Η μεγάλη φυγή των Ελλήνων της Μαριούπολης
Δύο χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή οι μνήμες παραμένουν ζωντανές για τους Ουκρανούς ελληνικής καταγωγής που ζούσαν στην περιοχή της Μαριούπολης. Οι ίδιοι αφηγούνται στην «Κ» πώς βίωσαν τις πρώτες ημέρες του πολέμου, πώς κατάφεραν να εκκενώσουν τις υπό κατοχή περιοχές και πώς είναι η ζωή τους σήμερα /Λουκάς Βελιδάκης
«Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πιστεύαμε ότι η Ρωσία θα εισβάλει στην Ουκρανία. Στην περιοχή της Μαριούπολης όλα κυλούσαν σχετικά ομαλά. Μετά η ζωή μου αναποδογύρισε, όπως όλων των Ουκρανών».
Απέναντί μας βρίσκεται ο Στεπάν Μαχσμά, πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Ελληνικών Συλλόγων της Ουκρανίας. Βρέθηκε στην Αθήνα για λίγες ημέρες προκειμένου να συμμετάσχει σε συναντήσεις σε υψηλό επίπεδο της Ομάδας Εργασίας για την ελληνο-ουκρανική συνεργασία. Μιλάει ελληνικά με τη χαρακτηριστική προφορά των ανθρώπων της Μαριούπολης που έχουν ελληνική ρίζα.
«Ο,τι είχαμε φτιάξει με τον ιδρώτα μας, το χάσαμε», τονίζει για να προσθέσει ότι στόχος είναι «να βοηθήσουμε τους ομογενείς μας, που έμειναν χωρίς στέγη, χωρίς δουλειά, κάποιοι χωρίς καθόλου χρήματα».
Ζητώ από τον κ. Μαχσμά να γυρίσει τον χρόνο πίσω, στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2022 και να περιγράψει το πώς έζησε την εκκένωση των πολιτών της Μαριούπολης και των γύρω χωριών – εκείνος άλλωστε ήταν ένας από τους βασικούς ενορχηστρωτές του εγχειρήματος.
Το χρονικό της εκκένωσης
Ο ίδιος ζούσε στο ελληνόφωνο χωριό Σαρτανά, 15 χλμ. ανατολικά της Μαριούπολης. Εκεί βρισκόταν το πρωινό της εισβολής – οι πρώτες εκρήξεις, ωστόσο, δεν τον ανησύχησαν. «Δεν ήταν κάτι καινούργιο για μας, ζούσαμε υπό τους ήχους των βομβαρδισμών σε καθημερινή βάση επί οκτώ χρόνια. Στις 24/2 όταν ακούσαμε τις οβίδες, για μας ήταν ένας συνηθισμένος ήχος», αφηγείται με τη συνδρομή της διερμηνέως Ολγας Σαπολάγεβα.
Το πρωί αρχίζει να λαμβάνει κλήσεις από όλες τις περιοχές της Ουκρανίας. «Τότε κατάλαβα ότι γίνεται κανονική εισβολή». Αμέσως μάζεψε ανθρώπους στο κοινοτικό συμβούλιο της κωμόπολης Σαρτανά για να δοθούν αρμοδιότητες, τι θα κάνει ο καθένας. Μετά πήγε στη δημοτική αρχή της Μαριούπολης. «Δεν καταλάβαινε κανείς τι γίνεται και πώς θα εξελιχθεί. Κάποιοι μας καθησύχαζαν ότι όπου να ’ναι θα τελειώσει».
Ηταν πρόεδρος του περιφερειακού συμβουλίου, άρα οι επικοινωνίες του είναι αλλεπάλληλες εκείνη τη στιγμή – προσπαθούν να αντιληφθούν το μέγεθος της ρωσικής εισβολής. «Με κάλεσαν από τον σιδηροδρομικό μεταφορέα, λέγοντας ότι θα υπάρχει τρένο εκκένωσης. Καλέσαμε στην τοπική αυτοδιοίκηση για να ενημερώσουμε».
Ο ίδιος πάει στη Ζαπορίζια στις 26/2 και από εκεί αρχίζει έναν μαραθώνιο προσπαθειών για την εκκένωση των ανθρώπων από τη Μαριούπολη. Η μητέρα του μένει πίσω στον Σαρτανά – η κωμόπολη δέχεται βομβαρδισμό.
Σε διπλανό σπίτι προσγειώνεται ρωσικός πύραυλος S-300. Πεθαίνουν ένας συγγενής και ένας γείτονάς του. Ανοίγει το κινητό του και μου δείχνει μια σειρά από σκληρές φωτογραφίες από τραυματίες συμπολίτες του και κατεστραμμένες οικίες.
Σημειώνει ότι έως εκείνο το σημείο δεν είχε την αρμοδιότητα να πει τη λέξη εκκένωση. «Ζήτησα από τους ανθρώπους να βρουν καταφύγια».
Η πόλη της Μαριούπολης περικυκλώνεται από ρωσικές δυνάμεις στις 27/2. Μαθαίνει από τις ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες ότι Ρώσοι δολιοφθορείς έχουν μπει στην πόλη με εντολή να εκτελούν όσους είχαν σχέση με τις δημοτικές αρχές.
Στις 27 Φεβρουαρίου, και ενώ οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται, συγκέντρωσαν 150 πούλμαν στη Μαριούπολη και καλούν τον κόσμο να αποχωρήσει. Οι Ρώσοι ωστόσο «χτύπησαν εσκεμμένα τον χώρο που ήταν συγκεντρωμένα τα πούλμαν».
Επικρατεί φόβος και αγωνία, οι επικοινωνίες είναι εξαιρετικά προβληματικές έως ανύπαρκτες. Σήμα για την κινητή τηλεφωνία υπήρχε μόνο σε ένα μέρος. Οι προσπάθειες για οργάνωση εκκένωσης συνεχίζονται.
«Κάθε φορά ορίζαμε τρία σημεία για να μαζέψουμε τον κόσμο. Με μεγάφωνα το ανακοίνωναν περιπολικά γύρω από την πόλη. Μόλις το μάθαιναν οι Ρώσοι, έλεγαν ότι σας “λένε ψέματα, τώρα θα βομβαρδιστούν τα σημεία”. Ηδη δρούσαν στη Μαριούπολη ξεχωριστές μονάδες δολιοφθορέων. “Σας έχουν εγκαταλείψει, δεν θα σας βοηθήσει κανείς, δεν θα γίνει εκκένωση”, έλεγαν στον κόσμο με στόχο να παραμείνει μεγάλος αριθμός αμάχων στην πόλη». Μου δείχνει βίντεο με συνομιλία στην οποία ακούγεται ότι οι εντολές από τη Μόσχα είναι να αφήνουν ελάχιστους να αποχωρούν και όποιος ήθελε να κινηθεί ανατολικά προς τη Ρωσία.
«Επικρατεί κόλαση, ο φόβος έχει κυριεύσει τους πάντες – οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν, έβαζαν φωτιά για να ζεστάνουν το φαγητό και τους σκότωναν με βόμβες».
Στις 28/2 γίνεται σαφές ότι εντός Μαριούπολης δεν υπάρχουν λεωφορεία και αρχίζει ένας αγώνας δρόμου ώστε να βρουν διαθέσιμα πούλμαν από ελεύθερες ουκρανικές περιοχές. Την 1η Μαρτίου έχουν μαζέψει 64 λεωφορεία. Οι Ρώσοι είναι στα σύνορα της πόλης. Στα ανατολικά ήδη προελαύνει ο ρωσικός στρατός. «Προσπαθούμε να στείλουμε λεωφορεία από τη Ζαπορίζια – από την 1η έως τις 16 Μαρτίου, καμία επιχείρηση δεν ολοκληρώθηκε. Μαζεύαμε πούλμαν, φτάναμε στα σημεία ελέγχου και δεν μας άφηναν να περάσουμε».
Στις 11 Μαρτίου ζητεί από την ορθόδοξη εκκλησία της Ουκρανίας να τους βοηθήσει – σε κάθε πούλμαν μπαίνει ένας ιερέας. Ο επίσκοπος της περιοχής είναι επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής. Ούτε τότε περνάνε. Σε μία απόσταση 120 χλμ. υπάρχουν πάνω από 50 σημεία ελέγχου. Στις 13/3 φτάνουν στην Μπέρντιανσκ, μία πόλη νοτιοδυτικά της Μαριούπολης. Παντού υπάρχει ρωσικός στρατός. Εκεί συναντούν εκ νέου μπλόκο, δεν περνάει τίποτα. Ο Στεπάν Μαχσμά φωνάζει, ζητεί να επιτραπεί η διέλευση. Του ζητούν να γυρίσει στη Ζαπορίζια, λέγοντας ότι «η κατάστασή σας δεν σας επιτρέπει αντίλογο».
Το μεγάλο κομβόι που οργάνωσε ο Στεπάν Μαχσμά για να συνδράμει στην εκκένωση της Μαριούπολης (1) pic.twitter.com/1ek0jnLaA5
— Kathimerini_Web (@KathimeriniWeb) February 22, 2024
Το μεγάλο κομβόι που οργάνωσε ο Στεπάν Μαχσμά για να συνδράμει στην εκκένωση της Μαριούπολης (2) pic.twitter.com/tGmoTezQxs
— Kathimerini_Web (@KathimeriniWeb) February 22, 2024
«Είχαμε 24 πούλμαν και 10 νταλίκες με βοήθεια (τρόφιμα και φάρμακα). Ξεφορτώσαμε φάρμακα και τα δώσαμε στο νοσοκομείο της πόλης και τρόφιμα στην εκκλησία και σε ένα σημείο συγκέντρωσης. Ζήτησα να πάρουμε κόσμο από εκεί και τότε βρήκα τη μητέρα μου, που είχε φθάσει με αυτοκίνητο κάποιων φίλων». Στο Μπέρντιανσκ γεμίζουν 15 πούλμαν και το βράδυ της 16ης Μαρτίου φτάνουν στη Ζαπορίζια.
«Κάναμε κι άλλες προσπάθειες, αλλά χωρίς επιτυχία – οι Ρώσοι δεν άφηναν τα πούλμαν να περάσουν. Παράλληλα έκαναν προπαγάνδα στη Μαριούπολη, έλεγαν ότι “σας έχουν αφήσει στη μοίρα σας, σας παράτησαν”. Και τους πήγαιναν στη ρωσική πλευρά.
Ετσι κύλησε η κατάσταση έως τον Μάιο: προσπαθούσαν παρά τις δυσκολίες, αναζητώντας νέους διαύλους. «Η επίσημη αυτοκινητοπομπή δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί επιτυχώς πάντα, άρα ψάχναμε μόνοι μας τρόπους για να εκκενώσουμε ανθρώπους. Αγοράζαμε λεωφορεία και μίνι βαν (πάνω από 50) και με αυτό τον τρόπο προσπαθούσαμε να βγάλουμε κόσμο, με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Από 20 έως 30 Μαρτίου βγάζαμε με κάθε δυνατό τρόπο ανθρώπους από τη Μαριούπολη.
Οταν η κεντρική εκκένωση τελείωσε, αγοράζαμε μίνι βαν και τους κολλούσαμε το σήμα του Ερυθρού Σταυρού. Πλαστογραφούσαμε τα πιστοποιητικά για να μπορέσουμε να μπούμε στη Μαριούπολη και να βγάλουμε κόσμο.
Στη Ζαπορίζια υπήρχαν σημεία υποδοχής προσφύγων από τις εμπόλεμες ζώνες. Εκεί υποδέχονταν ιδιώτες που έφευγαν μόνοι τους κι όχι οργανωμένα. Αφού γινόταν καταγραφή, ο καθένας πήγαινε όπου μπορούσε.
Ο ίδιος παρέμεινε στη Ζαπορίζια και τον Ιούλιο, οπότε ολοκληρώθηκε κάθε προσπάθεια εκκένωσης, ανέλαβε δημόσιο πόστο. Στο τέλος του 2022 διορίστηκε αντιδήμαρχος και με αυτή την ιδιότητα συνέχισε τη βοήθεια προς τους πρόσφυγες.
Ολο εκείνο το διάστημα κατάφεραν να φύγουν από τη Μαριούπολη 150.000 άνθρωποι. Αλλοι τόσοι έφυγαν προς τη ρωσική πλευρά – πολλοί εξ αυτών πέρασαν στην Ευρώπη από τα βόρεια σύνορα.
Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει πρόεδρος στην Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων. Τώρα ζει μεταξύ Κιέβου και Ζαπορίζια.
«Θέλω οι Ελληνες να ακούσουν τη θέση της ομογένειας και τα προβλήματά τους. Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί μια λύση. Το όνειρό μου είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου».
Τρεις Ουκρανοί ελληνικής καταγωγής που ζούσαν σε κωμοπόλεις της Μαριούπολης περιγράφουν πώς βίωσαν τις πρώτες ημέρες της εισβολής και πώς κατάφεραν να εκκενώσουν τις υπό κατοχή περιοχές τους.
Καταστροφή, μιζέρια και θάνατος
Ονομάζομαι Βασίλ Μίτκο, είμαι Ουκρανός ελληνικής καταγωγής, από πατέρα και μητέρα. Ημουν πρόεδρος της κωμόπολης Νικόλσκ, 15 χλμ. δυτικά της Μαριούπολης. Στο Νικόλσκ έχουμε πολλούς ανθρώπους ελληνικής καταγωγής – μαζί με τα γύρω χωριά, περίπου το 30% είναι ελληνικής καταγωγής.
Το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου ήμασταν σε συνεδρίαση στο κοινοτικό συμβούλιο – ακούγαμε βόμβες και πυραύλους. Την πρώτη μέρα είδαμε 8 στρατιώτες νεκρούς και 12 τραυματίες – τους στείλαμε σε νοσοκομεία. Ακούγαμε ασταμάτητα εκρήξεις, βομβαρδιζόταν η Μαριούπολη κι άλλες περιοχές, παρακολουθούσαμε τις κινήσεις του στρατού και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Στα πρόσωπα των κατοίκων επικρατούσε ο φόβος.
Στις 5 Μαρτίου μπήκε ο ρωσικός στρατός στην πόλη μας. Από την αρχή κι έως τότε βλέπαμε ότι οι εκπρόσωποι των αρχών εγκατέλειπαν την περιοχή. Στην αρχή τα δικά μας χωριά δεν τα άγγιξε ο βομβαρδισμός. Ολες αυτές τις μέρες η Μαριούπολη βομβαρδιζόταν από ξηράς κι αέρος, σιγά σιγά περικυκλωνόταν από εχθρικές δυνάμεις. Είχαν πληγεί εξαρχής όλες οι υποδομές, άρα δεν είχαμε ρεύμα, νερό, καθώς επίσης προμήθειες φαρμάκων και τροφίμων. Οι άνθρωποι απλά προσπαθούσαν να επιβιώσουν.
Υποδεχόμασταν 1.000 άτομα ανά ημέρα. Ακόμα και με τα πόδια έρχονταν, ενώ όλα τα οχήματα είχαν τρύπες από πολυβόλα.
Η περιοχή μας είχε περικυκλωθεί, οπότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε άμεση εκκένωση –από τις αρχές του Μαρτίου υποδεχόμασταν πρόσφυγες από τη Μαριούπολη, οι δικές μας περιοχές δεν βομβαρδίζονταν– υποδεχόμασταν 1.000 άτομα ανά ημέρα. Ακόμα και με τα πόδια έρχονταν, ενώ όλα τα οχήματα είχαν τρύπες από πολυβόλα. Εξελισσόταν μία μεγάλη τραγωδία, όποιος μπορούσε να φύγει μόνος του, έφευγε. Δεν επέτρεπαν οργανωμένη εκκένωση. Δεν είχαμε μεγάλες καταστροφές, άρα είχαμε τη δυνατότητα να υποδεχθούμε ανθρώπους από τη Μαριούπολη, τους βάζαμε όπου μπορούσαμε. Εβλεπα ότι ο ρωσικός στρατός και οι κατοχικές αρχές δεν άφηναν τους ανθρώπους να φύγουν προς τις ελεύθερες ουκρανικές περιοχές, τους έστελναν στη Ρωσία με το ζόρι, βιαίως.
Στις 8 Μαρτίου, ημέρα των γενεθλίων μου, με συνέλαβαν και με έστειλαν ως αιχμάλωτο στο κατεχόμενο Ντονέτσκ.
Η κωμόπολή μας έπεσε στις 5 Μαρτίου κι εγώ ως πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου βρισκόμουν εκεί. Στις 8 Μαρτίου, ημέρα των γενεθλίων μου, με συνέλαβαν και με έστειλαν ως αιχμάλωτο στο κατεχόμενο Ντονέτσκ. Εκεί με κράτησαν επί 4 ημέρες σε ένα κελί. Κατόπιν επέστρεψα στο Νικόλσκ και βοήθησα τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Τις πρώτες ημέρες, οι κατοχικές δυνάμεις έψαχναν όλους τους πρώην αστυνομικούς, στρατιωτικούς κι όσους είχαν θέσεις υπέρ της Ουκρανίας. Τους συνελάμβαναν και τους έστελναν σε μπουντρούμια.
Στις 17 Απριλίου κατάφερα να φύγω από την κατεχόμενη περιοχή. Μαζί με τη σύζυγό μου και ακόμα 16 άτομα, βγήκαμε ως άμαχοι πάνω σε ένα φορτηγό και πήγαμε στη Ζαπορίζια, έχοντας περάσει από 28 σημεία ελέγχου του ρωσικού στρατού. Ηταν ένα μαρτύριο, είχα μαζί μου ένα τηλέφωνο και βρισκόμουν διαρκώς σε συνεννόηση με τον επικεφαλής της περιφέρειας του Ντονέτσκ – με βοηθούσε να προχωρήσω.
Από το Νικόλσκ δεν έφυγαν πολλοί, περίπου 2.000 άτομα πήγαν στην ελεύθερη Ουκρανία, οι υπόλοιποι –περίπου 15.000– έμειναν για να κρατήσουν όπως μπορούσαν τα σπίτια τους. Οι κατοχικές Αρχές, όπως μαθαίνω, πιέζουν τους ανθρώπους να πάρουν ρωσικά διαβατήρια και υπηκοότητα, πιέζουν τους δασκάλους να κάνουν προπαγάνδα στα σχολεία, πιέζουν τους ανθρώπους να πιστέψουν στα ιδανικά του «ρωσικού κόσμου». Χάσαμε τους φίλους, τα σπίτια, τις περιουσίες μας, όλη τη ζωή που είχαμε. Είδαμε ότι ο λεγόμενος «ρωσικός κόσμος» φέρνει μόνο καταστροφή, μιζέρια και θάνατο.
Η ζωή στα καταφύγια
Ονομάζομαι Ιρίνα, είμαι Ουκρανή ελληνικής καταγωγής. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην κωμόπολη Σαρτανά και είμαι από τους τελευταίους πολίτες που εγκατέλειψαν τη Μαριούπολη.
Στις 24/2 άκουσα πυραύλους και βόμβες. Αυτοί οι ήχοι ήταν γνώριμοι, για μας ο πόλεμος άρχισε το 2014. Το σπίτι μου είχε υποστεί ζημιές το 2015. Οταν ακούσαμε τους πρώτους βομβαρδισμούς, κρυφτήκαμε με την ανήλικη κόρη και τους γονείς μου στο υπόγειο της μονοκατοικίας μας, νιώθαμε ότι κάτι κακό έρχεται. Εως τις 26 Φεβρουαρίου προσπαθούσατε να καταλάβουμε μέσω των ειδήσεων πόσο κοντά είναι ο ρωσικός στρατός.
Οι πρώτες βόμβες στον Σαρτανά έπεσαν στις 26/2, μία από αυτές έπληξε το δικό μου σπίτι που καταστράφηκε μερικώς. Στο γειτονικό σπίτι η βόμβα έπεσε κατευθείαν μέσα και οι άνθρωποι πέθαναν στα κρεβάτια τους. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο – είχε κρύο, είχαν καταστραφεί τα τζάμια και οι τοίχοι. Με την κόρη μου πήγα στη Μαριούπολη, πίσω έμειναν οι γονείς μου. Στις 27/2 δεν σταματούσαν οι βομβαρδισμοί, τότε έφυγαν κι εκείνοι προς τη Μαριούπολη.
Ηρθαν στην επιφάνεια άσχημες ανθρώπινες πλευρές. Τσακώνονταν για το φαγητό, υπήρξαν συγκρούσεις μέσα στο καταφύγιο. Χανόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο καθένας ήταν για τον εαυτό του.
Από τότε και ως τις 26/3 βρισκόμασταν σε ένα εννιαώροφο κτίριο, σαν φοιτητική εστία. Εκεί τοποθετήθηκαν οι άνθρωποι που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Ημασταν 250 άτομα, οι 170 από τον Σαρτανά. Το μικρότερο παιδί ήταν 2 μηνών και οι μεγαλύτεροι άνω των 80 ετών – υπήρχαν ακόμα και άνθρωποι ανάπηροι. Στις 2 Μαρτίου είχαν καταστραφεί όλες οι υποδομές, δεν είχαμε νερό, ρεύμα, θέρμανση, δεν μπορούσαμε λόγω των βομβαρδισμών να μένουμε στους ορόφους, όλοι κατέβηκαν στο υπόγειο. Κοιμόμασταν κάτω στο μπετόν, με κρύο και κακουχίες.
Μέχρι τις 7/3 είχαμε κάποια βοήθεια (νερό, φάρμακα, τρόφιμα) από τις τοπικές Αρχές και τους ντόπιους, μετά δεν είχαμε τίποτα.
Οι βομβαρδισμοί δεν σταματούσαν ούτε στιγμή, δεν μπορούσαμε να βγούμε από το υπόγειο για να βρούμε τρόφιμα και νερό, κάποιοι –παραδέχομαι με θλίψη– λεηλάτησαν κάποια καταστήματα για να βρουν φαγητό και νερό.
Τότε ήρθαν στην επιφάνεια άσχημες ανθρώπινες πλευρές. Τσακώνονταν για το φαγητό, υπήρξαν συγκρούσεις μέσα στο καταφύγιο, χανόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο καθένας ήταν για τον εαυτό του. Δεν μου άρεσε – ανέλαβα την πρωτοβουλία με άλλα δέκα νεαρά άτομα και βάλαμε μια τάξη.
Κανονίσαμε ότι την ημέρα θα ανάβουμε φωτιά έξω για να μαγειρεύουμε για όλους και ο καθένας θα παίρνει την ίδια μερίδα. Στην αρχή μαγειρεύαμε 2-3 φορές την ημέρα, αλλά μετά –όταν τελείωσαν τα τρόφιμα– μία φορά ανά δύο ημέρες.
Εκείνη την εποχή η μισή Μαριούπολη ήταν κατεχόμενη από τον ρωσικό στρατό, λόγω των βομβαρδισμών όμως δεν μπορούσαμε να βγούμε από το υπόγειο, έπεφταν οβίδες, δεν μπορούσαμε ούτε να μαγειρεύουμε.
Επαθα σοκ. Είχαν λεηλατήσει τα πάντα στο σπίτι μου, είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου, είχαν κλέψει ό,τι είχα αποκτήσει δουλεύοντας σε όλη τη ζωή μου. Τότε έλαβα την απόφαση να πάω στις ελεύθερες ουκρανικές περιοχές, δεν άντεχα ούτε να μοιράζομαι τον αέρα με τους κατακτητές.
Παρέμεινα εκεί για έναν μήνα, ήταν επικίνδυνο να μείνουμε στη Μαριούπολη κι έτσι πήγαμε έως τα παράλια της Αζοφικής, όπου μείναμε έναν μήνα. Στον Σαρτανά γύρισα στα τέλη του Απρίλη. Δεν μπορούσα να φτάσω μέσω της Μαριούπολης, καθώς στα ρωσικά τσέκποιντ σε περνούσαν από φιλτράρισμα, σε έγδυναν, έκαναν διάφορα. Για να φύγεις, να πας οπουδήποτε έπρεπε να περάσεις από φιλτράρισμα. Οι κατοχικές Αρχές, αν δεν ήθελες να υποστείς το φιλτράρισμα, σε έβαζαν στα πούλμαν και σε έστελναν στη Ρωσία. Κατάφερα να επιστρέψω στον Σαρτανά μετά το φιλτράρισμα, τους είπα ότι είχα ηλικιωμένους γονείς, μικρό παιδί και ήμουν χήρα.
Οταν έφτασα στον Σαρτανά έπαθα σοκ. Είχαν λεηλατήσει τα πάντα στο σπίτι μου, είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου, είχαν κλέψει ό,τι είχα αποκτήσει δουλεύοντας σε όλη τη ζωή μου. Τότε έλαβα την απόφαση να πάω στις ελεύθερες ουκρανικές περιοχές, δεν άντεχα ούτε να μοιράζομαι τον αέρα με τους κατακτητές.
Προσπάθησα να βοηθήσω τους γονείς μου στον Σαρτανά να φτιάξουν το ημικατεστραμμένο σπίτι τους κι έφυγα τον Νοέμβριο του 2022. Τότε δεν μπορούσα να περάσω στη Ζαπορίζια. Αρα έφυγα από τη ρωσική επικράτεια, κάνοντας τον κύκλο μέσω Λευκορωσίας, Πολωνίας, Σλοβακίας, εντός μιας εβδομάδας, για να μπω στην Ουκρανία από τα δυτικά σύνορα.
Οταν πέρασα στη ρωσική πλευρά, με συνέλαβαν και με πήγαν στα γραφεία της FSB για ανάκριση. Κανονική ανάκριση, επί 9 ώρες, έμπαινε ο ένας μετά τον άλλον, ρωτούσαν τα ίδια πράγματα, προσπαθούσαν να αποσπάσουν πληροφορίες. Ηταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να τους πω ότι πάω στην Ουκρανία, έλεγα ότι θέλω να πάω στη Μόσχα.
Οταν πέρασα στη ρωσική πλευρά, με συνέλαβαν και με πήγαν στα γραφεία της FSB για ανάκριση. Κανονική ανάκριση, επί 9 ώρες, έμπαινε ο ένας μετά τον άλλον, ρωτούσαν τα ίδια πράγματα, προσπαθούσαν να αποσπάσουν πληροφορίες. Ηταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να τους πω ότι πάω στην Ουκρανία, έλεγα ότι θέλω να πάω στη Μόσχα. Οσο βρισκόμουν στη Ρωσία, κοιτούσαν τα χαρτιά μου, ήλεγχαν το τηλέφωνό μου, τα κοινωνικά μου δίκτυα. Ημουν με την ανήλικη κόρη μου. Στην αρχή, στο Ροστόφ, μαζί μου ήταν μία κυρία από τη Μαριούπολη. Μαθεύτηκε ότι ο γιος της είναι αστυνομικός στην ελεύθερη Ουκρανία, τη συνέλαβαν και έχασα τα ίχνη της.
Ολο το ταξίδι το έκανα με πούλμαν και με τα πόδια. Εφτασα στη δυτική πόλη της Ουκρανίας Ιβάνο-Φρανκίβσκ κι έκτοτε ζω εδώ. Δεν θέλησα να μεταναστεύσω σε άλλη χώρα, καθώς η Ουκρανία είναι η πατρίδα μου, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Ονειρεύομαι να επιστρέψω στην ουκρανική Μαριούπολη και στον Σαρτανά. Δεν εύχομαι σε κανέναν να περάσει όσα περάσαμε εμείς. Ευχαριστώ τον ελληνικό λαό για την αγκαλιά που άνοιξε στους Ουκρανούς πρόσφυγες.
Μια καφετέρια με το όνομα «Ελλάδα»
Ονομάζομαι Βολοντίμιρ, είμαι Ουκρανός ελληνικής καταγωγής.
Στις 24/2 είχαμε δημιουργήσει ένα επιτελείο και προσπαθούσαμε να μεταφέρουμε την πληροφορία ότι μπορούμε να κάνουμε εκκένωση από τις περιοχές, οι άνθρωποι τότε δεν πίστευαν ότι η Ρωσία θα φτάσει σε αυτές τις φρικαλεότητες. Ολοι νόμιζαν ότι θα υπάρξει ένας βομβαρδισμός και θα σταματήσει – τόσα χρόνια αυτό συνέβαινε και οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει.
Στις 24/2 βρισκόμουν στην κωμόπολη, Μάνγκους, δυτικά της Μαριούπολης. Ημουν αντιπρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου. Και τότε πήγα προς τη Μαριούπολη όπου είδα ότι είχαν χτυπηθεί οι στρατιωτικές βάσεις και οι μηχανισμοί της αντιαεροπορικής άμυνας. Οταν επέστρεψα, δεν πίστεψε κανείς ότι όλες οι θέσεις του ουκρανικού στρατού είχαν πληγεί. Στις 25/2 κατεβήκαμε στο υπόγειο, κάναμε ετοιμασίες. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε το πώς κινείται ο ρωσικός στρατός, ερχόταν από την πλευρά της Κριμαίας. Στις 27/2 όταν επέστρεψα από τη δουλειά μου και κατέβηκα στο υπόγειο, είδα ότι για δέκα άτομα, όπως είχαμε ετοιμαστεί, είχαν μαζευτεί 40.
Ανθρωποι που είχαν βγει από το καταφύγιο και προσπάθησαν με μία φωτιά να μαγειρέψουν στην αυλή, πέθαναν από τα θραύσματα του πυραύλου.
Εχω δύο παιδιά, το μεγάλο τότε ήταν 13 και το μικρό 2 ετών. Δεν είχαμε πλέον χώρο να μείνουμε στο υπόγειο. Μιλώντας με τις τοπικές Αρχές, μου σύστησαν να πάμε στη Μαριούπολη, θεωρούσαν ότι είναι καλύτερα προστατευμένη σε σχέση με τα προάστια – στην πολυκατοικία που ζούσαμε ήμασταν εκτεθειμένοι. Κι έτσι πήρα την οικογένειά μου και πήγαμε στη Μαριούπολη, στην περιοχή Γιάλτα. Μείναμε στο σπίτι του κουμπάρου μου, εντελώς τυχαία δίπλα του βρισκόταν μία καφετέρια με το όνομα «Ελλάδα». Από τις 26/2 ήταν πολύ δύσκολο να μπεις και να βγεις από τη Μαριούπολη.
Στις 28/2 μαθαίνω ότι το Μάνγκους βομβαρδίζεται με τα συστήματα Γκραντ, σκοτώνονται δύο έφηβοι. Στις 2/3 σκοτώθηκαν 12 άμαχοι μετά από νέο ρωσικό βομβαρδισμό. Σε εκείνο τον βομβαρδισμό σκοτώθηκαν άνθρωποι δέκα μέτρα μακριά από την πολυκατοικία που είχα εγκαταλείψει λίγες ημέρες πριν. Ανθρωποι που είχαν βγει από το καταφύγιο και προσπάθησαν με μία φωτιά να μαγειρέψουν στην αυλή, πέθαναν από τα θραύσματα του πυραύλου. Τότε θεώρησα ότι ορθώς μετέφερα την οικογένειά μου στη Μαριούπολη. Στις 5/3 το Μάνγκους ήταν πλέον υπό ρωσική κατοχή.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού έρχεται η βόμβα, βλέπαμε ότι στους τελευταίους ορόφους είχαν φύγει τα τζάμια. Μετά τις 5/3 άρχισαν συνεχείς βομβαρδισμοί στην περιοχή όπου μέναμε στη Μαριούπολη και έτσι κατεβήκαμε και μέναμε στο υπόγειο.
Στις 16/3 μαθαίνω ότι ρωσικό σημείο ελέγχου έχει καταστραφεί από τον ουκρανικό στρατό και έτσι έχουμε την ευκαιρία να εγκαταλείψουμε τη Μαριούπολη. Καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να μείνω πλέον εκεί. Δεν είχα βενζίνη, σιγά σιγά την έβγαζα από το αυτοκίνητο για να ζεσταθούμε τα βράδια στο υπόγειο. Δεν μπορούσα να βρω, δεν υπήρχε πουθενά. Δεν λειτουργούσε τίποτα. Μάζεψα λίγα λίτρα από εδώ κι από εκεί κι έτσι φύγαμε. Φύγαμε μέσα από τα χωράφια. Στο Μάνγκους ήταν ήδη ο ρωσικός στρατός και φοβόμουν ότι κάποιοι εκεί θα πρόδιδαν στους κατακτητές ότι είμαι δημόσιος υπάλληλος, θα κινδύνευε η οικογένειά μου κι έτσι κινήθηκα νότια προς το Μπέρντιανσκ στο νομό Ζαπορίζια.
Γέμισα το αυτοκίνητο με πάνες και προϊόντα υγιεινής, ήλπιζα ότι αν οι κατοχικές δυνάμεις με σταματούσαν σε σημεία ελέγχου, θα ήταν πιο επιεικείς βλέποντας τα μικρά παιδιά μου. Στον δρόμο βρήκα 16 σημεία ελέγχου των Ρώσων, μας σταματούσαν, μας ρωτούσαν πού πάμε. Ελεγα ότι πάω στην Κριμαία, διότι αν έλεγα ότι πάω στην ελεύθερη Ουκρανία θα κινδύνευα. Σε κάθε σημείο ελέγχου, με έγδυναν, έψαχναν αν έχω τατουάζ με ουκρανικά σύμβολα στο σώμα μου, αν έχω κάλους στο χέρια καθώς αυτό θα σήμαινε ότι κρατούσα όπλο, αν είχα κάλο στον δείκτη του δεξιού μου χεριού, διότι αυτό θα σήμαινε ότι έχω πατήσει πολλές φορές τη σκανδάλη όπλου. Εκαναν εξονυχιστικό έλεγχο για να δουν αν ήμουν στον στρατό.
Γέμισα το αυτοκίνητο με πάνες και προϊόντα υγιεινής, ήλπιζα ότι αν οι κατοχικές δυνάμεις με σταματούσαν σε σημεία ελέγχου, θα ήταν πιο επιεικείς βλέποντας τα μικρά παιδιά μου.
Χάρη στο μικρό παιδί και τη σύζυγό μου που έκλαιγαν συνέχεια, κατάφερα και στις 20 Μαρτίου κι έφτασα με μεγάλη δυσκολία στη Ζαπορίζια – έλεγα ψέματα στους Ρώσους ότι πάω να παραλάβω την αδερφή μου. Στο τελευταίο σημείο ελέγχου ήθελαν να μου πάρουν το αυτοκίνητο. Το ταξίδι αυτό διήρκεσε τρεις ημέρες.
Πλέον ζω στο Κίεβο κι ασκώ τα καθήκοντα μου ως επικεφαλής του κοινοτικού συμβουλίου του Μάνγκους. Περί τα 1.500 άτομα βρίσκονται στην ελεύθερη Ουκρανία. Το σχολείο μας δουλεύει online και συνεχίζονται τα μαθήματα, έτσι κάνουμε και τις συνεδριάσεις του κοινοτικού συμβουλίου. Πιστεύουμε από τις ένοπλες δυνάμεις να απελευθερώσουν την περιοχή μας από τους κατακτητές και να επιστρέψουμε στη γη μας. Η απειλή των Ρώσων δεν είναι μόνο εναντίον της Ουκρανίας αλλά εναντίον όλου του ελεύθερου κόσμου. Πρέπει να ενωθούμε για να αποτρέψουμε το κακό που μας βρήκε.