Η πολιτική παγίδα του τουρισμού
Μπορεί εφέτος να σπάσουν όλα τα ρεκόρ επισκέψεων και εσόδων, όμως διαφαίνεται και κάτι άλλο: ότι η Ελλάδα πιθανώς θα είναι «απαγορευμένος» προορισμός για τους Ελληνες, περισσότερο από ποτέ. Αυτό μπορεί να έχει και απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες, εν μέσω προεκλογικής περιόδου | Αγγελος Κωβαίος
Έτσι όπως πάνε τα πράγματα με τον πόλεμο, ακούγεται και κάπως παράδοξο να χαιρόμαστε για τον τουρισμό και να καλλιεργούμε προσδοκίες. Από την άλλη, αν δεν είχαμε και αυτές, θα ήταν όλα πολύ χειρότερα. Κανείς δεν θα ήθελε άλλο ένα πρόβλημα, με επιπτώσεις πολλές και βαριές. Και εν πάση περιπτώσει, η ζωή συνεχίζεται.
Υπό αυτήν την έννοια, καλά κάνουμε και ελπίζουμε ότι όλα θα πάνε καλά και ας προσευχόμαστε για τη συνέχεια.
Υπάρχει όμως ένα λεπτό σημείο το οποίο καθορίζει και την πολιτική επίδραση της τουριστικής έκρηξης. Ισως και να μην είναι όσο προφανής νομίζουμε αυτή η επίδραση.
Ναι, υπάρχουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι τουριστικοί προορισμοί και τα συναφή επαγγέλματα που περιμένουν πώς και τι τα εκατομμύρια των επισκεπτών. Υπάρχει και ο Σταϊκούρας με τον Σκυλακάκη, που περιμένουν τα δισεκατομμύρια των εισπράξεων –έστω και αν δεν μπαίνουν όλα στα δικά μας ταμεία. Μέχρι εδώ καλά, και θα όφειλαν οι επαγγελματίες του χώρου να είναι ευγνώμονες. Μαζί και η κυβέρνηση, που θα πάρει κάποιες ανάσες και θα έχει να μιλάει –εκτός απροόπτου– για μια σεζόν η οποία πιθανώς θα σπάσει όλα τα ρεκόρ.
Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση, που υπό τις παρούσες συνθήκες πιθανώς και να εξελιχθεί σε πολιτική παγίδα.
Η ακρίβεια και οι εξωφρενικές αυξήσεις στα καύσιμα αναδεικνύονται ως μία αστάθμητη παράμετρος, ειδικά κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Στα νησιά –και όχι μόνο στη Μύκονο και την Πάρο– έχουν ήδη ξεσαλώσει όλοι: ακτοπλόοι, εστιάτορες, ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, «rooms-to-let», καφενείων, μπαρ και μίνι μάρκετ πάνε να βγάλουν τα σπασμένα της διετίας που προηγήθηκε. Οι τιμές δεν είναι απλώς αυξημένες, σε κάποιες περιπτώσεις έχουν διπλασιαστεί και αυτό δεν οφείλεται μόνο στον πληθωρισμό. Υπάρχει και η γνωστή, διαδεδομένη νοοτροπία του νεοέλληνα επιχειρηματία του τουρισμού, που σε πολλές περιπτώσεις δεν αντιλαμβάνεται καν ότι προσφέρει υπηρεσίες, παρά νομίζει ότι κάνει χάρη στον πελάτη.
Το αν αυτό μπορεί να διορθωθεί είναι μία μεγάλη κουβέντα, που κάποια στιγμή πρέπει να γίνει σοβαρά και οργανωμένα και που σε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να είναι και η βασική αρμοδιότητα του υπουργείου Τουρισμού. Γιατί κατά τα λοιπά, το να διαφημίζεις κάτι που δεν χρειάζεται και πολλή διαφήμιση, δεν είναι δα και κατόρθωμα.
Ποιο είναι το ζήτημα υπό αυτές τις συνθήκες και σε αυτή τη συγκυρία; Οτι εφέτος, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, η Ελλάδα θα είναι «απαγορευμένος» τόπος διακοπών για τους περισσότερους Ελληνες. Το κόστος μετάβασης και επιστροφής στα νησιά για μία τετραμελή οικογένεια θα πλησιάσει (αν δεν ξεπεράσει) το χιλιάρικο, το κόστος διαμονής δεν θα επιτρέπει παρά ολιγοήμερες διακοπές, και αυτό αν βρει κανείς κατάλυμα κάποιας προκοπής.
Το φαινόμενο θα μπει στην πολιτική ζυγαριά: από τη μία τα εκατομμύρια των τουριστών, από την άλλη τα εκατομμύρια των Ελλήνων που θα διαπιστώνουν την αδυναμία τους να μετακινηθούν μέσα στη χώρα τους.
Πώς θα επιδράσει αυτό και ποιος θα είναι ο πολιτικός αντίκτυπος; (Ας μη λησμονούμε, είμαστε σε προεκλογική περίοδο).
Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Πάντως, καλό θα είναι να προετοιμάζεται κανείς και για τις συνέπειες ενός πιθανού εγκλωβισμού σε αυτήν την «παγίδα του τουρισμού».