Advertisement

In vino veritas! (Ή, με το κρασί δεν παίζουμε…)

Γράφει ο Γιώργος Κωστούλας *

608

Οι περί το κρασί επιστήμες και ασχολίες είναι χαρωπές. Και ευγενικές. Και αισιόδοξες. Αυτό σκεφτόμουν, με αλλεπάλληλες αφορμές, περιφερόμενος σε δυο οινοπαραγωγικές εκθέσεις και γευσιγνωσίες, τις τελευταίες μέρες. Μια ακόμα διαπίστωση θα συμπλήρωνε τις εντυπώσεις μου. Αυτή, της πυκνότατης και τόσο ελπιδοφόρας συστέγασης τόσων αυτόνομων, απελευθερωμένων πυρήνων προόδου, ανταγωνισμού και προστιθέμενης αξίας.

Με αυτό το γενικό αίσθημα ευφορίας έφυγα από τις εκδηλώσεις. Αργότερα στο σπίτι, κουβαλώντας ειδικότερες εικόνες από τη δίωρη περιπλάνηση, μοιράζομαι μαζί σας τις παρακάτω σκέψεις γύρω από την καταγραφείσα υψηλότατη (ή ταπεινότατη;) υπηρέτηση, από τους Έλληνες αμπελουργούς-οινοποποιητές, αυτού του πολύμορφου, πολυδύναμου, πολυσημαντικού και πολυλειτουργικού προϊοντικού διδύμου: του σταφυλιού και του κρασιού.

Ξεκινώ, αναθεωρώντας παλαιότερη καταγραφή μου, ότι δηλαδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε οινική παιδεία, ούτε οινική παράδοση. Αυτό δεν ισχύει πια. Οι πυκνές εξελίξεις και πρόοδοι γύρω από την αμπελουργία και οινοποίηση, κατά την τελευταία εικοσαετία, μάς απομακρύνουν οριστικά από την εποχή όπου η οινική παράδοση εξαντλούνταν στην ετήσια ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση του κάθε αγροτικού νοικοκυριού. Όπου οι παππούδες μας έφτιαχναν κρασί όπως ήξεραν, ή μάλλον όπως δεν ήξεραν. Κάπως μεγαλύτερες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις, προμήθευαν χύμα κρασάκι στους αστούς και στα γειτονικά τους ταβερνεία. Και στις δυο περιπτώσεις όμως για τις ανάγκες της χρονιάς και μόνο. Όσο, δηλαδή, περίπου μπορούσε να ανασταλεί, κύριος οίδε πώς, ο φυσικός προορισμός του κρασιού: να γίνει ξύδι.

Αυτά ευτυχώς ανήκουν πια στο παρελθόν. Ήδη μετά την πρώτη εμφάνιση κατά τη δεκαετία του ΄70 των πρωτοπόρων μικρών παραγωγών, ογκούται ελπιδοφόρα το κύμα οινοπαραγωγών νέας γενιάς, που με επιστημονικό τρόπο και ερασιτεχνική αγάπη ασκούν την αμπελουργία και οινοποίηση, “διακονούντες ως εν ναώ”, και διαλαλώντας μέσα από έναν υψηλό επαγγελματισμό ότι με το κρασί “δεν παίζουμε”.

Βλέποντας τους εκθέτες πίσω από τις αυτοσχέδιες μπάρες να σερβίρουν, να εκθέτουν μάλλον, με απροκάλυπτη ευχαρίστηση, τα προϊόντα τους στις γευσιγνωστικές απαιτήσεις των επισκεπτών, ένιωθα να επιβεβαιώνεται κάτι πολύ σπουδαίο: Πόσο παρήγορο είναι ότι η φυσική γενναιοδωρία της μητέρας φύσης, βρήκε αντάξιους συνεχιστές της στο πρόσωπο των αμπελουργών – οινοποιητών.

Γιατί, η φύση δεν κάνει κρασί. Κάνει σταφύλια. Είναι ο άνθρωπος που με προσωπική εργασία χειρωνακτική, επιστημονική, ερευνητική, δημιουργική επεμβαίνει, τόσο στην αμπελουργία όσο και στη οινοποίηση, πρώτα για την ανάπτυξη σπουδαίων, καθαρόαιμων ποικιλιών και στη συνέχεια για τις τόσο θαυμαστές επιδόσεις σε τελικό προϊόν.

Ενδεικτική της σημαντικότητας αυτών των αδελφών ασχολιών είναι ότι, όπως έχει επισημανθεί, στην αρχαία Ελλάδα, στην αμπελουργία και την οινοποίηση δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ δούλοι. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Μόνο ελεύθεροι, δημιουργικοί άνθρωποι, κάτοχοι υψηλής τεχνογνωσίας αλλά και μεγάλων προσδοκιών για διάκριση μπορούν να αναμετρηθούν με τις απεριόριστες δυνατότητες της πολύτιμης, αλλά και απαιτητικής αυτής πρώτης ύλης.

Γιατί, το κρασί εκτός από παυσίλυπο και αγωγός ευφορίας, είναι και κάτι άλλο: ένα τεχνούργημα με μεγάλες κρυμμένες αρετές που υπόσχονται στους πότες στιγμές μεγάλης αισθητικής απόλαυσης. Είναι τότε που το κρασί αποβάλλει τον υπηρετικό, κυρίως ευφορικό του ρόλο και αποτελεί πλέον αξία καθαυτή, ηδονή καθαυτή.

Να γιατί οι ενημερωμένοι πότες σέβονται τόσο πολύ το κρασί. Υποκλινόμενοι ακόμα και στη γοητεία της ανοιγμένης φιάλης ή του σωστού σερβιρίσματος, τιμούν την οινοποσία με όλους τους κανόνες που της αξίζουν. Απολαμβάνουν το κρασί στη σωστή στιγμή και στη σωστή ποσότητα, -“ο πότος του ίσος με τον πόθο του”- όπως ταιριάζει σε ένα πολύτιμο αγαθό στην υπηρεσία μίας ευρύτερης στοχαστικής απόλαυσης.

Υπενθυμίζοντας ότι πρέπει να πίνουμε όχι “εν πατάγω και αλαλητώ”, αλλά “παρ’ οίνω μελετώντες”. Μόνο νηφάλιοι άνθρωποι είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον πλούτο που κρύβει μέσα του το κρασί. Μόνο όταν οι αισθήσεις παραμένουν ακμαίες διασφαλίζεται η αισθητική απόλαυση. Σε περιβάλλον κεφιού, κορεσμού ή το χειρότερο μέθης όλα τα κρασιά φαίνονται ίδια. Τι άσχημη τύχη, αλήθεια, για ένα σπουδαίο κρασί…

Στέκομαι ιδιαίτερα σε μια θετικότατη παρατήρηση, ότι στη φετινή έκθεση σαν να είδα λιγότερα κρασιά με βάση τις ξένες ποικιλίες που κατέκλυζαν παρόμοιες εκδηλώσεις προηγούμενων ετών. Λιγότερα pinot blanc, chardonnay, sauvignon blanc, pinot noir, grigio, syrah, grenache noir, riesling και βεβαίως merlot και cabernet. Αναφορικά με το τελευταίο, το cabernet, φαίνεται ότι ήρθε και στην Ελλάδα η ώρα της κόπωσης των καταναλωτών από την πυκνότατη παρουσία του στην αγορά.

Είναι ενδεικτικό, ότι στους κύκλους της οινικής παγκοσμιοποίησης έχει καθιερωθεί ο όρος “ΑΒC” που σημαίνει: (A)nything (Β)ut (C)abernet.

Περνώντας στην αγοραία διάσταση του κρασιού, ως εμπορικού προϊόντος, θέλω να καταγράψω και εδώ την παλαιότερη ισχυρή άποψή μου, γύρω από δυο απειλές, οι οποίες θεωρώ ότι θέτουν σε κίνδυνο την πορεία του εμφιαλωμένου κρασιού στη χώρα μας: Αφενός την απαξία – εκτόπιση του εμφιαλωμένου από την παρουσία του “χύμα” και αφετέρου την εσφαλμένη τιμολογιακή πολιτική των εστιατόρων μας.

Γι’ αυτά, όμως, στο επόμενο κείμενο.

* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα
gcostoulas@gmail.com

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο