Advertisement

Ήρωες-αγωνιστές  του ’21: Η καλή και η ανάποδή τους

Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας *

433

Επ’ ευκαρία της εορτής της 25ης Μαρτίου, μια απόπειρα ανατομίας του αμφίθυμου “Εγώ” των ηρώωvαγωνιστών του ’21 των κλεφταρματολών της Ρούμελης, ειδικότερα.

Από τη Ζάκυνθο, διωγμένος ο Κολοκοτρώνης, γράφει το 1817 στον Γεώργιο Βαρνακιώτη, πανίσχυρο οπλαρχηγό της Αιτωλοακαρνανίας, την παρακάτω επιστολή.

“Ευγενέσταται αδελφαί καπητάν γιοργάκη, δουλικώς και πονετικώς σας χαιρετώ. […]Το αίτιο οπού δεν σας έγραφα είναι τούτο, ότι η ευγενείαν σας ελάβατε την πατρίδαν σας και τρώτε κριάς αζύγιαστο και εγώ το τρω με την λύτραν και εις αυτό σάς έχω παράπονα, ότι ο χορτάτος τον νιστικό δεν τον πιστεύει, όμως έτζι είναι ο ντονιάς και εγώ παρακαλάω τον θεόν να ακούω τους συμπατριώτας μου να είνε καλά και ας τρόνε αυτοί τα αρνιά και εγώ ας τρώγω γελαδοκρέατο. […] Τόσον και μένω και προστάξετέ μας εις ότι ήμαστε ικανοί να σας δουλεύσομαι.”

Από την επιστολή ξεχειλίζει το παράπονο του Κολοκοτρώνη. Ένα δυσεξήγητο, ωστόσο, εκ πρώτης όψεως παράπονο. Ενώ βρισκόταν σε αγγλοκρατούμενο νησί, μακριά από τον οθωμανικό ζυγό, άρα προνομιούχος απέναντι στο Βαρνακιώτη, διαπιστώνει μια μειονεξία εις βάρος του.

Είναι η αγγλική κατοχή βαρύτερη από την τουρκική; Όχι βέβαια.

Άλλο είναι το μαράζι του Μωραΐτη. Κι αυτό είναι η διαφορά ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και σε εκείνους του Μοριά.

Η αλήθεια είναι ότι στην Πελοπόννησο το κλεφταρματολίκι δεν θα επικρατήσει ποτέ. Ο Κολοκοτρώνης, ο ίδιος, δεν είναι παρά ένας κάπος που προστάτευε το Δεληγιαναίικο βιός. Τι ειρωνεία: Ένας άνθρωπος των αρμάτων, στη δούλεψη ενός κοτζάμπαση.

Κι όμως, αυτός είναι ο κανόνας. Κι αυτό γιατί στην Πελοπόννησο, το ρόλο των καπεταναίων, θα τον αναλάβουν οι πρόκριτοι. Έτσι εξηγείται, γιατί ο Μοριάς είναι γεμάτος από κοτζαμπάσηδες και η Στερεά Ελλάδα γεμάτη από καπεταναίους.

Ας δούμε όμως τι ακριβώς ήταν, και πώς το κλεφταρματολίκι εντασσόταν στο σύστημα της τουρκικής, της αληπασαλήδικης για την ακρίβεια, διοίκησης. (Με τη βοήθεια, κυρίως των σπουδαίων βιβλίων των Β. Καραποστόλη και Κ. Παπαγιώργη:βλ. Αναφορές).

Και επ’ αυτού, ας βάλουμε από την αρχή τα πράγματα στη θέση τους: Ναι, είναι αλήθεια ότι τα αρματολίκια ελέγχονταν από τα Γιάννενα. Όμως ο ρόλος του κλεφταρματολού καπετάνιου δεν προέκυπτε ποτέ ως μια αβίαστη ανάθεση. Ως μια αγαστή δηλαδή συνεργασία.

Σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ανθρώπους, η ιστορία του κλαφταρματολού δεν αρχίζει από την οικογένειά του, αρχίζει από τον εαυτό του. Πρώτα εμφανίζεται σαν κλέφτης, διφορούμενος, αψίκορος, επίφοβος για τον κατακτητή, αλλά πολλές φορές και για τον ραγιά.

Κατά τα άγραφα θέσμια της τουρκοκρατίας, για να αναγνωριστεί ο αρματολός θα έπρεπε πρώτα να φέρει σε απελπισία την τουρκική εξουσία. Και μόνο όταν η διοίκηση διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να τον κάνει καλά, αποφασίζει να του αναγνωρίσει ορισμένα δικαιώματα: Να φέρει όπλα, να μη καταβάλει φόρο, να πορίζεται τα αναγκαία από την περιοχή. Αυτά για την αρχή…

Γιατί στην πορεία και μέσα από αριστοτεχνικά στημένες μυστικές συμφωνίες, τα λεγόμενα καπάκια, οι αληπασαλήδες, όπως αποκαλέστηκαν, οπλαρχηγοί θα εδραιωθούν, αναπτύσσοντας ο καθένας το δικό του είδος λυκοφιλίας, είτε μεταξύ τους, είτε κυρίως με τον Αλή.

Παρόλο που η επίσημη ιστοριογραφία θα σταθεί αρνητικά απέναντι σε αυτή τη συνήθεια, υπάρχουν δυνατές ιστορικές φωνές που γενικά θεωρούν τα καπάκια, περίπου, ως εθνικά στρατηγήματα.

Όποιος έβαζε καπάκι επέβαλε ανακωχή, έσωζε πληθυσμούς από σφαγή και λεηλασία, κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Το λιγότερο; Εξασφάλιζε κάποιες ανθρώπινες συνθήκες ζωής στους ραγιάδες, για να ασχοληθούν με τα βιοποριστικά τους έργα.

Όμως, η έλευση του Μαυροκορδάτου και η εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της δυτικής Ελλάδας ανήγαγε την- έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη τακτική των καπακιών-, σε πέτρα σκανδάλου εις βάρος των οπλαρχηγών. Με πρόσχημα τις επαφές τους με τον εχθρό, ο Φαναριώτης θα διχάσει τους καπεταναίους σε “πατριώτες” και “προδότες”, ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.

Έτσι, ο Βαρνακιώτης εξοβελίστηκε, ο Μπακόλας τούρκεψε, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε ως προδότης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος θα είχε το οικτρό τέλος που ξέρουμε.

Όμως, δεν ήταν μόνο η απουσία κοτζαμπάσηδων που ευνόησε το κλεφταρματολίκι στη Ρούμελη. Καταλυτική ήταν και η παρουσία του Αλή στην περιοχή.

Άξιος κληρονόμος του αρχέγονου αλβανικού πολεμικού φρονήματος, ο Αλής, πότε με την βία, πότε με τη μπαμπεσιά, θα συγκροτήσει ένα περίπου ανεξάρτητο πασαλίκι. Κι αυτό με την ανοχή της Πύλης. Έχοντας εντοπίσει τις ιδιομορφίες και τις ισορροπίες των πληθυσμών, θα σχεδιάσει το μέλλον του, ταυτίζοντάς το, κατά πολύ, με το μέλλον των υπηκόων του.

Και εδώ, είναι η στιγμή να πούμε κάτι για το ζήτημα του εθνικού φρονήματος των κλεφταρματολών.

Όμως, αφού κάνουμε πρώτα μια διάκριση. Να ξεχωρίσουμε, δηλαδή, τους καπεταναίους, που κατείχαν το αρματολίκι κατ’ ανάθεσιν από τα Γιάννενα, τους πολλούς δηλαδή, από τους λίγους που το κατείχαν με τα όπλα.

Οι κλέφτες που δεν προσκύνησαν, όπως ο Κατσαντώνης, ο Νικοτσάρας, o Λεπενιώτης, ο Μειντάνης, ο Βλαχάβας είχαν ένα κοινό, μοιραίο χαρακτηριστικό: όλοι τους θα εξοντωθούν από τον Τούρκο. Κανένας δεν επέζησε να δει την πατρίδα ελευθερωμένη. Κανένας δεν αξιώθηκε την όποια αναγνώριση και δόξα που έζησαν πολλοί από τους συναδέλφους τους, σύμφωνα με τη γενναιόδωρη παραδοχή: “τα στερνά τιμούν τα πρώτα”.

Αντίθετα μια πληθώρα αναγνωρισμένων αρματολών: Βαρνακιώτης, Τσόγκας, Ισκος, Ράγκος, Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Μακρής, Μπακόλας, Στάικος, Ανδρούτσος ήταν καπετάνιοι που συνεργάστηκαν με το πασαλίκι του Αλή πασά. Και που βεβαίως επέζησαν μέχρι και μετά τον ξεσηκωμό.

Σχετικά, λοιπόν, με το εθνικό φρόνημα αυτών των τελευταίων, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι μια ακηλίδωτη εθνική καθαρότητα θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί, κάτω από τις χρόνιες συνθήκες της περιοχής και της εποχής.  Το ίδιο και μια ψυχρή λογική μικροχειρουργικής ανατομίας των γεγονότων, η οποία θα εντόπιζε τους Ρουμελιώτες καπεταναίους να λειτουργούν ως γρανάζια συντήρησης του οθωμανικού συστήματος και όχι ως εν δυνάμει στοιχεία αποσταθεροποίησής του. Αν ήταν έτσι, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προς αυτούς έστελναν τις επιστολές της επαναστατικής προετοιμασίας;

Από τα άλλο μέρος, είναι βέβαιο ότι η παρατεταμένη συνάφεια αυτών των καπεταναίων με τον Αλή τους εμπότισε με ορισμένα  χούγια που θα τους σημαδέψουν. Σκληρότητα, ιδιωφέλεια, φιλυποψία. Όλοι τους σχεδόν, μαθητεύοντας στην αυλή του, εγκολπώθηκαν, έστω και άθελά τους, τα ολέθρια στρατιωτικά, διοικητικά και ατομικά του ήθη. Με τον καιρό σαν τουρκο-παρακοιμώμενοι, τουρκόμαθαν κιόλας.

Ψυχογραφώντας τους, λοιπόν, το πρώτο αδρό συμπέρασμα που βγάζει κανείς, είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους έντονων θυμικών προαιρέσεων, μάλλον, παρά αντικειμενικού, συνεπούς χρέους. Τα κίνητρά τους ήταν συναισθηματικά, αποσπασματικά, στιγμιαία. Σχεδόν μιας χρήσης. Δρουν με οδηγό την εσωτερική τους ανάγκη. Περισσότερο για δικούς τους συναισθηματικούς και συμφεροντολογικούς λόγους.

Κραυγαλέες περιπτώσεις εκείνες του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου, του Παπαφλέσσα. Και στις τρεις περιπτώσεις η προσφορά τους δεν εξαρτάται  από το “μπορώ”, το “πρέπει”, το “οφείλω”, αλλά από το “άμα θέλω”, περίπου από το “άμα μού καπνίσει”.

Όμως, τέτοιοι άνθρωποι, δέσμιοι των κακών δαιμονίων και των αντινομιών της εποχής, δεν μπορεί να είναι παρά δημιουργήματα, έρμαια καλύτερα, των εκάστοτε συγκυριών και περιστάσεων.

Έτσι, για παράδειγμα, παραπλήσιοι σε πολλά, ο Βαρνακιώτης και ο Καραϊσκάκης θα έχουν τελικά διαφορετική μοίρα. Αρματολοί σε κοντινές περιοχές και αντιμαυροκορδατικοί, άριστοι στρατιωτικοί, θα κατηγορηθούν και οι δυο ως προδότες.

Ο ένας να στιγματισθεί δια βίου, ενώ ο άλλος, παρότι δικάστηκε για την ίδια αιτία, θα ευνοηθεί από τις περιστάσεις  και θα δοξαστεί, διαπρέποντας στη εκστρατεία του Φαλήρου.

Το ίδιο και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Με μια πιστολιά, στο Χάνι της Γραβιάς, αυτή που έριξε κάτω τον απεσταλμένο δερβίση του Ομέρ Βρυώνη, θα διαρρήξει τους ύποπτους παλιούς δεσμούς του και θα τον κερδίσει η επανάσταση.

Η αλήθεια είναι ότι η επανάσταση θα τον κερδίσει και θα τον χάσει, εν μια νυκτί. Ο θρυλικός Δυσσέας έλαμψε μόνο στη Γραβιά. Ο υπόλοιπος επαναστατικός του βίος, δεν θα είναι αντάξιός του.

“Α!, διατί να μη πέσει την ημέραν εκείνη στη Γραβιά ο Οδυσσεύς. Επιζήσας ουδέν μεν  μέγα διέπραξεν έκτοτε, καίτοι κτησάμενος υπεροχήν  ομολογουμένην, περιποιήσας δε εις την φιλαρχίαν αυτού χαρακτήρα όντως προδοτικόν ετελεύτησε  δέσμιος οικτρώς…”, θα γράψει ο Παπαρηγόπουλος, για τις μεταπτώσεις του ύστερου βίου του αγωνιστή.

Με αποκορύφωμα, βεβαίως, το τραγικό του τέλος: Μια μέρα θα τον βρουν γκρεμισμένο άδοξα κάτω από την Ακρόπολη, “σαν ένα πετούμενο με σπασμένα φτερά”. Η ιατροδικαστική έκθεση,- διατεταγμένη προφανώς,- που συνέταξε κάποιος Βιτάλης, πιθανώς είναι η μοναδική στον κόσμο έκθεση, όπου  εκτός του θανάτου, πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος: “Τα θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλλόντα τον εγκέφαλον, επέφερον αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος…”.

Ο Παπαφλέσσας πάλι, θα τεντώσει την ύπαρξή του από την άκρως σκοτεινή παθολογία του βίου του στην κορύφωση της δοτικότητας που αντιπροσωπεύει το Μανιάκι.

Τις οίδε τι τραγικές αναδιπλώσεις συντάραξαν τα σωθικά του, ποιες ψυχικές καταβυθίσεις του υπέδειξαν ότι είχε έλθει η ώρα να ξεπλύνει όλα τα μελανά στίγματα που βάραιναν την ψυχή του και που στοιχειωμένα στο σκοτεινό μέσα του, απαιτούσαν να εξαγοραστούν.

Δραπετεύοντας από τα καπρίτσια, τις ερωτοδουλειές του, την οξυθυμία του, τους κινδύνους στους οποίους υπέβαλλε τη Φιλική  Εταιρεία, τις συνεχείς αλλαγές των πολιτικών συμμάχων του, θα δοξαστεί αντιπαρατασσόμενος στα στίφη του Αιγύπτιου εισβολέα. Το σπουδαιότερο: μετά τη μάχη στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ, “στο νεκρό βλέμμα του ήρωα, θα διαβάσει τον δυσοίωνο γι’ αυτόν χρησμό, ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα”.

Αρχίσαμε με τον Κολοκοτρώνη και τον Βαρνακιώτη, ας τελειώσουμε με τους ίδιους.

Σχεδόν μια δεκαετία μετά από την επιστολή του Κολοκοτρώνη προς τον Βαρνακιώτη, που παραθέσαμε στην αρχή, ο τελευταίος, εξοβελισμένος πια από την επανάσταση, θύμα του παρελθόντος του, αλλά και των μηχανορραφιών του Μαυροκορδάτου, θα χρειαστεί να παλέψει για την αποκατάσταση της τιμής του. Όμως δεν θα εισακουστεί.

Ακόμα και ο Κολοκοτρώνης, το μόνο που έχει να του προτείνει, σε επιστολή του, είναι να παρουσιαστεί προσωπικώς “εις του έθνους την Διοίκησιν”. Και στο τέλος της επιστολής του, θα γράψει: “Επειδή, αν καλά και η αθωότης σου είναι ικανή ασφάλεια, χρειάζεται μολοντούτο και η προδιάθεσις του πράγματος…”

Εντυπωσιάζει, το δίχως άλλο, η διπλωματικότατη απάντηση του Θοδωράκη. Ο οποίος υπακούει, πρώτος αυτός, στην περίφημη “προδιάθεσιν του πράγματος”. Δηλαδή, στο προς τα πού θα φυσάει ο αέρας. Ούτε ο Μαυροκορδάτος να ήταν…

Όμως, όπως και να έχουν το πράγματα, με λιγότερο ή περισσότερο αληθινά τα παραπάνω, ένα πρέπει να παραδεχτούμε: Διαβάζοντας κανένας τα ψιλά γράμματα την ελληνικής ιστορίας, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να πλήξει ποτέ.

 

Αναφορές:

Μ. Καραγάτσης, Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Εστία

Β. Καραποστόλης, Διχασμός και εξιλέωση, Πατάκη

Κ. Παπαγιώργης, Τα Καπάκια, Καστανιώτη

Κ. Παπαγιώργης, Εμμανουήλ Ξάνθος, Καστανιώτη

Κ. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους

 

*Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα- gcostoulas@gmail.com

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο