να έχει με τον τρόπο αυτό κυρίαρχη θέση καλύπτοντας, ονομαστικά, όλο το νησί!

Εκτός από το παλαιότατο Μέσα Βούργο υπάρχουν στη Χώρα και άλλες συνοικίες. Κοντά στην κεντρική πλατεία είναι η συνοικία Σφακιανά, η οποία έλαβε το όνομά της από τους πρόσφυγες του Κρητικού Πολέμου που κατάγονταν από τα Σφακιά και εγκαταστάθηκαν στη θέση αυτή γύρω από το ναό του Σωτήρος. Άλλη συνοικία είναι τα Βαρυπατιάνικα, από το επώνυμο Βαρυπάτης, ενώ ο Ανεμόμυλος, κοντά στο ναό της Αγίας Άννας, προσδιόριζε περισσότερο τη θέση από το τοπωνύμιο, αναφέρεται όμως και ως «ενορία της Αγίας Άννας στον Ανεμόμυλο». Η θέση που είναι σήμερα η κεντρική πλατεία ονομαζόταν Άσπα[14].

Στη Β είσοδο της Χώρας και σε λοφίσκο στα Δ του δρόμου υπάρχει θέση που ονομάζεται Κρεμασμένοι. Στο σημείο αυτό είχαν στηθεί οι αγχόνες μετά τη θανατική καταδίκη το 1823 έξη κατοίκων από τον Καραβά, οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στη σφαγή τούρκων προσφύγων από την Τρίπολη, μετά την κατάληψή της από τον Κολοκοτρώνη κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τα πτώματα των νεκρών είχαν μείνει επί ημέρες στα ικριώματα προς παραδειγματισμό των διερχομένων, αλλά και όλων των Κυθηρίων, οι οποίοι έβλεπαν με συμπάθεια τις επαναστατικές κινήσεις των υποδούλων Ελλήνων[15].

Στο λεγόμενο Μέσα Βούργο υπάρχουν πολλοί ναοί[16], καθώς οι οικογένειες των ευγενών, αλλά και των απλών πολιτών αργότερα, είχαν τη συνήθεια της ανέγερσης ναών, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως ιδιωτικούς χώρους λατρείας των οικογενειών τους, οι οποίες ήταν πολύκλαδες. Σύμφωνα με τη χρονολόγηση όσων ναών έχουν ερευνηθεί από τους αρχαιολόγους, παλαιότερος πρέπει να είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου (1400), ενώ ο Άγιος Γεώργιος του Καλούτση και η Αγία Τριάδα είναι του 15ου αι.

Εκτός από το ναό των καθολικών στο κάστρο, υπήρχε και άλλος, ο ναός των καθολικών, του Αγίου Μαρτίνου (γνωστός σήμερα ως του Αγίου Μηνά) στα Πηγάδια, όπου ήταν και ο παλιότερος κατά την εποχή αυτή χώρος ταφής, ενώ κατά το τέλος του 17ου αι. λειτούργησε σε χώρο κοντά στο ναό νοσοκομείο για τους πανωλόπληκτους από το μεγάλο λοιμό του 1690[17].

Καθεδρικός ναός είναι ο ναός του Εσταυρωμένου, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια Δαρμάρου, χτισμένος στη θέση που ονομαζόταν Εικονοστάσι. Παλαιότερα καθεδρικός (χρησιμοποιήθηκε μέχρι το β΄ μισό του 17ου αι. περίπου) ήταν ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Λομπάρδου στην Πιάτσα. Δεν είναι γνωστό αν ο Εσταυρωμένος χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού, κάτι που συνηθιζόταν την εποχή αυτή.

Ο οικισμός αναπτύσσεται πληθυσμιακά με πιο γρήγορους ρυθμούς κατά την αγγλοκρατία, καθώς δεν έχουμε πλέον νέες οικογένειες ευγενών, έχει αποκατασταθεί η ασφάλεια στην ύπαιθρο μαζί με τον πληθυσμό και εκεί και συρρέουν έτσι στην πρωτεύουσα νέες κατηγορίες επαγγελματιών από τα χωριά. Ενωρίτερα, κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) και ειδικά μετά την πτώση του Χάνδακα, ο οικισμός της πρωτεύουσας δέχθηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων από την Κρήτη[18], με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί, εκτός από επισιτιστικό και οικιστικό πρόβλημα, παρόμοιο με αυτό που εβίωσε το Βόρειο τμήμα των Κυθήρων εκατό περίπου χρόνια αργότερα με τους πρόσφυγες από τα Ορλωφικά. Τότε αναπτύχθηκαν νέες συνοικίες και έφθασε ο οικισμός περίπου στα σημερινά του όρια. Κατά την αγγλοκρατία έγιναν αρκετά έργα με σημαντικότερα: την ανέγερση (ίσως την επανοικοδόμηση) του κτηρίου της κεντρικής αγοράς (Μαρκάτο) και την κατασκευή μεγάλου δικτύου ομβρίων, το οποίο διέσχιζε τον οικισμό σε άξονα ΒΑ-ΝΔ. (Αργότερα, στο β΄ μισό του 20ού αι., το δίκτυο αυτό άλλαξε χρήση και χρησιμοποιείται ως κεντρικός αποχετευτικός αγωγός.)

Σήμερα, η Χώρα είναι πρωτεύουσα των Κυθήρων και φιλοξενεί όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, είναι δε έδρα και της Μητροπόλεως Κυθήρων. Ελάχιστες από τις παλαιές οικογένειες των ευγενών εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα, πολλά δε οικήματα αυτών των αρχοντικών οικογενειών έχουν μεταβληθεί σε ξενοδοχεία ή έχουν δοθεί σε άλλες χρήσεις.

 

[1] Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα…, σ. 89.
[2] Μ. Πετρόχειλος, Εντυπώσεις…, σ. 86.
[3] Α. Μπαρτσιώκας, Παλαιοντολογία…, σ. 30, όπου και εκτενής αναφορά.
[4] Δ Θεοδωρόπουλος, Φυσική γεωγραφία της νήσου Κυθήρων, Αθήναι 1973, σ. 29.
[5] Δ. Ανδριτσάκη-Φωτιάδη – Μ. Πετρόχειλος, Κυθηραϊκά μελετήματα…, σ. 204.
[6] Σχετικά με το κάστρο βλ. λήμμα Καψάλι, καθώς σε όλες τις παλαιότερες αναφορές γίνεται λόγος για «Κάστρο στο Καψάλι». Για τα παραπάνω, κυρίως εις Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σσ. 11-13 και αλλού.
[7] Κ. Τσικνάκης, «Από την Κρήτη στα Κύθηρα. Η οικογένεια Κασιμάτη», ανάτυπο από τα Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, σ. 12.
[8] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική…, σ. 56.
[9] Για τις διαδοχικές φάσεις κατασκευής των τειχών και της κατοίκησης στην περιοχή βλ. αναλυτικά εις Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σσ. 148 επ.
[10] Χρ. Μαλτέζου, «A Contribution to the Historical Geography of the Island of Kythira during the Venetian Occupation», εις Βενετική παρουσία…, σ. Θ 153 και G. Leontsinis, The island…, pp. 196-197.
[11] Νικ. Β. Τωμαδάκη, «Ο (Αρχι)επίσκοπος Σεβαστείας Ιωσήφ Δόξας ο Ζακύνθιος εν Κρήτη, Κυθήροις και Παροναξία», εις Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 42 (1975-1976), σ. 39. Ο ναός της Παναγίας Ορφανής είχε αποδοθεί από τις Ενετικές αρχές των Κυθήρων στον Μελέτιο Καλλονά, ηγούμενο της Μονής Αγγαράθου και τον Ανδρέα Χορτάτζη, πιθανόν κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Αντίγραφο μεταγενέστερης απόφασης, στο οποίο αναφέρεται η παραχώρηση έχει δημοσιευθεί. Βλ. Δανιήλ Βαρυπάτη-Χρυσέα, Χρονικά, εις Κυθηραϊκά Τετράδια, σ. 30.
[12] ΙΑΚ, Διαθήκη υπ’ αρ. 4235/1753 του Γερασίμου μοναχού Δαρμάρου, νοτάριος Νικολός ιερεύς Στάης. Ο διαθέτης αφήνει στον Άγιο Ιωάννη στις Αγριολίες ένα σπίτι του στη Χώρα. (Ευχαριστώ θερμά την Ελ. Χάρου-Κορωναίου για την υπόδειξη του εγγράφου.)
[13] Το 1811 έχουμε αναφορά σε ληξιαρχική πράξη στον Ποταμό (Εμμ. Δρακάκης, Ληξιαρχικά βιβλία Κυθήρων, Ενορία Παναγίας Ιλαριωτίσσης…, σ. 405) και το 1843 σε ληξιαρχική πράξη στο Στραπόδι (Εμμ. Καλλίγερος, Ληξιαρχικά Αγ. Ιωάννου Προδρόμου…, σ. 175)
[14] Άσπα ονομάζεται το ελαφρό, σχεδόν αφρώδες ηφαιστειακό πέτρωμα, η τέφρα, αλλά και ο χωμάτινος γκρεμός που σχηματίστηκε από διάβρωση ή καθίζηση. Άρα είναι πιθανό να δόθηκε από αυτό το λόγο η ονομασία στην περιοχή, η οποία παλαιότερα ήταν η πλαγιά που κατέληγε στο ρέμα, που κατευθύνεται προς τα Βαρυπατιάνικα και το οποίο διακρίνεται ακόμα κάτω από την πλατεία.
[15] Δαν. Βαρυπάτη, «Χρονικά…», εις Κυθηραϊκά Τετράδια, σ.17.
[16] Ελ. Χάρου-Κορωναίου, «Οι ναοί του κλειστού Βούργου», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 189 Φεβρουάριος 2005, σ. 8 και στο Ημερολόγιο 2011 της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων.
[17] Για τους ναούς και τις αδελφότητες βλ. Μαρ. Πατραμάνη, «Ορθόδοξοι και καθολικοί στα Κύθηρα», εις Νόστος, τόμ. 4, σσ. 147-238. Ειδικά για τον Άγιο Μηνά, σσ. 196 επ. Για τους λιμούς βλ., επίσης, Μαρ. Πατραμάνη, «Λιμοί και λοιμοί στα Κύθηρα. Η στάση των Βενετικών αρχών και του πληθυσμού (16ος-18ος αι.)», εις Άνθη Χαρίτων, Ενετίησιν 1998, σσ. 569-619.
[18] Λεπτομερώς για τους Κρητικούς πρόσφυγες βλ. Μαρ. Πατραμάνη, «Κρητικοί πρόσφυγες στο νησί των Κυθήρων (1645-1797)», εις Νόστος, τόμ. 2, σσ. 225-244.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο