Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης που ισοπέδωσε την πόλη το 1917
Πώς ξεκίνησε – Οι τεράστιες ζημιές που προκάλεσε – Η ανοικοδόμηση της πόλης μετά την καταστροφή – Ποια ήταν η συμμετοχή των συμμαχικών δυνάμεων στην κατάσβεση της φωτιάς – Ο Ερνέστ Εμπράρ, αρχιτέκτονας της νέας Θεσσαλονίκης | Μιχάλης Στούκας
Οι μεγάλες πυρκαγιές της Θεσσαλονίκης
Οι μεγάλες πυρκαγιές δεν ήταν σπάνιες για τη Θεσσαλονίκη. Ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος στο σπουδαίο, όπως όλα, βιβλίο του «ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ. – 1983» γράφει ότι με το πέρασμα των αιώνων και τη συσσώρευση νέων κατοίκων τα σπίτια πληθαίνουν και οι ελεύθεροι χώροι λιγοστεύουν. Τα σπίτια πλέον χτίζονταν με τσατμάδες (ξύλινους σκελετούς), χωρίς ρυμοτομικό σχέδιο, το ένα δίπλα στο άλλο, με αποτέλεσμα η κάθε πυρκαγιά να βρίσκει πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωσή της. Όταν μάλιστα φυσούσε Βαρδάρης, η κατάσταση ήταν ακόμα πιο τραγική.
Ο Α. Ε. Βακαλόπουλος αναφέρει τις πυρκαγιές του 1510, του 1545 (κάηκαν 5.000 εβραϊκά σπίτια, 18 συναγωγές και πολλές βιβλιοθήκες και σχολεία), του 1620 που «κατέστρεψε σχεδόν την πόλη», σύμφωνα με πληροφορία του Βενετού διοικητή της Κέρκυρας, κάτι που θεωρεί υπερβολικό ο Α. Βακαλόπουλος, του 1734, του 1759 (που έκαψε σχεδόν το 1/3 της πόλης, 1.200 σπίτια και 2.000 μαγαζιά διαφόρων βιοτεχνών), την πυρκαγιά του 1763 και την πυρκαγιά του τέλους του 1778 που έκαψε 400-500 εβραϊκά σπίτια (περιγράφεται λεπτομερώς από τον περιηγητή C.S. Sonnini). Μεγάλες καταστροφές προκάλεσαν στη Θεσσαλονίκη και οι πυρκαγιές του 1826, του 1840, του 1849, του 1875, του 1877, του 1890, οπότε κάηκε η Μητρόπολη με το πολύτιμο αρχείο της, του 1910 και του 1917 στην οποία θα αναφερθούμε εκτενώς.
Τα μέσα για την κατάσβεση των πυρκαγιών ήταν πενιχρά. Εβραίοι τουλουμπατζήδες (τουλούμπα = είδος αντλίας), πυροσβέστες δηλαδή που τρέχοντας με θόρυβο και φωνές μέσα από τους δρόμους και σέρνοντας πίσω τους τις τουλούμπες προκαλούσαν ταραχή και σύγχυση στον πληθυσμό, ακολουθούμενοι από διάφορους αργόσχολους και μικρά παιδιά που ήθελαν να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους.
Τα γεγονότα από το 1915 ως το 1917
Όπως είναι γνωστό η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό στις 26 Οκτωβρίου και μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και την ήττα των Βουλγάρων το μέλλον της προδιαγραφόταν λαμπρό. Σύντομα όμως ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Προς βορρά η Σερβία μαχόταν ηρωικά εναντίον των Αυστριακών, ενώ σε λίγους μήνες άρχισαν οι επιχειρήσεις της Entente στα Δαρδανέλια. Ήταν φανερό ότι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αποκτούσε μεγάλη στρατηγική σημασία. Τον Σεπτέμβριο του 1915 η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία και η ανάγκη για αξιοποίηση της Θεσσαλονίκης έγινε ακόμα πιο φανερή. Στην Ελλάδα κηρύχτηκε επιστράτευση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε και προσπαθούσε να προσανατολίσει τη χώρα μας προς την Entente, κάτι που έγινε. Στις 5 Οκτωβρίου 1915 (νέο ημερολόγιο) άρχισε στη Θεσσαλονίκη η απόβαση των αγγλογαλλικών στρατευμάτων που συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με μικρά διαλείμματα.
Τα αγγλικά στρατεύματα διοικούνταν από τον sir B. Mahon ενώ τα γαλλικά από τον Στρατηγό Sarrail που είχε διακριθεί στις επιχειρήσεις γύρω από το Βερντέν. Οι Έλληνες έχουν άσχημες αναμνήσεις από τον Sarrail, ο οποίος ήταν δύσπιστος και εχθρικός απέναντί τους. Και βέβαια δεν ήταν μόνο Άγγλοι και Γάλλοι που αποβιβάζονταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και άνδρες από τις αποικίες τους. Ως τα τέλη Ιανουαρίου 1916 είχαν αποβιβαστεί 125.000 Γάλλοι και 100.000 Βρετανοί και επιπλέον τεχνικοί και βοηθητικό προσωπικό.
Η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή είναι ένα «σταυροδρόμι των εθνών» όπως εύστοχα έγραψε ο Γάλλος αξιωματικός Jean-José Frappa. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και η αντιπολίτευση εξεγείρονται στην Αθήνα οδηγώντας στην πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου και την έναρξη του εθνικού διχασμού. Η άφιξη χιλιάδων Σέρβων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, η εμπλοκή σε μάχες των στρατευμάτων της Entente με εχθρικές δυνάμεις και οι βομβαρδισμοί στρατιωτικών καταυλισμών στη συμπρωτεύουσα από γερμανικά αεροσκάφη, την εμπλέκουν πλέον ξεκάθαρα στον πόλεμο. Ένα γερμανικό πηδαλιουχούμενο (Zeppelin) καταρρίπτεται στη Θεσσαλονίκη. Γερμανοί και Βούλγαροι εισβάλλουν σε ελληνικό έδαφος και καταλαμβάνουν οχυρά της Μακεδονίας, ανάμεσά τους και το Ρούπελ.
Η φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση συγκρούεται με τις δυνάμεις της Entente. Ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκινείται από τη δραματική εξέλιξη των γεγονότων, κάτι που κινητοποιεί πολιτικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι σχηματίζουν επιτροπή, που ξεκινά ενέργειες για την αντιμετώπιση κινδύνων, που θα είχαν ολέθριες συνέπειες για την ελληνική Μακεδονία. Έτσι προέκυψε το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στις 17/30 Αυγούστου 1916. Ο στρατός του κινήματος, ο οποίος σχηματίζεται σύντομα, τάσσεται στο πλευρό της Entente. Στις αρχές Οκτωβρίου αποβιβάζεται στη Θεσσαλονίκη απογοητεύοντας Σέρβους και Ιταλούς, που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους Έλληνες στη Μακεδονία και την πρωτεύουσά της.
Όπως είναι γνωστό η ελληνική συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καταλυτική. Ιδιαίτερα στη μάχη του Σκρα στις 30 Μαΐου 1918 εναντίον των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν καθοριστική συμβολή στη συμμαχική νίκη. Εξίσου σημαντική ήταν η ελληνική συμμετοχή στην τελική επίθεση και διάσπαση του μετώπου, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Λίγο αργότερα η Βουλγαρία συνθηκολόγησε, ενώ έκανε το ίδιο και η Τουρκία στον Μούδρο τον Οκτώβριο του 1918. Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 11/11/1918 έθεσε τέλος στον Α’ Π.Π. Η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα με 496 αξιωματικούς και 23.834 οπλίτες νεκρούς και αγνοούμενους.
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός για την κατάκτηση της αγοράς της Θεσσαλονίκης ευνόησε την ανάπτυξη του εμπορίου της. Ποια ήταν όμως η σύνθεση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Τον Μάρτιο του 1916, η «νύμφη του Θερμαϊκού» είχε 165.704 κατοίκους. Από αυτούς, 68.205 (41,16%) ήταν Έλληνες, 61.400 (37,05%) Εβραίοι, 30.000 (18,10%) Μουσουλμάνοι, αλλοδαποί διαφόρων εθνικοτήτων 4.300 (2,59%) και 1.800 (1,08%) Βούλγαροι. Ένα σημαντικό γεγονός που άλλαξε όχι μόνο τη μορφή, αλλά και την εθνολογική σύσταση της Θεσσαλονίκης ήταν η πυρκαγιά της 5/18 Αυγούστου 1917. Να θυμίσουμε βέβαια, ότι εκείνη την εποχή εκτός από τους περίπου 165.000 μόνιμους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, υπήρχαν άλλοι τόσοι, ίσως και περισσότεροι, ξένοι στρατιώτες…
Πώς ξεκίνησε η μεγάλη πυρκαγιά του 1917; – Ποιες ήταν οι συνέπειές της; – Διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων.
Στις 5/18 Αυγούστου 1917 φυσούσε στη Θεσσαλονίκη, για τρίτη μέρα, δυνατός Βαρδάρης. Όλα ξεκίνησαν από ένα προσφυγικό σπίτι στη διασταύρωση των οδών Ολυμπιάδας και Κασσάνδρου. Η περιοχή εκεί ονομαζόταν τότε «Σουρ Χορ Χορ» (τρεχούμενο νερό στα τούρκικα), γιατί υπήρχε μια βρύση από την οποία γέμιζαν με αυτό οι κάτοικοι τις στάμνες. Όπως αναφέραμε, στις 5/18 Αυγούστου 1917 έπνεε στη Θεσσαλονίκη ισχυρός Βαρδάρης. Το απόγευμα εκείνης της μέρας σε μια «κοινή αυλή», τεσσάρων-πέντε σπιτιών, δύο προσφυγοπούλες, η Παρασκευούλα Αδάμ και η Δόμνα Σαββόγλου έβαζαν μπουγάδα, δηλαδή ετοίμαζαν ένα μεγάλο καζάνι γεμάτο νερό πάνω σε φωτιά με ξύλα για να πλύνουν ρούχα. Καθώς τότε δεν υπήρχαν απορρυπαντικά, χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα).
Ξαφνικά, από το καζάνι της Π. Αδάμ πετάχτηκαν σπίθες λόγω του αέρα, αλλά αυτή το αντιλήφθηκε αμέσως, έσβησε τη φωτιά, τελείωσε τη μπουγάδα και έφυγε. Όμως, όταν προσπάθησε να βάλει μπουγάδα και η Δ. Σαββόγλου, ο αέρας που φυσούσε έσπρωξε τη φωτιά σ’ έναν αχυρώνα που βρισκόταν κοντά. Το σπίτι της Σαββόγλου κάηκε ολοσχερώς και η φωτιά έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Για το πώς ξεκίνησε η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 έχουν γραφτεί και άλλες εκδοχές, με πιο γνωστές αυτές που αναφέρουν ότι οι δύο γυναίκες μαγείρευαν ιμάμ ή τηγάνιζαν ψάρια και η φωτιά μεταδόθηκε αμέσως λόγω του δυνατού αέρα. Ωστόσο, το 2017 ο ιστορικός ερευνητής και συλλέκτης Μάνος Μαλαμίδης και ο φιλόλογος Ηρακλής Λούφης, μετά από ενδελεχή έρευνα για το «Ιστορικό και Συλλεκτικό Αρχείο Θεσσαλονίκης» κατέληξαν στην παραπάνω εκδοχή. Την παρουσιάζουμε εδώ, θεωρώντας την ως την επικρατέστερη (Πηγή: voria.gr).
Ο αείμνηστος ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος (1909-2000) που γεννήθηκε στον Βόλο μετακόμισε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη το 1914 και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των δραματικών στιγμών που ακολούθησαν. Αφηγείται χαρακτηριστικά: «Μικρός, σε ηλικία 8 χρόνων, με τρομαγμένα μάτια και τον πανικό στην ψυχή μου, παρακολουθούσα την αστραπιαία εξάπλωση της φωτιάς που βοηθούμενη κι από τον σφοδρό Βαρδάρη καταβρόχθιζε το ένα μετά το άλλο τα ξύλινα σπίτια και έβλεπα τους κατοίκους που με μικρά μπογαλάκια με ό,τι πολύτιμο είχαν έτρεχαν ολολύζοντας να σωθούν κυρίως προς (τα) ανατολικά, προς το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και προς τα εβραϊκά μνήματα, όπου τα σημερινά πανεπιστημιακά κτίρια». Αυτόπτης μάρτυρας ήταν και ο Βρετανός δημοσιογράφος Χένρι Κόλινσον Όουεν που υπηρετούσε τότε στον Βρετανικό Στρατό.
Τη μαρτυρία του παραθέτει ο Μαρκ Μαζάουερ: « Ήταν μια απίστευτη και θλιβερή σκηνή. Οι οικογένειες να κλαίνε γοερά, τα σπίτια να καταρρέουν με πάταγο, καθώς οι φλόγες οιστρηλατημένες απ’ τον άνεμο τα καταβρόχθιζαν· και στους στενούς δρόμους μια αργοκίνητη μάζα από φορτωμένα γαϊδούρια, κάρα, χαμάληδες που κουβαλούσαν τεράστια φορτία· Έλληνες πρόσκοποι (που έκαναν εξαιρετική δουλειά) στρατιώτες όλων των εθνών, ανοργάνωτοι προς το παρόν για οτιδήποτε συγκεκριμένο· παμπάλαια ξύλινα πυροσβεστικά μηχανήματα που έτριζαν αξιοθρήνητα καθώς έφτυναν στάλα – στάλα το ανεπαρκέστατο νερό τους· ο κόσμος, τέλος, που κουβαλούσε κρεβάτια (εκατοντάδες μπαμπακερά και πουπουλένια κρεβάτια), ντουλάπες, καθρέφτες, τσουκάλια και πιατικά, ραπτομηχανές (κάθε οικογένεια προσπαθούσε απελπισμένα να σώσει τη ραπτομηχανή της) κι ένα γενικό συνονθύλευμα από δυσκίνητα, άχρηστα πράματα.
Οι πυρόπληκτοι έφταναν στη θάλασσα με τα υπάρχοντά τους, τα οποία δεν αποχωρίζονταν. Οι στρατιώτες που μετέφεραν ανθρώπους στις βρετανικές λάντζες διαπίστωσαν ότι ο μόνος τρόπος να τους μετακινήσουν πάνω σ’ αυτές, ήταν να ρίξουν πρώτα τα πράγματα στις λάντζες, για να επιβιβαστούν αμέσως μετά και οι ιδιοκτήτες τους. Όταν νύχτωσε, το γιαγκίνι (φωτιά) είχε μεταδοθεί και στην κάτω πόλη. Η λέξη γιαγκίνι είναι τουρκικής προέλευσης (<yangin) και εκτός από πυρκαγιά είχε τη μεταφορική έννοια του ερωτικού πάθους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η κραυγή «γιαγκίν βαρ» (yangin var, «υπάρχει πυρκαγιά») σήμαινε συναγερμό για την ενημέρωση των κατοίκων και την κατάσβεσή της. Επανερχόμαστε στη μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης. Σταδιακά η φωτιά έφτασε και σε σπίτια κοντά στη θάλασσα.
Σπίθες φωτιάς και διάπυρες στάχτες έκαψαν ακόμα και καΐκια! Δυο μέρες αργότερα η φωτιά έσβησε, ουσιαστικα από μόνη της. Τι έφταιξε όμως γι’ αυτό; Η έλλειψη νερού, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της διαθέσιμης ποσότητας είχε δεσμευθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, οι λίγες και με επαρκή εκπαίδευση πυροσβεστικές δυνάμεις, οι στενοί δρόμοι και η κάκιστη συμπεριφορά των Γάλλων στρατιωτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί εμπόδιζαν τους ιδιοκτήτες σπιτιών και καταστημάτων να περισώσουν τις περιουσίες τους για να μπορέσουν να τις λεηλατήσουν οι ίδιοι. Μάλιστα δύο Γάλλοι στρατιώτες συνελήφθησαν να πουλάνε κλεμμένα κοσμήματα. Όταν τους οδήγησαν στον Σαράιγ, αυτός διέταξε να τουφεκιστούν άμεσα, χωρίς δίκη. Αντίθετα, οι Βρετανοί βοήθησαν περισσότερο, ιδιαίτερα με τη μεταφορά των πυρόπληκτων στις λάντζες τους.
Ο τραγικός απολογισμός της πυρκαγιάς
Δυο μέρες μετά το ξέσπασμά της, όπως αναφέραμε, η πυρκαγιά είχε σβήσει, όμως κάποια κτίρια, «έκαιγαν» ακόμα. «Οι ζημιές ξεπερνούσαν τη λογική» γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ. Το 1/3 της πόλης (32%) μια έκταση 1 εκατομμυρίου τ.μ. είχε καεί. Ο Μαρκ Μαζάουερ γράφει ότι τα 3/4 της παλιάς πόλης είχαν καταστραφεί και μάλιστα σύμφωνα με επίσημη πηγή «όλες οι τράπεζες, όλα τα γραφεία των επιχειρήσεων, όλα τα ξενοδοχεία και ουσιαστικά όλα τα μαγαζιά, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι έγιναν στάχτη. Οι περισσότερες εκκλησίες σώθηκαν ευτυχώς, μα από την ωραία βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου απομένουν μονάχα οι γυμνοί τοίχοι». 9.500 κτίρια καταστράφηκαν και πάνω από 70.000 άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Η εβραϊκή κοινότητα «χτυπήθηκε» περισσότερο γιατί η φωτιά αφάνισε την ιστορική της συνοικία: οι περισσότερες από τις 37 συναγωγές της είχαν γίνει στάχτη. Το ίδιο και οι βιβλιοθήκες, τα σχολεία, οι λέσχες και τα γραφεία της. Κάηκαν επίσης πολλά τζαμιά, καθώς και περισσότερα μεγάλα χάνια – το Ισμαήλ Πασά, το Εσκί Γιουμπρούκ, το Πασά Οριεντάλ – τα οποία στέγαζαν για αιώνες τους ταξιδιώτες.
Τα αποτελέσματα της πυρκαγιάς
Το ύψος των υλικών καταστροφών έφτασε τα 8 εκατομμύρια χρυσές λίρες. Καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.685 καταστήματα και το 70% των εργαζομένων έμειναν άνεργοι. Ο Αλέξανδρος Πάλλης (1883-1975) πολιτικός και συγγραφέας, γιος του λογοτέχνη και δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη (1851-1935) ανέλαβε τη σύνταξη μιας αναφοράς για τους πυροπαθείς της Θεσσαλονίκης. Το σύνολο των πυρόπληκτων ήταν 72.500. 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 Μωαμεθανοί. 5.000 Έλληνες μετακόμισαν στην Αθήνα, τον Βόλο και τη Λάρισα και αρκετές εκατοντάδες Εβραίοι, πολύ φτωχοί οι περισσότεροι, μετανάστευσαν στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τις Η.Π.Α., την «παλιά» Ελλάδα και την Παλαιστίνη καθώς ήδη είχε ξεκινήσει το σιωνιστικό κίνημα.
Οργανώθηκαν λαϊκά συσσίτια, στα οποία σιτίζονταν 30.000 άνθρωποι την ημέρα. Τον Σεπτέμβριο, μόλις 7.500 άτομα έμεναν σε σκηνές. Ωστόσο η ανοικοδόμηση της πόλης άργησε αρκετά. Ένας Βρετανός στρατιώτης, δύο μήνες μετά τη φωτιά, έγραψε τα εξής: «Η Σαλονίκη ήταν μια πόλη πεθαμένων. Οι δρόμοι της ήταν άδειοι, τα καφενεία και τα εστιατόρια της δεν υπήρχαν πια, και τη νύχτα το μισοφέγγαρο έρειχνε το ασημένιο του φως πάνω σε μια ερημιά καμωμένη από στοιχειωμένα ερείπια, προεξέχοντα κρεμάμενα δοκάρια και μαυρισμένα καβούκια σπιτιών … Οι λιγνοί αλλά στέρεα χτισμένοι μιναρέδες είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις επιζήσει … και περπατώντας κανείς με προσοχή στη λαβωμένη πόλη, έφταναν στ’ αφτιά του θρηνητικά, μέσα στην ασάλευτη νύχτα τα καλέσματα του μουεζίνη: «Αλλάχ ου ακμπάρ!» (F. H. Smart, “The Great Fire”, The Mosquito, 93, Μάρτιος 1951). Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο από την τεράστια αυτή πυρκαγιά δεν υπήρξαν νεκροί, παρά μόνο, κι αυτό δεν είναι βέβαιο, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες που είχαν «ξεμείνει» σε καπηλειά… Η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε όλη ουσιαστικά την οθωμανική πόλη και τον εβραϊκό της πυρήνα.
Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης – Ο Ερνέστ Εμπράρ
Το Ελληνικό κράτος ευτύχησε να έχει τότε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και Υπουργό Συγκοινωνιών τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, δύο μεγάλους πολιτικούς. Έξι μέρες μετά την πυρκαγιά, έγινε σύσκεψη στην Αθήνα για το μέλλον της Θεσσαλονίκης. Εκεί πάρθηκε η σημαντική απόφαση να απαλλοτριωθεί όλη η καμένη από την πυρκαγιά έκταση και να ξαναχτιστεί σε νέα βάση. Ο Σαράιγ προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τις ελληνικές Αρχές με τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς του. Έτσι σύντομα δημιουργήθηκε μια επιτροπή από Έλληνες, Βρετανούς και Γάλλους ειδικούς.
Ο Βενιζέλος που τα προηγούμενα χρόνια είχε εκφράσει την απογοήτευσή του που δεν μπορούσε να κάνει αισθητικές και υγειονομικές παρεμβάσεις στη Θεσσαλονίκη έλεγε ότι η πυρκαγιά ήρθε «σχεδόν σταλμένη από τη Θεία Πρόνοια» και έδωσε εντολή στον πρόεδρο της επιτροπής, τον διακεκριμένο Βρετανό αρχιτέκτονα τοπίου Τόμας Μόσον να αντιμετωπίσει την πόλη σαν άγραφο χαρτί. Ήταν τέτοια η ταχύτητα των διαδικασιών που μας εκπλήσσει… Στα τέλη Αυγούστου, δέκα μέρες μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, είχε «περάσει» νόμος που προέβλεπε την άμεση κατεδάφιση της πυρίκαυστης ζώνης και απαγόρευε την ανοικοδόμηση χωρίς κυβερνητική άδεια. Σε ανάλογες, απευκταίες περιπτώσεις, σύγχρονοι πολιτικοί, είναι αβέβαιο αν θα κατόρθωναν να λάβουν μια τόσο απλή απόφαση σε λιγότερα από 2-3 χρόνια…
Η γενική απαλλοτρίωση επέτρεπε στον Μόσον να καταρτίσει σχέδια με νέα οικοδομικά τετράγωνα, μεγαλύτερα και κανονικότερου σχήματος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για τη δημιουργία φαρδύτερων και πιο ίσιων δρόμων, πιο ευρύχωρων πλατειών και ενός πιο λειτουργικού σχεδιασμού. Τρεις μήνες μετά τη συγκρότηση της επιτροπής, ο «εξουθενωμένος Μόσον στάλθηκε πίσω στην Αγγλία για να αναλάβει (συνέλθει, αναρρώσει)» γράφει ο Μ. Μαζάουερ. Τη θέση του πήρε ένας νεότερος ηλικιακά αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος, ο Γάλλος Ερνέστ Εμπράρ (1875-1933) που είχε ανασκάψει ρωμαϊκές και βυζαντινές θέσεις της Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν είχε δημοσιεύσει μια μελέτη για την «παγκόσμια πόλη» του μέλλοντος.
Ο Εμπράρ σχεδίασε μια πόλη όπου οι κατοικίες θα απλώνονταν στις παρυφές της και τα νέα προάστια. Μια νέα βιομηχανική ζώνη θα ιδρυόταν πίσω από το λιμάνι. Οι αδόμητες πλαγιές έξω από το ανατολικό τείχος θα γίνονταν πάρκα και χώρος ενός νέου πανεπιστημίου εξοβελίζοντας τα νεκροταφεία που υπήρχαν εκεί. Οι δρόμοι θα διαπλατύνονταν και θα ευθυγραμμίζονταν. Θα διανοιγόταν μια φαρδιά λεωφόρος που ξεκινώντας από μια μεγάλη κεντρική πλατεία πάνω στην Εγνατία θα έφτανε ως τη θάλασσα πλαισιωμένη από μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια. Έμεινε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα άλυτο. Τι θα γινόταν με τους ιδιοκτήτες των οικημάτων που είχαν καεί; Σ’ αυτούς δόθηκαν πιστοποιητικά με τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οικοδομήσιμη γη όταν αυτή θα ήταν διαθέσιμη. Έχει γραφτεί ότι στόχος των Ελλήνων ήταν να εξοβελίσουν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Οι Έλληνες ήθελαν να διατηρήσουν το εβραϊκό στοιχείο.
Όσοι Εβραίοι είχαν την οικονομική δυνατότητα θα μπορούσαν άνετα να αποκτήσουν τα μεγαλύτερα και καλύτερα οικόπεδα. Πρόβλημα θα είχαν μόνο οι μικροϊδιοκτήτες. Όπως προκύπτει όμως από έκθεση που συντάχθηκε για λογαριασμό της εβραϊκής κοινότητας, τον Φεβρουάριο του 1920, 2.700 φτωχές εβραϊκές οικογένειες είχαν μετακομίσει και κατέληγε ότι «σε γενικές γραμμές οι εβραϊκές οικογένειες έχουν λάβει τώρα καλύτερη στέγη απ’ αυτή που είχαν πριν την πυρκαγιά. Στην παλιά πόλη χιλιάδες άτομα ζούσαν πριν σε στενά, υγρά και βρόμικα σοκάκια, μέσα σε υπόγεια και σε κελάρια όπου το φως έμπαινε συνήθως μονάχα από πολύ μικρές τρύπες.
Σε όλες σχεδόν τις νέες κατοικίες τα δωμάτια αερίζονταν καλά. Δεν έχει παραμεληθεί τίποτα ώστε να εξασφαλιστούν καλές συνθήκες υγιεινής»(Committee of JDC of America Funds for Jewish War Sufferers – JDC, 20/2/1920). Άλλωστε και η απογραφή του 1928 επιβεβαιώνει ότι στη Θεσσαλονίκη ζούσαν 63.000 Εβραίοι, δεν υπήρξε δηλαδή μεταβολή του πληθυσμού τους σε σχέση με το 1916.
Η αλλαγή της κυβέρνησης το 1920 έφερε και αλλαγές στο σχέδιο του Εμπράρ: μειώθηκε το μέγεθος των δευτερευουσών πλατειών, στένεψαν οι δρόμοι και διπλασιάστηκε ο αριθμός των οικοπέδων, καθώς μίκρυνε η έκταση των αρχικών, έτσι ώστε να μην υπάρχουν δυσαρεστημένοι ιδιοκτήτες. Ο βυζαντινός χαρακτήρας της πόλης δεν τονίστηκε όπως και όσο έπρεπε. Στο κέντρο της πόλης η χάραξη των οδών έμεινε με απίστευτη ακρίβεια «πιστή» στο σχέδιο του Εμπράρ. Έξω από την πόλη όμως, το σχέδιο τηρήθηκε ελάχιστα. Ακόμα και η πανεπιστημιούπολη που οραματίστηκε πρώτος ο Μόσον φτιάχτηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίλογος
Αυτή ήταν η ιστορία της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917 που άλλαξε την εικόνα της Θεσσαλονίκης. Ο ερχομός χιλιάδων προσφύγων το 1923 άλλαξε ακόμα περισσότερο την εικόνα αυτή. Οι δύο προσφυγοπούλες δικάστηκαν για εμπρησμό από αμέλεια αλλά αθωώθηκαν. Και όπως γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ, το 1930 μόνο ελάχιστο ποσοστό των κατοίκων της Θεσσαλονίκης θυμόταν την πόλη όπως ήταν στις μέρες του σουλτάνου που εκθρόνισαν και εξόρισαν οι Νεότουρκοι το 1909, του Αβδούλ Χαμίτ.
Πηγές:
• Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ & Μ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1983
• Mark Mazower, «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006