Advertisement

Η κλήση σας προωθείται. Γαβ-γαβ!

Γράφει ο Ανδρέας Λουράντος - Κονταράτος

1.244

Εγώ, παιδί μου, θα ’θελα ν’ αγιάσω μία μέρα!

Σε μοναστήρι να κλειστώ εις τα Μερτίδια πέρα!

Να μην πειράζω άνθρωπο, να δίνω στον “πλησίον”,

να μελετώ νυχθημερόν τους Βίους των Αγίων!

Ομως δεν είναι δυνατόν, δε γίνεται ν’ αγιάσεις,

όταν τσοι κάνουνε σωρό τσοι γκάφες, πού να φτάσεις!

Και ποιος στέκει εμπόδιο θαρρείτε για ν’ αγιάσω;

Ενας Παπάς, που μόνιμα στις ρίμες περιγράφω .

Ομως ετούτη τη φορά δε λέω τ’ ονομά του,

είναι Παπάς πολύτεκνος, λέει η ταυτότητά του!

Σ’ ένα χωρίο αψηλό όπου το λεν Δρυμώνα,

τα καλοκαίρια κατοικεί, καθώς και το χειμώνα!

Παίζει ποδόσφαιρο καλό, τη μπάλα τη ….δουλεύει,

μα απ’ όντες εγκρεμίστηκε, απλώς διαιτητεύει!

Ετσι είχανε τα πράματα, όταν ένα βραδάκι,

κάτι δουλειές είχ’ ο Παπάς κάτω στο Ξερουλάκι.

Επήρε και το σκύλο του παρέα να του κάνει,

και μια και δυο στη χάρη Του αμέσως καταφθάνει.

Ενα κεράκι άναψε, έκαμε το σταυρό του,

κι’ όξω το σκύλο άφηκε και το τηλέφωνό του.

Γ ιατί ο Αγιος Κοσμάς, που ’ναι κοντά στου Βάνη

είναι πολύ χαμήλωμα, το κινητό δεν πιάνει.

Ετσι απ’ όξω τ’ άφηκε σε ένα τοιχαλάκι,

κι’ έβαλε τηλεφωνητή το μαύρο το σκυλάκι.

Ας είναι, όντες τέλειωσε μ’ όλες τσι αμπασάδες,

εβγήκε και ο σκύλος του τούκανε τεμενάδες!

Απάνω κάτω πήγαινε και την ουρά κουνούσε,

και ήτανε περιχαρής που σπίτι θα γυρνούσε.

Σαν πήγε όμως ο Παπάς το κινητό να πάρει,

του ’ρθε ταμπλάς που έλειπε ’πο κειά που τόχε βάλει.

Κοιτά ‘πο δω, κοιτά ‘πο κει, συμπέρασμα δε βγαίνει,

ήτανε πλέα σύριπα έπρεπε να πααίνει.

Αμέσως εκατάλαβε ποιος το ‘χε αναπαρώσει,

και δίνει αμέσως εντολή στο σκύλο να το δώσει.

Τον κοίταξε καλά-καλά, ο σκύλος μ’ απορία,

λέξη δεν εκατάλαβε ‘πο τη στιχομυθία!

Ήντα να κάμει κι ο Παπάς, άλλη δεν είχε λύση,

εσκέφτη παρακαλετός, του σκύλου να ζητήσει.

Ακου του λέει αγόρι μου, δός μου το κινητό μου,

κι ορκίζομαι να μη σε πω “κοθρέα” εις το βιός μου!

Ο σκύλος ούτε τού δωσε καμία σημασία,

αυτός ξεψιλιζότανε ‘πο κάτω στην κοιλία.

“Α, να σου πω, είναι αργά, και θα ανησυχούνε,

άσε τ’ αστεία και λέγε μου τώρα πού θα το ‘ βρούμε;

Γιατί στο λέω, αν και Παπάς, στο τέλος θα σε βρίσω!

Κι ανέ με φέρεις στο …αμήν, θε να σε αφορίσω!»

Οπως καταλαβαίνετε, ο σκύλος δε φοβήθη,

εχασμουρήθη μια φορά κι έπεσε και κοιμήθη!

Ο παπάς εδώ σε άλλη αποστολή. Προσφέροντας βοήθεια στους πρόσφυγες και μετανάστες στο Διακόφτι.

Δεν είχε κι άλλο κινητό να πάρει,.. πού να πάει,

άσε που εφοβότανε ότι θα το ’χει φάει.

Ετσι λοιπόν ξεκίνησε, άλλη δεν είχε λύση,

να εύρει άλλο κινητό και πίσω να γυρίσει.

Να το καλέσει και να δει αν κουδουνίζει πλέα,

ή τό φαε ο αμπαθράς και θα γενεί κοπρέα!

Ώσπου να πάει σπίτι του και πίσω να γυρίσει,

είχε νυχτώσει για καλά, είχε καθυστερήσει.

Αρχίνηξε να το καλεί και το αυτί τεντώνει,

να το ακούσει να χτυπά να τό ’βρει να τελειώνει.

Αυτό, καλεί ξανά καλεί κι ακούει ο καημένος,

ότι μαθές ο χρήστης του ειν’ απασχολημένος!

’Πο τα πολλά ακούστηκε, Θεός που να ‘χει δόξα,

κάτι από τη γης ερχότανε μέσα από κάτι χόρτα.

Σκύβει, που λέτε, ο Παπάς, μέσα σε μία τρύπα,

και με φωνή τρεμάμενη, φωνάζει, το ευρήκα!

Για παξιμάδι φαίνεται του σκύλου είχε μυρίσει,

και το ’θαψε στον καντιφέ για τη μεγάλη κρίση!

Αυτά τραβάμε φίλοι μου απ’ την τεχνολογία,

μ’ αυτό κάνει τον “άνθρωπο”, του σύμπαντος σοφία!

Δημοσιεύθηκε στο φ. 275 της έντυπης έκδοσης, Δεκέμβριος 2012

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο