Advertisement

Η νομική φύση των Μυρτιδίων από επίσημο έγγραφο του 1918.

Έγγραφο-καταπέλτης!

375

Ένα επίσημο έγγραφο που χρονολογείται από το 1918 και έχει αποσταλεί από τον Ειρηνοδίκη Κυθήρων Ν. Σισμάνη προς την Επισκοπική Επιτροπή Κυθήρων και αναφέρεται με ποίο δικαίωμα και κάτω από ποίο νομικό καθεστώς περιήλθε η Μονή Μυρτιδίων στους Δήμους Κυθηρίων και Ποταμίων, δίνει μία άμεση, σαφή και μη επιδεχόμενη οιασδήποτε αμφισβητήσεως απάντηση στις κατά καιρούς προσπάθειες να μεταβληθεί, αλλοιωθεί ή καταργηθεί το αρραγές νομικό καθεστώς της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας. Έχει σημασία ότι η Επισκοπική Επιτροπή, που εδρεύει τότε στον Ποταμό λόγω της μεταφοράς εκεί (1903) της έδρας της Επισκοπής Κυθήρων από τον επίσκοπο Ευθύμιο Καββαθά (†1915) υποβάλλεται ως έχει στο αρμόδιο υπουργείο, το οποίο είχε ζητήσει στοιχεία για τη μετατροπή του Ιερού Προσκυνήματος σε Μονή. Το έγγραφο αυτό περιέχεται σε παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου του κ. Αναστασίου Πήλια, Διδάκτορος νομικής, ο οποίος, με εντολή Λέκτορος είχε ασχοληθεί με τα Αυτοδιοικητικά Πολιτιστικά καθεστώτα σε σχέση με την Εκκλησία στην Ελλάδα. Διαβάστε με προσοχή το έγγραφο αυτό, το οποίο φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα η εφημερίδα μας ως συνεισφορά στη σχετική συζήτηση, η οποία άνοιξε ακαίρως και πάλι προ τριετίας και έχει ήδη δοκιμάσει για μία ακόμη φορά τις σχέσεις της τοπικής Εκκλησίας με την πλειοψηφία του ποιμνίου, το οποίο γνωρίζει καλώς και σέβεται εις το έπακρον τις βαθύρριζες παραδόσεις του τόπου μας.
«Κ»


Αριθ. 27. Προς την Επισκοπικήν Επιτροπήν Κυθήρων

Advertisement

Εις απάντησιν του υπ’ αριθµ. 28 λήξαντος µηνός υµετέρου εγγράφού και εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθµ. 12126 διαταγής του Υπουργείου εκκλησιαστικών και της Δηµοσίας εκπαιδεύσεως, γνωρίζοµεν υµίν, ό,τι εν τη ιερά µονή Μυρτιδίων, ήτις τυγχάνει το προσκύνηµα ιδίως της Επαρχίας και ήτις δεν θεωρείται Μονή, ως αι λοιπαί εν τω κράτει τοιαύται, δεν υπάρχoυσιν µοναχαί χειροτον笵έναι κατά τους κανόνας της Εκκλησίας, αλλά επτά λεyόµεναι καλογραίαι λίαν προκεχωρηµένης ηλικίας, αίτινες αποφάσισαν να διανύσωσι το υπόλοιπον του βίου των εν ηρεµία εν τη Μονή αποσυρθείσαι της κοινωνίας, προς ψυχική των σωτηρίαν και αίτινες έχουσαι τους αναγκαίους πόρους και ιδίαν περιουσί¬αν. Συντηρούνται εξ ιδίων, πλην δύο, ουχί εντελώς απόρων εις ας ή διαχειριστική Επιτροπή παρεχώρησε κηπάρια πέριξ της µονής προς καλλιέργειαν και εις τον εφηµέριον της µονής εν ελαιόφυτον, ίνα το καλλιεργεί και το καρπούται εν όσω διαµένει εν τη Μονή.
Προς τούτοις πληροφορούµεν υµάς, ότι η Μονή αυτή δεν κέκτηται ικανήν κτηµατικήν περιουσίαν, αλλά τινά κτήµατα διεσπαρµένα εν τη νήσω, και ων η µικρά πρόσοδος διατίθεται προς συµπλήρωσιν των αναγκών της µονής, γνωστόν δε τυγχάνει, ότι η µονή αύτη ως προσκύνηµα του τόπου συντηρείται κυρίως εκ των συνεισφορών των κατοίκων ιδιάζουσαν ευλάβειαν προς ταύτην εχόντων, και εξ ων εκτελούνται διάφορα καλλωπιστικά έργα, συντασσοµένων κατ’ έτος προϋπολογισµών, υπό της διαχειριστικής επιτροπής και εγκρινοµένων πάντοτε υπό τον κ. Νοµάρχου Αργολιδοκορινθίας.
Προς τούτοις γνωρίζοµεν υµίν, ότι η ισόβιος κάρπωσις της µνησθείσης µονής είχεν αρχικώς παραχωρηθεί υπό της Ιονίου Γερουσίας εις τον Αγα¬θάγγελον ιεροµόναχον Καλλίyερον µετά τον θάνατον δε αυτού επισυµβάντα την 5 Ιανουαρίου 1895, η Επιτροπή της Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων, αποτελούµενη από τον Ειρηνοδίκην Κυθήρων, ως αντιπρόσωπον του κ. Νοµάρχου Αργολιδοκορινθίας και δύο µέλη ως αντιπροσώπους των τέως Δήµων Κυθηρίων και Ποταµίων, εκπροσωπούντας δε τας νυν κοινότητας των τέως Δήµων, έχουσα υπ’ όψιν των την από 27 Ιουλίου 1892 απόφασιν του νοµικού συµβουλίου δι’ ής απεφάνθη, ότι µετά την αποβίωσιν του ηγουµένου Αγαθαγγέλου Καλλιγέρου, η µονή και τα κτήµατά της δεν περιέρχονται εις το δηµόσιον ως αντιπρόσωποι του εκκλησιαστικού ταµείου, διότι οι πρόσοδοι αυτών ωρίσθησαν διά του από 14/26 Μαΐού 1845 ΙΘ’ Νόµου του Η’ Ιονίου Κοινοβουλίου άρθρον 1 και 2, ως νόµος του επαρχιακού ταµείου προς εξηπηρέτησιν Επαρχιακού σκοπού, και ότι τας προσόδους ταύτας, να νέµηται η κατά την νήσον ταύτην συσταθείσα αρχιερατική επιτροπή, κατά το άρθρον 11 και επόµενα του από 20 Ιανουαρίου 1866 ΡΝ’ νόµου, και υπό την ιδιότητα ταύτην ανέλαβε έκτοτε, ήτοι από την 8ην Ιανουαρίου 1895 ή Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας τη εγκρίσει και της Νοµαρχίας την διοίκησιν και την διαχείρισιν της Μονής, ως υπαγοµένης εις την Εγχώριον περιουσία της Επαρχίας Κυθήρων.
Ο Ειρηνοδίκης Κυθήρων
Ν. Σισµάνης

Συνηµµένως υποβάλλοµεν προς το Υπουργείον το υπ’ αριθµ. 27 έγγραφον του Ειρηνοδίκου Κυθήρων εν ώ περιγράφεται µε λεπτοµέρειαν εν τινι δικαιώµατι περιήλθε η µονή των Μυρτιδίων εις την δικαιοδοσίαν των Δήµων Κυθηρίων και Ποταµίων.
Εν Ποταµώ τη 12 Μαΐου 1918.
Η Επισκοπική Επιτροπή.

Από το 1984, το καθεστώς της Εγχωρίου Περιουσίας13 και των ανηκόντων σε αυτήν κινητών και ακινήτων των Ιερών Προσκυνηµάτων καθορίζεται από το άρθρο 84 του ν. 1416/1984, όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 7 του ν: 2946/2001, και οριστικά διαµορφώθηκε µε την υπ’ αριθµόν 276/2003 απόφαση της ολοµελείας του ΣτΕ.

13. Για την Εγχώριο Περιουσία και τα ιερά προσκυνήµατα των Κυθήρων βλ. Γ.Ι. Κασιµάτη, Νοµοκανονικά, Οκτωβρίου 2003 σ. 79-96.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο