Advertisement

Οι οικογένειες Λεοντσίνη και Κασιμάτη στη Χώρα και στο Κεραμουτό των Κυθήρων

Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΛΕΟΝΤΣΙΝΗΣ

3.459

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΛΕΟΝΤΣΙΝΗΣ

Ομότιμος Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας

 

Οι οικογένειες Λεοντσίνη και Κασιμάτη

στη Χώρα και στο Κεραμουτό των Κυθήρων

 

 

Στο πλαίσιο του εορτασμού των δέκα χρόνων από την ίδρυση (2007) και συνεχή έκτοτε λειτουργία του «Λεοντσινείου Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου Κεραμουτού Κυθήρων» και με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ, η ανακοίνωσή μου θα περιλάβει ειδικές αναφορές στα ίδια τα πρόσωπα και στις οικογένειες του Νίκου Παναγιώτου Λεοντσίνη ή Μπλούκου και της Ειρήνης Λεοντσίνη, το γένος Νικολάου Κασιμάτη ή Λουτζή, χορηγών και ιδρυτών του Πνευματικού Κέντρου. Θα αναφερθώ στην ιστορία του γενέθλιου τόπου τους, του χωριού «Κεραμουτό» και στην εκκλησιαστική παράδοση των κατοίκων του  με έμφαση στην ενοριακή του συγκρότηση. Στη μνήμη τους αφιερώνεται το κείμενο που ακολουθεί[1].

Οι οικογένειες Λεοντσίνη και Κασιμάτη στα Κύθηρα

Ο Νίκος Παναγιώτου Λεοντσίνης ή Μπλούκος (1906-2006) και η Ειρήνη Λεοντσίνη, το γένος  Νικολάου Κασιμάτη ή Λουτζή, γόνοι έγκριτων οικογενειών, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Κεραμουτό (Cheramotò ή Chieramutò), σε ένα από τα παλαιότερα της μεσαιωνικής περιόδου χωριά των Κυθήρων. Κλάδοι των οικογενειών Λεοντσίνη (Leoncini) και Κασιμάτη (Cassimati), που προέρχονταν η πρώτη, όπως παραδίδεται, από τη Βενετία[2] και η δεύτερη από την Κρήτη, συναντώνται αρχικά να είναι εγκατεστημένοι στη Χώρα (νεότερη πρωτεύουσα του νησιού, «Κύθηρα»). Αξιώματα στη διοίκηση του νησιού αναλαμβάνουν μέλη των οικογενειών τους, από τις οποίες η πρώτη υφίσταται στα Κύθηρα, τουλάχιστον από το έτος 1573 και η δεύτερη από το έτος 1316[3].

Ωστόσο, μέλη κλάδων αυτών μεταγενέστερα εγκαθίστανται και στο Κεραμουτό ή Κεραμωτό, σε ένα δροσερό χωριό που εκτείνεται ανάμεσα σε δύο εκτεταμένες, εύφορες και πολύ γραφικές λαγκαδιές. Καθώς τα μέλη αυτά ανήκαν σε αρχοντικές οικογένειες της Χώρας, με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν ικανή κτηματική περιουσία και στην ευρύτερη περιοχή του Κεραμουτού. Σε μια πρόσφορη γι’ αυτές χρονική περίοδο, οι οικογένειες κατασκεύασαν στο Κεραμουτό θερινές κατοικίες, για να χρησιμοποιούνται από τα μέλη τους τον καιρό των καλλιεργειών των έγγειων ιδιοκτησιών τους και της συγκομιδής των καρπών αλλά και ως θέρετρα – αρχοντικά τους. Επίσης, δημιούργησαν καταλύματα για τους καλλιεργητές της γης τους, αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους  για  τα ζώα τους, φορτηγά (για τις μεταφορές αγαθών και την κάλυψη ποικίλων άλλων αναγκών τους) αλλά και άλλα, χρησιμοποιούμενα για το όργωμα και τις καλλιέργειες της έγγειας ιδιοκτησίας τους[4]. 

Η απόκτηση θερινών κατοικιών με κτηματική περιουσία στην κυθηραϊκή ύπαιθρο (όπως, π.χ., γνωρίζουμε ότι συνέβαινε και με άλλες οικογένειες στα χωριά Αλεξανδράδες, Λειβάδι, Δρυμώνας, Γουδιάνικα, Καρβουνάδες, Μυλοπόταμος, Κυπριωτιάνικα) ήταν πρακτική που εφαρμοζόταν από τις πιο εύπορες αρχοντικές οικογένειες της Χώρας. Με την πάροδο του χρόνου μέλη κλάδων των ανωτέρω οικογενειών, Λεοντσίνη και Κασιμάτη, μετακινήθηκαν από τη Χώρα και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Κεραμουτό και σε μικρότερη κλίμακα από τον 18ο αι. και στο χωριό Αλεξανδράδες, έναν από τους παλαιότερους, επίσης, οικισμούς των Κυθήρων[5].

Μέλη της οικογένειας Λεοντσίνη μετακινήθηκαν, πιθανώς κατά τον 17ο αιώνα, από τη Χώρα και σταδιακά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Κεραμουτό και στο χωριό Αλεξανδράδες[6], χωρίς να μαρτυρείται επανάκαμψη κλάδων της οικογένειας αυτής στη Χώρα. Στον 20ο αιώνα μία οικογένεια με το επώνυμο Λεοντσίνης είναι εγκατεστημένη στο χωριό Αλεξανδράδες [φέρει το  παρωνύμιο (παρεπώνυμο) «Σώης»]. Επίσης, από τα μέσα του 20ού αιώνα στη Χώρα μετακινήθηκε από το Κεραμουτό ο Νίκος Κωνσταντίνου Λεοντσίνης – «Μουσούνης». Μεταγενέστερα (δεκαετία του 1960) και στον γειτονικό οικισμό Καρβουνάδες μετακινήθηκαν μέλη της ιδικής μου οικογένειας, τα αδέλφια μου, Κυριάκος και Ιωάννης, όπου δημιούργησαν και τις οικογένειές τους. Κλάδοι, όμως, της οικογένειας Κασιμάτη διεσπάρησαν στα περισσότερα χωριά και οικισμούς των Κυθήρων, ενώ άλλοι παρέμειναν και κατοικούν μέχρι σήμερα στη Χώρα[7].

Η διασπορά μελών κλάδων της οικογένειας Λεοντσίνη θα πραγματοποιηθεί με την έναρξη της μετανάστευσης των Κυθήρων στη Μ. Ασία και στην Αίγυπτο, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στις Ινδίες και στη Νότιο Αφρική, όπως και, στο πλαίσιο της εσωτερικής μετανάστευσης, εντός της Ελλάδος, στα μεγάλα αστικά κέντρα[8]. Μετά την ατυχή κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, κλάδοι της οικογένειας Λεοντσίνη θα επανακάμψουν στη γενέτειρα χώρα ως πρόσφυγες, περιορισμένα όμως στα Κύθηρα, επειδή, κατ’ αυτούς,  δεν προσφέρονταν για βιώσιμη επανεγκατάσταση. Όμως μέρος αυτών, όπως συνέβη και με άλλους Έλληνες πρόσφυγες, θα στραφεί στη συνέχεια προς άλλους μεταναστευτικούς προορισμούς της εποχής, στην Αμερική, στην Αίγυπτο, στη Νότιο Αφρική και στην Αυστραλία. Στην ελληνική, π.χ., παροικία της Μ. Ασίας (Αϊδίνιο, Σμύρνη) εγκαταστάθηκαν οικογένειες με το επώνυμο Λεοντσίνης,  όπως οι οινοπνευματοποιοί αδελφοί Λεοντσίνη (στο Αϊδίνιο), ο Ιωάννης Λεοντσίνης, ιδιοκτήτης του φημισμένου καφενείου στη Σμύρνη με την ονομασία «Άστυ», κ.ά.[9] Γενικά, απ’ αυτήν την εστία πρώτων μεταναστών, που προέρχονταν από το Κεραμουτό των Κυθήρων, θα προκύψουν στη συνέχεια γενεές μεταναστών, συγκεκριμένα μία διασπορά μελών της οικογένειας Λεοντσίνη στην Αμερική, στην Αίγυπτο, στις Ινδίες, στην Ν. Αφρική και στην Αυστραλία, πριν και μετά την μικρασιατική περιπέτεια του Ελληνισμού[10].

Με βάση επιστημονική εργασία του καθηγητή Χαράλαμπου Μπαμπούνη, με τίτλο «Κυθήριοι στη Νότιο Αφρική», αναφέρω ενδεικτικά, μεταξύ πολλών άλλων Κυθηρίων, από κλάδους της οικογένειας Λεοντσίνη τον διακεκριμένο ιατρό Αναστάσιο Λεοντσίνη [οι γονείς του είχαν μετακινηθεί στη Νότιο Αφρική, αφού πρώτα είχαν διαμείνει και εγκατασταθεί στην Αίγυπτο (ο ίδιος σπούδασε την ιατρική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Johannesburg)], τον επιχειρηματία Κωνσταντίνο Λεοντσίνη του Δημητρίου και της Σταματίας, τον αδελφό του, τεχνίτη Νικόλαο Λεοντσίνη και τον υποδηματοποιό Παναγιώτη Λεοντσίνη του Κωνσταντίνου και της Ελένης, εγκατεστημένους εκεί τουλάχιστον από το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, οι περισσότεροι από γεννήσεώς τους[11].

Γενικά, ανευρίσκονται μέλη της οικογένειας ανάμεσα στους πολλούς Κυθηρίους που ακολουθούν την πορεία των διαδοχικών γενεών της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης. Σημειώνω, ενδεικτικά, ακόμη, την παρουσία μελών (αδελφών) κλάδου οικογένειας Λεοντσίνη στο Ηράκλειο της Κρήτης. Όταν το έτος 1998 μέλη της οικογένειας αυτής είχαν την πληροφόρηση ότι βρισκόμουν εκεί, μού ζητήθηκε να παρευρεθώ σε γενική συγκέντρωση όλων των μελών των οικογενειών τους, για να γνωριστούμε, καθώς, σύμφωνα με όσα τούς είχαν πληροφορήσει οι γονείς τους, η καταγωγή της οικογένειάς τους αναγόταν στο Κεραμουτό των Κυθήρων. Είχαν μάλιστα επισκεφθεί  πριν λίγα χρόνια και το Κεραμουτό (πρό του έτους 1998), για να γνωρίσουν από κοντά τις πατρογονικές τους ρίζες[12].  Στην γειτονική Πελοπόννησο (Γαργαλιάνους, Πάτρα) και στα Ιόνια νησιά (Κέρκυρα) απαντώνται στους νεότερους χρόνους οικογένειες με το επώνυμο Λεοντσίνης[13].

 Η οικογένεια Λεοντσίνη στη Χώρα και στο χωριό  Κεραμουτό των Κυθήρων

Ήδη από το έτος 1573, μέλος της οικογένειας Λεοντσίνη συγκαταριθμείται στον κατάλογο των τριάντα περίπου μελών του «Συμβουλίου των Cittadini» (Συμβούλιο της Κοινότητας των «Ευγενών» των Κυθήρων)[14]. Ο Nadalin (Νατάλιος)[15] Leoncini είναι ο μνημονευόμενος στον κατάλογο και από τα πρώτα μέλη του Συμβουλίου αυτού. Επίσης, γνωρίζουμε ότι κατά την ίδια, περίπου, περίοδο και σε ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, στον Τζάνε (Τζουάνε) Leoncini, είχε ανατεθεί το αξίωμα του φρουράρχου του Κάστρου της Χώρας (του Καπετάνιου του Βούργου). Τίτλοι ευγενείας όμως χορηγήθηκαν από τη Βενετία σε μέλη και των δύο οικογενειών, Κασιμάτη και Λεοντσίνη, τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των τριάντα περίπου αρρένων μελών οικογενειών, που συγκρότησαν το πρώτο Συμβούλιο της «Κοινότητας των “Ευγενών”» από τους cittadini της Χώρας των Κυθήρων[16].

Με βάση την ιστορική πληροφόρηση που διατίθεται, όπως ποικίλες δικαιοπραξίες/δικαιοπρακτικά έγγραφα (κυρίως νοταριακά), απογραφές πληθυσμού, διοικητικά, επαναστατικά (της περιόδου της «αναρχίας») και άλλα, οι οικογένειες Κασιμάτη και Λεοντσίνη εμφανίζουν στη Χώρα των Κυθήρων ισχυρή παρουσία, ήδη από τον 14ο αιώνα (οικογένεια Κασιμάτη) και από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα (οικογένεια Λεοντσίνη). Και των δύο οικογενειών, σε κάθε περίπτωση, η παρουσία ανιχνεύεται στα Κύθηρα πριν και μετά την πυρπόληση, κατά την επιδρομή του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσα (1537),  του φρουρίου και της μεσαιωνικής πρωτεύουσας του Αγίου Δημητρίου (Παληόχωρας), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση διασωθέντων κατοίκων σε οικισμούς του εσωτερικού του νησιού και στη Χώρα (τότε με την ονομασία «Καψάλι»)[17].

Με βάση τις απογραφές που διενήργησε η βενετική διοίκηση των Κυθήρων από το έτος 1753 έως το έτος 1814, τα επώνυμα κατοίκων του χωριού Κεραμουτού, που καταχωρούνται  συχνότερα σ’ αυτές είναι τα «Λεοντσίνης» ή «Λεοντζίνης» και «Κασιμάτης». Στην απογραφή του έτους 1844, συγκυριακά τα επώνυμα στο Κεραμουτό κλάδων των δύο οικογενειών αυτών είναι ισάριθμα (από έξι). Με την  προσήκουσα ωστόσο ακρίβεια, η Αναστασία Παπακωνσταντίνου έχει προσδιορίσει στον οικισμό «Κεραμουτό», εκτός από τα δύο αυτά επώνυμα, και τα: «Χαραντζάς» (ενορία του Αγίου Ιωάννη «των Χαραντζάδων»), «Κοντολέων», «Παχουντάκης», «Σωτήρχος», «Καλούτσης», «Βενέρης», «Φατσέας», «Βαρυπάτης», «Αρώνης», «Πησάνος», «Κόκινος», «Στάθης», «Γλυκάνισος» και «Σκόρπουλος» ή «Κασιμάτης-Σκόρπουλος»[18].  

Το Κεραμουτό  μνημονεύεται ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα ως οργανωμένος οικισμός, γεγονός που σημαίνει ότι αυτός υφίσταται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Ο οικισμός αναφέρεται και ως «Αρχοντοχώρι», προφανώς, επειδή οι οικογένειες Λεοντσίνη και Κασιμάτη προέρχονταν από τις παλαιότερες και πιο διακεκριμένες αρχοντικές οικογένειες της Χώρας, με συνέπεια η ονομασία αυτή να κατακυρωθεί σ’ αυτό το χωριό, παρόλο που και σε άλλα χωριά και οικισμούς είχαν αποκτήσει έγγειες ιδιοκτησίες με εξοχικές κατοικίες οικογένειες ευγενών («αρχόντων») της Χώρας. Το Κεραμουτό κατά τη βενετική περίοδο (1363-1797) αλλά και κατά τις επόμενες περιόδους των δυτικών ευρωπαϊκών κυριαρχιών εντασσόταν σε ένα από τα τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα της κυθηραϊκής υπαίθρου (διστρέτα), αυτό το Λειβαδίου. Το διαμέρισμα αυτό, όπως και εκείνο του Ποταμού, ήταν από τα πολυπληθέστερα του νησιού[19]. Στην ευρύτερη περιοχή του διστρέτου του Λειβαδίου, λόγω και της εγγύτητάς του με τη Χώρα, γνωρίζουμε ότι είχαν αποκτήσει οι περισσότερες οικογένειες ευγενών έγγειες ιδιοκτησίες με εξοχικές κατοικίες. Μόνιμες κατοικίες απέκτησαν στο χωριό Κεραμουτό οι οικογένειες από τη Χώρα Λεοντσίνη και Κασιμάτη, οι οποίες διατήρησαν και την κοινωνική τους διάκριση [cittadini (αστοί)], την οποία αρχικά είχαν αποκτήσει εκεί.

Προφανώς, λόγω της μόνιμης αυτής εγκατάστασής τους, αποδόθηκε και η παραλλήλως χρησιμοποιούμενη ονομασία του χωριού ως «Αρχοντοχώρι»[20], αλλά και επειδή δεν απώλεσαν, με την μόνιμη μετακίνησή τους στην κυθηραϊκή ύπαιθρο, τους τίτλους και τα προνόμια της κοινωνικής τους τάξης (των cittadini-αστών). Συγκεκριμένα, οι cittadini-αστοί (οικογένειες Λεοντσίνη και Κασιμάτη) του χωριού Κεραμουτού αναγράφονται στις απογραφές που μνημονεύθηκαν (από το έτος 1753 έως το 1814) με την ίδια κοινωνική κατάταξη που είχαν και στη Χώρα, πριν δηλαδή μετακινηθούν στο Κεραμουτό, προφανώς επειδή προέρχονταν από δύο εξέχουσες, κατά την περίοδο εκείνη, οικογένειες της Χώρας. Σημειώνεται όμως και μία περίπτωση  ακόμη, αυτή του Νικολάου Καλούτση του Δράκου, ο οποίος απογράφεται στην ενορία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού τα έτη 1772 και 1784, χωρίς ωστόσο να ανευρίσκονται περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία για την τύχη αυτού του κλάδου της οικογένειας Καλούτση στο Κεραμουτό[21].

Επίσης, λόγω της κοινωνικής θέσης συγκεκριμένων οικογενειών του Κεραμουτού, πολλά αξιώματα της κοινοτικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων αναλαμβάνονταν από τους άρρενες αρχηγούς των οικογενειών αυτών, τόσο πολιτικά (προεστοί-δημογέροντες, επιστάτες διοικητικών διαμερισμάτων) όσο και στρατιωτικά και της Πολιτικής Αστυνομίας (εκατόνταρχοι, πενήνταρχοι, δέκαρχοι, κοντόσταυλοι, κ.ά.). Από τους καταλόγους των απογραφών του 18ου και του 19ου αιώνα έχουν καταγραφεί τα αξιώματα και τα επαγγέλματα ικανού αριθμού ανδρών-αρχηγών οικογενειών του χωριού, τα οποία κατέχουν μέλη-άνδρες κλάδων των οικογενειών Λεοντσίνη, Κασιμάτη και Χαρατζά, γεγονός που επίσης επιβεβαιώνει μιαν προέχουσα πολιτική και κοινωνική θέση του χωριού αυτού στο νησί[22].

Στις απογραφές αυτές, εκτός από τα ονοματεπώνυμα και τα πατρώνυμα των κλάδων των οικογενειών Κασιμάτη και Λεοντσίνη (6+6) αναγράφονται ως κάτωθι, και τα παρωνύμια (παρεπώνυμα), κατά την περίοδο εκείνη, των κλάδων τους, που ήταν και οι πολυπληθέστερες οικογένειες στο Πάνω και στο Κάτω Κεραμουτό: «Ιωάννης Κασιμάτης ποτέ Λορέντζου» ή «Κουτσουμπός», «Νικόλαος  Κασιμάτης ποτέ Λορέντζου» ή «Αδάμας», «Νικόλαος Κασιμάτης ποτέ Γεωργίου» ή «Μουρίζος» «Νικόλαος Κασιμάτης ποτέ Γεωργίου» ή «Θωμάς», «Νικόλαος Κασιμάτης ποτέ Ιωάννου» ή «Καλούλας», «Νικόλαος Κασιμάτης ποτέ Παναγιώτη» ή «Βούρος», «Γεώργιος Λεοντζίνης ποτέ Νικολάου» ή «Μουσούνης», «Γεώργιος Λεοντζίνης ποτέ Μανόλη» ή «Μπλούκος», «Γεώργιος Λεοντζίνης ποτέ Θεοδώρου» ή «Τζώρτζαρης», «Θεόδωρος Λεοντζίνης του Γεωργίου» ή «Τζωρτζάκι», «Θεόδωρος Λεοντζίνης ποτέ Ιωάννου» ή «Βλήτος», «Θεόδωρος Λεοντζίνης του Νικολάου» ή «Κοντός»[23]. Σημειώνεται ότι μεταγενέστερα της περιόδου αυτής εικάζεται ότι είναι τα παρεπίθετα (παρεπώνυμα) Λουτζής και Γαρδουμίτσης[24].

Αναφορικά με την πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού, σημειώνω ότι ο πληθυσμός του χωριού από το έτος 1721 έως το 1825 διαχρονικά κυμαίνεται μεταξύ 121 έως 146 κατοίκους[25]. Κατά ενορία (απογράφονται μόνον οι κάτοικοι τριών ενοριών, που λειτουργούσαν αυτήν την περίοδο) ο πληθυσμός τους διαχρονικά κυμαίνεται ως εξής: Στην ενορία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού απογράφονται από 86 έως 144 ενορίτες/ίτισσες, στην ενορία της Αγίας Τριάδος (οικογένειας Κασιμάτη – Καλούλα) από 35 έως 21 και στην ενορία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (οικογένειας Χαραντζά) από 8 έως 9 ενορίτες/ενορίτισσες[26]. Οι κάτοικοι που απογράφονται ταξινομούνται σε κοινωνικές (οιονεί «ταξικές») αλλά και άλλες (ηλικιακές και του φύλου) κατηγορίες ως εξής: κληρικοί, cittadininobili, όπως καταχωρούνται στην απογραφή του έτους 1814)[27], popolani, ηλικιωμένοι και γυναίκες (χωρίς διαχωρισμό αυτών σε κοινωνική κατηγορία) και παιδιά (χωρίς τη διάκριση του φύλου τους)[28].

 Εκκλησιαστική παράδοση του Κεραμουτού με την ενοριακή του συγκρότηση

Στο Κεραμουτό είναι ιδρυμένοι και λειτουργούν συναδελφικοί ναοί με τον χαρακτηρισμό της κατηγορίας Jus patronato publico (ναοί με καθεστώς δημοσίου δικαίου) καθώς και ναοί της κατηγορίας Jus patronato privatο (ναοί με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου), οικογενειακοί- κτητορικοί[29]. Το χωριό διαθέτει, κατά τον 18ο αιώνα, τέσσερις ενορίες. Αυτές είναι: Του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Πάνω Κεραμουτό, της Αγίας Τριάδος και της Παναγίας στα Καρτεριάνικα στο Κάτω Κεραμουτό. Ωστόσο, υφίσταται και ιερουργείται ένας ακόμη κρητορικός-οικογενειακός ναός που δεν αναγράφεται ως ενοριακός,  του Αγίου Αντωνίου στο Κάτω Κεραμουτό. Όπως συμβαίνει σε όλο το νησί, οι ενοριακοί και μη ναοί, ανεξάρτητα από το νομικό πρόσωπο στο οποίο υπάγονται, τελούν υπό την πνευματική εποπτεία και διοικητική ευθύνη της Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων[30].

Η ενορία του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού ήταν πάντοτε η πολυπληθέστερη και ευρίσκεται περίπου στο κέντρο του χωριού,  ανάμεσα, δηλαδή, στους δύο οικισμούς (Πάνω και Κάτω Κεραμουτό). Είναι η μόνη από τις ενορίες, που αδιαλείπτως λειτουργεί μέχρι σήμερα. Σ’ αυτήν, κατά κανόνα, εκπλήρωναν σε τακτική βάση τις θρησκευτικές τους ανάγκες οι περισσότεροι των κατοίκων, όσοι δηλαδή δεν ανήκαν στις άλλες τρεις ενορίες και που ο ιερός κτητορικός ναός τους ανήκε στην κατηγορία εκείνων με το καθεστώς του ιδιωτικού δικαίου (jus patronato privatο- οικογενειακοί-πατρωνυμικοί-κτητορικοί). Ωστόσο, ως συναδελφικός ναός δημοσίου δικαίου (Jus patronato publico), ο ιερός ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνένωνε σε εκκλησιασμό και κοινή προσευχή όλους τους κατοίκους κατά τις δεσποτικές και τις θεομητορικές εορτές ή και στις άλλες κοινές εκκλησιαστικές εορτές, ιερές πανηγύρεις και Ιερά Μυστήρια. Ο ναός του Σωτήρος διατηρείται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, ανακαινισμένος και προστατευόμενος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της ενορίας του Σωτήρος. Σ’ αυτόν βαπτιστήκαμε εμείς όλοι οι παρευρισκόμενοι εδώ Κεραμουτιανοί –μεγαλύτεροι και μικρότεροι–,  οι γονείς μας και οι προπάτορές μας. Δίπλα από τον παλαιό ναό, με την πρωτοβουλία των μελών των κατά καιρούς ενοριακών συμβουλίων και της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων, ανηγέρθη ο νέος περικαλλής και επιμελώς αγιογραφημένος ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού[31].

Από τους ναούς με το καθεστώς ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακοί-πατρωνυμικοί ή κτητορικοί ναοί) ιερουργούνται μέχρι σήμερα ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γνωστός βιβλιογραφικά ως «Ιερός Ναός των Χαραντζάδων»[32], και  ο ναός της Παναγίας αντίστοιχα στην περιοχή «Καρτεριάνικα» της οικογένειας Κασιμάτη (Καρτέρη). Ήταν σύνηθες φαινόμενο να προστίθεται στην ονομασία των ναών αυτών, το επώνυμο της κτήτορος του ναού οικογένειας και να κληρονομείται ο ναός κατ’ αρρενογονίαν στους άμεσους συγγενείς του κλάδου[33]. Σήμερα ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ανήκει κατ’ αρρενογονίαν στην οικογένεια Χαρατζά.  Ο ναός της Παναγίας στα Καρτεριάνικα, ναός που ανήκε σε οικογένεια Κασιμάτη με το παρωνύμιο «Καρτέρης», σήμερα με πολλή φροντίδα και με το καθεστώς του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακός) συντηρείται και ιερουργείται από την οικογένεια Εμμανουήλ Τραβασάρου από το χωριό Κοντολιάνικα[34]. Ο ναός της Παναγίας Θεοτόκου στα Καρτεριάνικα, αναφερόμενος από τους κατοίκους και ως Παναγία «Καρτεριανή» είχε μεγάλη απήχηση στα θρησκευτικά συναισθήματα των κατοίκων του Κεραμουτού, προφανώς λόγω του ότι ήταν και ο μοναδικός ναός στο χωριό τους, αφιερωμένος στην Παναγία[35].

Κατά τα έτη 1862-1887, κατά τα οποία έχουμε επαρκή ιστορική πληροφόρηση, μέσω και του εκδεδομένου «Κώδικα χορηγουμένων αδειών γάμου Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων (1862-1887)»[36], στο Κεραμουτό υφίστανται δύο ενορίες, αυτές του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού και της Αγίας Τριάδος[37]. Οι άλλοι δύο πατρωνυμικοί ναοί (Jus patrοnato privatο), ενώ έπαυσαν να λειτουργούν ως ενορίες, δε σταμάτησαν να λειτουργούνται με τη φροντίδα των κτητόρων οικογενειών τους. Σε κάποια όμως μεταγενέστερη χρονική περίοδο έπαυσε να λειτουργεί ως ενορία και ο ναός της Αγίας Τριάδος (οικογένεια Κασιμάτη «Καλούλα») στα νότια του Κάτω Κεραμουτού, στην οποία, σύμφωνα με τις απογραφές του 18ου αιώνα, οι απογραφόμενοι/ες ενορίτες/ενορίτισσες φέρουν τα εξής επώνυμα: Βαρυπάτης, Βενέρης, Γλυκάνισος, Γαμπρίνος (Gabrino), Κομηνός, Κοντολέων και Κοντολέων Βλάσης (Blaci), Κασιμάτης, Λέων Βλάσσης (Blaci), Λεοντσίνης, Μασσέλος και Σκόρπουλος ή Κασιμάτης Σκόρπουλος[38]. Από τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια, με την οργανωτική πρωτοβουλία των κτητόρων του ναού αυτού της Αγίας Τριάδος, απολαμβάναμε (εορτή του Αγίου Πνεύματος) το ετήσιο πανηγύρι, με όλους τους κατοίκους του χωριού (πατρωνυμικός ναός που σήμερα κατά αρρενογονίαν ανήκει στην οικογένεια του ιατρού Θεοδώρου Νικολάου Κασιμάτη). Ως μη ενοριακός ναός, τουλάχιστον κατά την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρομαι, υφίστανται στο Κάτω Κεραμουτό και ο ναός του Αγίου Αντωνίου υπό το καθεστώς του Jus patronato privatο (σήμερα στην ιδιοκτησία της οικογένειας Λούπα)[39].

Οι ενοριακοί ιερείς (εφημέριοι) και των τεσσάρων ναών προέρχονταν από τις παραπάνω μνημονευθείσες οικογένειες του χωριού, αριθμητικά όμως περισσότερο  από κλάδους οικογενειών Λεοντσίνη και Κασιμάτη, επειδή ήταν και οι πολυπληθέστερες του χωριού. Κατά έτη 1862-1887, από κλάδους της οικογένειας Λεοντσίνη, εφημέριος του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού είναι ο μακαριστός Δημήτριος Λεοντσίνης, ενώ εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στο όμορο χωριό Καλησπεριάνικα και του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου στο λιμάνι Αυλαίμονας, ο μακαριστός Πέτρος Λεοντσίνης. Επίσης αντίστοιχα ως εφημέριοι των ενοριών του Κεραμουτού, από την πλευρά κλάδων της οικογένειας Κασιμάτη, αναφέρονται οι μακαριστοί Δημήτριος Κασιμάτης, Παναγιώτης Κασιμάτης και Πέτρος Κασιμάτης. Από κλάδους της οικογένειας Χαρατζά μνημονεύονται ως εφημέριοι ναών του νησιού οι μακαριστοί Θεόδωρος και Παΐσιος Χαρατζάς. Από κλάδους της οικογένειας Στάθη, μνημονεύονται οι ενοριακοί ιερείς Εμμανουήλ, Ιωαννίκιος και Παναγιώτης Στάθης[40]. Στον εικοστό αιώνα οι ενοριακοί ιερείς (εφημέριοι ναών) που κατάγονταν και διέμεναν μόνιμα στο Κεραμουτό ήταν οι Εμμανουήλ και Πέτρος Λεοντσίνης και ο Θεόδωρος Χαρατζάς, προπάππους του Βασιλείου Ιωάννου Χαρατζά[41].

Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα κατά την ανωτέρω περίοδο 1862-1887 διαθέτουν 146 ενοριακούς ιερείς (εφημερίους), που ιερουργούσαν σε 154 ενοριακούς  ναούς, ενώ οι ιερείς των νησιών είναι περισσότεροι του αριθμού αυτού[42]. Σημειώνω ότι, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής παράδοσης του χωριού και των πατροπαράδοτων δεσμών των κατοίκων του με τη Χώρα, συντηρείται και ιερουργείται μέχρι σήμερα από τους κατοίκους του Κεραμουτού στη Χώρα (Κλειστόν Βούργον) ο ιερός ναός Παναγίας της Μεσοχωρίτισσας[43]. Κατά τον 18ο αιώνα ο ναός περιλαμβάνεται μεταξύ των ενοριών του Κλειστού Βούργου και οι εφημέριοι αυτής προέρχονταν από μέλη (συναδελφούς) οικογενειών Κασιμάτη του Κεραμωτού. Το έτος 1738 αναγράφονται οι μακαριστοί ιερείς και συναδελφοί του ναού «Λαυρέντιος Κασιμάτης ποτέ αφέντη Δράκου» και «Λαυρέντιος Κασιμάτης ποτέ αφέντη Γιώργη». Πληροφορούμαστε μάλιστα ότι μόνον από την οικογένεια Κασιμάτη διαμορφωνόταν διαδοχικά η εναλλαγή των εφημερίων του ναού[44].

Ο ναός της Θεοτόκου Παναγίας της Μεσοχωρίτισσας εορτάζει την επόμενη ημέρα των Χριστουγένων και τον ναό γενικότερα τα τελευταία χρόνια φροντίζει πλέον και συντηρεί το Ενοριακό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κεραμουτού, οι κάτοικοι δηλαδή του χωριού, από το οποίο προέρχονταν οι κτήτορες του ναού της Παναγίας Μεσοχωρίτισσας[45]. Τα Τίμια Δώρα τέλεσης της Θείας Λειτουργίας κατά τον πανηγυρικό αυτόν εορτασμό της επόμενης μέρας των Χριστουγέννων παραδοσιακά γνωρίζω ότι προσέφερε ο πατέρας μου (σήμερα, εκ μέρους όλης της οικογένειας αυτό πράττει ο αδελφός μου Στέφανος)[46]. Η εικόνα της Παναγίας (της επονομαζόμενης και εικόνα «Παναγίας της Κεραμουτιανής») μεταφέρεται από τον ναό της Μεσοχωρίτισσας του Μέσα (Κλειστού) Βούργου στον ναό Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας του Κάστρου («πρώην Καθολικό ναό των Λατίνων») την παραμονή εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Ο σκοπός καθιέρωσης παραδοσιακά μετακίνησης της εικόνας είναι προσκυνηματικός και για να χρησιμοποιείται η εικόνα της Θεομήτορος με περιφορά της από το ιερατείο και τους εκκλησιαζόμενους, μετά την τέλεση της Ακολουθίας του Μεγάλου Εσπερινού και της Επιταφίου Ακολουθίας της Παναγίας, στο Κάστρο της Χώρας. Πολλοί κάτοικοι από το Κεραμουτό συμμετέχουν στον πανηγυρικό εορτασμό[47].

Νίκος Παναγιώτου Λεοντσίνης (Μπλούκος) και Ειρήνη Λεοντσίνη το γένος Νικολάου Κασιμάτη (Λουντζή) στο Κεραμουτό των Κυθήρων και στην Αυστραλία

Ο Νίκος Λεοντσίνης και Ειρήνη Λεοντσίνη στα εκατόν χρόνια της ζωής τους, που ευτύχησαν και οι δυο τους να διάγουν, βίωσαν έντονα αυτό το εκκλησιαστικό και κοινωνικό περιβάλλον του χωριού τους, που το σκέφτονταν και το φρόντιζαν, ανεξάρτητα από τη χώρα ή την πόλη που ζούσαν, την Αυστραλία, την Αθήνα ή τα Κύθηρα. Τη ζωή τους τη μοιράζονταν ανάμεσα σε δύο πατρίδες, την Ελλάδα (Αθήνα και Κύθηρα) και την Αυστραλία. Εκείνη που τούς γέννησε, διατηρήθηκε κυρίαρχα μέσα τους. Μετανάστης ο Νίκος πρώτης γενιάς, σε ώριμη περίοδο της ζωής του, αποφάσισε με τη σύζυγό του, κάποτε με πολύ προβληματισμό, να διακόψουν την άμεση σχέση και τους δεσμούς που είχαν ανα­πτυχθεί με τους συμπολίτες της δεύτερης πατρίδας τους.  Η αμφιταλάντευσή τους, όπως μού διηγούνταν, έλαβε τέλος με την οριστική τoυς απόφαση να επιλέξουν την παλιννόστηση[48].

Διατήρησαν τις αναμνήσεις μίας περιπε­τειώδους ζωής που πέρασαν στη γη της Αυστραλίας, σε μία χώρα που την ίδια περίοδο είχε προσελ­κύσει ως μετανάστες εκατοντάδες συγχωριανούς τους και άλλους συμπολίτες τους από τα Κύθηρα. Ζωή δύσκολη αλλά και δημιουργική για τους ανθρώπους που τράβηξαν το δρόμο της μετανάστευσης, κρατώντας όμως κατά κανόνα πάντοτε ανοικτό το εισιτήριο της επιστροφής τους στη γενέτειρα, όπως άλλωστε έπρατταν και όλοι όσοι επέλεγαν, άσχετα αν δεν το κατόρθωναν, το δρόμο της μετανάστευσης. Από το έτος 1977 επέλεξαν ωστόσο να επανεγκατασταθούν στη γενέθλια γη, στο Κεραμουτό των Κυθήρων.

Ο Νίκος Λεοντσίνης και η Ειρήνη Λεοντσίνη ανήκουν στην κατηγορία εκείνων των ομογενών-μεταναστών που, μετά από ορισμένα χρόνια παραμονής και εντατικής εργασίας τους στην αλλοδαπή, επέστρεψαν με τις εμπειρίες τους στη γενέτειρα, για να ζήσουν ήρεμα και να δραστηριοποιηθούν ενεργά, είτε με δικές τους αυτόνομες επιχειρήσεις είτε προσφέροντας ποικιλοτρόπως στα κοινά του γενέθλιου τόπου τους. Το τελευταίο αυτό επέλεξαν οι Νίκος και Ειρήνη Λεοντσίνη. H κυθηραϊκή γη τούς κράτησε δραστήριους και αποδοτικούς, επί τριάντα ακόμη χρόνια. Ως διακεκριμένος μουσικός στο βιολί, συνέχισε στη γενέτειρά του όπως και στους Αντίποδες, να δίνει συναυλίες. Στους Αντίποδες αναδείχθηκε ως ένας από τους πιο έμπειρους χορδιστές πιάνου, υπηρετώντας ανάγκες της εποχής συμπολιτών του κάθε εθνικότητας. Παράλληλα αφοσιώθηκε στη διδασκαλία της μουσικής. Η βοήθεια που προσέφερε, με την επανεγκατάστασή του στα Κύθηρα, σε πολλούς νέους των Κυθήρων με κλίση στη μουσική ήταν ιδιαιτέρως επωφελής σ’ αυτούς και ανιδιοτελής.

Μαζί του ασκήθηκαν στην τέχνη του βιολιού πολλοί νέοι βιολιστές, οι οποίοι και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη και το θαυμασμό τους προς αυτόν. Ένα χρόνο μετά τη μόνιμη επανεγκατάστασή του στα Κύθηρα διοργάνωσε μουσική βραδιά με τον Νικόλαο Κασιμάτη στο πιάνο, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τη ρύθμιση και την αποκατάσταση του πιάνου του Κυθηραϊκού Συνδέσμου της Χώρας. Συνέβαλε στη δημιουργία ορχήστρας εγχόρδων και έδωσε συναυλίες για το σκοπό αυτόν. Σημαντικότερη από αυτές ήταν εκείνη στην οποία με τη συνοδεία του επίσης βιολιστή Σοφοκλή Διονυσίου Καλούτση, πολύτιμου  φίλου του, απέδωσαν με μεγάλη επιτυχία ντουέτα στο βιολί και άλλες μελωδίες[49].

Ως διακεκριμένος τεχνίτης του βιολιού, έδωσε κονσέρτα κλασικής μουσικής για την ενίσχυση των σκοπών του Κασιματείου Γηροκομείου Κυθήρων με τη συνοδεία του μαθητή του, Παναγιώτη Νικολάου Μεγαλοκονόμου. Το έτος 1990 συνεισέφερε στην αγιογράφηση και στον εξωραϊσμό του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού της ενορίας του στο Κεραμουτό, ενώ δώρισε εικόνα του Αγίου Νικολάου στον ίδιο ναό. Το 1998 συνέβαλε γενναιόδωρα στη συνέχιση της αγιογράφησής του. Ο ξυλόγλυπτος επιτάφιος, το ηλεκτρικό κωδωνοστάσιο του ναού, τέσσερις πολυπρόσωπες παραστάσεις (η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, ο Ιησούς Δωδεκαετής στο Ναό και ο Ιερός Νιπτήρ), η μικροφωνική εγκατάσταση και πολλές άλλες οικονομικές ενισχύσεις για τον εξωραϊσμό του ναού και του περιβόλου του εντάσσονται στις γενναιόδωρες προσφορές του ζεύγους Νικολάου και Ειρήνης Λεοντσίνη. Βέβαια, το μεγαλύτερο κοινωφελές έργο του ζεύγους είναι η ανέγερση ενός μνημειώδους κτηρίου, για να στεγάσει ίδρυμα – πνευματικό κέντρο για το χωριό του και τα Κύθηρα, το «Λεοντσίνειο Πνευματικό Κέντρο Κεραμουτού Κυθήρων», αυτό το μεγαλοπρεπές και λειτουργικό κτήριο, που απολαμβάνουμε σήμερα όλοι[50].

Με είχαν συνδέσει δεσμοί φιλίας και αγάπης, κυρίως από την περίοδο της επανεγκατάστασης του ζεύγους Νίκου και Ειρήνης Λεοντσίνη στα Κύθηρα. Όταν κάποια χρονική στιγμή ο Νίκος θέλη­σε να συμβουλευθεί τις σημειώσεις του, για να ανακαλέσει μία συγκεκριμένη πτυχή της ζωής του που συζητούσαμε, επιβεβαίωσα ότι σ’ αυτούς είχε καταγράψει ενδιαφέροντα περιστατικά της προσωπικής του ζωής και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο ζούσε και δραστηριοποιούνταν κοινωνικά και επαγγελματικά. Μού παρέδωσε με εμπιστοσύνη τις σημειώσεις του για να τις επιμεληθώ, ώστε να δημοσιευθούν. Ό,τι τελικά ανέσυρε από το προσωπικό του αρχείο, έλαβε το δρόμο της δημοσίευσης. Είχα την ευκαιρία κατά τις συναντήσεις μας όμως να μου διηγηθεί πολύ περισσότερα και εξίσου ενδιαφέροντα με εκείνα που σημείωσε στα χρονικά του Ημερολογίου του. Το ίδιο έκανε και για πολλά άλλα περιστατικά και δραστη­ριότητες της ζωής του[51].

Μέσα από τις σημειώσεις του σκιαγραφούνται οι διαδρομές του στη ζωή, διαδρομές δημιουρ­γίας και κοινωνικής προσφοράς, η εικόνα της κοινωνικής του δράσης, οι ευαισθησίες και οι επι­λογές του. Οι σημειώσεις αυτές γράφονταν κατά τις ιδιαίτερες στιγμές της ζωής του, κυρίως αυτές που τον συγκινούσαν ιδιαίτερα και είχαν ηχηρό κοινωνικό αντίκτυπο. Επίσης, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του και των επισκέψεών του σε ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους της αλλοδαπής και της ημεδαπής. Οι μνήμες που καταγράφονται από τα πέντε ταξίδια του με το θρυλικό Πατρίς, το πλοίο που επί χρόνια μετέφερε τους Έλληνες μετανάστες στους Αντίποδες, είναι εντυπωσιακές. Πέντε φορές είχε ταξιδέψει με το «Πατρίς», όπως σημειώνει, πάντα στην ίδια καμπίνα. Δίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα κονσέρτα μέσα στο πλοίο, σε κάθε ταξίδι διάρκειας, υπό ευνοϊκές συνθήκες, του­λάχιστον είκοσι πέντε ημερών. Μέσα εκεί αποκτά εκλεκτούς φίλους. Περιγράφει το ταξίδι, τον καιρό, την κατάσταση της θάλασσας, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των συμπατριωτών του. Ο κόσμος όλος των ταξιδιών και της ψυχής του περνά μέσα από τις ζωντανές αυτές περιγραφές του[52].

Ο Νίκος και η Ειρήνη ήταν πολιτικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι, αγαπητοί στους συγχωριανούς και τους συντοπίτες τους, ευεργέτες του τόπου τους. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κεραμουτού Κυθήρων και η Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων και Αντικυθήρων, αναγνωρίζοντας τη σημασία των προσφορών του Νίκου Λεοντσίνη και της συζύγου του Ειρήνης Λεοντσίνη, τούς ανα­κήρυξαν «Μεγάλους Ευεργέτες» του ναού και των Κυθήρων. Το ψήφισμα ανακήρυξης υπογράφουν, εκπροσωπώντας τους κατοίκους του χωριού τους και των Κυθήρων ευρύτερα, ο πρωτοπρεσβύτε­ρος Ευάγγελος Λουράντος και οι ενορίτες Ματθαίος Τοράκης, Βασίλειος Χαραντζάς, Γεώργιος I. Λεοντσί­νης, Γεώργιος Ζ. Κασιμάτης και Αικατερίνη Λεοντσίνη-Κατσανεβάκη, μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κεραμουτού Κυθήρων. Σε πολλές δημόσιες εκδηλώσεις, που διοργανώθηκαν προς τιμήν του στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, πρόσωπα, που γνώρισαν από κοντά το ζεύγος Νικολάου και Ειρήνης Λεοντσίνη και αξιολο­γούσαν τις επιλογές τους, αναφέρθηκαν στην κοινωνική τους προσφορά και στο έργο τους[53].

Στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, που διοργανώθηκε στα Κύθηρα το Σεπτέμβριο του 2004 με θεματική «Κυθηραϊκή μετανάστευση: Ιστορική διασπορά και σύγχρονες πληθυσμιακές μετακινή­σεις», από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό Κέντρο Ελληνικών Μελετών και Έρευνας του Πανεπιστημίου La Trobe Μελβούρνης της Αυστρα­λίας, είχαμε τη χαρά, με πρότασή μου, να τιμήσουμε για την προσφορά του τον Νίκο Λεοντσίνη. Κατά τη λήξη του Συνεδρίου τού απονεμήθηκε το χρυσούν  μετάλλιο του Δήμου Κυθήρων από το Δήμαρχο Κυθήρων, Αρτέμιο Καλλίγερο. Είχαμε επίσης τη χαρά να του απονείμει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου La Trobe Μελβούρνης της Αυστραλίας κ. Αναστάσιος Μυρώδη Τάμης τιμητική πλακέτα και εγώ προσωπικά, με την ιδιότητα του Προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, τιμητικό δίπλωμα, αναγνωρίζοντας την κοινωνική και πολιτιστική προσφορά του στην ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας, στην Ελλάδα, στα Κύθηρα και στο γενέθλιο τόπο του, το Κεραμουτό[54]. 

Η έκδοση της αυτοβιογραφίας του Νίκου με το εισαγωγικό σημείωμα σ’ αυτήν του εκδότη μαρτυρούν το ήθος, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα γενικότερα του ανδρός και της συζύγου του, Ειρήνης, την μνήμη των οποίων τιμούμε σήμερα, εορτάζοντες τα δέκα χρόνια ίδρυσης και λειτουργίας του Ιδρύματος[55]. Από τα ανέκδοτα ποιητικά του τεχνουργήματα, που συμπεριέλαβα στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του το έτος 2007, σταχυολογώ αυτό, που και ως motto ανάρτησα στο εσώφυλλο της έκδοσης:

«Όσα καλά κι όσα κακά κάνετε στη ζωή σας,

όταν θα αποθάνετε, αυτά παίρνετε μαζί σας»[56]


[1] Βιογραφικά και άλλα στοιχεία για τους Νίκο και Ειρήνη Λεοντσίνη Βλ. Γεώργ. Ν. Λεοντσίνης (επιμέλεια έκδοσης – πρόλογος),  Νικολάου Π. Λεοντσίνηδιαδρομές δημιουργίας και κοινωνικής προσφοράς,  εκδ. Λεοντσίνειο Πνευματικό Κέντρο Κεραμωτού-Κυθήρων, Κύθηρα 2007, 210 σσ. Πβ.  επίσης, George N. Leontsinis, «Κυθηριοι ομογενείς στην Αυστραλία και στην Τασμανία. Προσωπικές αφηγήσεις και αναπαραστάσεις σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, 20ος – 21ος αι.» (Kytherian Emigrands in Australia and Tasmania. Personal Narratives and Representations in a Globalized World, 20th-21st c.), Α Journal of Greek Letters, 16-17 (2013-2014), σσ. 91-102.

[2] Το επώνυμο Leoncini είναι διαδεδομένο στη Βενετία από τον 16ο αιώνα, με τον Jacque Leoncini να ασκεί το επάγγελμα του τοπογράφου (Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα, ό.π., σ. 413). Επίσης, σε κάθετο δρόμο, που οδηγεί στην πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, έχει δοθεί ονομασία μέλους κλάδου οικογένειας Leoncini, το δε επίθετο, διαχρονικά μέχρι σήμερα, υφίσταται στη Βενετία αλλά και κατά τους νεότερους χρόνους ευρύτερα στην Ιταλική Χερσόνησο (Επιτόπια έρευνα, Βενετία, 2005). Όπως σημειώθηκε στο κυρίως σώμα της εισήγησης, ο Nadalin Leoncini και άλλοι ήδη κατέχουν τον ίδιο αιώνα (1573) στα Κύθηρα (Χώρα) αξιώματα στη διοίκηση του νησιού, με τον Nadalin (Νατάλιο) να περιλαμβάνεται στα πρώτα μέλη συγκρότησης του Συμβουλίου της Κοινότητας των Ευγενών «cittadini».

[3] G.N. Leontsinis, The Island of Κythera: A Social History (1700-1863), University of East Anglia, School of Modern Languages and European History (Ph.D. Thesis), εκδ. Sofia Saripolos Library Series, School οf Philosophy, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 1987 (επανέκδοση 2002], Κεντρ. διάθεση Ινστιτούτο του ΒιβλίουΑ. Καρδαμίτσα, σσ. 56-57, και G. Pojago, (Leggi municipali delle isole Jonie, dallanno 1386, fino alla caduta della Repubblica Veneta, τόμ. 3 (Leggi municipali di Cerigo), Κέρκυρα 1848, σσ. 34-42. Για τις οικογένειες Κασιμάτη και Λεοντσίνη στα Κύθηρα βλ. Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, εκδ. Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, αριθμ. 15, σσ. 291-297 και 413-416. Βλ. του ίδιου, «Ανιχνεύσεις οικογενειακών ονομάτων στα Κύθηρα πριν τον 16ο αιώνα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών (επιμέλεια έκδοσης Γεώργ. Ν. Λεοντσίνης και Ευαγγελία Κουνέλη), εκδ. «Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων», τόμ. 2, Κύθηρα 2003, σσ. 319-332. Βλ. Γ.Ν. Λεοντσίνης, «Η Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη στα Κύθηρα του 19ου αιώνα (1823-1883)», Πρακτικά Διημερίδας με θεματική: «Λευκάδιος Χερν, ένα διαπολιτισμικό ταξίδι στη ζωή και το έργο του», εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2015, σσ.  27-43, και Κ.Γ. Τσικνάκης, «Από την Κρήτη στα Κύθηρα, Η οικογένεια Κασιμάτη», Πρακτικά Η΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. 3, Αθήνα 2009, σσ.  574-590.

[4] G.N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), ό.π., σσ. 213-263.

[5] Ό.π.

[6] Αντωνία Μαρμαρέλη, Μαρία Γ. Πατραμάνη, Εμμ. Γ. Δρακάκης, (επιμ. έκδοσης με πρόλογο Χρύσας Μαλτέζου),  Απογραφές πληθυσμού Κυθήρων (18ος αι.), 3 τόμοι, Αθήνα 1997 (passim), και Ευαγγ. Μπαλτά, Η οθωμανική απογραφή των Κυθήρων (1715), εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2009, σσ. 195-197.

[7] Επιτόπια έρευνα (Κύθηρα, 2017).

[8] Ιωάνν. Καραχρήστος, «Κυθήριοι της Σμύρνης (Τσιριγωτοσμυρνιοί) στην Αττική και στα Κύθηρα: εντεταλμένη λαογραφική αποστολή στα Κύθηρα (2010)», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 31-32 (2016), σσ. 293-311.

[9] Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα…, ό.π., σσ. 413-416, και του ίδιου, Oι Κυθήριοι της Σμύρνης και οι χαμένες πατρίδες, έκδ. Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 1993.

[10] Χ. Μπαμπούνης, «Κυθήριοι στη Νότιο Αφρική», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, με θεματική: «Κυθηραϊκή Μετανάστευση: Ιστορική Διασπορά και Σύγχρονες Πληθυσμιακές Μετακινήσεις» εκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων (2004),  σσ. 268-287, και του ίδιου, «Επτανήσιοι Μετανάστες στη Νότιο Αφρική (19ος-20ός αι.)». Ανακοίνωση στο: Conference Greco-Africa an Afro-Byzantine Studies (History, civilization, culture, arts), Johannesburg (2014), Πρακτικά υπό έκδοση.  Πβ. Β. Χρυσανθοπούλου, «Η Κυθηραϊκή Διασπορά: Ο ρόλος της στη διαμόρφωση της Κυθηραϊκής Κοινότητας και ταυτότητας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης», Πρακτικά Ι΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. ΙΙ Β, Αθήνα 2009, σσ. 539-566.

[11] Χ. Μπαμπούνης, «Κυθήριοι στη Νότιο Αφρική», ό.π.

[12] Επιτόπια έρευνα (Ηράκλειο Κρήτης, 1998).

[13] Επιτόπια έρευνα (Πάτρα και Κέρκυρα, 2015). Για την οικογένεια Ιωάννη Εμμ. Λεοντσίνη στους Γαργαλιάνους αξιοποιούμε πρόσφατη μαρτυρία από έρευνα (Ιούλιος 2017) της Δρος ιστορικού Μαρίας Πλέσσα, σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης Λεοντσίνης μετανάστευσε σε ηλικία 20 ετών στα τέλη του 19ου αιώνα και δημιούργησε οικογένεια εκεί.

[14] Τον όρο «ευγενείς»  χρησιμοποιώ με βάση την κοινωνική αναγνώρισή τους στο νησί και τη δημόσια χρήση του τίτλου τους αυτού σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, «cittadini», είναι ο επίσημα αναγνωρισμένος από τους Βενετούς τίτλος (ως πρώτη, στην κοινωνική ιεραρχία, τάξη). Από την έλευση των Δημοκρατικών Γάλλων στο νησί η κοινωνική αυτή κατηγορία κατοίκων του νησιού είναι, επίσης, εκείνη που χαρακτηρίζεται γενικά από αυτούς και από τους άλλους μετέπειτα δυτικούς κυριάρχους ως «πρώτη τάξη» [G.N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), ό.π., σσ. 48 κ.ε. Βλ. επίσης, Γ.Ν. Λεοντσίνης «Δομή και λειτουργία της τάξης των ευγενών στα Κύθηρα», στο: Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, (Κεντρ. διάθ. εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα), Αθήνα 2005, σσ. 183-226.

[15] Το όνομά του, ως χριστιανικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συναντιστοιχεί με τον μάρτυρα Άγιο Νατάλιο, που μαρτύρησε «διά ξίφους», σύμφωνα με τον Ορθόδοξο Συναξαριστή. Αυτό όμως υποδηλώνει, στην περίπτωση που η οικογένειά του (του Natalin Leoncini) προερχόταν από την Βενετία και ήταν του καθολικού δόγματος, παρουσία της οικογένειας Leoncini (με το ορθόδοξο δόγμα) στη Χώρα των Κυθήρων πολύ πριν από το 1573.

[16] Τα ιδρυτικά μέλη του Συμβουλίου της Κοινότητας των Ευγενώντων Κυθήρων (cittadini) ήταν: Marco and Nicolo Venier, sons of Zorzi, Zorzi Manuri, Dimitri Vaschinari, Giacomo Ducatari, Nicolo Darmarο, Paulo Caluci, Thodorin Caluci and his brother, Antonio de Stai, Aloise Z. de Stai, Francesco de Stai, Nicole de Stai, Aloise de Stai, Antonio F. de Stai, Andrea Levuni, Zuanne and Zorzi Levuni sons of Andrea, Manoli, Stamati and Andrea Levuni sons of Dimitri, Juanne Levuni, Pietro Levuni, and his father, Nicolo and Manoli Levuni, Leo Cassimati, Nadalin Leoncini, Nicolo Ducatari, Zorzi de Saguano and Corner Mamuna (G. Pojago, ό.π., σσ.  34-42, και G.N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), ό.π., σσ. 56-57).

[17] G.N. Leontsinis, The Island of Kythera: A. Social History (1700-1863), ό.π., σσ. 48, κ.ε. Βλ. Αντωνία Μαρμαρέλη, κ.ά, ό.π., και  Ευαγγ. Μπαλτά, ό.π.

[18] Α. Δ. Παπακωνσταντίνου, «Απογραφές πληθυσμού Κεραμωτού Κυθήρων», στο: Ιστορίας Μέριμνα, Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Γεώργιο Ν. Λεοντσίνη, τ. Α2, εκδ. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2011, σσ. 1029-1035.

[19] G.N. Leontsinis, The Island of Kythera: A. Social History (1700-1863), ό.π., σσ. 192-195 (απογραφές πληθυσμού), και Α. Παπακωνσταντίνου, ό.π.

[20] Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηριακά τοπωνύμια. Ιστορική γεωγραφία των Κυθήρων, έκδ. «Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών», αριθμ. 22, Αθήνα 2011, σσ. 147-148, και Ι.Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή Ζωή, γ΄ έκδοση (επιμέλεια: Π.Ι. Κασιμάτης), Αθήνα 1978, σσ. 311-312.

[21] Α. Μαρμαρέλη, κ.ά., Απογραφές πληθυσμού Κυθήρων (18ος αι.), ό.π. (passim), και Α. Παπακωνσταντίνου, ό.π.

[22] Στο ίδιο, σσ. 1032-1033, όπου αναδεικνύονται κοινωνικά, πολιτικά, στρατιωτικά και εκκλησιαστικά χαρακτηριστικά των κατοίκων του χωριού Κεραμουτού κατά τη ανωτέρω περίοδο (18ος-19ος αι.). Βλ. επίσης, Ευαγγ. Μπαλτά, Οθωμανική απογραφή, ό.π., σσ. 196-197.

[23] Ό.π.

[24] Επιτόπια έρευνα, (Κύθηρα 2017).

[25] Α. Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 1034.

[26] Στο ίδιο.

[27] Στις περιπτώσεις στις οποίες τα επώνυμα Λεοντσίνη και Κασιμάτη δεν συνακολουθούνται με αυτούς τους τίτλους ευγενείας, στα επώνυμα προηγείται ο τίτλος «signor», τίτλος ευγενείας που απαντάται κυρίως σε κατοίκους της Χώρας [Βλ. Α. Παπακωνσταντίνου, ό.π., και Α. Μαρμαρέλλη κ.ά., Απογραφές πληθυσμού Κυθήρων (18ος αι.), ό.π.]

[28] Σημειώνεται όμως ότι από τους κλάδους οικογενειών που απογράφονται τέσσερις είναι οι κλάδοι οικογενειών που διαχρονικά διατηρούνται στο Κεραμουτό μέχρι σήμερα, αυτές των Κασιμάτη, Λεοντσίνη, Στάθη και Χαρατζά (Επιτόπια έρευνα, Κύθηρα 2017). Για τη δομή της οικογένειας στα Κύθηρα του 18ου αιώνα βλ. Aspassia Papadaki, «La famiglia a Cerigo durante l’ultimo periodo della venetocrazia», στο: Venezia e Cerigo. Atti del Symposio Internazionale (Venezia 2002), Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini de Venezia, Venezia 2003, σσ. 117-132.

[29] Για τους συναδελφικούς ναούς των Κυθήρων βλ. G.N. Leontsinis, «The Rise and Fall of the Confraternity Churches of Kythera, XVI Internationaler Byzantinisten-kongred, Aten 11/6, in Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik 32/6, Wien 1981, σσ. 59-68. Βλ. το ίδιο στα ελληνικά «Η γένεση, η ακμή και η παρακμή του θεσμού των συναδελφικών ναών στα Κύθηρα», στο: Γ.Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα Επτανησιακής Κοινωνικής Ιστορίας, ό.π., σσ.  227-238.

[30] G.N. Leontsinis, Kythera: The Ecclesiastical Situation and the Paris Clergy (c.1700-1864), εκδ. Institut du LivreA. Kardamitsa, Athens 2016 (passim). Πβ. Γ.Ν. Λεοντσίνης, Χειρόγραφος Κώδικας χορηγουμένων αδειών γάμου Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων (1862-1887), έκδ. «Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών», αριθμ. 25, Αθήνα 2016, σσ. 436-445 και Γ.Ν. Λεοντσίνης, Κώδικας επισκόπου Νεκταρίου Βενέρη, Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων (1697-1729), επιμέλεια έκδοσης: Χριστίνα Κολοβού, έκδ. «Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών», αριθμ. 20, Σειρά: Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Κυθήρων, αριθμ. 1 (Διευθυντής της Σειράς: Γ.Ν. Λεοντσίνης), Αθήνα 2011. Πβ. Χριστίνα Χ. Κολοβού, «Αρχειακές πηγές του 18ου αιώνα για την εκκλησιαστική ιστορία των Κυθήρων. Ο κώδικας του επισκόπου Κυθήρων, Νεοφύτου Λεβούνη (1729-1757)», Πρακτικά Ι΄ Πανιονίου Συνεδρίου («Κερκυραϊκά χρονικά», τόμ. Θ΄, 2016), σσ. 383-391.

[31] Επιτόπια έρευνα (Κύθηρα, 2017).

[32] Στην ενορία του «Ιερού ναού Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου» (των Χαραντζάδων) οι εγγεγραμμένοι ενορίτες/ενορίτισσες κατά τα έτη 1721 έως 1825 κυμαίνονται διαχρονικά από 8 έως 9, μέλη συγκεκριμένα της οικογένειας Χαραντζά, σήμερα Χαρατζά. (Απογραφές πληθυσμού, ό.π.).

[33] G.N. Leontsinis, «The Rise and Fall of the Confraternity Churches of Kythera», ό.π.

[34] Από το παρωνύμιο «Καρτέρης», κλάδου οικογένειας Κασιμάτη, έλαβε την ονομασία «Καρτεριάνικα» ο οικισμός της ενορίας Παναγίας της Καρτεριανής νότια του Κεραμωτού (Εμμ. Καλλίγερος,  Κυθηραϊκά επώνυμα, ό.π., σσ. 148-149).

[35] Επιτόπια έρευνα (Κύθηρα, 2017).

[36] Γ.Ν. Λεοντσίνης (Επιμέλεια έκδοσης – Πρόλογος-Εισαγωγή), ό.π., σσ. 436-445.

[37] Στο Κάτω Κεραμουτό είναι ιδρυμένοι δύο ναοί, αφιερωμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδος (Στο ίδιο και Επιτόπια Έρευνα, Κύθηρα 2017).

[38] Από το παρωνύμιο «Σκόρπουλος», κλάδου οικογένειας Κασιμάτη, έλαβε την ονομασία ο οικισμός (συνοικία) της ενορίας αυτής στο Κάτω Κεραμουτό «Σκορπουλιάνικα» (Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα, ό.π., σσ. 148-149).

[39] Στο ίδιο.

[40] Γ.Ν. Λεοντσίνης, Χειρόγραφος Κώδικας χορηγουμένων αδειών γάμου Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων (1862-1887), ό.π., σσ. 447-460.

[41] Επιτόπια έρευνα, Κύθηρα 2017.

[42] Γ.Ν. Λεοντσίνης, Χειρόγραφος Κώδικας χορηγουμένων αδειών γάμου Ιεράς Επισκοπής Κυθήρων (1862-1887), ό.π., σσ. 431-460.

[43] Εμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά τοπωνύμια, ό.π., σσ. 184-185.

[44] Ι.Α.Κ. (Ιστορικό Αρχείο Κυθήρων), Διαθήκη Ιωάννη Κασιμάτη ποτέ Θεοδώρου (νοτάριος Μάρκος Γρηγορόπουλος (1691) και Ιβεντάριο έτους 1738, από παπά Αντώνη Φατσέα, βλ. 10, γ. 105 r. (Η αρχειακή πληροφόρηση προέρχεται από την ευγενική παραχώρηση στον γράφοντας της κ. Ελένης, ιερέως Σταύρου Χάρου).

[45] Ελένη Χάρου, «Ο ναός Παναγίας Μεσοχωρίτισσας στο Κλειστό Βούργο», Ημερολόγιο Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων (2011), σ. 11.

[46] Προσωπική μαρτυρία και επιτόπια έρευνα, Κύθηρα 2017.

[47] Επιτόπια έρευνα, Κύθηρα, 2017.

[48] Γ.Ν. Λεοντσίνης (επιμέλεια έκδοσης – πρόλογος), Διαδρομές δημιουργίας και κοινωνικής προσφοράς, ό.π., σσ. 14 κ.ε., και του ίδιου, «Κυθήριοι ομογενείς στην Αυστραλία και στην Τασμανία», ό.π., σσ. 91-104.

[49] Στο ίδιο.

[50] Βλ. Ιωάνν. Εμμ. Λεοντσίνης «Δωρεές και κληροδοτήματα προς τα Δημοτικά Διαμερίσματα Καρβουνάδων και Κοντολιανίκων Κυθήρων», Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου με θεματική «Ελληνικός ευεργετισμός και κυθηραϊκά κληροδοτήματα» (επιμέλεια έκδοσης: Γ.Ν.  Λεοντσίνης), εκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, Αθήνα 2008, σ. 399-406.

[51] Ιδιωτικό Αρχείο Γεωργ. Ν. Λεοντσίνη (Ι.Α.Γ.Ν.Λ.), Σημειώσεις πρόσθετων προφορικών αφηγήσεων του Νίκου Λεοντσίνη (2003-2004).

[52] Στο ίδιο.

[53] Αρχείο Λεοντσινείου Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου Κεραμωτού Κυθήρων (Α.Λ.Π.Κ.), Πρακτικά ειδικής συνεδρίασης του Κέντρου (2005).

[54] Γ.Ν. Λεοντσίνης (επιμέλεια έκδοσης – πρόλογος – εισαγωγή), Ελληνικός ευεργετισμός και Κυθηραϊκά κληροδοτήματα, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, έκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων (2008), σσ.  696-697.

[55] Στο ίδιο.

[56] Γ.Ν. Λεοντσίνης (επιμέλεια έκδοσης –πρόλογος), Διαδρομές δημιουργίας και κοινωνικής προσφοράς, ό.π.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο