Advertisement

Κακές κολλιγιές

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη - Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

1.319

Μια φορά κι ένα καιρό, θα το θυμόσαστε οι πιο μπαγιάτικοι, συνηθίζαμε όλοι να μεγαλώνουμε από ένα-δύο γουρούνια στο σπίτι μας. Μεγάλη ευλογία το γουρούνι. Το έσπαζες κι έπαιρνες τα καλά του Αβραάμ από δαύτο. Τι παστό, τι καπνιστό, τι πηχτές. Αμέ οι αιματές! Εκεί να δεις νοστιμιά. Ευλογία, που λέτε. Μέχρι και το τομάρι του δεν το πετούσαμε. Φτιάχναμε κάτι ξώφτερνα μα δαύτο, τέλεια, και πέδιλα και τσαρούχια, αμάν-αμάν.

Για να το μεγαλώσεις ήτανε εύκολο, γιατί και σωρό αποφάγια είχε το κάθε σπίτι κι από ντόπιες ζοωτροφές, δόξα νάχει ο Θεός. Και το γουρούνι, καλά νάναι, τρώει ό,τι του δώκεις. Από πίττερα και ξυλοκέρατα μέχρι πλαγιομάνους και μαρουλόφυλλα. Το δύσκολο ήτανε να να βρεις καμμία δραχμή για ν’’ αγοράσεις το γουρουνόπουλο. Γι’’ αυτό πολλές φορές, δύο-δύο οι γειτόνοι εκολλιγιάζανε. Όποιος είχε τη δραχμή αγόραζε το γουρουνάκι κι όποιος δεν την είχε το τάιζε, μέχρι να γεννεί καμμία εξηνταρέα οκάδες. Μετά το μεράζανε στη μέση.

Ο Βασίλης με το Γιακουμή το είχανε κάμει ετσά, εκείνη τη χρονέα. Θα τ’’ αγοράσω εγώ, είπε ο Βασίλης κι ελόγου σου, Γιακουμή, θα το μεγαλώσεις. Μόνο που δεν το εκανονίσανε πόσο καιρό θα το ταΐζει ο Γιακουμής.

Στην αρχή η κολλιγία επάαινε καλά. Επέρνα ο Γιακουμής από το σπίτι του Βασίλη:

-Καλημέρα κολλέγα, του φώναζε.

-Μποτζόρνο κολλεγάκι, ο άλλος, είντα κάνει το γουρούνι μας;

-Καλά να μην αβασκαθεί.

Αλλά, να μην αβασκαθεί αλήθεια το χτήμα, ήτανε θρεμμένο απαρχής. Του είχε ξεμείνει ως φαίναται του γουρουνά κι είχε σώσει κιόλας  καμμία δεκαρέα οκάδες, όταν τ’’ αγοράσανε. Ο Γιακουμής, παμπόνηρο ζουλάπι, το εξάνοιγε μέσα στο λέστεκο και του άνοιγε η όρεξη. Σου λέει, πού να κάτσω να το ταΐζω πεντέξε μήνες; Να το φάμε από δαδά που είναι και δειλό-δειλό. Ετσά θα γλυτώσω και τα πίττερα.

Το σκεφτότανε δύο-τρεις μέρες κι απάνω που έκλεισε η βδομάδα η κολλιγία, παίρνει ένα απόγεμα τη χατζάρα και του τον επήρε πέρα-πέρα το λαιμό. Επήρε ύστερα το μισό και το πήγε του Βασίλη.

-Είντα’ καμες μωρέ; Το έσπαξες κιόλας;

-Ετσά δεν το είπαμε; Εσύ το αγόρασες, εγώ το μεγάλωσα. Πάρε και τ’’ άντερα να τα κάμεις αιματές.

Είντα να κάμει ο Βασίλης; Γείτονας ήτανε, να πάει να τσακωθεί μαζί του; Την έφαε στον πισινό, αλλά έγνοια του…Από τότε του την είχε φυλαγμένη.

Και να που τόφερε κι η τύχη ετσά, που δεν άργησε να του γυρίσει τα ρέστα. Ο Γιακουμής είχε ένα μπάρμπα Αμερικάνο στα όξω χωρία. Νάτονε, που λέτε μία μέρα, ήρθε να βρει τον ανηψιό. Εκουβάλιε κι ένα κοφινάκι μ’’ ένα γουρουνάκι τόσο δα, μέσα.

Ε! ανηψιέ, σούφερα’ παδά ένα βρωμιάρικο να το μεγαλώσεις και πέρα τα Χριστούγεννα, αν είμαστε καλά, μου δίνεις κι εμένα κανένα ψίχαλο.

Νάσαι καλά μπάρμπα, (τούκανε ντεμενάδες ο Γιακουμής), μα το Θεό πρωτηστάξεως είναι.

Έλα όμως που βαριότανε να το πολεμα; Εσκέφτηκε πάλι την κολλιγία.”Θα πω πως μου τελειώσανε οι ταές και θα το δώσω του Βασίλη να το μεγαλώσει. Το πολύ-πολύ να το σπάξει σε καμμία βδομάδα, για να βγάλει τα δανεικά. Είντα είχαμε, είντα χάσαμε. Ας δοκιμάσω”.

Ο Βασίλης δέχτηκε τη συμφωνία και δεν είπε τίοτα. Μόνο κανονίσανε πως αν είναι για μαχαίρι, θα πάει ο Γιακουμής να το κόψει, γιατί τάχατες ο Βασίλης λιγονότανε άμα έβλεπε αίματα.

Όλα καλά λοιπόν. Σε έξη μήνες ο Βασίλης το είχε κάμει εκατό οκάδες το καπρί. Το ξάνοιγε πάλι μέσα στο λέστεκο ο Γιακουμής κι εγλυφότανε.

-Ε το βούιδι, έλεγε από μέσα του, το καλοταΐζει και το έκαμε τέρας κι ούτε θυμάται καθόλου την κασκαρίκα που του έκαμα με το άλλο. Να μία να, θεόβουιδο.

Έπεσε όμως ολοσδιόλου όξω. Ο Βασίλης δεν ήτανε καθόλου βούιδι. Τον είχε από την αρχή εκείνος το σκοπό του. Εκεί παραμονές Χριστουγέννων, νάσου τονε ένα βράδυ στου Γιακουμή.

-Ε, κολλέγα, είντα λέεις, δεν είναι πλέα ώρα;

-Ναι, μονό! Ό,τι ώρα θέλεις, κολλέγα μου.

-Έλα κατά το βασίλεμα αύριο. Μπορείς;

Την άλλη μέρα κατά τσι τέσσερες το απόγεμα, ο Βασίλης έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Ήξερε πως ο άλλος εφοβότανε πολύ τσοι διαόλους και μάλιστα έτρεμε να μη δαιμονιστεί κι ελόγου του γιατί το είχε πάθει και μία θεία του. Την είχε πάρει και την είχ’’ ασηκώσει, φωτίες έβγανε από το στόμα της. Ώσπου μία μέρα πήγε και φουρκίστηκε. Αν είναι, σου λέει, κληρονομικό ;Εφυλαγότανε λοιπόν πολύ ο Γιακουμής από τσοι διαόλους.

Ο Βασίλης, που λέτε, που τα ήξερε όλ’’ αυτά, επήρε ένα σίγκλο πίττερα κι αντί να τα μαλακώσει με νερό, τα μαλάκωσε με κρασί. Έρριξε σχεδόν μία ντραμετζάνα μέσα. Το είχε και δύο μέρες νηστικό, μόλις του τα πήγε, τα έκαμε να… το γουρούνι.

Όταν κατά το ηλιοβασίλεμα εμπήκε ο Γιακουμής στο λέστεκο για να το κανονίσει, βρέθηκε μπροστά σε μία αλλόκοτη κατάσταση. Το γουρούνι, ετσά που τα είχε τσούξει, είχε γεννεί νταβλί. Δεν έβλεπε τη μύτη του. Με το που μπήκε μέσα του όρμηξε, επέρασε με φόρα κάτω από τα πόδια του και τούδωσε τέτοια αμποστή που μονιτάρου ο Γιακουμής βρέθηκε ξάπλα πάνω στις λάσπες. Τονε μυριζότανε το γουρούνι κι εχοροπήδα γύρω του, ύστερα όρμηξε σε μία κόττα, τήνε βούτηξε από το λαιμό και την έπνιξε, μέχρι και στο γάιδαρο ερρίχτηκε κι επολέμα να του δαγκάσει την ορά. Κακό μεθύσι σας λέω. Ο Γιακουμής τα έχασε. Σηκώθηκε από τις λάσπες και τιναζότανε και τα χέρια του τρέμανε.

-Μπρε Βασίλη, είντα πράματα είναι τούτα δα;

-Ξέρω’ ‘γω Γιακουμή; Μου τάχει κάμει πεντέξε φορές τώρα τελευταία και δεν μπορώ να τα ξηγήσω.

-Μα δεν είναι δα από φυσικού του.Τίοτα έχει πανάθεντά το.

-Σιγά μωρέ! Σαν τη γυναίκα μου τα λέεις κι εσύ, που νομίζει μαθές πως, οι μέρες που είναι, θα μπήκανε λέει οι καλλικαντζάροι κανένα βράδυ στο λέστεκο και το δαιμονίσανε και δεν θέλει να το φάμε.

Εκείνη τη στιγμή το γουρούνι ξαναόρμηξε προς το Γιακουμή, στάθηκε μισό μέτρο μπροστά του κι από την κάιλα που είχε άνοιξε το στόμα του σαν σπηλαία, τον ξάνοιγε στραβά και του έκανε γκουχ-γκουχ, αγριεμένο. Ύστερα πήρε τράτο και του τράβηξε μία κουτουλέα στα γόνατα, σαν νάτανε τράγος. Ο Γιακουμής τα κένωσε.

-Δαιμονισμένο είναι Βασίλη, φτου οξαποδώ. Κι ο Χριστός στα γουρούνια τον είχε στείλει. Απαράτα με, με δαύτο, πάαινε να το γκρεμίσεις στο Μέγα Λαγκάδι. Νάσου, νάσου διάολε, το μούντζωσε δυο-τρεις φορές κι ετοιμάστηκε να φύγει.

Ο Βασίλης από μέσα του είχε σκάσει στα γέλια, αλλά απ’’ όξω του ήτανε σοβαρός.

-Καλά, κολλέγα, ό,τι πεις. Μην πάθομε τίοτα.

Την άλλη μέρα, που το γουρούνι ξεμέθυσε, το έσπαξε μοναχός του ο Βασίλης και το κράτησε όλο βέβαια, όχι το μισό. Δηλαδής όχι τίοτα άλλο, άλλα για να μάθει ο κολλέγας να του κάνει σερετίες, ο πονηρός.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 58 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο