Η Κολυμά είναι το κράτος και η εξουσία των κακοποιών (Ούρκα) και των υπανθρώπων, που σκοτώνουν συγκρατουμένους τους για να «κερδίσουν» λίγες ώρες στο νοσοκομείο
Πώς εισέρχεται ένα θύμα του σταλινισμού στην καρδιά του σκότους; Πώς περιγράφει το έλκος του Κακού που ποτίζει τις φλέβες και τις αρτηρίες της Ιστορίας; Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ αποτύπωσε το 1953 το σύμπαν της καταναγκαστικής εργασίας στις «Ιστορίες από την Κολυμά» – ακόμη και ως επανέκδοση από την Αγρα, στην ίδια μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, 11 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της Ινδίκτου, ανήκει χωρίς αμφιβολία στους σημαντικότερους τίτλους της χρονιάς.
Με το ντοκουμέντο αυτό ο Σαλάμοφ συνδιαλέγεται με τους άλλους συγγραφείς, οι οποίοι όχι μόνο αποτυπώνουν την αντι-ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά ανατέμνουν την ίδια την έννοια του «ανθρώπινου είδους» (ανάμεσά τους, οι Πρίμο Λέβι, Ζαν Αμερί, Ρομπέρ Αντέλμ, Ελί Βιζέλ). Ο σοβιετικός κρατούμενος της Κολυμά περιγράφει έναν κόσμο οριακό για τα μέτρα της ανθρώπινης συνείδησης και, με τη δική του συνεισφορά, διασώζει τη μνήμη του 20ού αιώνα. Η αξία που έχουν παρόμοια έργα δεν ισχύει μόνο για τη δική μας εποχή: φαντάζεται κανείς την ανοίκεια αίσθηση που θα αποκτήσουν οι αναγνώστες ύστερα από πολλές δεκαετίες διαβάζοντας ότι κάποτε υπήρξε η Κόλαση επί γης. Μόνο με το είδος της δυστοπικής φαντασίας θα μπορούσε να συγκριθεί.
Σε αυτό συμβάλλει η ψύχραιμη – αλλά καθόλου ψυχρή – περιγραφή του Σαλάμοφ. «Μοιάζει με τον Τσέχοφ στον τρόπο που συνδυάζει τον μη επικριτικό ρεαλισμό με την ανυποχώρητη αυστηρότητα μπροστά στον ανθρώπινο κόσμο» γράφει ο John Gray στο «New Statesman». Ο συγγραφέας αποκηρύσσει οποιονδήποτε εξωραϊσμό για να μείνει εστιασμένος στο γεγονός: όσα είδε και βίωσε από το 1937 έως το 1951 ως κρατούμενος της Κολυμά, στις εσχατιές της Απω Ανατολής, μετά την κατηγορία της αντεπαναστατικής τροτσκιστικής δράσης (είχε προηγηθεί η φυλάκισή του στο στρατόπεδο εργασίας της Βισερά, με την κατηγορία ότι στο πανεπιστήμιο διακινούσε τη λεγόμενη «Διαθήκη του Λένιν», την επιστολή δηλαδή όπου περιέχονταν διόλου κολακευτικές κρίσεις για κομματικά στελέχη και τον Στάλιν).
Η Κολυμά είναι ο τόπος όπου ο άνθρωπος απεκδύεται τα συναισθήματά του. «Η αγάπη, η φιλία, η ζήλια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν, στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας». Μόνο ένα αρχέγονο συναίσθημα μπορούσε να επιβιώσει στον πάγο της Κολυμά: «Σ’ αυτή την ασήμαντη μυϊκή στιβάδα που παρέμενε ακόμα πάνω στα κόκαλά μας… είχε θέση μόνο ο θυμός».
Η Κολυμά είναι το κράτος και η εξουσία των κακοποιών (Ούρκα) και των υπανθρώπων, που σκοτώνουν συγκρατουμένους τους για να «κερδίσουν» λίγες ώρες στο νοσοκομείο. Εκεί όπου οι διανοούμενοι είναι οι «εχθροί του λαού» και ο σωματικά δυνατός είναι καλύτερος στα μάτια του κράτους και των εκπροσώπων του. Και όχι μόνο: «Είναι πιο ηθικός… Εκπληρώνει τη «νόρμα», δηλαδή εκτελεί το κύριο καθήκον του απέναντι στο κράτος και την κοινωνία… Χάρη στα σωματικά του προσόντα μετατρέπεται σε ηθική δύναμη κατά την αντιμετώπιση των καθημερινών πολυάριθμων θεμάτων της ζωής του στρατοπέδου». Αντιθέτως, οι κρατούμενοι και πολιτικοί εξόριστοι: «Μάθαμε την υποταγή, ξεμάθαμε να εκπλησσόμαστε. Δεν είχαμε περηφάνια, φιλαυτία, εγωισμό, ενώ η ζήλια και το πάθος μάς φαίνονταν εξωγήινες έννοιες, κι επιπλέον ανόητες. Ηταν πολύ πιο σημαντικό να εκπαιδευτείς να κουμπώνεις το παντελόνι σου τον χειμώνα, στην παγωνιά – ενήλικοι άνδρες έκλαιγαν που καμιά φορά δεν το κατάφερναν».
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετές στιγμές που ο Σαλάμοφ ομολογεί πώς κάτω από την απόλυτη επικράτεια του ψύχους και των παγωμένων ψυχών εργαζόταν σαν το σαράκι η αντίρροπη δύναμή τους. «Ξέρω ότι κάθε άνθρωπος εδώ είχε το δικό του, τελευταίο καταφύγιο, το πιο βασικό, αυτό που τον βοηθούσε να ζήσει, να γραπωθεί από τη ζωή που τόσο επίμονα κι απαιτητικά μάς στερούσαν. Αν για τον Ζαμιάτιν αυτό το καταφύγιο ήταν η λειτουργία του Ιωάννη Χρυσοστόμου, το δικό μου ύστατο σωτήριο καταφύγιο ήταν η ποίηση – αγαπημένα ποιήματα των άλλων, που με εκπληκτικό τρόπο έρχονταν στη μνήμη μου, εκεί που όλα τα υπόλοιπα είχαν ξεχαστεί από καιρό, είχαν πεταχτεί, είχαν εκδιωχτεί από αυτήν».
Στην ποίηση και τη λογοτεχνία θα καταφύγει ξανά όταν απελευθερωθεί και αρχίσει να γράφει τις 145 ιστορίες από την Κολυμά. Είχε ανακαλύψει τη μέθοδο μέσα στην τρέλα: «Ο συγγραφέας είναι κάτι σαν ξένος στη χώρα που περιγράφει. Πρέπει να γράψει από την πλευρά των ανθρώπων… ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε κι απόχτησε συνήθειες, γούστα, απόψεις… Η αξιοπιστία, να ποια θα είναι η πρόζα του μέλλοντος».