Ισχυρισμός 1:
Ένας υγιής άνθρωπος δε χρήζει μάσκας.
Συμπέρασμα 1:
Ο λόγος που υπάρχει σύσταση για χρήση μάσκας από το γενικό πληθυσμό είναι επειδή υπάρχει η πιθανότητα ένα μέρος του πληθυσμού να φέρει τον ιό αλλά να μη παρουσιάζει συμπτώματα για αρκετές εβδομάδες. Κατά συνέπεια ακόμα και αν κάποιος φαίνεται υγιής μπορεί να μεταδίδει τον ιό γεγονός που οδηγεί στην οδηγία για χρήση της μάσκας από όλους τους πολίτες.
Ισχυρισμός 2:
Η μάσκα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδες, σταφυλοκοκικές λοιμώξεις, πονοκεφάλους λόγω έλλειψης επαρκούς οξυγόνωσης.
Συμπέρασμα 2:
Η εμφάνιση δερματικών παθήσεων είναι αρκετά συχνή σε ιατρικό προσωπικό που φοράει εξειδικευμένο εξοπλισμό ασταμάτητα για ώρες, ωστόσο δεν εντοπίσαμε κάποια μελέτη για τη συχνότητα τέτοιων παθήσεων στο γενικό πληθυσμό κατά τη χρήση κοινής μάσκας.
Ισχυρισμός 3:
Είναι πολύ πιθανό να έχουμε μεγαλύτερη διάδοση του ιού μέσω των βρώμικων μασκών.
Συμπέρασμα 3:
Ενώ η λανθασμένη χρήση μάσκας μπορεί να οδηγήσει σε ακούσια μετάδοση του ιού, η πληρέστερη σχετική ανασκόπηση βιβλιογραφίας δείχνει ότι σε πραγματικές συνθήκες, οι μάσκες κατά μέσο όρο βοηθούν σημαντικά στη μείωση της εξάπλωσης του ιού.
Ισχυρισμός 4:
Η επανεισπνοή του διοξειδίου του άνθρακα είναι επικίνδυνη.
Συμπέρασμα 4:
Ο ισχυρισμός ότι η χρήση μάσκας παγιδεύει το εκπνεόμενο διοξείδιο του άνθρακα το οποίο όταν εισπνέεται ξανά οδηγεί σε σοβαρά προβλήματα υγείας δεν έχει καμία βάση. Οι μάσκες που χρησιμοποιούνται από το γενικό πληθυσμό έχουν επαρκώς μεγάλους πόρους για να επιτρέπουν τη διέλευση του εκπνεόμενου και εισπνεόμενου αέρα. Αυτό που μπλοκάρουν είναι τα σταγονίδια βήχα και/ή φτερνίσματος.
Ισχυρισμός 5:
Ο ΠΟΥ πρεσβεύει ότι τα παιδιά κάτω των 12 δεν χρήζουν μάσκας.
Συμπέρασμα 5:
Στην πραγματικότητα, ο ΠΟΥ έχει μόνο δηλώσει ότι για να ληφθεί η απόφαση χρήσης μασκών ή όχι για παιδιά μεταξύ 6 και 11 ετών, συστήνεται να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας και η ευκολία των παιδιών να τις χρησιμοποιήσουν ορθά, αλλά πουθενά ο ΠΟΥ δεν αναφέρει ότι «αυτές οι ηλικίες δεν χρήζουν μάσκας». Για ηλικίες μεταξύ 2 και 5, ενώ δε συστήνει τη γενικευμένη απαίτηση χρήσης μάσκας, επιτρέπει στα εκάστοτε κράτη να τη θεσμοθετήσουν σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπου υπάρχει και επίβλεψη ενήλικα και με βάση οδηγίες από επίσημους οργανισμούς υγείας. Για τη χρήση μάσκας από 2 ετών και άνω τόσο η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιατρικής όσο και η Παγκόσμια Παιδιατρική Εταιρεία, η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμωδών Νοσημάτων έχουν αναφέρει επίσημα πως είναι ασφαλής.
Ισχυρισμός 6:
Η Ισπανία και η Γαλλία είναι οι μόνες χώρες που έχουν θεσμοθετήσει τη χρήση μασκών σε μικρά παιδιά, η Ισπανία από τα 6 και η Γαλλία από τα 11. Σε όλα τα άλλα κράτη τα παιδιά μπαίνουν χωρίς μάσκα, εκτός από τους προαύλιους χώρους συνωστισμού.
Συμπέρασμα 6:
Για τις χώρες της ΕΕ μέχρι και τις 14-9-2020, είχε θεσμοθετηθεί απαίτηση χρήσης μάσκας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Κύπρο, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Βέλγιο, Ιρλανδία, και όσον αφορά απαίτηση στην πρωτοβάθμια, συμπεριλαμβάνονται η Σλοβακία από τα 10 και η Ιταλία για όλα τα έτη.
Ο καρδιολόγος Φαίδων Βόβολης είχε γίνει viral το Μάρτιο του 2020 με δημοσιεύμά του, στο οποίο αμφισβητούσε τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Τότε, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών είχε καταδικάσει τις απόψεις του ως επιστημονικά ατεκμηρίωτες.
Έκτοτε, ακολούθησαν και δημόσιες εμφανίσεις του, με δύο πρόσφατες να έχουν αποκτήσει μεγάλη διάδοση. Έτσι, θα τις εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω.
Η πρώτη εμφάνιση αφορούσε «debate για τη χρήση μάσκας στα σχολεία», μεταξύ του Δρ. Βόβολη και της Δρ. Παγώνη (Προέδρου Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας Πειραιά), που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 στις 10 Σεπτεμβρίου του 2020.
Η συνέντευξη ξεκινάει με τον κ. Χατζηνικολάου να ρωτάει το Δρ. Βόβολη ποιες είναι οι ενστάσεις του για τη χρήση μάσκας, και αυτός απαντάει με τα παρακάτω επιχείρηματα. Θα παραθέτουμε σύντομο σχολιασμό για το καθένα τους, και πιο αναλυτικά προηγούμενά άρθρα μας όπου υπάρχουν σχετικά:
Αυτό που ισχύει είναι ότι ένα άτομο που δεν έχει μολυνθεί με COVID-19, δεν παρουσιάζει κίνδυνο να μεταδώσει τον κορωνοϊό αν δεν φοράει μάσκα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι οι ασθενείς εμφανίζονται ασυμπτωματικοί για ένα διάστημα από λίγων μέχρι και 14 ημερών (προσυμπτωματικοί), στο οποίο διάστημα είναι δυνατό να μεταδώσουν τον ιό εν αγνοία τους. Άλλοι δεν εμφανίζουν ποτέ συμπτώματα αλλά περνούν την ασθένεια ασυμπτωματικά, παρότι η δυνατότητά τους να μολύνουν τους γύρω τους εκτιμάται υψηλή. Γι’ αυτό οι αναγνωρισμένοι φορείς υγείας (όπως ΠΟΥ και CDC) συστήνουν τη χρήση μάσκας στο γενικό πληθυσμό όταν υπάρχουν κρούσματα στην κοινότητα.
Εκτός της ασυμπτωματικής διάδοσης όμως, τελευταία συσσωρεύονται επιστημονικά στοιχεία που υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η χρήση μάσκας μειώνει το ιικό φορτίο που δέχεται όποιος την φορά, και έτσι βοηθούν ως προς μια ηπιότερη νόσηση και τελικά, την αποτροπή θανάτου [πηγή 1][πηγή 2]. Αν η υπόθεση ισχύει, η χρήση μάσκας προστατεύει σε ένα βαθμό και τους υγιείς που τη φορούν.
Η εμφάνιση δερματικών παθήσεων είναι αρκετά συχνή σε ιατρικό προσωπικό που φοράει εξειδικευμένο εξοπλισμό ασταμάτητα για ώρες, ωστόσο δεν εντοπίσαμε κάποια μελέτη για τη συχνότητα τέτοιων παθήσεων στο γενικό πληθυσμό κατά τη χρήση κοινής μάσκας.
Επίσημοι φορείς (όπως DHS και AAD) έχουν εκδώσει συμβουλές για την πρόληψη τέτοιων παθήσεων, που συχνά είναι τόσο απλές όσο η καθημερινή πλύση της μάσκας, η μη χρήση της κατά την άσκηση και τα διαλείμματα χρήσης κάθε 4 ώρες. Στα πλαίσια των οδηγιών του ΕΟΔΥ για τα σχολεία τα προαναφερόμενα καλύπτονται, για παράδειγμα τα παιδιά αφαιρούν τις μάσκες κατά τα ωριαία σχολικά διαλείμματα.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ανεπαρκούς οξυγόνωσης, είναι πλήρως εσφαλμένοι, όπως είχαμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας.
Ενώ η λανθασμένη χρήση μάσκας μπορεί να οδηγήσει σε ακούσια μετάδοση του ιού, η πληρέστερη σχετική ανασκόπηση βιβλιογραφίας δείχνει ότι σε πραγματικές συνθήκες, οι μάσκες κατά μέσο όρο βοηθούν σημαντικά στη μείωση της εξάπλωσης του ιού. Η ορθή χρήση της μάσκας αυξάνει ακόμα περισσότερο την προστασία που παρέχουν, και αφού οι φορείς υγείας διεθνώς έχουν εστιάσει στη διαρκή ενημέρωση, η χρήση μασκών αναμένεται να είναι ολοένα και περισσότερο αποτελεσματική.
Έχουμε εξετάσει αυτόν και περισσότερους παρεμφερείς ισχυρισμούς κατά της χρήσης μασκών σε αναλυτικό άρθρο μας, και συμπεράναμε ότι δεν υποστηρίζονται από τα επιστημονικά δεδομένα.
Στην πραγματικότητα, ο ΠΟΥ έχει μόνο δηλώσει ότι για να ληφθεί η απόφαση χρήσης μασκών ή όχι για παιδιά μεταξύ 6 και 11 ετών, συστήνεται να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας και η ευκολία των παιδιών να τις χρησιμοποιήσουν ορθά, αλλά πουθενά ο ΠΟΥ δεν αναφέρει ότι «αυτές οι ηλικίες δεν χρήζουν μάσκας».
Για ηλικίες μεταξύ 2 και 5, ενώ δε συστήνει τη γενικευμένη απαίτηση χρήσης μάσκας, επιτρέπει στα εκάστοτε κράτη να τη θεσμοθετήσουν σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπου υπάρχει και επίβλεψη ενήλικα και με βάση οδηγίες από επίσημους οργανισμούς υγείας.
Για τη χρήση μάσκας από 2 ετών και άνω τόσο η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιατρικής όσο και η Παγκόσμια Παιδιατρική Εταιρεία, η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμωδών Νοσημάτων έχουν αναφέρει επίσημα πως είναι ασφαλής. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3]
Δείτε το σχετικό άρθρο μας εδώ.
Δεν ισχύει ότι πρόκειται για κανονισμούς που εφαρμόζει μόνο η Γαλλία και η Ισπανία. Σε έρευνά μας μόνο για τις χώρες της ΕΕ μέχρι και τις 14-9-2020, είχε θεσμοθετηθεί απαίτηση χρήσης μάσκας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιπλέον στις Κύπρο, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Βέλγιο, Ιρλανδία, και όσον αφορά απαίτηση στην πρωτοβάθμια, συμπεριλαμβάνονται η Σλοβακία από τα 10 και η Ιταλία για όλα τα έτη.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι για αρκετές από τις υπόλοιπες χώρες, υπήρχαν αναφορές αυστηροποίησης των μέτρων με την αύξηση των κρουσμάτων το τελευταίο διάστημα, που θα ήταν σε θέση να θέσουν σε εφαρμογή τη χρήση μασκών στα σχολεία (αναφορές για πρώτη εφαρμογή στη Λιθουανία και το Βέλγιο, ενώ για επέκταση και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από τη Ρουμανία).
Μετά από την παραπάνω προβληματική τοποθέτηση του Δρ. Βόβολη, η Δρ. Παγώνη απάντησε πως η επιστημονική άποψη βάσει μελετών έχει αναφερθεί από την Πνευμολογική Εταιρία, την Ομοσπονδία Παιδιάτρων Ελευθεροεπαγγελματιών και την Παιδιατρική Εταιρία, που κάνουν σαφές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τα παιδιά από τη χρήση της μάσκας. Αναφέρει και σχετική μελέτη (από την περιγραφή υποθέτουμε την εξής) που επιβεβαίωσε ότι τόσο σε περιβάλλον αίθουσας όσο και άσκησης, οι μάσκες είναι ασφαλείς για τα παιδιά.
Η Δρ. Παγώνη διατυπώνει επίσης την καθημερινή εμπειρία των ογκολογικών παιδικών νοσοκομείων: τα ασθενή παιδιά, με σκοπό την προστασία τους από ιώσεις, φορούν μάσκες καθ’ όλη τη διάρκεια πολύχρονων θεραπειών, ακόμα και στο σπίτι τους, χωρίς να αντιμετωπίζουν κανένα σχετικό πρόβλημα.
Ο Δρ. Βόβολης, ανταπαντά και πάλι με την λανθασμένη κατανόησή του αναφορικά με τις σχετικές οδηγίες του ΠΟΥ, και ισχυρίζεται ότι αποτελεί κοινή γνώση πως τα παιδιά δεν μπορούν να μεταδώσουν εύκολα τον ιό. Ωστόσο, όπως είχαμε δείξει και σε προηγούμενο άρθρο μας, η τελευταία άποψη βασίζεται στις αρχικές ελλειμματικές μελέτες, με τις νέες και ποιοτικότερες να καθιστούν σαφές ότι τα παιδιά μπορούν να μεταδώσουν τον ιό αρκετά ώστε να προκαλέσουν νέες εξάρσεις στην κοινότητα, ειδικά όταν δεν λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης.
Ο Δρ. Βόβολης έπειτα επιχειρεί συγκρίσεις με τους θανάτους που προκαλεί ετησίως η γρίπη, και αμφισβητεί ότι η COVID-19 αποτελεί όντως πανδημία. Δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφορά μιας εποχικής ίωσης για την οποία υπάρχει σημαντική ανοσία στον πληθυσμό και αποτελεσματικό εμβόλιο, με μιας ανεξερεύνητης νόσου για την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης προστασία ενώ προκαλεί εξάρσεις ανεξαρτήτως εποχής, μεταδίδεται πολύ πιο εύκολα σε διεθνές επίπεδο, και παρουσιάζει πολλαπλάσια θνησιμότητα. Η διεθνής επιστημονική κοινότητα, στα πλαίσια τέτοιων διαχωρισμών, θεωρεί τη γνωστή γρίπη εποχική ενώ την COVID-19 πανδημική νόσο [πηγή 1][πηγή 2].
Ο Δρ. Βόβολης επικαλέστηκε πολλά από τα παραπάνω εσφαλμένα επιχειρήματα και σε συνέντευξή του στις 11-9-2020, η οποία έγινε viral στα κοινωνικά δίκτυα. Παρακάτω θα εξετάσουμε κάποιους ακόμη ισχυρισμούς που κάνει στη συγκεκριμένη συνέντευξη.
Καταρχάς σημειώνουμε μια παρανόηση που προδίδει βασικά ελλείμματα κατανόησης αναφορικά με τις μολυσματικές παθήσεις:
Στο 3:10, ο Δρ. Βόβολης, θέλοντας να τονίσει την «παράλογη τρομοκράτηση» που μας έχει προκαλέσει η COVID-19, παρουσιάζει το εξής σκεπτικό: αν σε ένα άτομο δείξεις δύο ασθενείς, και ο ένας έχει AIDS ενώ ο άλλος κορωνοϊό, το άτομο θα πλησιάσει αυτόν που έχει AIDS. Στην πραγματικότητα, ο HIV δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί μέσω συνηθισμένων κοινωνικών επαφών ή σάλιου, ενώ αυτός είναι ο βασικός τρόπος μετάδοσης του κορωνοϊού.
Υπάρχουν όμως και πιο προβληματικές δηλώσεις ως προς την COVID-19. Στο 1:40 ακούμε το εξής:
Καταρχάς, η αναφορά στα στατιστικά της Worldometer δεν είναι έγκυρη, καθώς η ιστοσελίδα υπολογίζει μεν τη βαριά νοσηλεία ως προς τα παρόντα κρούσματα στο 1%, αλλά τους θανάτους από τα παλιότερα κρούσματα (τριπλάσια σε αριθμό) στο 4%.
Πρόχειρες συγκρίσεις επί των παρόντων κρουσμάτων εξαρτώνται από τη χρονική στιγμή και είναι εξ ορισμού προβληματικές: ένα διάστημα μπορούν να σημειώνονται κρούσματα κυρίως σε υγιείς νέους, ενώ άλλα διαστήματα κυρίως σε ηλικιωμένους επιβαρυμένης υγείας. Έτσι, με τον ίδιο αριθμό κρουσμάτων, γίνεται να παίρνουμε την εικόνα μιας ασθένειας με άλλοτε υψηλότερη και άλλοτε χαμηλότερη θνησιμότητα, ανάλογα με το δείγμα των κρουσμάτων.
Όμως τέτοια στατιστικά αποδεικνύονται και ευρύτερα προβληματικά για την πολύπλευρη κατανόηση των αποτελεσμάτων της COVID-19. Το τελευταίο διάστημα γίνεται σαφές ότι η νόσος συχνά προκαλεί, ακόμα και σε νέους ή προηγουμένως υγιείς ανθρώπους, χρόνια ζημιά στους πνεύμονες, το καρδιαγγειακό ή το νευρικό σύστημα. Στις πρώτες σχετικές μελέτες, πλειοψηφίες πρώην ασθενούντων εμφανίζουν συμπτώματα χρόνιας κόπωσης για εβδομάδες μετά το αρνητικό τεστ COVID-19, ενώ σημαντικές μειοψηφίες εξακολουθούν να έχουν τέτοια συμπτώματα για μήνες μετά. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3]
Καθώς ο Δρ. Βόβολης επιμένει και σε αυτό το βίντεο σε συγκρίσεις με τη γρίπη, παραθέτουμε ορισμένες σχετικές περιγραφές ειδικών που αντιμετώπισαν κρούσματα κορωνοϊού:
Ο Δρ. Richard Robbins, πρόεδρος του τμήματος φαρμακευτικής του Houston Methodist Hospital, δήλωσε σχετικά στο TMC News: «Ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερες υπο-οξείες και χρόνιες επιπλοκές από τη μόλυνση, οπότε δεν είναι σαν τη γρίπη, που την έχεις για λίγες μέρες και μετά τη ξεπερνάς». Ο Δρ. Khurram Nasir του ίδιου νοσοκομείου παρομοίασε την ασθένεια με «χειροβομβίδα που εκρήγνειται στο σώμα σου και προκαλεί αλυσιδωτές βλάβες απ’ άκρη σε άκρη του».
Να πούμε επίσης ότι ενώ ο Δρ. Βόβολης κάνει διαρκώς λόγο για «600 χιλιάδες θανάτους από τη γρίπη», στην πραγματικότητα πρόκειται για το άνω άκρο των στατιστικών εκτιμήσεων, καθώς τα περισσότερα άτομα που θεωρούνται θύματα δεν είχαν δεχθεί τεστ γρίπης. Έτσι, ο ΠΟΥ το 2017, αναφέρθηκε σε 290 έως 650 χιλιάδες θανάτους γρίπης.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα καταμετρούμενα θύματα της COVID-19 που χρειάζεται να έχουν διαγνωστεί με τον κορωνοϊό (παραπέμπουμε και σε σχετικό άρθρο μας για τον τρόπο μέτρησης των θυμάτων στις ΗΠΑ).
Έπειτα, στο 12:12, παρατίθεται ένα ηχητικό απόσπασμα, όπου ο λοιμωξιολόγος Σύψας εμφανίζεται να δηλώνει ότι οι μάσκες δεν προστατεύουν τους υγιείς, και παρουσιάζεται ως απόδειξη υπέρ της άποψης του Δρ. Βόβολη.
Στην πραγματικότητα όμως, η δήλωση έλαβε χώρα στις 28 Φεβρουαρίου 2020, σε ένα ιδιαίτερα πρώιμο στάδιο της πανδημίας, όταν τα στοιχεία ήταν ακόμη ελλιπή.
Όπως εξηγήσαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας, ο καθηγητής Τσιόδρας έχει αναφερθεί στον τρόπο που άλλαξαν οι απόψεις στην επιστημονική κοινότητα με τις ποιοτικότερες νέες μελέτες. Έτσι οδηγηθήκαμε και στη σύσταση χρήσης μάσκας από το γενικό πληθυσμό, όταν πλέον είχε τελειώσει το lockdown και ο ιός εξαπλωνόταν ανεξέλεγκτα στην κοινότητα (ώστε δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους υγιείς από τους ασυμπτωματικούς).
Τέλος, στο 18:30 γίνεται ο ισχυρισμός πως η θνησιμότητα της COVID-19 είναι 0.2% (δύο τοις χιλίοις) επί των νοσούντων, και αυτό την καθιστά «μια ακόμη γρίπη». Ο ισχυρισμός όμως είναι πολύπλευρα προβληματικός.
Καταρχάς, η αποτίμηση κινδύνου δεν γίνεται μόνο λαμβάνοντας υπόψη τη θνησιμότητα, αλλά και την αναπαραγωγή του ιού. Όπως σημειώνει και ο Δρ. Νικόλαος Χρηστάκης, η SARS ήταν περί τις 10 φορές πιο θανατηφόρα από την COVID-19, όμως σε επίπεδο πληθυσμού πολύ πιο ακίνδυνη, καθώς έτσι έφτανε να μολύνει πολύ λιγότερα άτομα.
Ας εξετάσουμε όμως τον ισχυρισμό περί θνησιμότητας καθαυτόν. Υπάρχουν δύο σχετικοί δείκτες: η θνησιμότητα ανά επιβεβαιωμένο κρούσμα (CFR), και η θνησιμότητα ανά μόλυνση (IFR). Ο δείκτης πλέον εύκολος προς υπολογισμό είναι ο πρώτος, και όπως είδαμε προηγουμένως, μέχρι και τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο (14-9-2020), ανέρχεται σε 4% στο διεθνή πληθυσμό.
Όμως ο δείκτης που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι το IFR, το οποίο ωστόσο είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια λόγω του αβέβαιου αριθμού των συνολικών μολύνσεων (γνωστά και μη γνωστά κρούσματα). Επιπλέον, όπως είπαμε και προηγουμένως, η θνησιμότητα διαφέρει ανάλογα με το δείγμα των κρουσμάτων, άρα σε χώρες με πιο γηραιό πληθυσμό και περισσότερα χρόνια νοσήματα, αναμένουμε μεγαλύτερο IFR.
Έχουν υπάρξει πολυάριθμες μελέτες ανά τον κόσμο με σκοπό τον υπολογισμό του IFR, πάντως η συντριπτική πλειοψηφία τους τοποθετεί τη θνησιμότητα στο γενικό πληθυσμό της εκάστοτε χώρας σημαντικά άνω του 0.2%.
Δεν εντοπίσαμε κάποια peer reviewed μελέτη που να συνθέτει τα συμπεράσματα όλων αυτών των μελετών, αλλά πρόσφατα αναρτήθηκε μια εκτενής μετανάλυση που βρίσκεται ακόμα σε στάδιο ελέγχου από ειδικούς (pre-print). Ενώ προς το παρόν δεν μπορούμε να δεχτούμε τα ευρήματά της ως ασφαλή, εξέτασε 89 προηγούμενες μελέτες, και μπορεί να μας δώσει μια εικόνα σχετικά με το πού αναμένεται ο IFR για τη χώρα μας.
Η μελέτη παρείχε εκτίμηση των IFR ανά ηλικία, και χρησιμοποιώντας την ηλικιακή διαστρωμάτωση του ελληνικού πληθυσμού, όπως καταγράφηκε στην πιο πρόσφατη απογραφή του 2011, εκτιμούμε το IFR της χώρας μας σε 1.47% (το νούμερο αναμένεται ελαφρώς υψηλότερο καθώς ο πληθυσμός μας εκτιμάται ότι έχει γεράσει περισσότερο έκτοτε).
Η εκτίμηση ταιριάζει με το IFR του ισπανικού πληθυσμού που προσομοιάζει τον ελληνικό, όπως υπολογίστηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και πιο αντιπροσωπευτικές σχετικές μελέτες σε 1.1%.
Ούτε όμως το IFR καταγράφει τη συνολική θνησιμότητα που οφείλεται στην πανδημία. Στατιστικά από πολυάριθμες χώρες καταδεικνύουν ότι φέτος οι θάνατοι γενικά είναι σημαντικά περισσότεροι απ’ όσους θα αναμέναμε σε σχέση με τις περασμένες χρονιές, μαζί με τα επίσημα θύματα από COVID-19 (παρότι έχουν μειωθεί οι θάνατοι λόγω γρίπης μέσω των ευρύτερων μέτρων ασφαλείας). Παραθέτουμε σχετικό γράφημα του Economist:
Οι απροσδόκητοι θάνατοι οφείλονται μεταξύ άλλων στην υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Ενώ ο Δρ. Βόβολης υποστηρίζει ότι τα μέτρα lockdown ήταν παράλογα, χωρίς αυτά, οι θάνατοι θα αναμένονταν πολύ περισσότεροι, ειδικά αν το σύστημα υγείας έφτανε σε κατάρρευση.
Στο 10:35 της συνέντευξης, ο Δρ. Βόβολης κατακρίνει επίσης το φαινόμενο καρδιοπαθών που δεν αναζήτησαν νοσηλεία γι’ αυτήν τους πάθηση, λόγω της αναστάτωσης της πανδημίας. Ωστόσο, χωρίς τη λήψη μέτρων κατά της πανδημίας, το πρόβλημα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο: περισσότερα κρούσματα ώστε οι καρδιοπαθείς θα φοβόντουσαν περισσότερο να κολλήσουν, και λιγότεροι διαθέσιμοι ιατροί ώστε να τους περιθάλψουν έγκαιρα, με αποτέλεσμα ακόμα λιγότεροι καρδιοπαθείς να αναζητήσουν περίθαλψη.
Ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος, σχολίασε σχετικά:
16. Οι χώρες που επιδίωξαν να πετύχουν ανοσία της αγέλης, είτε άμεσα είτε έμμεσα, απέτυχαν. Στη Σουηδία, με χαλαρότερα μέτρα αρχικά αυτό δεν επιτεύχθηκε και λιγότερο από το 10% του πληθυσμού προσβλήθηκε από τον ιό.
17. Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το σουηδικό παράδειγμα; Ναι, υπό τους εξής όρους:
– αν το 50% των εργαζομένων τον Μάρτιο ήταν σε τηλεργασία όπως στη Σουηδία
– αν είχαμε τη μικρή πυκνότητα του πληθυσμού της Σουηδίας
– αν ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων πήγαινε στη δουλειά με ποδήλατο ή περπατώντας
– αν είχαμε τη δομή της σουηδικής οικογένειας, που οι ηλικιωμένοι δεν μένουν μαζί με τα εγγόνια τους και περίπου το 50% είναι μονογονεϊκές οικογένειες- αν οι πολίτες είχαν την ίδια εμπιστοσύνη στους θεσμούς όπως οι Σουηδοί και ακολουθούσαν σχεδόν όλοι τις οδηγίες των ειδικών
– αν είχαμε δεχθεί να έχουμε το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, που πλησιάζει τις 6.000 στη Σουηδία.
Συγκριτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιβεβαιωμένοι θάνατοι γρίπης στη Σουηδία για την περίοδο 2018-2019, ανέρχονταν μόλις σε 505. Παράλληλα, στην Ελλάδα με ελαφρώς μεγαλύτερο και πιο γηραιό πληθυσμό [πηγή], τα θύματα COVID-19 προς το παρόν ανέρχονται σε 305.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο συνεντεύξεις του Δρ. Βόβολη που εξετάσαμε παραπάνω, βρίθουν προβληματικών και ψευδών ισχυρισμών.