Ιερό Ποσειδώνος στη Μικρή Δραγονάρα Κυθήρων
Άρης Τσαραβόπουλος και Γκέλη Φράγκου, Αρχαιολόγοι, Αθήνα
Τα Κύθηρα και η ευρύτερη περιοχή του νησιού, συμπεριλαμβανομένων των νησίδων του, ήταν γνωστά για την λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Ωστόσο, οι έρευνες των τελευταίων 20 χρόνων, έχουν αποκαλύψει λατρείες και άλλων θεοτήτων, οι οποίες, λόγω της άμεσης εξάρτησης του νησιού από την κυρίαρχη Λακωνία, έχουν έντονα Λακωνικά χαρακτηριστικά, όπως η Αθηνά ως Αλέα, ο Απόλλων ως Κάρνειος, ο Ασκληπιός με το λακωνικό του όνομα Αιγλαπιός, η Αθηνά, πιθανότατα ως Χαλκίοικος, καθώς και ο Ποσειδώνας ως Γαιήοχος.Από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. οι κάτοικοι των Κυθήρων ήταν περίοικοι Λακεδαιμόνιοι και διοικούνταν από «Κυθηροδίκες». Εκτός από μια ολιγόχρονη περίοδο Αθηναϊκής κατάληψης στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., και μία στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., το νησί των Κυθήρων ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την Λακωνία και την ιστορία της.
Η μελέτη αυτή αφορά στη Μικρή Δραγονάρα ή Αντιδραγονέρα, η οποία βρίσκεται νοτίως του ακρωτηρίου Μαλέα της Πελοποννήσου, στο ανατολικότερο τμήμα του νησιού των Κυθήρων (Εικ. 1). Η νησίδα αυτή είναι η πρώτη στεριά που αντικρίζει ο ναυτικός ερχόμενος από τον Μαλέα και η τελευταία που αφήνει πίσω του, όταν κατευθύνεται βορειοανατολικά για να τον διαπλεύσει. Θα συζητηθεί αρχικά η γεωγραφική θέση της βραχονησίδας, καθώς και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της. Στη συνέχεια, θα συζητηθεί το ιερό που βρέθηκε πάνω της και στο οποίο λάτρευαν, όπως προκύπτει, τον Ποσειδώνα ως Γαιήοχο ή Ενοσίχθων, παράλληλα με την Πελάγια υπόστασή του.
Το νησί των Κυθήρων και οι νησίδες του ανήκουν στις Ελληνίδες οροσειρές που αρχίζουν από την Αλβανία και τελειώνουν στο νησί της Ρόδου. Αναδύθηκαν πριν από 200 εκ. χρόνια ενώ πριν από 30 εκ. χρόνια ξεκίνησε μια δεύτερη έντονη ανοδική κίνηση που προκάλεσε την ολοκλήρωση της ορογένεσης των Ελληνίδων οροσειρών και η οποία ολοκληρώθηκε πριν από 13 εκ. χρόνια. Η τελική ανάδυση της περιοχής των Κυθήρων έλαβε χώρα πριν από περίπου 2 εκ. χρόνια. Μέχρι τότε η ανάδυση και ο σχηματισμός των Κυθήρων οφείλονταν σε τεκτονικούς λόγους εξαιτίας της κίνησης των πλακών, ενώ στη συνέχεια ολοκληρώνεται περίπου η σημερινή μορφή τους λόγω της μεταβολής της στάθμης της θάλασας ως συνέπεια της τήξης των παγετώνων.
Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή κ. Α. Μπαρτσιώκα η τεκτονική εξέλιξη της νησίδας έχει οδηγήσει στον σχηματισμό πέντε ρηγμάτων με διεύθυνση σχεδόν Β-Ν. Το δυτικότερο από αυτά έχει κατακλυστεί από τη θάλασσα και έχει σχήμα τεθλασμένης γραμμής (Εικ. 2).
Τα υπόλοιπα ρήγματα τέμνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου τη νήσο και παρουσιάζουν πολλαπλούς κώνους κορυμάτων, αφού είναι ανοιχτά σε όλο τους το μήκος και το κατακόρυφο βάθος τους είναι πολύ μικρό, μεταξύ 0-2m. Το ανατολικότερο ρήγμα είναι το μεγαλύτερο και τέμνει το νησί σε δύο τμήματα (Εικ. 3). Το ανατολικό τμήμα της νήσου έχει καταβυθιστεί κατά 4-5m ενώ η ηλικία του ρήγματος, βάσει μετρήσεων της «ταχύτητας κατακόρυφης κίνησης», είναι περίπου 80 χιλιάδων χρόνων. Το επίπεδό του είναι σχεδόν κατακόρυφο και το βάθος του μεταξύ 0-3m. Στο σύνολό τους τα ρήγματα της Μικρής Δραγονάρας χρονολογούνται μεταξύ 20 και 100 χιλ. χρόνων.
Στη βόρεια ακτή της νησίδας, το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών έχει εντοπίσει ένα σύνολο λίθινων πυραμιδοειδών αγκυρών, που μαζί με το υπόλοιπο αρχαιολογικό υλικό χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πρόκειται για ρεμέτζα πάνω από τα οποία αγκυροβολούσαν τα αρχαία πλοία ή έφεραν σημαδούρες με κάβους που τις χρησιμοποιούσαν για να πλησιάσουν με ασφάλεια στην ακτή. Ο ελλιμενισμός λόγω των απότομων βράχων είναι αδύνατος περιμετρικά της Μικρής Δραγονάρας και ο παραπάνω τρόπος φαίνεται ότι ήταν ο μοναδικός για επιτυχή προσέγγιση στη νησίδα (Εικ. 4).
Την δεκαετία του ’90 ο ακούραστος και παρατηρητικός περιηγητής κ. Άδωνις Κύρου, διαπίστωσε την ύπαρξη αρχαιοτήτων στη Μικρή Δραγονάρα και κατά τα έτη 1996 και 1997 πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα στη βραχονησίδα, σε μια έκταση διαστάσεων 20mΧ20m, γύρω από το τρίτο προς τα ανατολικά ρήγμα, όπου διατηρήθηκε ορατό ένα έγκοιλο (Εικ. 5). Η ανασκαφή περιορίστηκε σε επιφανειακό καθαρισμό, διότι δεν υπάρχουν μεγάλες προσχώσεις και κυριαρχεί ο ριζιμιός βράχος (Εικ. 6). Κατά την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε δεν εντοπίστηκε καμία κτιστή κτηριακή εγκατάσταση, αλλά βάσει ενός αριθμού χάλκινων ήλων και πήλινων κεραμίδων που βρέθηκαν στον χώρο συμπεραίνεται ότι λειτουργούσε ένα ανοιχτό στην ύπαιθρο ιερό με πρόχειρες, ξύλινες κεραμοσκεπείς κτηριακές εγκαταστάσεις.
Ωστόσο, συλλέχθηκαν εκατοντάδες κεραμικά όστρακα αμφορέων των ελληνιστικών χρόνων από διάφορες πόλεις παραγωγής οίνου και ελαιολάδου, όπως από την Ρόδο12 (Εικ.7) και την Χίο13 (Εικ. 8). Επίσης, συλλέχθηκαν πολλά τμήματα πήλινων πλακιδίων (Εικ. 9) και όστρακα μικρών αφιερωματικών αγγείων των ελληνιστικών χρόνων (Εικ. 10).
Από τα κεραμικά ευρήματα προκύπτει επίσης ότι το πλοίο που ναυάγησε στα βόρεια του νησιού των Αντικυθήρων πιθανόν να είχε διαπλεύσει, για περισσότερη ασφάλεια – για να αποφύγει ζώνες τρικυμιών και πειρατείας – την περιοχή του ιερού της Μικρής Δραγονάρας και πιθανότατα οι ναυτικοί να είχαν καταθέσει τις προσφορές τους στο θεό Ποσειδώνα. Μεταξύ των ευρημάτων στο ιερό (Eικ. 10) υπάρχουν πολλά όστρακα αγγείων, όμοιων και σε προέλευση και σε τύπο και χρονολόγηση, με τα «προσωπικά» αγγεία που έχουν βρεθεί στο «ναυάγιο».
Ανάμεσα στα ευρήματα που προέκυψαν από την ανασκαφή υπάρχουν 17 δακτυλιόλιθοι από ημιπολύτιμους λίθους και υαλόμαζα που κοσμούσαν σιδερένια δακτυλίδια. Πρόκειται για δακτυλιόλιθους με ανθρωπόμορφες και ζωόμορφες παραστάσεις, καθώς και με θρησκευτικά σύμβολα(Εικ. 11-14).19
Το σημαντικότερο εύρημα ωστόσο αποτελεί ένα σύνολο από 234 χάλκινα νομίσματα που εντοπίστηκαν διασκορπισμένα γύρω από το έγκοιλο που πραγματοποιήθηκε η ανασκαφή, προερχόμενα από διάφορες ακτές του τότε αρχαίου κόσμου. Τα νομίσματα που έχουν συλλεχθεί και είναι αναγνωρίσιμα προέρχονται από 37 πόλεις και βασίλεια του Αιγαίου, της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, από τις ακτές της Ισπανίας έως την Χερσόνησο της Κριμαίας και την Αίγυπτο των Πτολεμαίων (Εικ. 15).
Τα νομίσματα χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ έως τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., και άρα, σε συνδυασμό με τα κεραμικά ευρήματα, καθορίζονται τα χρονικά όρια λειτουργίας του ιερού στη βραχονησίδα. Το παλαιότερο νόμισμα προέρχεται από τη Χερσόνησο της Κριμαίας στον Εύξεινο Πόντο και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.21 (Εικ. 16). Tο νεότερο νόμισμα προέρχεται από τη ρωμαϊκή αποικία της Δύμης στην Αχαΐα και χρονολογείται μετά την ίδρυση της αποικίας Colonia Iulia Augusta Dumeorum από τον Αύγουστο, το 27 π.Χ. (Εικ. 17).
Ένας αριθμός νομισμάτων προέρχεται από τις περιοχές της Καρχηδονιακής κυριαρχίας στη Δυτική Μεσόγειο. Δύο νομίσματα του 2ου αι. π.Χ. προέρχονται από την αρχαία Έβουσο (σημερινή Ibiza) με παράσταση του θεού Bes στον εμπροσθότυπο και τον ταύρο σε στάση επίθεσης στον οπισθότυπο (Εικ. 18).
Δύο ακόμα νομίσματα προέρχονται από την Καρχηδόνα με την κεφαλή της θεάς Τανίτ προς τα αριστερά στον εμπροσθότυπο και το άλογο με το φοινικόδεντρο στον οπισθότυπο και χρονολογούνται στα τέλη του 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ. (Εικ. 19).
Από την μακρινή περιοχή της Ταυρίδας (Κριμαία) και του Κιμμερίου Βοσπόρου, εκτός από το νόμισμα της Χερσονήσου, προέρχονται επίσης ένα νόμισμα από το Παντικάπαιον (Εικ.20) και ένα νόμισμα από τη Φαναγόρεια που χρονολογούνται στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. (Εικ. 21).
Πολλά επίσης νομίσματα της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου προέρχονται από την περιοχή της Αδριατικής και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, όπως την Κέρκυρα (Εικ. 22). Φέρουν την επιγραφή ΚΡ και Ο εκατέρωθεν βουκρανίου και άνω ΜΡ. Πρόκειται για τους γνωστούς τύπους της Κέρκυρας.
Επίσης, άλλα νομίσματα προέρχονται από την δυτική Πελοπόννησο και συγκεκριμένα από τις πόλεις της Ήλιδος και της Μεσσήνης (Εικ. 23). Χαρακτηριστικό και των δύο νομισμάτων είναι ο προστάτης των δύο πόλεων, ο Δίας, που κοσμεί τον εμπροσθότυπο.
Ακόμα δυτικότερα, από την χερσόνησο της Σικελίας και της Ιταλίας, έχουν εντοπιστεί νομίσματα από τις Συρακούσες (Εικ. 24) και τη Ρώμη (Εικ. 25). Το Σικελικό νόμισμα με την επιγραφή ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ/ΒΑΣΙΛΕΩΣ στον οπισθότυπο, χρονολογείται το 295 π.Χ.38 Το ρωμαϊκό νόμισμα χρονολογείται στον 2ο-1ο αι. π.Χ.39
Μεγάλος αριθμός νομισμάτων προέρχεται από την Αίγυπτο των Πτολεμαίων με την επιγραφή ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, χωρίς ωστόσο να διακρίνονται τα ονόματα των βασιλέων (Εικ. 26).
Ένα μεγάλο σύνολο νομισμάτων προέρχεται από την περιοχήτου Αιγαίου. Από τις Ερυθρές προέρχεται νόμισμα με την κεφαλή του Ηρακλή στον εμπροσθότυπο και τα σύμβολά του στον οπισθότυπο, με επιγραφή ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ/ΑΡΙΣΤΟΦΩΝ/ΕΡΥ. Χρονολογείται το 275 π.Χ. Από την ίδια γεωγραφική περιοχή και από την πόλη της Μιλήτου προέρχεται ένα νόμισμα, με παράσταση Απόλλωνος και λέοντος, των ελληνιστικών χρόνων (Eικ.27).
Επίσης από το νησί της Ρόδου προέρχεται το μοναδικό ασημένιο νόμισμα που εντοπίστηκε πάνω στη νησίδα της Μικρής Δραγονάρας. Πρόκειται για παράσταση με την κεφαλή του θεού Ήλιου και το λαλούν σύμβολο της Ρόδου, το ρόδον. Χρονολογείται στον 3ο-2ο αι. π.Χ.47 (Εικ. 28α). Από το νησί της Πάρου επίσης προέρχεται νόμισμα με την κεφαλή της Δήμητρας/Εστίας στον εμπροσθότυπο και την αίγα με την επιγραφή ΠΑΡΙ στον οπισθότυπο. Χρονολογείται τον 1ο αι. π.Χ.49 (Εικ. 28β).
Όλα τα ανωτέρω ευρήματα είχαν αφιερωθεί από περαστικούς ναυτικούς ως αναθήματα στο θεό Ποσειδώνα Γαιήοχο. Το περιορισμένο του χώρου εδώ, καθώς και η μελέτη των ευρημάτων που είναι σε εξέλιξη δεν επιτρέπει την παρουσίαση όλων των νομισμάτων που βρέθηκαν στον χώρο. Διακρίνεται, ωστόσο, το πλήθος των περιοχών από όπου προέρχονται τα νομίσματα, καλύπτοντας ολόκληρη την Μεσόγειο. Τεκμηριώνεται έτσι και ανασκαφικά ότι τα Κύθηρα κατείχαν εξαιρετικά επίκαιρη γεωγραφική θέση στο δίκτυο της αρχαίας ναυσιπλοΐας. Καταλαμβάνοντας το νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου, το νησί ελέγχει τη διέλευση από τη λεκάνη της Α. Μεσογείου και το Αιγαίο προς το Ιόνιο, την Αδριατική και τη δυτική Μεσόγειο, καθώς και την διέλευση βορρά – νότου και αντίστροφα.
Επίσης, ο σεισμικός χαρακτήρας της νησίδας, με πέντε τουλάχιστον βασικά τεκτονικά ρήγματα συνηγορεί στη λατρεία του Ποσειδώνα με την λακωνική του υπόσταση ως Γαιηόχου. Βάσει των αρχαιολογικών ευρημάτων συμπεραίνεται ότι από το τέλος των κλασσικών χρόνων έως και τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια, λειτουργούσε στη νησίδα ένα υπαίθριο ιερό αφιερωμένο στον Ποσειδώνα με την λακωνική του ιδιότητα.
Ο Ποσειδώνας, ως Γαιήοχος, λατρευόταν στη Σπάρτη και το Ταίναρο. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι ο Ποσειδώνας προκαλούσε τους σεισμούς, θεωρώντας πολλές φορές ότι τους τιμωρούσε, ενώ μετά από κάθε σεισμό πραγματοποιούσαν τελετές προς τον θεό. Η λακωνική ταυτότητα του θεού εξηγείται στα Κύθηρα και την Μικρή Δραγονάρα εξαιτίας της διαρκούς παρουσίας του Σπαρτιάτικου στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή του νησιού των Κυθήρων. Οι Σπαρτιάτες δεν εξουσίαζαν μόνο διοικητικά το νησί των Κυθήρων και την ευρύτερη περιοχή του, αλλά επίσης πνευματικά και θρησκευτικά.
Το ιερό που βρίσκεται κοντά στην τρικυμιώδη θάλασσα του κάβου Μαλέα, αλλά και λόγω της σεισμικότητας της νησίδας πάνω στην οποία βρίσκεται, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί ο συγκερασμός των δύο υποστάσεων του Ποσειδώνα, ως θεού της θάλασσας και των τρικυμιών, της Πελάγιας υπόστασής του, και εκείνης που τον συνέδεε με τις τεκτονικές κινήσεις της γης, του Ποσειδώνος Ενοσίχθονος ή Γαιηόχου.
Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου με τίτλο "Ποσειδών, Ο θεός των Σεισμών και των Υδάτων. Λατρεία και Ιερά" που έγινε στο Αίγιο τον Οκτώβριο του 2013.