Η σημασία της θέρμανσης και ψύξης από ΑΠΕ για την οικονομία
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ο δημόσιος διάλογος -συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου άρθρων- σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) επικεντρώνεται σχεδόν μονοθεματικά στην ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, περίπου 50% της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ε.Ε. γίνεται για τη θέρμανση και ψύξη (ΘΚΨ) δομημένων χώρων. Γιατί παρατηρείται αυτή η διαφοροποίηση και ποια είναι η σημασία της ΘΚΨ για την οικονομία και ειδικότερα για τον οικονομικά ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό;
Πράγματι, η μεγάλη απόκλιση που παρατηρείται σήμερα μεταξύ ποσοστών κάλυψης των αναγκών για ΘΚΨ από ΑΠΕ μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., όπου οι σκανδιναβικές χώρες είναι πρωταθλήτριες και οι νότιες χώρες αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν ουραγοί, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαφορές μεταξύ των τοπικών αστικών υποδομών, συνεπώς στο διαφορετικό ρυθμιστικό περιβάλλον και στον διαφορετικό προσανατολισμό των δημοσίων επενδύσεων των χωρών αυτών. Έτσι, ο πρωταθλητισμός μιας χώρας σαν τη Σουηδία, όπου το 70% των αναγκών των καταναλωτών για θέρμανση τροφοδοτείται από ΑΠΕ, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υποχρεωτική διασύνδεση κάθε κατοικίας με ένα δίκτυο τηλεθέρμανσης. Αυτή η υποχρεωτικότητα της διασύνδεσης λόγω του πολεοδομικού δικαίου έφερε αύξηση των επενδύσεων, καθώς το αρκετά υψηλό κόστος κεφαλαίου για την εγκατάσταση των κατάλληλων τεχνολογιών κατανεμήθηκε ευρέως μεταξύ καταναλωτών, δημιουργώντας έτσι οικονομίες κλίμακος.
Αυτές οι οικονομίες κλίμακος είναι που πέτυχαν ταχύτερη απόσβεση των επενδύσεων και αυξημένα περιθώρια κέρδους, συνεπώς δυνατότητα για περισσότερες επενδύσεις. Ο ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός έφερε όμως και αύξηση της συνειδητοποίησης των καταναλωτών, καθώς όλοι οι κάτοικοι και τα καταστήματα μιας γειτονιάς εξοικειώθηκαν με τη χρήση της τεχνολογίας αυτής, γεννώντας έτσι ζήτηση στο ίδιο το τοπικό κύτταρο της κοινωνίας. Η μακροπρόθεσμη επιμονή και η ρυθμιστική σταθερότητα είναι που εντέλει παρήγαγαν τα σημερινά θεαματικά αποτελέσματα, τόσο με όρους μείωσης του κόστους για ΘΚΨ όσο και με όρους επαρκούς κάλυψης των αναγκών των καταναλωτών σε χώρες με εξαιρετικά ψυχρό κλίμα.
Καθώς το κόστος των κεφαλαιουχικών επενδύσεων σε ΘΚΨ από ΑΠΕ δεν έχει ακόμα ακολουθήσει την έντονα καθοδική πορεία του αντίστοιχου κόστους για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, η ελεύθερη επιλογή του καταναλωτή να εγκαταστήσει ή όχι μια αντλία θερμότητας στο σπίτι του, επωμιζόμενος και το αντίστοιχο υψηλό κόστος, παραμένει ένα καθαρά θεωρητικό ενδεχόμενο, χωρίς όμως να μετασχηματίζεται σε πράξη σε χώρες που δεν χάραξαν την ίδια ορθολογική μορφή πολεοδομικού σχεδιασμού. Για να το πω με δύο λόγια: Μπροστά σ’ αυτήν την οικονομική και πολιτική ισχύ της ρύθμισης, η θεωρητικά φιλελεύθερη ατομική επιλογή της ενσωμάτωσης τεχνολογίας είναι ουσιαστικά άνευ νοήματος, καθώς το κόστος εγκατάστασης είναι ιδιαίτερα υψηλό για να το επωμιστεί μόνο του ένα νοικοκυριό.
Το καλό νέο είναι ότι η αναθεωρημένη Οδηγία για τις ΑΠΕ, που αυτόν τον καιρό συζητείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ε.Ε., περιέχει για πρώτη φορά έναν στόχο ετήσιας αύξησης της ΘΚΨ από ΑΠΕ, τον οποίο η νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τοποθέτησε στο 1% και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο νομοθετικό του ψήφισμα στο 2%. Και οι δύο στόχοι όμως είναι φιλόδοξοι, με τα σημερινά δεδομένα, και θα ωθήσουν αναπόφευκτα τα κράτη-μέλη να αναπτύξουν τουλάχιστον δύο ειδών πολιτικές: πρώτον, κάποιου είδους αύξηση του κόστους της καύσης άνθρακα ή πετρελαίου για ΘΚΨ («φόρος άνθρακα») προκειμένου να καταστήσουν οικονομικά ελκυστικότερη τη λήψη συλλογικών μέτρων για τη διείσδυση της τηλεθέρμανσης από ΑΠΕ, και δεύτερον, τον συνολικό επανασχεδιασμό των πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο σε κανονιστικό επίπεδο σχεδίων πόλης όσο και σε ατομικό επίπεδο έκδοσης οικοδομικών αδειών, προκειμένου να στραφούν οι πόλεις προς αυτήν τη νέα, οικονομικότερη και καθαρότερη για το περιβάλλον μορφή ενέργειας.