Advertisement

Καλάμι …Γουίντσεστερ!

Του Ανδρέα Λουράντου-Κονταράτου

722

Καλοί μου φίλοι, δρόσισε οφέτος αμπονώρα,
κι ο Οκτώβρης, μας την έφερε, τη δυνατή τη μπόρα!

Δειλά -δειλά ξεπρόβαλε πάλι το ραδικάκι,
λαδάκι να ’χεις μοναχά και φρέσκο λεμονάκι!

Advertisement

Μωρέ το λάδι θα βρεθεί, στα σοβαρά στ’ αστεία,
για το κοψίδι μοναχά έχω αμφιβολία.

Έτσι που μας κατάντησαν οι άρχοντές μας όλοι,
μας πήραν και τα σώβρακα και φάνηκαν οι κ..λοι!

Αν θες γουρούνι για να φας και να το απολαύσεις,
πρέπει ’πο δαύτους ένανε να πιάσεις και να σφάξεις!

Το μόνο που μας έμεινε ξαρέσκιο, για κοψίδι,
είναι τα ορδυκοτρίγωνα που βρίσκεις στο κυνήγι.

Φέτος δεν ήτανε πολλά, όπως και κάθε χρόνο,
κι έτσι πολλοί τη βγάζανε με φασολάδα μόνο!

Μα είναι ώρα να σας πω μιά νέα ιστορία,
όπως μου την εσώσανε κάτι καλά παιδία!

Αν για κυνήγι θες να πεις, το νόημα να πιάσεις,
ένα είναι το όνομα! Λέγεται Αθανάσης!

Πολλά δεν θέλει να σας πω, ούτε να χάνω λόγια,
από παλιά τον ξέρετε που έγραφε ρολόγια!

Είναι μεγάλος κυνηγός, έχει πολλή μανία,
άδεια βγάνει ανελλιπώς και τρέμουν τα πουλία!

Έτσι κι εκείνο το πρωί επήρε για παρέα
το φίλο του Θεόφιλο και πήγε στη Βρουλέα.

Ήταν ακόμη σκοτεινά, δεν είχε ξημερώσει,
μα ήθελε γρήγορα να βγει να τα …ισοπεδώσει,

του Κοντολέου-Παγανή, τα πλάγια να “οργώσει”,
και μέχρι Φοραδόμαντρες στο τέλος ν’ αποσώσει!

Ακόμη αξημέρωτα αρχίνηξε να δράμει,
κι έτρεχε ο Θεόφιλος ’πο πίσω να προκάμει.

Ώρα πολύ ετρέχανε μέσα από κλαδία,
κι αφού επροσπεράσανε και μία λαγκαδία,

βρεθήκανε εις το βουνό που το κυνήγι αρχίζει,
κι ο σκύλος του αρχίνηξε τριγύρω να μυρίζει.

Σε λίγο κι ο Θεόφιλος, ανέβηκε και πήγε
και το σταυρό του έκανε από αυτό που είδε!

Ο Αθανάσης που μπροστά είχε βαλθεί να δράμει,
εκράταγε στα χέρια του μόνο ένα… καλάμι!

Πες μου ’βρε Αθανάση μου να δω αν το αντέξω,
πού είναι το τουφέκι σου; Πες μου να μη λελέψω!

Ο Αθανάσης άναυδος κοιτάζει το καλάμι,
δεν ήξερε ήντα να πει, ούτε και τι να κάμει.

Εκείνος τό ’χε έτοιμο μ’ αυτό να κυνηγήσει
κι ένα φυσίγγι κράταγε στο χέρι να γιομίσει!

-Θεόφιλε, μη με κοιτάς, γυρίζει και του λέει,
το ξέχασα! Τι να σου πω! Η κρίση μάλλον φταίει!

Τα ’μπρος οπίσω γύρισε να φέρει το ντουφέκι,
κι ο σκύλος του καθότανε και κοίταζε παρέκει!

Αναρωτιότανε κι αυτός εις το βουνό τι κάνει,
και πως σκοτώνουν τα πουλιά με το καλαμοκάνι!

Καθώς πισογυρίζανε, μέσα ’πο ένα ρύκι,
αφού εχασμουρήθηκε, πετάχτηκ’ ένα ορδύκι!

Ξεκίνησε για Αφρική που ’ναι μακρύ ταξίδι,
γιατ’ είχε αποκοιμηθεί κι είχε αργήσει ήδη!

Με εντυπώσεις άριστες φεύγανε τα πουλία,
για το ωραίο ξύπνημα και τη φιλοξενία!

Δεν ξέρω πότε γύρισε με δίκαννο στο χέρι,
σίγουρα θα εκόντευε πλέα το μασημέρι.

Κείνο που ξέρω σίγουρα είναι, πως η κερά του ,
κουνώντας το κεφάλι της του ’πε τα ..σχολιανά του!

Του ’λεγε: «πες μου να χαρείς πες μου γιατί θα σκάσω
και το μυαλό μου σίγουρα με σένα θα το χάσω.

Χρειάζετ’ άδεια μωρέ γιά να βαστάς καλάμι;
Και τα εκατόν είκοσι επήγανε χαράμι!

Δεν τα ’δινες μωρέ εκειά κάλλιο του Κυβερνήτη,
δέκα οκάδες βουιδινό θα έφερνες στο σπίτι!

Παρά μας ήρθε το πουλί σα να ’τανε χαβιάρι!
Ο Βενιζέλος εύχομαι χαμπάρι μην το πάρει!»

Πάντως το τέλος γράφτηκε πρωτού να ρθει το βράδυ,
με γέλια που ακούστηκαν σε όλο το Λιβάδι!

Ο κάμπος όλος τράνταζε, Φατσάδικα-Ραχίδι,
ήτανε τα χαχανητά του Χρήστου Αγγελίδη!

Ανδρέας Λουράντος – Κονταράτος

Δημοσιεύθηκε στο φ.263 της έντυπης έκδοσης, Νοέμβριος 2011.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο