Advertisement

Ιστορίες εύθυμες μα και ηρωικές

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

625

Έχουνε περάσει τόσα χρόνια από την κατοχή κι όσοι τηνε ζήσανε, ποτέ δεν την ξεχνούνε. Πείνα, φόβος, κατατρεγμός κι όλα τα κακά που μπορεί να σου στείλει ο Θεός. Ωστόσο στο ωραίο μας νησάκι ακόμα κι αυτή η αποφράδα αποχή δεν υπήρξε τόσο τραγική, όσο ήτανε για άλλα μέρη της Ελλάδας, γιατί και οι βασικές τροφές δεν λείψανε από το λαό, αφού η γη του Τσιρίγου  μας απ’ όλα τα καλά παράγει, μα κι επειδή ο Τσιριγώτης ποτέ δεν χάνει την αισιοδοξία του και το πηγαίο χιούμορ που τον διακρίνει. Μοχθούσε, αντιστεκότανε και περίμενε καρτερικά τη μέρα της ανάστασης. Κι όταν ήρθανε πάλι οι μέρες οι καλές θυμότανε μόνο τις λίγες ευχάριστες στιγμές που πέρασε μέσα στη μαυρίλα. Οι πίκρες και οι πόνοι να πάνε στο πυρ το εξώτερο και ποτέ να μην ξαναρθούνε.

Από τις τόσες διηγήσεις που έχω ακούσει για εκείνη την εποχή, είναι σαν κι εγώ να την έχω ζήσει. Πρόσωπα θλιμμένα, υπομονετικά και ηρωικά έχουν ζωγραφιστεί στη μνήμη μου κι ανάμεσά τους πρώτη και καλλίτερη μία γυναίκα. Η θεία η Σοφία, η Γιώργαινα.

Εφτά παιδιά είχε, δεκάξι χρονώ το μεγαλύτερο κι ο άντρας της ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο είχε φύγει για την Αυστραλία. Σαν ήρθε η καταστροφή την ηύρε ολομόναχη. Εφτά παιδία να μεγαλώσει μέσα στην κατοχή δεν είναι μικρό πράμα. Μα είχε δύναμη πολλή. Έσφιξε την καρδία της και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά, μάνα και πατέρας μαζί.

Δώδεκα κλωσούνες είχε βάλει και γιόμισε η αυλή της κόττες. Έχτισε μοναχή της ένα λεστεκάκι και το γιόμισε κουνέλια που τα τάιζε με πρασινόβλαστους και σκινόκαρπο. Μέχρι και ζοβγάρι επολέμα μοναχή της. Το σπίτι της είχε απ’’ όλα.

Την πήρανε που λέτε, χαμπάρι οι Ιταλοί, πως έχει τον τρόπο της κι ούτε που τους έγνοιαζε βέβαια πως έχει να θρέψει εφτά παιδία. Ορμήξανε να μασήσουνε το βιός της.

Εδιάη ένα απόγεμα ένας από δαύτους στο σπίτι της κι όπως εβόσκανε οι κότες στην αυλή, όρμηξε και χερίκωσε μίανε .Η θεία η Σοφία αρχίνιξε τα παρακαλετά.

-ʼΑστηνε τζόγια μου την κότα, μη μου τηνε παίρνεις κι έχω τόσα στόματα να μπουκώσω, άστηνε που να σου δίνει ο Θεός μέρες και να σου κόβει χρόνια…

Επήγε και τηνε τραβομάχα, μα ο Ιταλός που να την αφήκει.

-Δικό μου κότα, έλεγε κι επολέμα να τηνε καρυδώσει.

Η θεία η Σοφία έβαλε τα κλάματα.

Μα ο Ιταλός τις είδε πολλές και λογάριαζε πως έχει για πολλές μέρες.

-ʼΑλλο μέρα, θα πάρει άλλο κότα, της είπε, έβαλε την κότα στην αμασκάλη και πήρε δρόμο κι έφυγε.

Απ’ εκεί κι ύστερα ο αφορεσμένος κάθε λίγο και λιγάκι επάαινε κι εβούτα ή κότα ή κουνέλι, ό,τι του’ ρχότανε πιο βολικά.

Είντα να γενεί η γυναίκα, εσκεφτότανε εινταλώς να γλυτώσει από δαύτονε. Είχε μάθει κι εκουβάλιε και κανένα-δυο φίλους του και καλοτρώγανε κάθε φορά. Ένα βράδυ, νάσου τους, δυο μαζί, σώνουνε στο σπίτι της την ώρα που  τελείωνε το τυροκομείο. Μόλις που είχε βάλει τη μυζήθρα στο τουπί. Μπουκάρανε λοιπόν στο σπίτι της και κάτσανε δίπλα στο τζάκι που τα επολέμα. Εβούτηξε ευτύς ένας τη μυζήθρα και τηνε ξατούπιασε και ώσπου να πεις τρία τηνε περιδρόμιασε. Η θεία Σοφία αρχίνιξε τσι κατάρες. Κι είντα άλλο να κάμει, η κακομοίρα.

-Πού να σε κάτσει στο λαιμό, ρουγκλάδες, τηνε ρουμπόξατε κι  ούτε ψίχουλο δεν αφήκατε για τα παιδία μου, από το Θεό να το βρείτε.

Αλλά ναι, πού να τουνε κάτσει στο λαιμό. Μαλακή-μαλακή όπως ήτανε επήγε κατ’’ ευθείαν κάτω.

-Μπας και θέλετε και χουμά, κακιόρατοι;

-Σι, σι, χουμά. Καλό το χουμά.

-Έγνοια σας και θα σασε σιάξω εγώ…

Έβαλε δύο κούπες χουμά κι άδειασε μέσα κι από λίγη πυτία. Δεν επεράσανε πέντε λεφτά και η πυτία άρχισε να ενεργεί. Τσοι έπιασε και τσοι δυο κακός πονόκοιλος κι αρχινίξανε και σφιγόντουσαν. Αλλά που να κρατηθούνε. Η πυτία είναι πρώτης τάξεως καθαρτικό. Σηκωθήκανε να φύγουνε μα πριν προκάμουν να πούνε” αριβεντέρτσι, λυθήκανε τα σωθικά τουνε και χρίσανε σκάλες κι όλο το δρόμο.

-Αμέτε στα κομμάτια, τσισκατάρατοι, που να μη σώσετε να ξαναπατήσετε το πόδι σας επαδά. Που να σασε δώσει το γλυκί σας…

Πραγματικά, μετά απ’ αυτό το πάθημα, κάμανε καμία βδομάδα να ξαναφανούνε. Η θεία η Σοφία που τους περίμενε ώρα την ώραείχε κάμει το πρόγραμμά της. Μόλις τους ανάδιασε να έρχονται από αλλάργου, επήρε το δόκανο που είχε για να πιάνει ζουρίδες κι έτρεξε σ’ ένα σοκάκι που ήξερε πως από κειά ερχόντουσαν πάντα. Έσκαψε μάνι-μάνι και τόχωσε μέσα στο χώμα και περίμενε να τση ρθούνε οι μουσαφίρηδες.

Πραγματικά, οι μακαρονάδες πήρανε το σοκάκι και πααίνανε ίσια στο σπίτι της. Μόλις σώσανε στο παγιδευμένο σημείο ο ένας από τους δύο πάτησε καταμεσίς στο δόκανο. Ετσίνιξε αυτό και του έπιασε την ποδάρα, του έσκισε την αρβίλα και του τάκαμε λιάρδα τα δάχτυλα.

Ο έρημος ελέλεψε από τον πόνο. Εφώναζε αχ, αχ στα Ιταλικά και ζήταγε απελπισμένα βοήθεια. Η θεία Σοφία έτρεξε να τον βοηθήσει τάχατες.

-Ωχω μωρέ παιδία μου, από ετά που έστεσα το δόκανο ηύρατε να περάσετε; Πού να σασε πάρει ο διάολος, έλα κακοντέλη να στο δέσω.

Επήρε ένα μπουκάλι ρακί για οινόπνευμα και μία κορία για επίδεσμο και πήγε να του περιποιηθεί το τραύμα.

Μόλις του έριξε μία σταγόνα ρακί στην πληγή ο Ιταλός  ετσίνιξε μέχρι τ’’ άστρα. Η παμπόνηρη η θεία είχε λιώσει δυο φούχτες αλάτι μέσα και του το έκαμε παστό του κακομοίρη το πόδι.

Παρ’ όλα αυτά ο άτιμος ο Ιταλός, μόλις ξεκουτσάθηκε εμφανίστηκε πάλι.

-Έγνοια σου και θα σε κάμω εγώ να μη μου ξαναρθείς τρικέρη.

Επήγε και δανείστηκε από τον κουνιάδο της δύο θερία μαντρόσκυλα και τ’’ άφηκε λίμπερα στην αυλή της. Τα τάιζε καλά-καλά κι όλο τα ορμήνευε.

-Να τονε κάμετε κομμάτια, λεβέντες μου, άμα ξαναφανεί ο άπιστος. Να τονε σκίσετε το μακαρονά, το μπάσταρδο.

Οι σκύλοι, λες και τηνε καταλαβαίνανε, κουνούσανε την ορά κι ανοιγοκλείνανε τσι μασέλες για ν’ ακονίσουνε τα δόντια.

Όταν μετά από δυο-τρεις μέρες εμφανίστηκε πάλι ο Ιταλός οι σκύλοι του ορμήξανε ευτύς. Η θεία Σοφία τους έβαλε τσι φωνές.

-Όξω διαόλοι, εινταλώς κάνετε ετσά, θα τονε φάτε τον άνθρωπο- καλή σας όρεξη.

-Όξω εφώναζε κι ο Ιταλός κι επάαινε άκρη-άκρη μη του βουτήξουνε κανένα πόδι.

Οι σκύλοι, μία και τσοι διάταξε η θεία, ηρεμήσανε και κάτσανε στην άκρη. Ξανοίγανε όμως τον Ιταλό μ’ ένα μάτι. Ελόγου του δεν είχε ως φαίνεται ώρα να καθυστερά, όρμηξε ευτύς στο λεστεκάκι με τα κουνέλια και βούτηξε ένα από το λαιμό. Αυτό ήτανε. Μόλις είδανε το κουνέλι να σπαρταρά, αρχινίξανε τα βαβλητά οι σκύλοι, τουνε φώναξε και η θεία “ορμάτε του μωρέ” του ορμήξανε που λέτε και τονε κάμανε μερίδες. Επήρε κι η θεία ένα δοκάρι και φοβέριζε τάχατες τσοι σκύλους για να τονε γλυτώσει, μ’’ από την άλλη “πνίχτε τονε” εφώναζε.

Να μη σας τα πολυλογώ, ο μακαρονάς δεν εξαναπάτησε εκειά το πόδι του.

Η θεία η Σοφία δεν επήρε σύνταξη αντιστασιακού, γιατί δεν είχε χαρτία. Έβγαλε όμως εφτά παιδία στη ζωή, η ηρωίδα, εφτά παιδία που κρατούνε τη φωτογραφία της για εικόνισμα. Το προσκυνώ κι εγώ, όσες φορές βρεθώ στο σπίτι τουνε.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 72 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 1994

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο