Advertisement

Ιστορίες με λαμόγια

Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας*

867

Ο Τύπος και γενικά τα ΜΜΕ ήταν διαχρονικά ένα ευφορότατο λιβάδι διαφθοράς και φαυλότητας. Και προσέλκυσης λαμόγιων, βεβαίως, που συνωστίζονται σιτιζόμενα στα λυματοφόρα απόνερα τής διαπλοκής. Για σήμερα, τέσσερις ιστορίες με λαμόγια  των ΜΜΕ. Ιστορίες, που αν δεν ήταν τόσο κυνικές θα ήταν άκρως συμπαθητικές.

Συμπαθητικές, γιατί τα λαμόγια, γέννημα τής γνωστής, ευρύτατης και ταχύτατης διάχυσης της διαφθοράς στην κοινωνία μας, έχουν μπει στη ζωή μας ως ένα σχεδόν θεσμοθετημένο τμήμα της παραοικονομίας. Έχουν γίνει περίπου άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

Η λέξη λαμόγιο περιέργως δεν υπάρχει σε κανένα ελληνικό λεξικό. Ούτε καν στου Μπαμπινίωτη όπου συναντά κανείς κάθε είδους νεολογισμό. Αντί λοιπόν ενός αυθεντικού ορισμού, που δεν έχω, περιορίζομαι σε έναν αντιπροσωπευτικό, γλαφυρό κατάλογο διαπρεπών πρωταγωνιστών του είδους. Που ναι μεν δεν ορίζει τι είναι το λαμόγιο φωτογραφίζει όμως μερικά απ’ αυτά. Από το έξοχο βιβλίο του Ηρ.Αποστολίδη “Ενάριθμα”:

“Ξεδοντιασμένοι μεγαλοκαρχαρίες, τακίμια ψευτοπροσοντούχων, συγκροτηματικοί και παραταξιακοί δημοσιογράφοι του γλυκού νερού, πατεντάτοι μανδαρίνοι της φαυλεπίφαυλης δημοσιουπαλληλίας, παρακατιανοί και ξωφλημένοι λόγιοι και ψευτολόγιοι, ασπούδαχτοι επιστημόνες, ρεμπεσκέδες, καμποτίνοι και ποσαπαίρνηδες, ζητωκραυγαστές…”

Κάποιοι απ’ αυτούς και οι πρωταγωνιστές των παρακάτω ιστοριών.

Την πρώτη ιστορία την έζησα στην επαγγελματική μου ζωή, ως γενικός διευθυντής νεοσύστατης θυγατρικής εταιρείας μεγάλης δημόσιας τράπεζας. Ήταν στα μισά τού 1989, όταν δέχθηκα πιέσεις να δώσω ολοσέλιδη καταχώριση-διαφήμιση σε πρωτοεμφανιζόμενο “οικονομικό περιοδικό”. Επειδή κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, αρνήθηκα. Για να μην τα πολυλογώ, μετά από υψηλότερες πιέσεις, δέχθηκα, καταφέρνοντας να περιορίσω την παρουσία μας σε ημισέλιδη καταχώριση.

Οταν τυπώθηκε το περιοδικό και το ξεφύλλισα, είδα ότι ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα: η επιτομή τής αρπαχτής. Φυσικά και σίγουρα βάσει σχεδίου, δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο τεύχος.  Με το πρώτο τεύχος τελείωσε και η ζωή τού περιοδικού, η αποστολή του καλύτερα, που δεν ήταν άλλη από το να τα “πάρει” μια και καλή.

Όλοι οι διαφημιζόμενοι ήταν οργανισμοί και  εταιρείες του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ΔΕΚΟ κυρίως, αρκετές από αυτές γνωστές προβληματικές της εποχής, μάλιστα ο ίδιος ο οργανισμός προβληματικών εταιρειών φιγουράριζε αναμεσά τους, ένας διαφημιζόμενος συμμετείχε με δύο καταχωρίσεις- ελληνικό και αγγλικό κείμενο-, όλες οι καταχωρίσεις ήταν ολοσέλιδες, όλος ο δημόσιος τραπεζικός κλάδος παρών, αρκετές εταιρείες χωρίς εμπορική δραστηριότητα, ενώ κάποιες από αυτές ήταν και μονοπωλιακές. Φυσικά ο ιδιωτικός τομέας απουσίαζε παντελώς …

Απολαύστε τον κατάλογο:

Ελαιουργική, Duty Free, Εθνική Ασφαλιστική, Εμπορική Τράπεζα, Ιζόλα, ΕΟΤ, Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων, ΔΕΗ, Κτηματική Τράπεζα, Φοίνιξ, Εμποροκάρτα, Όμιλος Εταιρειών Εμπορικής Τράπεζας( ελληνικό κείμενο), Όμιλος  Εταιρειών Εμπορικής Τράπεζας (αγγλικό κείμενο), Ναυπηγεία Ελευσίνος, Προπο, Οργανισμός  Ανασυγκροτησης  Επιχειρήσεων, Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών, ΕΤΒΑ, ΕΟΜΜΕΧ, ΕΛΚΕΠΑ, Εθνική Τράπεζα, Ελληνικά Ταχυδρομεία, ΕΛΕΒΜΕ, Ελληνικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου, ΕΤΕΚΑ, Τράπεζα Αττικής, Πειραική Πατραϊκή, Ηρακλής, ΕΛΟΤ, Πυρκάλ, ΟΤΕ, ΣΕΚΑΠ, ΚΥΔΕΠ.

Για την ύλη τού περιοδικού καλύτερα να μη μιλήσουμε. Μόνο λιβανωτοί και συνεντεύξεις- κονσέρβες των διαφημιζόμενων. Κρατάω το τεύχος στο αρχείο μου ως μνημείο κυνικής, απροκάλυπτης διασπάθισης του δημοσίου χρήματος.

.Η μοναδική  μισή σελίδα τής δικής μου εταιρείας ήταν ανορθογραφία μπροστά στην απλοχεριά των υπόλοιπων διαφημιζόμενων. Το αστείο ήταν ότι  επειδή είχαν προγραμματίσει και για τη δική μου εταιρεία ολοσέλιδη καταχώριση, η υπόλοιπη μισή σελίδα έμεινε τελικά λευκή… Ήταν κωμικό να το βλέπεις.

Τις επόμενες δύο ιστορίες, γνωστές στους παλαιότερους της αγοράς, μου τις θύμισε ο Ανδρέας Ριζόπουλος, ληξίαρχος του ελληνικού τύπου, στην μακροβιότατη στήλη του στο περιοδικό Επιλογή “Έπη Απτερόεντα”.

Η πρώτη ιστορία, εν τάχει, αναφέρεται σε διάλογο μεταξύ λαθρόβιου οικονομικού εντύπου και διοικητή τράπεζας. Απολαύστε την: Ρώτησε ο εκδότης γιατί δεν περιλαμβανόταν στο διαφημιστικό πρόγραμμα τής τράπεζας, ενώ αντίθετα είχε δοθεί διαφήμιση σε ανταγωνιστή του. Ο διοικητής απαντά: “Μα αυτός είναι κοινός εκβιαστής”. Και ο εκδότης, με την ίδια ανάσα, “και εγώ τι είμαι;…”

Πάντα τα όρια τής ελεεινότητας και της ξεφτίλας του καθενός, τα βάζει κάποιος άλλος.

Και η δεύτερη:

Στη δεκαετία του ‘50 δύο σημαντικοί βιομήχανοι είχαν ψυχρανθεί  μεταξύ τους για  σχετικά ασήμαντο λόγο. Τότε ένας εκδότης, μακαρίτης σήμερα, προσφέρθηκε να  μεσολαβήσει ώστε να τα βρούνε. Πρότεινε, λοιπόν, να οργανώσει  μια δεξίωση στο σπίτι του, να καλέσει και τους δύο ώστε να έχουν την ευκαιρία, σε ουδέτερο έδαφος, να λύσουν την παρεξήγηση.

Έτσι και έγινε. Δύο μέρες μετά απεστάλησαν από τον εκδότη τιμολόγια προς τις δύο βιομηχανίες με αιτιολόγηση: “για παρασχεθείσες υπηρεσίες”. Το ποσό κάθε τιμολογίου αντιστοιχούσε σε σημερινά 20.000 ευρώ.

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτή την ιστορία; Την εφευρετικότητα του εκδότη για  αύξηση των εσόδων του ή την κυνική τιμολόγηση τής- αντικειμενικά, αφεαυτής ανταμοίβουσας-, προσφοράς των “καλών” του υπηρεσιών;

Την επόμενη ιστορία την άκουσα σε παλιότερο συνέδριο τής Διεθνούς Διαφάνειας, (οργάνωσης κατά της διαφθοράς) που έγινε στην Αθήνα με θέμα “Πως θα πετύχουμε την εφαρμογή των νόμων”. Την διηγήθηκε μεγαλοεκδότης από το πάνελ του συνεδρίου και αναφέρεται στον απαράδεκτο τρόπο αδειοδότησης ή μάλλον μη αδειοδότησης  των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και γενικώς στον τρόπο λειτουργίας τους.

Δείχνει δε, πόσο έτοιμη και πρόθυμη είναι η εκάστοτε κυβέρνηση να ανταποκριθεί στα αιτήματα όλων των καλών παιδιών που διαπλέκουν τις άλλες δουλειές τους με την παντοδυναμία των ΜΜΕ.

Σε παρατήρηση, λοιπόν, παράπονο τού εκδότη μας σε υπουργό για  μια ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ ενός ανταγωνιστή του, ο υπουργός τού απάντησε αφοπλιστικά: “Δεν πρέπει να παραπονείσαι. Είναι άδικο να με κατηγορείς. Και συ αν μου το ζητούσες το ίδιο θα έκανα”. Το συμπέρασμα είναι ότι, στο  χώρο των ΜΜΕ, η κυβέρνηση είναι προσεκτικότατη στην ακριβοδίκαιη εφαρμογή τής παρανομίας.

Κλείνω με κάτι που μπορεί να εισπραχθεί ως παρηγοριά: Πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια, ο Ροΐδης αναφερόμενος στις εφημερίδες της εποχής του, έγραφε: “Αν εις εκατόν χιλιάδας Γάλλων αναλογεί μία εφημερίς, εις χιλίους Αθηναίους αναλογούσι δύο. Εκ τούτων τρεις ή τέσσαρες συντηρούνται παρά των συνδρομητών και πέντε αποζώσιν εκ των κομμάτων.”

Τι θα έλεγε άραγε ο δεικτικός ανατόμος της κοινωνικής και δημόσιας ζωής του δεύτερου μισού του19ου αιώνα, αν μπορούσε να σχολιάσει τη σημερινή κατάσταση;

*Τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. gcostoulas@gmail.com

Μικρή συμβολή στην ετυμολογία του “λαμόγιου”

Σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία, η λ. λαμόγιο προέρχεται από την ιταλική Λα μόγια (=η σύζυγος). Οι Ιταλοί χαρτοπαίχτες θεωρούσαν ύψιστη παράβαση των χαροπαιχτικών τους κωδίκων συμπεριφοράς να εγκαταλείπει κάποιος το πράσινο τραπέζει ενώ κερδίζει. Μερικοί βρήκαν τρόπο να φεύγουν, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι φεύγουν γιατί φωνάζουν οι γυναίκες τους. Μάλιστα μερικές φορές αυτές, ειδοποιημένες κατάλληλα, εμφανίζονταν στις λέσχες και τότε οι “εκπληκτοι” σύζυγοι φώναζαν: Λα μόγια, λα μόγια. Και φυσικά έφευγαν με τα κέρδη. Από αυτή την τακτική λέγεται ότι προήλθε η λέξη λαμόγιο, καθώς η συμπεριφορά τους δεν πέρασε φυσικά απαρατηρητη από τους συμπαίκτες τους, οι οποίοι καθιέρωσαν τη λέξη ως μέγιστο οδεινισμό. Αργότερα, επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη ζωή σήμερα δε είναι κοινός χαρακτηρισμός.
Ε.Π.Καλλίγερος

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο