Ήρωες-αγωνιστές του ’21: Παλεύοντας με τους εσωτερικούς τους σκοτεινούς δαίμονες
Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Ο λόγος, για το εντόνως αμφίθυμο “Εγώ” πολλών πρωταγωνιστών του ξεσηκωμού του ’21, των οπλαρχηγών της Ρούμελης, ειδικότερα.
Παρόλο που η επίσημη ιστοριογραφία είθισται να αναδεικνύει την “καλή” πλευρά τους, υπάρχουν δυνατές ιστορικές φωνές, όπως για παράδειγμα του Β. Καραποστόλη και του Κ. Παπαγιώργη, οι οποίοι δεν αποφεύγουν σε κείμενά τους να καταδείξουν και την “ανάποδή” τους.
Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι μια ακηλίδωτη συμπεριφορά, ακόμα και εθνική καθαρότητα, θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί, στους αψίκορους, εκείνους ανθρώπους, -τόσο επίφοβους για τον κατακτητή, όσο πολλές φορές και για τον ραγιά. Ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη την παρουσία στην περιοχή του Αλή Πασά και τις σχέσεις λυκοφιλίας, που ανέπτυξαν οι, και αληπασαλήδες καλούμενοι, οπλαρχηγοί της περιοχής, είτε μεταξύ τους (βλ. “καπάκια”), είτε με τον επιδραστικότατο τοπάρχη.
Το ίδιο, θα ήταν άδικη και μια λογική μικροχειρουργικής ανατομίας των γεγονότων, η οποία θα εντόπιζε στους Ρουμελιώτες καπεταναίους διαθέσεις συντήρησης του οθωμανικού καθεστώτος, επ’ ωφελεία των, και όχι δυναμικές απόπειρες αποσταθεροποίησής του. Αν ήταν έτσι, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία και ο Υψηλάντης προς αυτούς έστελναν τις επιστολές της επαναστατικής προετοιμασίας;
Από τα άλλο μέρος, είναι βέβαιο ότι η παρατεταμένη συνάφεια αυτών των καπεταναίων με τον Αλή τους εμπότισε με ορισμένα από τα στρατιωτικά, διοικητικά και ατομικά του χούγια. Με τον καιρό σαν τουρκο-παρακοιμώμενοι, τουρκό-μαθαν κιόλας.
Ψυχογραφώντας τους, το πρώτο αδρό συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους έντονων θυμικών προαιρέσεων, μάλλον, παρά αντικειμενικού, συνεπούς χρέους. Τα κίνητρά τους ήταν συναισθηματικά, αποσπασματικά, στιγμιαία. Σχεδόν μιας χρήσης. Δρουν με οδηγό τις εκάστοτε συναισθηματικές και δοσοληπτικές τους ανάγκες. Συχνότατα λοιπόν, η προσφορά τους δεν εκπορεύεται από το “μπορώ”, το “πρέπει”, το “οφείλω”, αλλά από το “άμα θέλω”, το “θα ‘δω”, περίπου από το “άμα μού καπνίσει”.
Όμως, ηγέτες, δέσμιοι τέτοιων εσωτερικών δαιμόνων, δεν μπορεί να είναι παρά έρμαια των εκάστοτε συγκυριών και περιστάσεων.
Έτσι, οι παραπλήσιοι σε πολλά, Βαρνακιώτης και Καραϊσκάκης θα έχουν τελικά διαφορετική μοίρα. Οπλαρχηγοί σε κοντινές περιοχές, άριστοι στρατιωτικοί, θα κατηγορηθούν και οι δυο ως προδότες. Ο πρώτος θα στιγματισθεί δια βίου, (“αν καλά και η αθωότης σου είναι ικανή ασφάλεια, χρειάζεται μολοντούτο και η προδιάθεσις του πράγματος…”, θα του απαντήσει, διπλωματικότατα, ο Κολοκοτρώνης σε επιστολή του), ενώ ο δεύτερος θα ευνοηθεί από τις περιστάσεις και θα δοξαστεί, στη συνέχεια, με βάση τη γενναιόδωρη παραδοχή: “τα στερνά τιμούν τα πρώτα”.
“Α!, διατί να μην πέσει την ημέραν εκείνη στη Γραβιά ο Οδυσσεύς (…)”, θα γράψει ο Παπαρηγόπουλος, αναφερόμενος στις μεταπτώσεις του ύστερου βίου του Ανδρούτσου.
Ο Παπαφλέσσας θα οδηγηθεί στη μεγαλειώδη δοτικότητα που επέδειξε στο Μανιάκι, εξαγοράζοντας έτσι όλα τα μελανά στίγματα του προτέρου βίου του, που βάραιναν την ψυχή του και απαιτούσαν να εξαγοραστούν.
*O κ. Γιώργος Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.