Advertisement

Η μεγάλη φυγή των νοσηλευτών από το ΕΣΥ

Τα εξοντωτικά ωράρια και οι χαμηλές απολαβές εξωθούν πολλούς να εγκαταλείψουν τη μονιμότητα του Δημοσίου, με αποτέλεσμα τα ήδη μεγάλα κενά να αυξάνονται | Πέννυ Μπουλούτζα

363

Η Παναγιώτα Κ. είναι ενθουσιασμένη που τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά δεν θα δουλεύει. Ως σχολική νοσηλεύτρια θα έχει δύο εβδομάδες άδεια. Για 15 χρόνια και όσο ήταν μόνιμη νοσηλεύτρια σε καρδιολογική κλινική δημόσιου νοσοκομείου στο Λεκανοπέδιο, αυτό ήταν αδύνατο. Ανατρέχοντας στο παρελθόν περιγράφει στην «Κ»: «Ολοι, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, έκαναν Χριστούγεννα και εγώ ήμουν στο νοσοκομείο. Οχι μόνο μία χρονιά, αλλά αρκετές συνεχόμενες. Και όχι μόνο Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, αλλά και άλλες γιορτές: Μεγάλο Σάββατο έτυχε να γυρίζω στο σπίτι από απογευματινή βάρδια και να είμαι μόνη μου στην Ανάσταση, γιατί οι δικοί μου είχαν φύγει για Πάσχα στο χωριό».

Η Παναγιώτα είναι μία από τους εκατοντάδες νοσηλευτές που αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους τη μονιμότητα του ΕΣΥ και να γίνουν σχολικοί νοσηλευτές, αναζητώντας διέξοδο από τις πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας ενός νοσοκομείου: το κυκλικό ωράριο εργασίας, όπου σπανίως τηρείται η νομοθεσία για 12ωρη ανάπαυση του νοσηλευτή, τον υπερβολικό φόρτο εργασίας λόγω της δραματικής υποστελέχωσης, τη μη αξιοκρατική εξέλιξη, τις χαμηλές αποδοχές. Μόλις 840 ευρώ καθαρές αποδοχές για έναν πρωτοδιοριζόμενο νοσηλευτή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ενώ έπειτα από 25 χρόνια υπηρεσίας ένας νοσηλευτής με μεταπτυχιακό τίτλο λαμβάνει καθαρά, μαζί με επιδόματα τέκνων και επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, περίπου 1.400 ευρώ. «Περάσαμε όλη την πανδημία με υπερεργασία. Και τι πήραμε; Ενα χειροκρότημα», αναφέρει η Παναγιώτα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδος, αυτή τη στιγμή απασχολούνται στην ειδική αγωγή 230 μόνιμοι σχολικοί νοσηλευτές και περίπου 1.700-1.800 είναι διορισμένοι στη γενική εκπαίδευση ως αναπληρωτές σχολικοί νοσηλευτές, έχοντας πρωτίστως την ευθύνη για παιδιά με προβλήματα, όπως διαβήτη, επιληψία κ.ά. Μεγάλο μεγάλο μέρος αυτών είναι πρώην μόνιμοι νοσηλευτές του ΕΣΥ.

«Είμαι στον παράδεισο»

Η Παναγιώτα έφυγε το 2022 από το ΕΣΥ για να πάει σε σχολείο. Οπως σημειώνει, «είχα ακούσει για τον σχολικό νοσηλευτή από μία φίλη μου νοσηλεύτρια που είχε κάνει αυτή την επιλογή. Μου περιέγραψε τις συνθήκες εργασίας και το πώς είναι η ζωή της πλέον. Μπήκε στο κεφάλι μου η σκέψη και δεν έβγαινε με τίποτα. Στο νοσοκομείο η εργασία περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο νυχτερινές βάρδιες την εβδομάδα. Δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα μέσα στο νοσοκομείο και δεν ήξερες σίγουρα εάν τα άλλα θα ήσουν έξω. Είχαμε βιβλίο επιθυμιών, όπου γράφαμε ποιες βάρδιες θέλαμε να κάνουμε. Στο τμήμα μας ήταν πολύ καλοί οι συνεργάτες, δεν είχα παράπονο, άκουγαν τι θέλαμε, όμως πάντα ζούσα με το άγχος εάν θα βγει το πρόγραμμα. Και αυτό το άγχος με σκότωνε. Τώρα θεωρώ ότι είμαι στον παράδεισο. Ωράριο ανθρώπινο, μπορώ να περνάω χρόνο με το παιδί μου. Φυσικά, έχεις ευθύνη, γιατί έχεις να κάνεις με μικρούς μαθητές. Αλλά δεν συγκρίνεται με τίποτα με το νοσοκομείο».

«Περάσαμε όλη την πανδημία με υπερεργασία. Και τι πήραμε; Ενα χειροκρότημα», λέει στην «Κ» νοσηλεύτρια που παραιτήθηκε από δημόσιο νοσοκομείο.

Η συνονόματή της Γιώτα, 43 ετών, ήταν από τις πρώτες νοσηλεύτριες που έκαναν το άλμα από το ΕΣΥ στο σχολικό περιβάλλον. Τον Σεπτέμβριο του 2021, ύστερα από 14 χρόνια σε οργανική θέση αρχικά στο ΚΑΤ και μετά στο Θριάσιο. Οι λόγοι που την οδήγησαν εκτός ΕΣΥ ήταν πολλοί. Οπως αναφέρει στην «Κ», «ήταν το κυκλικό ωράριο. Την ίδια ημέρα μπορεί να δουλέψεις πρωινό και νυχτερινό ωράριο. Το πρόγραμμα των βαρδιών βγαίνει την τελευταία στιγμή. Την Παρασκευή η προϊσταμένη θα σου πει πώς θα δουλέψεις την επόμενη εβδομάδα. Δεν μπορείς, δηλαδή, να προγραμματίσεις τη ζωή σου. Οι επικίνδυνες συνθήκες εργασίας ειδικά σε κάποια τμήματα όπως τα ψυχιατρικά, λόγω των επιθέσεων ασθενών και συγγενών. Η μη αναπλήρωση του προσωπικού που φεύγει παρά με επικουρικούς που χρειάζεται να εκπαιδευτούν. Και δεν υπάρχει αξιοκρατία στην εξέλιξη. Οι κρίσεις για θέσεις προϊσταμένων κλινικών έχουν σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια. Οι θέσεις δίνονται με κριτήριο τις γνωριμίες. Η προϊσταμένη μου στο τμήμα μπορεί να μην έχει τα προσόντα που έχω εγώ». Η ίδια συνεχίζει: «Ειδικά η περίοδος της πανδημίας ήταν πολύ δύσκολη. Εφτασα σε σημείο επαγγελματικής εξουθένωσης. Ενιωθα μονίμως κουρασμένη. Είχα εμφανίσει ψυχοσωματικά προβλήματα. Είπα ότι “μέχρι εδώ είναι. Θέλω να φύγω”».

Πλέον η δουλειά της είναι όπως λέει, «πενθήμερο, όχι Σαββατοκύριακα και αργίες. Φέτος εργάζομαι σε λύκειο όπου έχω την ευθύνη ενός παιδιού που πάσχει από επιληψία. Παράλληλα, είμαι υπεύθυνη για τις πρώτες βοήθειες σε μαθητές που μπορεί να χτυπήσουν ή να αρρωστήσουν». Αντίστοιχα το ωράριό της στο νοσοκομείο θα ήταν «non stop. Χωρίς να προλάβω να βάλω κάτι στο στόμα μου, πολλές φορές χωρίς να πάω στην τουαλέτα. Οταν σε μία βάρδια ήμασταν δύο νοσηλευτές για 35 και 40 ασθενείς, τι να προλάβουμε;». Στη ερώτηση εάν θα γύριζε πίσω στο ΕΣΥ, η απάντηση είναι «όχι». «Δεν νομίζω ότι υπάρχει νοσηλευτής που να θέλει να μείνει στο ΕΣΥ. Ολοι αυτό μου λένε».

Μαζική έξοδος

Το κύμα φυγής των νοσηλευτών από το ΕΣΥ επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα στελέχωσης των δημόσιων νοσοκομείων. Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή στα δημόσια νοσοκομεία εργάζονται σχεδόν 14.500 μόνιμοι νοσηλευτές και 2.500 επικουρικοί. Περίπου 1.500 μόνιμοι νοσηλευτές έχουν αποχωρήσει από το ΕΣΥ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ στα επόμενα δύο χρόνια θα συνταξιοδοτηθεί περίπου το 15%-20% των νοσηλευτών του ΕΣΥ, καθώς το μεγάλο κύμα προσλήψεων είχε γίνει το 1990-1995.

Οπως σημειώνει στην «Κ» ο οργανωτικός γραμματέας της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Νοσηλευτικής Ομοσπονδίας ΕΣΥ (ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ) Γιώργος Αβραμίδης, «το σημαντικό είναι να δοθούν κίνητρα για να παραμείνουν οι νοσηλευτές στο ΕΣΥ. Είναι άνθρωποι που επέλεξαν να γίνουν νοσηλευτές και αρκετοί από αυτούς έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους, δύο και τρία πτυχία και ότι μπορείτε να φανταστείτε. Ομως δεν έχουν λόγο να μείνουν στο ΕΣΥ. Και χρόνο με τον χρόνο οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται, λόγω της υποστελέχωσης. Την ίδια στιγμή, οι απαιτήσεις των ασθενών είναι δικαιολογημένα αυξημένες. Δεν είναι οι ασθενείς του 1950 και του 1960 που υπομονετικά περίμεναν πότε θα λάβουν στοιχειώδεις υπηρεσίες. Η επιστήμη εξελίσσεται, η τεχνολογία εξελίσσεται, τα νοσοκομεία μας καλώς παρέχουν ότι καινούργιο βγαίνει και αυτό δημιουργεί απαιτήσεις. Και ο ίδιος ο νοσηλευτής θέλει να εξελίξει τις γνώσεις του, να προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις, να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες, αφιερώνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στο ασθενή. Εκεί δυσκολεύεται, γιατί δεν υπάρχει το πλαίσιο για να τον υποστηρίξει, δηλαδή καλή στελέχωση των νοσοκομείων και καλύτερη μισθολογική αντιμετώπιση. Βλέποντας χρόνο με τον χρόνο το πρόβλημα να επιδεινώνεται, νιώθει τη ματαίωση.

Στην Ελλάδα έχουμε 0,4 νοσηλευτές ανά κλίνη, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 2,03 νοσηλευτές ανά κλίνη. Σύμφωνα με διεθνείς δείκτες ποιότητας, στις παθολογικές κλινικές θα πρέπει να υπάρχει ένας νοσηλευτής στη βάρδια ανά πέντε ασθενείς. Αυτό σημαίνει ότι σε μία κλινική με 40 ασθενείς θα έπρεπε να υπάρχουν οκτώ νοσηλευτές. Αυτή τη στιγμή, ειδικά στην απογευματινή και στη νυχτερινή βάρδια, είναι ένας και –κάποιες φορές– δύο νοσηλευτές, ενώ υπάρχουν νοσοκομεία στα οποία η νυχτερινή βάρδια καλύπτεται μόνο με βοηθούς νοσηλευτών. Η τελευταία προκήρυξη 7Κ/2022, η οποία είναι σε εξέλιξη, αφορά σε 2.749 νοσηλευτές ΠΕ και ΤΕ. «Είναι ακόμη σε εξέλιξη η διαδικασία των ενστάσεων προκειμένου να βγουν οι οριστικοί πίνακες και να ξεκινήσουν οι προσλήψεις. Εκτιμάται ότι οι περισσότεροι από αυτούς που θα προσληφθούν θα είναι επικουρικοί νοσηλευτές που ήδη εργάζονται στο σύστημα και απλώς θα αλλάξουν σχέση εργασίας», αναφέρει ο κ. Αβραμίδης και καταλήγει: «Είμαστε πλέον σε αδιέξοδο. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Εάν πάρω τώρα δέκα τηλέφωνα, θα μου πουν “Γιώργο, άσ’ τα να πάνε”. Από το Διδυμότειχο μέχρι την Κρήτη είναι όλοι δυσαρεστημένοι. Και δεν είναι η απλή γκρίνια που μπορεί να έχει κάθε εργαζόμενος για τη δουλειά του, γιατί θα ήθελε καλύτερες συνθήκες ή καλύτερες αποδοχές. Είναι γιατί είναι πολύ δύσκολα».

«Δεν είχα να περιμένω κάτι από το σύστημα»

Ο Ευθύμιος Τούσης, έπειτα από 17 χρόνια στο ΕΣΥ, εκ των οποίων τα δύο τελευταία ως μόνιμος στο Παίδων Πεντέλης, επέλεξε να πάρει θέση καθηγητή Νοσηλευτικής στο Μαυρογένειο ΕΠΑΛ Σάμου, όπου και εργάζεται από τον περασμένο Αύγουστο. Οπως τονίζει στην «Κ», «η νοσηλευτική στην Ελλάδα είναι παραγκωνισμένη. Είναι σαν να είμαστε εκτελεστικά όργανα περισσότερο και λιγότερο συνεργάτες. Το νοσηλευτικό προσωπικό στο ΕΣΥ είναι ελλιπέστατο και οι βάρδιες που εκτελούμε είναι εκτός νόμου, με το πρόσχημα των ελλείψεων. Π.χ. θα τελειώσεις την απογευματινή βάρδια στις 11 το βράδυ, θα φτάσεις σπίτι στις 12 τα μεσάνυχτα, το εγερτήριο θα είναι στις 6 το πρωί για να είσαι στις 7 στο νοσοκομείο. Θα σχολάσεις στις 3 για να ξαναπάς στις 11. Δεν μιλάμε για ποιότητα νοσηλευτικής φροντίδας, μιλάμε μόνο για όγκο δουλειάς που πρέπει να βγει».

Ο ίδιος, όταν πήγε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο ως μόνιμος και έδωσε το βιογραφικό του (δύο μεταπτυχιακά και εξειδίκευση σε ΜΕΘ και Καρδιολογία), έλαβε την απάντηση ότι «είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που έχεις κάνει, αλλά οι ανάγκες του νοσοκομείου είναι διαφορετικές και θα πας στο Χ τμήμα». «Αισθάνθηκα τότε σαν άλλο ένα γρανάζι για να δουλέψει η μηχανή», επισημαίνει.

Στην πανδημία

Λίγο πριν από την πανδημία, επέλεξε να κάνει εξειδίκευση και στη Δημόσια Υγεία, που σημαίνει ότι με βάση τις δεσμεύσεις του υπουργείου Υγείας, θα έπρεπε να εργαστεί στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου του. Η σχετική αίτηση που έκανε στη διοίκηση του νοσοκομείου δεν έγινε δεκτή. «Μετά την έγγραφη απάντηση από το Παίδων Πεντέλης ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα, συνειδητοποίησα ότι δεν έχω κάτι να περιμένω από το σύστημα», σημειώνει. Και συνεχίζει: «Με βαριά καρδιά έφυγα από το ΕΣΥ. Ομως τώρα αυτό που κάνω είναι πιο ευχάριστο. Μπορεί ο μισθός να είναι ελαφρώς μικρότερος (σ.σ. δεν περιλαμβάνει το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας), αλλά το ωράριο είναι ανθρώπινο. Μπορείς να προγραμματίσεις τι θα κάνεις στη ζωή σου.

Η μετάβαση από το νοσοκομειακό στο εκπαιδευτικό περιβάλλον είναι πολύ περίεργη. Ακόμη δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Υπάρχουν στιγμές που πιστεύω ότι γυρίζω στο νοσοκομείο».

Οι αριθμοί

14.500 μόνιμοι νοσηλευτές (πανεπιστημιακής και τεχνικής εκπαίδευσης) εργάζονται στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.

15%-20% των μόνιμων νοσηλευτών των νοσοκομείων αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα δύο χρόνια.

2.500 επικουρικοί νοσηλευτές (με συμβάσεις) εργάζονται στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.

0,4 νοσηλευτές ανά κλίνη στην Ελλάδα.

2,03 νοσηλευτές ανά κλίνη ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ.

1.700-1.800 αναπληρωτές σχολικοί νοσηλευτές υπηρετούν εφέτος στη γενική εκπαίδευση.Εκτιμάται ότι στην πλειονότητά τους εργάζονταν πριν στο ΕΣΥ είτε ως μόνιμοι είτε ως επικουρικοί.

230 μόνιμοι σχολικοί νοσηλευτές (ειδική αγωγή).

3.000 Ελληνες νοσηλευτές έχουν φύγει στο εξωτερικό (τελευταία δεκαετία).

50 έτη είναι ο μέσος όρος ηλικίας των νοσηλευτών στο ΕΣΥ.

35 έτη είναι ο μέσος όρος ηλικίας των νοσηλευτών στην Ε.Ε.

 

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο