Advertisement

Η τρούφα της λαλάς

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

899

Η λαλά η Κατερίνα ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Πόσο την αγαπούσαμε δεν μπορώ να σας το περιγράψω.

Μπορεί να ήταν λίγα, μα είχε απ’’ όλα μέσα στ’’ αρμάρια της. Κυδώνι γλυκό, σύκα ξερά, ένα ρογί πετιμέζι, αμύγδαλα αφράτα, απ’’ όλα όσα γεμίζανε τότες την κοιλία, μα πιο πολύ την ψυχή των παιδιώνε.

-Ελάτε δω μάθια μου να σας εφιλέψω. Ελάτε δω πουλιά μου…

Σκοτωνόμαστε ποιό θα σώσει πρώτα δίπλα της να πάρει τα δώρα και τα χάδια της.

Όταν εγύρνα από την εκκλησία τηνε ρωτούσαμε:

-Είντα είπε λαλά σήμερα στο ευαγγέλιο;

-Είπε, παιδάκι μου, πως ο Χριστός έκαμε μία μέρα ένα μεγάλο θάμα και χόρτασε λέει με πέντε αρτοπαύλουνα και με δύο ψάρια πεντέξε κοιλίους άντρες.

Το “πεντάκις χιλίους” το είχε μεταφράσει σε πεντέξε κοιλίους, αλλά και πάλι μεγάλο της εφαινότανε το θάμα. Χορταίνουνε, σου λέει εύκολα, κοντζάμου εφτακοιλίδες;

ʼΑλλη φορά πάλι τηνε ρωτούσαμε τι πάει να πει “»κύριε των δυνάμεων μεθ’’ ημών γενού»” κι εκείνη μας έδινε αμέσως την απάντηση:

-Δεν κατέω και καλά, πουλιά μου, μα λοπώς πολεμά ο παπάς να κάμει το Θεό να θυμώσει, θαρρείς και δεν θάναι θυμωμένος από τσι αμαρτίες μας.

Το “μεθ’’ ημών” το είχε κάμει “με  θυμό”.

Μ’’ όλη της την αθωότητα πίστευε βαθιά στο Θεό, με το δικό της τρόπο, με τις δικές της ερμηνείες των γραφών. Εκείνο που είχε ερμηνεύσει ολόσωστα, που πολλοί άλλοι πιο μορφωμένοι δεν τόχουνε πάρει ακόμα χαμπάρι, είναι το ότι έπρεπε να ζει πάντα ειρηνικά και ποτέ της να μην κάμει κακό σε άνθρωπο. Έτσι πέρασε όλη της τη ζωή. Χριστιανή αληθινή.

Μόνο τον εαυτό της  κορόιδευε καμία φορά κι εμείς ψοφούσαμε να μας διηγιέται τέτοιες κουριόζικες ιστορίες.

-Ακούτε μωρέ παιδία μου, είντα έπαθα οπροχτές αποσπερού, που πήγα βίζιτα στο σπίτι του γιατρού στη Χώρα. Εγώ γλέπεις δεν είχα ξαναϊδεί-εινταλώς τον είπανε;-…α, καθρέφτη θαρρώ. Εχαιρέτου, που λέτε όλους τσοι αθρώπους με τη σειρά κι από, σαν έσωσα μπροστά από αυτονά το βερζεβού είδα εκειά μία γραία που δεν την εκάτεα, μα είπα, ας τση μιλήσω κι ελόγου της.

-Καλησπερούδια σας και σας μάθια μου, τσης είπα κι άπλωσα το χέρι μου, το άπλωσε κι εκείνη, μα ετσά τράβηξα μίανε στον καθρέφτη που κόντεψα να τονε σπάσω.Χα, χα, χα, είδατε είντα έπαθα! Δεν είχα ξαναεϊδεί, γλέπεις, καθρέφτη…

ʼΑλλη φορά μας διηγιότανε είντα έπαθε όταν πρωτοφέρανε οι μπακάληδες την τρούφα κι αρχινίξανε οι νοικοκυρές να τηνε βάνουνε στα γλυκά. Είχε πάει, λέει, σε μία φρεσκοπαντρεμένη ανηψιά της μία μέρα. Σα νέα κοπέλα αυτή είχε ανακαλύψει τσι μοντέρνες συνταγές κι είχε φτιάξει ένα ωραιότατο γλυκό με κρέμα και με μπόλικη τρούφα από πάνω και με μεγάλη της χαρά έβγαλε και τρατάρησε τη λαλά μ’’ ένα κομμάτι από δαύτο. Η γραία το πήρε μα δεν το δοκίμαζε. Το ξάνοιξε καλά-καλά, το μυρίστηκε και δύο φορές, μα δεν το ακούμπα.

-Φάτο, θεία, είναι πολύ ωραίο, τηνε παρότρυνε η ανηψία.

Εκείνη όμως είχε τους ενδιασμούς της. Αυταδά τα μαυριλάδια από πάνω καθόλου δεν τσης αρέσανε.

-Μπρε παιδί μου, πότε τόκαμες;

-Οψαργάς λαλά, επολέμου όλο το βράδυ.

-Και νάχω καλό ρώτημα, πού το φύλαξες τη νύχτα;

-Ε…, πού…, στο ντουλάπι.

-Μωρέ παιδί μου, συμπάθειε μου, μα θα στο πω. Μπρέπει πως πήγανε τα μαγαρικά τη νύχτα και στο δοκιμάσανε. Είντα είναι αυταδά από πάνω;

Η ανηψιά έσκασε στα γέλια.

-Τρούφα είναι θεία μου.

-Τρούφα; Είντα είναι η τρούφα; Δεν είναι μαθές ποντικοκούραδα;

Αφού της εξήγησε η ανηψιά τι είναι η τρούφα τόφαε βέβαια το γλυκό και της καλάρεσε, δεν εξέχνα όμως ποτέ το πως την είχε πατήσει κι εκογιονάριζε τον εαυτό της κάθε φορά που μας διηγιότανε το πάθημά της. Εύρισκε όμως και την ευκαιρία, μίας κι ασύφερε τα μποντικοκούραδα, να μας πει και το παραμύθι με τσοι δύο ποντικούς.

Ήτανε που λέεις Γιώργη μου κι όλοι νάσαστε καλά, ήτανε μία βολά δύο μποντικοί. Ο ένας ήτανε σπιτίσιος, ο άλλος αρουραίος. Ετρακαριστήκανε λοιπό μία μέρα στο πρεβόλι και πιάσανε την κουβέντα.

-Πώς τα περνάς στα χωράφια γείτονα, ρώτησε ο σπιτίσιος τον αρουραίο;

-Ε, πως να τα περνώ… από δω καμία ρίζα, από κει καμία φλούδα, άντε και κανένα σύκο το Σεπτέμβρη, καλά τα περνώ γείτονα.

-Α, εγώ περνώ καλλίτερα, του λέει ο σπιτίσιος. Και τ’’ αυγό μου τόχω και την ορά μου στο λαδάκι τηνε βουτώ κι άμα τυροκομούνε δα τ’’ αφεντικά και βάνουνε τη μαλάκα στο τουπί, ε, τότες έχω Λαμπρή. Αύριο βράδυ θα τυροκομίσουνε πάλι. Δεν έρχεσε κι εσύ να δοκιμάσεις;

Ο αρουραίος δεν πολύθελε, μα τον ζάλισε’ ο σπιτίσιος κι έτσι το άλλο βράδυ, πιο πολύ από περιέργεια, ετρύπωξε κι αυτός στο σπίτι. Ηύρε το φίλο του και τραβήξανε κατ’’ ευθείαν για το τυρί .Τ’’ αφεντικά όμως που είχανε μυριστεί πως τσοι κλέβουνε, εκείνο το βράδυ είχανε στέσει πλάκα. Από κάτω είχανε βάλει τη μαλάκα, το φρέσκο το τυρί δηλαδής. Ο σπιτίσιος που ήξερε τα κατατόπια επάαινε μπροστά και μόλις είδε το τυρί του όρμηξε. Δεν επρόκαμε όμως ο κακομοίρης να το φχαριστηθεί γιατί μόλις τ’’ ακούμπησε έπεσε η πλάκα και τον επλάκωσε κι εκεί που ήταν ολοστρόγγυλος γίνηκε διαμίας πλακουτός, πεταχτήκανε όξω τ’’ άντερά του, πάει καλλιά του. Ο αρουραίος σαν είδε την καταστροφή πήρε τον αμάζωχτο. Κατατρομαγμένος πήγε και χώθηκε στη μποντικότρυπά του κι επαραμίλειε διαρκώς:

“Κάλλιο φλούδα ξυλοκερατέας παρά μαλάκα κι όξω κωλαντερέας”.

Και κατάληγε η λαλά: Είδατε, είντα παθαίνουνε οι αχόρταγοι, παιδία μου; Γι’’ αυτό με το λίγο νάσαστε πάντα χορτάτοι, ελόγου σας.

Η λαλά η Κατερίνα ένα πρωί μας είπε:”Ξέρετε πουλία μου, σήμερα θ’’ αποθάνω. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε κι από τότε κοιμάται ακόμα…

Και να γινότανε, λαλά, να ξυπνήσεις, να συνεχίσεις να μας διηγιέσαι τσι κουριόζικες  ιστορίες σου, να μας εφίλεβες πάλι με τ’’ αφράτα αμύγδαλά σου!!Πολύ μας έχεις λείψει, λαλά μας, κι ας είμαστε πλέα παιδία.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ  ΦΥΛΛΟ 73 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ,ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1994

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο