Advertisement

ΚΑΤΩ ΛΕΙΒΑΔΙ. Οικισμοί και οικιστές. Μία διαχρονική χωρογραφία [1]

Του ΕΜΜ. Π. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ

1.428

Αν σας ζητούσα να γυρίσουμε νοερά πίσω στο χρόνο θα μπορούσαμε να φθάσουμε μέχρι τα αρχαία χρόνια, στα οποία ανάγονται δύο αγγεία του Μουσείου Κυθήρων και τα οποία σημαίνουν ασφαλώς κατοίκηση στην περιοχή αυτήν από την αρχαιότητα.

Επειδή όμως το κύριο θέμα μας είναι η μελέτη της περιοχής στα νεότερα χρόνια, από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι τις μέρες μας, θα ήταν χρήσιμο να γυρίζαμε νοερά πίσω σε μία χρονολογία που συντάραξε τον κόσμο και την οποία επιλέξαμε αυθαίρετα.

Τι γινόταν στην περιοχή των Κυθήρων το 1453; Τι πληροφορίες έχουμε για το νησί και τους κατοίκους του την εποχή αυτή; Δυστυχώς οι δυσκολίες που έχουμε για να δώσουμε λίγο φως σ’ αυτά τα σκοτεινά χρόνια για την ιστορία του τόπου μας είναι πολλές. Παρά ταύτα υπάρχουν αρκετά σκόρπια στοιχεία, τα οποία θα μας επιτρέψουν να επιχειρήσουμε να ρίξουμε όσο το δυνατόν περισσότερο φως σε μία μικρή περιοχή του νησιού μας, όπως θα κάνουμε αργότερα για ολόκληρο το νησί με τη βοήθεια των τελευταίων ερευνών ιστορικών και αρχαιολόγων.

Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως συντάραξε όλη την Ευρώπη και θα μπορούσαμε να βάλουμε τη φαντασία μας να λειτουργήσει για να δούμε πώς θα πληροφορήθηκαν το τραγικό για τον Βυζαντινό κόσμο, γεγονός στα Κύθηρα από τις φρυκτωρίες που είχαν αναπτυχθεί στα παράλια του νησιού και οι οποίες επέτρεπαν να γίνονται γνωστά τα γεγονότα σε σύντομο σχετικά χρόνο με τα σήματα από τις φωτιές.

Σε μερικό  καιρό θα έφθαναν στην Κρήτη και στο γειτονικό με τα Κύθηρα Μυστρά και τα πρώτα καραβάνια των προσφύγων που έφυγαν από τη Βασιλεύουσα και όσες περιοχές έπεφταν στα χέρια των Οθωμανών.

Τα Κύθηρα, πάντως, την εποχή αυτή ζούσαν κάτω από τη σχετική ασφάλεια της Βενετικής κυριαρχίας, οι συνθήκες ζωής όμως στο φτωχό πληθυσμό του νησιού πολύ απείχαν από του να είναι στοιχειωδώς ανεκτές. Ειδικά για τα Κύθηρα, πάντως, πρέπει να αναφέρουμε ότι το χρονικό σημείο-ορόσημο της ιστορίας τους είναι η επιδρομή του Βαρβαρόσα το 1537 κι αυτό για δύο λόγους.

Πρώτον ότι από την εποχή αυτή επέρχονται σημαντικές μεταβολές στον ανθρωπονυμικό χάρτη του νησιού, αφού είχαμε μεγάλες αλλαγές λόγω του αιχμαλωτισμού σχεδόν ολόκληρου του πληθυσμού της Παλιόχωρας και της σφαγής μεγάλου αριθμού κατοίκων της. Στη συνέχεια οι Βενετοί όχι μόνον ενίσχυσαν την εξαγορά σκλάβων, αλλά έφεραν αρκετές οικογένειες κυρίως από τη γειτονική Πελοπόννησο και την Κρήτη για να εποικίσουν το νησί.

Ο δεύτερος σημαντικός λόγος που καθιστά την εποχή των μέσων του 16ου αι σημαντική για την κυθηραϊκή ιστορία οφείλεται σε ένα τυχαίο γεγονός. Στην καταστροφή από την πυρκαγιά που ακολούθησε μία έκρηξη που είχε προκληθεί από κεραυνό, των εγγράφων του Αρχείου Κυθήρων και τα οποία αφορούσαν το προ του 16ου αι χρονικό διάστημα. Έτσι σήμερα ουσιαστικά η σχετική πληθώρα στοιχείων που έχουμε για το 2ο μισό του αιώνα αυτού και μετά διακόπτεται χρονικά προς τα πίσω στο σημείο αυτό και για τα προηγούμενα χρόνια βασιζόμαστε στα πολύ πενιχρά στοιχεία που προκύπτουν από έμμεσες πηγές.

Αυτό, όμως, δεν είναι το κύριο θέμα της σημερινής επισκόπησης. Πριν επιχειρήσουμε να δούμε αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του με όσα στοιχεία μας παρέχουν οι σιδερένιες δέλτοι της ιστορίας και να χτίσουμε μετά με τα δικά μας συμπεράσματα τη ζωή στους οικισμούς και τους κατοίκους της περιοχής αυτής είναι χρήσιμο να γυρίσουμε ακόμα πίσω στο χρόνο και να πάμε στις αρχές του 14ου αι, οπότε πληροφορούμαστε από μία εντυπωσιακή δικογραφία που συνετάγη με εντολή του Δόγη της Βενετίας το 1328 ότι στην περιοχή αυτήν βρίσκεται ένας οικισμός που ονομαζόταν Σπανοχωριό (πιθανότατα πρόκειται για άλλη ονομασία της περιοχής Κεραμουτό, η οποία ανήκε στην ευρύτερη περιοχή του Λειβαδίου εκείνα τα χρόνια).

Κατά σύμπτωση γνωρίζουμε ότι δύο αιώνες αργότερα ένας οικισμός, τον οποίο ταυτίζουμε με ασφάλεια ως μέρος του σημερινού Άνω Λειβαδίου με το ναό του Αγίου Ανδρέα, ονομάζεται Καραβοχωριό.

Αντίθετα δεν μπορούμε να έχουμε κάποια απόλυτα ασφαλή πληροφορία για το ποίος οικισμός του Λειβαδίου ονομαζόταν Σπανοχωριό, γνωρίζουμε όμως από συμβόλαια του 17ου αι ότι εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την εποχή αυτήν με την ίδια ονομασία και είναι ιδιαίτερα γνωστός τότε. Σύμφωνα με επισκόπηση των συμβολαίων που έχουν εντοπισθεί και αναφέρονται στον οικισμό Σπανοχώρι, αυτός βρίσκεται στην περιοχή Λειβαδίου και πιθανώς στο Κάτω Λειβάδι. Σε συμβόλαιο που έχει συνταχθεί το 1565 αναφέρεται πώληση ενός χωραφιού «εις το Λειβάδι εις τόπον λεγόμενον Σπανοχώριον, πλησίον κυρ Νικολό Κασιμάτη ποτέ Ιωάννου και πλησίον Φλωρέντζας Κασιματούς, γυνής αιχμαλωτισμένου Αναγνώστη Κασιμάτη».

Σ’ αυτήν την περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες στα Κύθηρα, δόθηκαν κατά την πορεία των αιώνων νέα ονόματα, συνηθέστατα από τα επώνυμα ή τα παρωνύμια των σημαντικότερων οικογενειών των οικιστών τους. Για παράδειγμα αναφέρουμε τους οικισμούς Γουδιάνικα, Τραβασαριάνικα και Σκουλιάνικα, που είναι σχετικά νεότεροι, αναφερόμενοι κυρίως από το 18ο αι και μετά, αλλά και τους παλαιότερους Κατσουλιάνικα, Μαγεριάνικα κ.α. Ο πρώτος παίρνει το όνομά του από το παρωνύμιο ενός οικιστή που έρχεται από τις γειτονικές Αλεξανδράδες και ονομάζεται Πετρόχειλος-Γουδής. Ο δεύτερος από το επώνυμο Τραβασάρος, που έρχεται πιθανότατα από τη Xώρα και ο τρίτος από το παρωνύμιο Σκούλος το οποίο είχε κλάδος της οικογενείας Κασιμάτη, που εγκαταστάθηκε εκεί και αργότερα διασπάστηκε σε πολλούς άλλους κλάδους που φέρουν στις μέρες μας τα παρωνύμια Ξερός, Λινός, Τρουλόπαπας κλπ.

Εκείνο που δεν γνωρίζουμε για τους παραπάνω οικισμούς  είναι η προηγούμενη ονομασία τους και το αναφέρουμε αυτό, καθώς η αναζήτησή μας για τον άγνωστο σήμερα οικισμό Σπανοχώρι επικεντρώνεται σ’ αυτούς τους οικισμούς ή σε κάποιον γειτονικό τους (βλ. παραπάνω). Κι εδώ βέβαια αναμένουμε να ακούσουμε έναν αντίλογο απ’ όσους δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτές τις αναζητήσεις, ο οποίος θα έχει σχέση με το τι θα κερδίσουμε αν μάθουμε γι’ αυτόν τον οικισμό ή για οποιονδήποτε άλλον τον οποίο αναζητούμε. Κάνοντας μία αναγκαία παρένθεση θα δώσουμε την απάντηση ότι, μπορεί μεν να μην κερδίζουμε απολύτως τίποτε μετρούμενο με σημερινά χρήματα, η γνώση όμως της ιστορίας ενός τόπου είναι αναγκαία στους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτόν, γιατί μόνον έτσι μπορούν να τον προστατέψουν. Και κάθε γωνιά του νησιού μας και της χώρας μας έχει ανάγκη προστασίας σήμερα.

Ο εγκαταλελειμμένος ναός της αγίας Θεοδώρας, στην ευρύτερη περιοχή του Κ. Λειβαδίου.

Γύρω στο 16ο αι αρχίζουμε να έχουμε μία σαφέστερη εικόνα για την κατάσταση που υφίσταται στους οικισμούς  και στους οικιστές στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Κάτω Λειβάδι. Την εποχή αυτή φαίνεται να παγιώνεται η μορφή των οικισμών της περιοχής, η οποία φθάνει με σχετικά μικρές αλλοιώσεις μέχρι τις μέρες μας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τους οικιστές οι απόγονοι των οποίων πλην ελαχίστων εξαιρέσεων κατοικούν και σήμερα στην περιοχή. Ας δούμε όλα αυτά ένα ένα.

Σύμφωνα με μία δικογραφία του 18ου αι, την οποία εντόπισε στο ΙΑΚ η Ελένη Χάρου-Κορωναίου, η οικογένεια Τζάννε έφθασε στα Κύθηρα από τη Ρώμη το 1419. Περίπου έναν αιώνα αργότερα αναλαμβάνει Προβλεπτής Κυθήρων ένας Ενετός αξιωματούχος ονόματι Τζιρόλαμο Τζάννε (1581). Η αναφορά του επωνύμου και ανάμεσα στους αξιωματούχους της Βενετίας δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού το Τζάννε είναι ένα συνηθισμένο ιταλικό επώνυμο προερχόμενο από το βαφτιστικό Ιωάννης. Από όσα γνωρίζουμε η οικογένεια αυτή ουδέποτε φαίνεται να διέθετε εκπροσώπους της στο Βιβλίο των Ευγενών των Κυθήρων. Η οικογένεια Τζάννε εγκαθίσταται στην περιοχή του σημερινού Κάτω Λειβαδίου και γύρω από το ναό του Σωτήρος, ο οποίος τότε ήταν μοναστήρι, όπως προκύπτει από συμβόλαια του 16ου αι και ονομάζεται Κούτσακας ή Κούτζακας. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι η εποχή ανέγερσης της μονής αυτής, αφού έχει ξαναχτιστεί περισσότερες από μία φορά.

Ο νέος ναός του Σωτήρος, ο οποίος χτίστηκε δίπλα στον παλαιό τη δεκαετία του 1930 χωρίς, ευτυχώς, να κατεδαφιστεί ο παλαιός ναός, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το γεγονός ότι δεν έμεναν οικισμοί, ακόμα και οι μικρότεροι, χωρίς ναό, τότε μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι στη θέση του σημερινού ναού υπήρχε σίγουρα κάποιος ναός από τα Βυζαντινά χρόνια. (Ακόμη και η ονομασία Κούτσακας ακούγεται Βυζαντινή, καθώς είναι γνωστή η συνήθεια των Βυζαντινών να δίνουν σε ανθρώπους παρωνύμια που είχαν σχέση με σωματικά ελαττώματα).

Ο παλαιός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Κάτω Λειβάδι (Κούτζακας), που σήμερα στεγάζει τη Συλλογή Βυζαντινών εικόνων και αγιογραφιών από όλο το νησί. Θεωρούμε μάλλον βέβαιο ότι πριν από το ναό αυτόν υπήρχε άλλος ναός, καθολικό μονής, καθώς το 16ο αι. αναφέρεται ότι η μονή στον Κούτζακα, ανήκει στην οικογένεια Τζάννε. Δίπλα διακρίνεται ο νέος ναός.

Από μία διαθήκη και δύο κωδικέλλους που συνετάγησαν στο β’ μισό του 16ου αι, πληροφορούμαστε ότι στη Μονή του Σωτήρος στον Κούτζακα, όπως ονομαζόταν τότε και η περιοχή της σημερινής πλατείας στο Κάτω Λειβάδι, ιερουργούσε ο παπά Μάρκος Τζάννες. Από τον κλάδο αυτόν κατάγονται οι σημερινές οικογένειες Μαρκόγιαννη και Κορωνίτη, πιθανόν δε και αυτή των Καόνη. Είναι χαρακτηριστικό και επιβεβαιώνει τις σκέψεις μας το γεγονός ότι στην ίδια οικογένεια του παπά Μάρκου Τζάννε υπάρχει το βαφτιστικό Νικολός του πρώτου εποίκου με το επώνυμο Τζάννες, το οποίο αναφέρεται ότι έφθασε στα Κύθηρα, όπως είδαμε προηγουμένως, ενώ από την εποχή αυτήν αναφέρεται και το χαρακτηριστικό Μαρκουτζάς.

Από τη διαθήκη του παπά Μάρκου προκύπτει ότι η οικογένεια αυτή διέθετε μεγάλη και σημαντική περιουσία στο Κ. Λειβάδι, το Κατοχώρι, στα Μητάτα, στο Μανιτοχώρι και αλλού, ενώ είχε και σπίτι στο κάστρο της Χώρας, όπως οι σημαντικότερες οικογένειες της εποχής αυτής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο παπά Μάρκος αφήνει την περιουσία του στα τρία του αγόρια και στην κόρη του που είχε παντρευτεί έναν Γιώργη Χάρο, μάλλον της παλαιάς οικογενείας Βλαστού που από τότε κατοικούσε στην περιοχή που βρίσκεται και σήμερα κοντά στο Κ. Λειβάδι.

Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι ο παπάς αφήνει μεγαλύτερο μερίδιο στο γιο του Γιώργη, τον οποίο γράφει ρητά ότι «ξεχωρίζει διότι λέγει και έκαμεν σκλάβος χρόνους δεκοχτώ και δεν απίστησεν». Μάλιστα αναφέρει ότι αφήνει στο γιο του Γιώργη «όλα του τα ζωντήμια οπού ο αυτός πνευματικός έχει χοντρά και λιανά ήγουν βούδια γαιδάροι και πρόβατα…..»  Και η πληροφορία αυτή είναι σημαντική για την κατάσταση των χωρικών την εποχή αυτήν, αλλά και για το γεγονός ότι, δύο μόλις αιώνες μετά την άφιξη της οικογενείας στα Κύθηρα οι Τζάννε έχουν ασπασθεί την Ορθοδοξία, όπως έκαναν οι περισσότεροι έποικοι από την καθολική Ιταλία την εποχή αυτήν.

Με τις ίδιες διαθήκες ο παπά Μάρκος αφήνει στο ναό του Σωτήρος «του μοναστηρίου του», όπως αναφέρει, πολλά κομμάτια χωράφια, όλα τα ιερά βιβλία, αλλά και πολλά σκεύη, τα οποία την εποχή αυτή αναφέρονταν στις διαθήκες, καθώς είχαν ιδιαίτερη αξία, όπως: «τρεις ταυλομαντήλες, τα σκουτέλια που θα βρεθούν μετά τη θανή του» και άλλα, ενώ αφήνει στα παιδιά του «ένα πάπλωμα μισοτριμμένο, ένα σεντόνι, ένα τριμούζουρο, ένα προσκεφαλίδο» και πολλά οικιακά σκεύη. Αναφέρει επίσης ότι έχει αποφασίσει να λάβει το «ἁγγελικόν σχήμα»δηλ. να μονάσει στο μοναστήρι της Παναγίας Αγκαράθου έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης, ένα μοναστήρι το οποίο υπάρχει και σήμερα και το οποίο είχε πάντα ηγούμενο και μοναχούς από τα Κύθηρα μέχρι την πτώση της Κρήτης στους Τούρκους το 1669. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ αν ο παπά Μάρκος πραγματοποίησε την επιθυμία του.

Η οικογένεια Τζάννε είναι ήδη πολύκλαδη από τα μέσα του 16ου αι, όπως προκύπτει από τις διαθήκες αυτές, στις οποίες φαίνονται, τόσο οι συγγενικοί δεσμοί με άλλες οικογένειες του Κ. Λειβαδίου, όπως Κασιμάτη, Μαγείρου και Λουράντου, αλλά και ότι οι περιουσίες τους συνορεύουν με αυτές πολλών οικογενειών με τα παραπάνω επώνυμα, αλλά και Τραβασσάρων, Καλλίγερων, Μπρατσάλη και άλλων που διαθέτουν κτήματα στον Κούτζακα, το Κατοχώρι και άλλες τοποθεσίες της ευρύτερης περιφέρειας του διστρέτου του Λειβαδίου.

Στο τέλος της διαθήκης του ο παπά Μάρκος αναφέρει χαρακτηριστικά:  «Και όποιος ήθελε θελήσει από τους τρεις να γυρέψει να ξαναμοιράσει από πλειότερα ή και λιγότερα ή από καλλίτερα ως χειρότερα και ήθελεν έβγει απ’ότι έκαμεν ο πατέρας τους, να έχει τας αράς των τεσσαράκοντα μαρτύρων και των Θεοφόρων πατέρων και την εδικήν μου και να είναι ξένος και αλλότριος εκ τα καλά του και να ζημιούται υπέρπυρα 100 εκ τα καλά οπού τουν άφησεν να πηγαίνουν εις την φάμπρικα της αυθεντίας……»

Άλλο σημαντικό στοιχείο για την οικογένεια που προκύπτει από συμβόλαιο του 1564 είναι ότι ένας γιος του παπά Μάρκου, ο Μανέας, μαζί με το Νικήτα Τζάννε και τον Ιωάννη Τζάννε του Νικολό συμβάλλονται με έναν γνωστό μεσίτη της εποχής, τον ευγενή Νατάλε Λεοντσίνη για να ενεργήσει ο τελευταίος εις το Δούκα της Κρήτης, στον οποίο είχε προφανώς πρόσβαση ο Λεοντσίνης, να απαλλαγούν οι «Τζάνιδες», όπως αναφέρει και θα τον πληρώσουν με τρία τσεκίνια για κάθε έναν που θα απαλλάσσει από την αγγαρεία. Το ποσό είναι πολύ μεγάλο και δείχνει την ευμάρεια της οικογένειας Τζάννε, αλλά και ότι από την εποχή αυτή είχαμε ρουσφέτια για απαλλαγή από τη θητεία και μάλιστα με αμοιβή που συμφωνούσαν συμβολαιογραφικά για να μην κάνουν το …κορόιδο μετά την απαλλαγή.

Ο αναφερόμενος πάντως Νικήτας Τζάννες είναι πρόγονος του ομώνυμου μεγαλοεπιχειρηματία του 19ου αι από την Αίγυπτο, ο οποίος είναι δωρητής του Τζαννείου Νοσοκομείου και του ομώνυμου ορφανοτροφείου, ενώ αναφέρεται ανάμεσα στους σημαντικότερους χορηγούς για την ανέγερση του ναού της Μυρτιδιωτίσσης. Ένας ακόμη γόνος της οικογένειας Τζάννε, τον οποίο ακούτε συχνά στην τηλεόραση, είναι ο ανταποκριτής της ΕΡΤ στο Λονδίνο Λ. Τσιριγωτάκης, η οικογένεια του οποίου είχε μεταναστεύσει το 19ο αι στην Κρήτη, όπου έλαβε το επώνυμο Τσιριγώτης και από αυτό το Τσιριγωτάκης.

Γύρω στο 17ο αι αναφέρεται και ένα ακόμη παρωνύμιο της οικογένειας Τζάννε, το Βρούχας, το οποίο προέρχεται από ένα γνωστό Κρητικό, αλλά Βυζαντινής προέλευσης, επώνυμο, το Βαρούχας, από το οποίο παίρνει το όνομα Βρουχιάνικα η σημερινή συνοικία του Κάτω Λειβαδίου, ενώ η αρχική εγκατάσταση των Τζάννε κοντά στον Κούτζακα ονομάζεται από το 17ο αι επίσης, Τζιάννικα, ενώ οι Οθωμανοί, που κατέχουν τα Κύθηρα για τρία χρόνια ανάμεσα στα 1715-1718, ονομάζουν την περιοχή Τζανέτικα. Η οικογένεια Τζάννε στον Άγιο Ηλία προέρχεται από τους Τζάννε στο Κ. Λειβάδι, καθώς έχουμε εκεί τα παρωνύμια Μπόγομος και Μπελεγρής, τα οποία συναντώνται στον Άγιο Ηλία αργότερα και μέχρι τις μέρες μας, ενώ σημαντική είναι η διαπίστωση ότι αναφέρονται το 18ο αι ανάμεσα στις οικογένειες Τζάννε του Κ. Λειβαδίου, τα βαφτιστικά Μιλάνος και Μιλάνα, τα οποία συναντούμε αργότερα στις οικογένειες Τζάννε στον Άγιο Ηλία και στη συνέχεια στις οικογένειες Στάθη-Αράπη του ίδιου χωριού για να φθάσουν από αυτούς ως αυτόνομα επώνυμα Μιλάνος (αρχικά) στο Μυλοπόταμο. (Το Μαλάνος είναι αρχικά παρωνύμιο της οικογένειας του Μυλοποτάμου Σταγγίλα για να καταλήξει αργότερα επώνυμο). Σημειώνεται ότι τα επώνυμα αυτά φέρουν και σήμερα ακόμη οικογένειες από το Μυλοπόταμο.

Άλλη μεγάλη οικογένεια στο Κάτω Λειβάδι είναι αυτή των Κασιμάτη. Είναι γνωστό ότι η οικογένεια αυτή φθάνει στα Κύθηρα το 1316, όταν οι Βενιέροι αναθέτουν την είσπραξη των προσόδων τους και τη διαχείριση των γαιών τους στα Κύθηρα στο Λέοντα Κασιμάτη από την Κρήτη (περιοχή Σκυλού Ηρακλείου), ο οποίος εγκαθίσταται στα Κύθηρα παίρνοντας πολλές γαίες (Αναφέρεται ότι έλαβε τα τρία δέκατα έκτα του νησιού) και έναν τίτλο ευγενείας. Από τότε το επώνυμο Κασιμάτης γίνεται ένα από τα πλέον διαδεδομένα του νησιού και ένας από τους παλαιότερους, αλλά και κύριους τόπους κατοίκησης κλάδων της οικογένειας είναι το Κ. Λειβάδι, όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι πολλοί από αυτούς ακόμα και πριν από το 16ο αι, όπως προκύπτει από τις πολλές αναφορές στο επώνυμο και σε περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή κατά τον αιώνα αυτόν.

Ίσως ο πλέον ενδιαφέρων κλάδος είναι αυτός με το παρωνύμιο Σπίρης, ο οποίος αναφέρεται να εγκαθίσταται στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Κατσουλιάνικα, από το παρωνύμιο Κατσούλης που έφερε από το 17ο αι ένας κλάδος της οικογενείας αυτής. Δεν έχει διαπιστωθεί αν υπήρχε κάποιος ευγενής στην οικογένεια του Κ. Λειβαδίου για το προ του 17ου αι διάστημα, γιατί για το μετά από αυτό είμαστε απολύτως σίγουροι. Αυτό πάντως δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς δεν ελάμβαναν όλοι οι απόγονοι τίτλο, αλλά μόνον τα γνήσια τέκνα. Και είναι γνωστό και συνηθισμένο το φαινόμενο να υπάρχουν άφθονα νόθα τέκνα ευγενών τα χρόνια αυτά, τα οποία μπορούσαν να λάβουν μέρος της περιουσίας του πατέρα εφ’ όσον αυτός το διέθετε, όπως και το όνομά του, ήταν αδύνατον όμως να λάβουν τίτλο ευγενείας, ακόμα και αν είχαν αναγνωρισθεί. Οι κάτοικοι του χωριού Κατσουλιάνικα, όλοι με το επώνυμο Κασιμάτης, διασπώνται στις αρχές του 18ου αι σε τρεις κλάδους ανάλογα με τα παρωνύμια που γνωρίζουμε. Αυτοί με το παρωνύμιο Κατσούλης, αυτοί με το παρωνύμιο Σκλαβούνος και αυτοί με το παρωνύμιο Ματαράγκας. Στον κύριο κλάδο της οικογένειας, αυτόν με το παρωνύμιο Σπίρης, αναφέρεται ήδη από την εποχή αυτή το βαφτιστικό Μηλάς (πιθανότατα από τοπική παραφθορά του λατινογενούς Μιλάνος, το οποίο ήταν τόσο συνηθισμένο, όπως είδαμε, στην οικογένεια Τζάννε), το οποίο μετατρέπεται το 18ο αι σε παρωνύμιο για να επικρατήσει στην περιοχή και να εξαφανισθεί κατά το Μεσοπόλεμο στον 20ό αι.

Ο ναός της Παναγίας της Κεράς, που άλλοτε ονομαζόταν Παλιοπυργιώτισσα, λόγω του παρατηρητηρίου με τη φρουριακή μορφή στην οροφή του. Και αυτός ο ναός είναι νεότερος και έχει χτιστεί στην ίδια θέση με τον παλαιό, στον οικισμό Μαγεριάνικα, όπως ονομαζόταν μέχρι το 17ο αι. από το επώνυμο της κύριας οικογένειας των οικιστών του, η οποία αργότερα μετακινήθηκε στο Δρυμώνα.

Οι Κασιμάτηδες ανήκουν στην ενορία της Παναγίας της Παλιοπυργιώτισσας (σήμερα Παναγία η Κερά), η οποία καταγράφεται ως ενοριακός ναός τουλάχιστον από τα τέλη του 17ου αι, πιθανόν και παλαιότερα. Εκείνο που έχει σημασία να αναφερθεί είναι ότι, όταν εγκαθίστανται οι Κασιμάτηδες στην περιοχή βρίσκουν εκεί, και συγκεκριμένα στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Καλοζούνι, μία άλλη μεγάλη και παλαιότατη Κυθηραϊκή οικογένεια, αυτή των Μαγείρων. Φαίνεται ότι οι Μάγειροι βρίσκονται στην περιοχή πολλούς αιώνες πριν, αν κρίνουμε από τα αναφερόμενα σε δημοσιευμένη διανομή της περιουσίας των Ενετών κυριάρχων των Κυθήρων, των Βενιέρ, η οποία ανάγεται χρονικά στο 14ο αι και αναφέρει όρι ενός τιμαρίου των Βενιέρ μία βίγλα με το όνομα του Μαγείρου, η οποία, αν κρίνουμε από άλλες περιοχές που γνωρίζουμε, τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή που επισκοπούμε, στην οποία αναφέρεται επίσης και παλιότατο τοπωνύμιο ως του «Μαγείρου ο Λάκκος». Η οικογένεια Μαγείρου, η οποία εντοπίζεται με ασφάλεια στα Κύθηρα από το 15ο αι, είναι βέβαιο ότι κατοικεί στο χώρο αυτόν κατά το 16ο αι, οπότε και αναφέρεται συχνότατα ανάμεσα στις οικογένειες με ιδιοκτησίες εκεί, των  οποίων τα κτήματα συνορεύουν με άλλα στην περιοχή του Κ. Λειβαδίου. Εκείνη η ένδειξη όμως που μας δίνει απόλυτη βεβαιότητα για την παρουσία της οικογενείας στην περιοχή είναι ότι, κατά την προαναφερθείσα απογραφή των Οθωμανών του 1715 η ενορία της Παναγίας Παλιοπυργιώτισσας φέρει την ονομασία Μαγεριάνικα. Φαίνεται, όμως, ότι από τις αρχές του 18ου αι η οικογένεια αυτή συρρικνώνεται και χάνεται λίγο αργότερα από το χώρο αυτόν αναφερόμενη πλέον στο Δρυμώνα, στον οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Κι επειδή η φύση δεν αφήνει κενά, έτσι, στο χώρο του Κ. Λειβαδίου, την αποχώρηση της οικογένειας Μαγείρου την καλύπτει η έλευση δύο νέων οικογενειών από άλλες περιοχές.

Στα τέλη του 17ου, αρχές 18ου αι εγκαθίστανται στην περιοχή οι Καραβουσάνοι, μία παλαιότατη οικογένεια, Βυζαντινής καταγωγής, η οποία πριν ζούσε στο Μανιτοχώρι. Η νέα αυτή οικογένεια εγκαθίσταται στην περιοχή κοντά στο σημερινό Λεβουνάρι, όπου ζει μέχρι σήμερα, όμως πλέον ενδιαφέρουσα ιστορικά είναι η εγκατάσταση στην περιοχή δύο νέων οικογενειών που έρχονται από άλλα χωριά των Κυθήρων.

Στα τέλη του 17ου αι εμφανίζεται στα Φράτσια ένας Ηπειρώτης γανωτζής, ο Αθανάσιος Γιάκουτζος, ο οποίος παντρεύεται την Τζαννίνα, τη μία από τις δύο κόρες του Μαστρο-Μανώλη Λεονταράκη. Λίγο αργότερα, γύρω στα 1740, μετατρέπει το επώνυμο Γιάκουτζος σε Γιαννιώτης και κάνει δύο γιους, το Μανώλη και τον παπά-Γιώργη. Ο ίδιος πεθαίνει πριν το 1753 και στα 7 χρόνια που ακολουθούν ο πρώτος γιος του εγκαθίσταται στο Κάτω Λειβάδι. Ο Μανώλης  Γιαννιώτης κάνει τρία παιδιά, τους, Αθανάσιο, Νικολό και Γιώργη από τους οποίους θα προκύψουν οι δύο σημερινού κλάδοι της οικογένειας, οι Ρουσσιάνοι και οι Μπογιατζήδες.

Τόσο ο Γιαννιώτης αυτός, όσο και ο Μαρσέλος, που εμφανίζεται πολύ αργότερα στην περιοχή και προέρχεται και αυτός από τα Φράτσια, ήταν γανωτζήδες και έφεραν εξ αυτού του λόγου το παρωνύμιο Χαρκωματάς. Εγκαταστάθηκαν και αυτοί στο Λεβουνάρι, στα σημερινά Ρουσσιάνικα, απ’ όπου έλαβαν τότε την ονομασία Χαρκωματάδικα.

Από τις νέες αυτές οικογένειες οι μεν Καραβουσάνοι εκκλησιάζονται στο Σωτήρα, οι δε Γιαννιώτες στην Παναγία την Κερά, που ήταν ενορία  των άλλων οικογενειών της περιοχής, οι οποίες μόνο καλά δεν δέχτηκαν τους νέους κατοίκους, τους οποίους εξανάγκασαν με διάφορους τρόπους να εγκαταλείψουν την ενορία και να χτίσουν το 1764 την Αγία Τριάδα στο Λεβουνάρι, την οποία έχτισε ουσιαστικά ο Μαστρο- Μανώλης Γιαννιώτης, ο οποίος στα τέλη του 18ου αι εξασφαλίζει και τίτλο ευγενείας τον οποίο κληροδοτεί στο γιο του Θανάση. Η άλλη οικογένεια των Χαρκωματάδων, του Μαρσέλου, αναφέρεται αργότερα με το παρωνύμιο Κάρου.

Άλλος μεγάλος για αρκετά χρόνια οικισμός στην περιοχή είναι αυτός των σημερινών Λουραντιανίκων. Ο οικισμός αυτός όμως δεν είχε πάντα την ίδια ονομασία, καθώς στα παλαιότερα νοταριακά και ενοριακά έγγραφα των Κυθήρων αναφέρεται ως Κάτω Χωρίο, ενώ με την ονομασία Λουραντιάνικα αναφέρονται οι σημερινοί οικισμοί Καλησπεριάνικα και Πιτσινιάνικα, που έλαβαν την ονομασία τους κατά το 18ο αι από τα παρωνύμια των οικιστών Λουράντου-Καλησπέρη και Καλλίγερου-Πιτσινή. Έτσι η ονομασία Κάτω Χωρίο δόθηκε μάλλον σε αντιπαραβολή με κάποιο Απάνω χωρίο, στο οποίο κατοικούσαν επίσης Λουράντοι, δηλ. τα Καλησπεριάνικα. Ποίο όμως είναι παλαιότερο; Η ύπαρξη του ναού του Αγίου Γεωργίου και στους δύο οικισμούς αποδεικνύει ασφαλώς τη σχέση τους. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στα σημερινά Λουραντιάνικα ανάγεται με ασφάλεια στα τέλη του 16ου αι και αποτελούσε ναό ομώνυμης μονής, όπως προκύπτει από μεταγενέστερες απογραφές, ενώ μόλις πριν λίγες ημέρες η ακούραστη ερευνήτρια Ελένη Χάρου-Κορωναίου εντόπισε στο ΙΑΚ διαθήκη του 1612, την οποία συντάσσει ο ιερομόναχος Γεράσιμος Λουράντος και στην οποία αναφέρεται ότι ο ίδιος έχτισε τη μονή μόλις γύρισε από μακρόχρονη παραμονή στην Κρήτη. (Ο ίδιος είναι κτήτωρ και του ναού της Παναγίας Οδηγήτριας λίγο παρακάτω).

Ο άγιος Γεώργιος στον οικισμό Λουραντιάνικα. Εσωτερική και εξωτερική άποψη

Έχουμε, λοιπόν, ασφαλή στοιχεία για το ναό στα σημερινά Λουραντιάνικα, ενώ ο αντίστοιχος Άγιος Γεώργιος στα Καλησπεριάνικα είναι σίγουρα νεότερος. Όμως ούτε αυτό αποτελεί ασφαλή ένδειξη ότι ο πρώτος οικισμός είναι παλαιότερος, αφού μπορεί να έχει επανοικοδομηθεί ο ναός στα Καλησπεριάνικα. Πλέον ασφαλής θα μπορούσε να θεωρηθεί η παρατήρηση ότι οι Λουράντοι που ζουν σήμερα στα Καλησπεριάνικα έχουν περιουσίες σε κοντινές με τα Λουραντιάνικα περιοχές. Το γρίφο πάντως θα λύσει οριστικά κάποιο έγγραφο στο ΙΑΚ και ως τότε μόνο υποθέσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε.

Αντίθετα η εμφάνιση του επωνύμου Λουράντος στα Κύθηρα είναι παλιότατη και ανάγεται σίγουρα πριν από το 15ο αι. Στους φορολογικούς καταλόγους της Παλιόχωρας το επώνυμο εμφανίζεται από τα μέσα του αιώνα αυτού, άρα είναι σίγουρα παλαιότερο. Το 1549 εντοπίζεται επίσης σε συμβόλαιο στην Κρήτη ένας Γαμπριόλε Λουράντος από τα Κύθηρα κι αυτό βέβαια αποτελεί άλλη μία ασφαλέστατη ένδειξη για την ύπαρξη του επωνύμου παλαιότερα στο νησί. Όσον αφορά την προέλευση του επωνύμου είναι βέβαιο ότι αυτό είναι ιταλογενές, καθώς το Λουράντος προέρχεται από παραφθορά του βαφτιστικού Λεονάρδος. Λουνάρδος-Λουνάρντος και χάριν ευφωνίας, με μετατροπή του τελευταίου σε Λουράντος.

Στην παρουσίαση αυτήν δεν έχουμε συμπεριλάβει την οικογένεια Μεγαλοκονόμου, παλαιότατη Βυζαντινή οικογένεια των Κυθήρων, καθώς η οικογένεια αυτή έχει από το 16ο αι και πιθανόν παλαιότερα, εγκατάσταση στο σημερινό Άνω Λειβάδι και κοντά στην ενορία του Αγίου Ανδρέα το κύριο επώνυμο της οικογένειας (το οποίο βεβαιωμένα συναντάται στα Κύθηρα τουλάχιστον από τα μέσα του 15ου αι) είναι το Καρδαράς, το οποίο διασπάται στα γνωστά και σήμερα παρωνύμια Μπούμπουρας, Μπουκής, Κουτσούνης και άλλα από τα οποία κλάδος της οικογένειας Μπούμπουρα εγκαθίσταται πολύ αργότερα από τις παραπάνω οικογένειες στο Κάτω Λειβάδι και στην ενορία του Σωτήρος, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα.

Το παλαιό δημοτικό σχολείο στο Κ. Λειβάδι σε φωτογραφία των μαθητών, περίπου στη δεκαετία του 1930.

Από όσα αναφέραμε παραπάνω προκύπτει ότι η περιοχή Κάτω Λειβαδίου παραμένει με την ίδια χωρογραφική και ανθρωπονυμική διάταξη από το 16ο αι μέχρι σήμερα με δύο σημαντικές παρατηρήσεις, όσον αφορά τους οικισμούς και τους οικιστές τους. Ο οικισμός Σπανοχωριό, εφ’  όσον ανήκει στην ευρύτερη περιοχή Κάτω Λειβαδίου, όπως με επιφύλαξη αναφέραμε, είναι η μόνη άγνωστη παράμετρος στην περιοχή μετά το λύσιμο του γρίφου με τα Λουραντιάνικα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο εντοπισμός της οικογένειας Μαγείρου στην περιοχή, στην οποία δεν υπάρχει σήμερα, κάτι όμως που δεν είναι καθόλου παράδοξο ή ασυνήθιστο για τους οικιστές των κυθηραϊκών χωριών στις τελευταίες εκατονταετίες της κυθηραϊκής ιστορίας.

Η προσπάθεια που καταβάλαμε για μία συνοπτική παρουσίαση της διαχρονικής χωρογραφίας μίας περιοχής του νησιού μας αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, η οποία μπορεί να αποτελέσει και ένα κίνητρο για όσους από τους νέους ανθρώπους στο νησί μας αναζητούν τις ρίζες τους και ενδιαφέρονται για την πορεία που διέγραψαν στο νησί οι πρόγονοί τους, όσο και αν αυτοί πέρασαν ανυποψίαστοι από τη ζωή και ασφαλώς δεν θα μπορούσαν να φαντασθούν τις σημερινές μας αναζητήσεις της πορείας τους στον τόπο και το χρόνο.

 

Σημείωση:

Για κάθε έναν από τους αναφερόμενους εδώ οικισμούς και για κάθε οικογένεια προγραμματίζουμε και την αυτοτελή παρουσία τους από τις στήλες της ηλεκτρονικής μας έκδοσης.

 

[1] Διάλεξη που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 στο Δημ. Σχολείο  Λειβαδίου στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Κυθηραϊκού Ιδρύματος Πολιτισμού και Ανάπτυξης.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο