Advertisement

Καζάνια, κατσαρόλια και ξερά φασόλια

1.819

Πάρα πολύ σας ντρέπομαι, του Tρίβολου παρέα

θα λέτε πως σας ξέχασα και δε σας γράφω πλέα.

Όμως ποτέ δε σας ξεχνώ, σας έχω αγαπήσει,

και την αγάπη μου αυτή εμπράκτως αποδείξει!

Μόνο που τούτη τη φορά ‘χω ένα παραμύθι,

που ‘ναι μπαγιάτικο πολύ κοντεύει να βρωμίσει!

Είναι ‘νας χρόνος ολοπώς που το ‘καμε το θάμα,

μα ‘γω τώρα το έμαθα και δε χαρίζω πράμα!

Αρχίζω αμέσως το γαζί να μην καθυστερήσω,

το νέο μας …λεβενταρά να σας τονέ συστήσω!

ΛΕΒΕΝΤΑΡΑ-ΛΕΒΕΝΤΑΡΑ τον λένε ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΑ,

ΔΗΜΗΤΡΑ την κερά του, θύμα του ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΥ!

Μια μέρα κειά στον Kάλαμο που είχε βοριαλάδα,

του ήρθε εις την όροξη να φάει φασολάδα!

Εσκέφτηκε κάτι ξερά που ‘χε στη μπαμπακία,

και τρέχανε τα σάλια του. Τα τρώει με αβρία!

Αμέσως εξεκίνησε, στη μπαμπακία πήγε,

όμως τ’ αυτιά του πέσανε από αυτά που είδε!

Όλα τα μαυρομάτικα ήτανε φαγωμένα,

‘πο να κοπάδι πρόβατα που ‘τανε μαζεμένα,

μέσα στη μπαμπακία του, την ώρα του ..κολάτσου,

κι’ ως λεν οι γλώσσες οι κακές, ήταν του Μπακιλάτσου!

Τι να γενεί ο δύστυχος; Λέξη δεν είπε μία,

Ούξι, μόνο τουν έκαμε και μέτρα την εζμία.

Επρόσεξε πως πού και πού σε κάθε φασολέα,

ξερά φασόλια μείνανε να κάνει καζανέα!

Τρεις ώρες χάμω μάζευε, φασόλια ένα-ένα,

λέεις και ήταν κατοχή εις το σαράντα ένα!

Όμως όταν ετέλειωσε, στο σπίτι του γυρίζει,

στη Δήμητρα θριαμβευτής το σάκκο ανεμίζει!

Η Δήμητρα …εξύνισε και τούπε ..μονιτάρου,

εγώ ετούτο το φαΐ το δίνω του γαιδάρου!

Είχε το λόγο της γι’ αυτό πήγε να τον προκάμει,

που τση ‘λεγε τη συνταγή πως δε ‘νοά να κάμει.

Τση λεγε, μένα η μαμά, τα ‘κανε χυλωμένα,

και σένα είναι μπούρμπουλα, βραστονερουλιασμένα!

Γι’ αυτό θα πάω στην αδελφή, στο όρος του Καλάμου,

πάνω στα Ξερονιάματα να κάνω τη δουλειά μου!

Και θα τα φέρω επαδά και συ να δοκιμάσεις,

μπας και τα μαυρομάτικα πώς να τα φτιάχνεις μάθεις!

Εκείνη του απάντησε, δεν πας και στον Πειραία,

να με αφήκεις ήσυχη, θα ‘ναι πολύ ωραία!

Όλα λοιπόν τα μάζεψε κι’ έφυγε μάνι-μάνι,

και πήρε και τση Δήμητρας το ακριβό καζάνι.

Με το τρακτέρ ξεκίνησε να φτάσει στο χωρίο,

κι ένα σκοπό εσφύριζε με σκέρτσο και με μπρίο!

Ήταν πολύ χαρούμενος, μία φορά το χρόνο,

τρώει ετούτο το φαΐ, σκεφτείτε! Μία μόνο.

Σαν έφτασε στην αδελφή, ανάψανε φωτία,

και από πάνω βάλανε βαριά σιδεροστία.

Όλη τη μέρα βράζανε, κάψαν δυό τόνους ξύλα!

Μα γίνανε υπέροχα μυρίζαν και καπνίλα!

Έτσι η ώρα έφτασε οπίσω να γυρίσει,

στο σπίτι του και στην κερά και να μοσχοβολίσει,

το σέλινο κι’ ο μαϊντανός και τα ματζούνια όλα,

της μυστικής της συνταγής μέσα στην κατσαρόλα!

Εις το τρακτέρ ανέβηκε κι’ από χαρά πετούσε,

τέρμα το γκάζι πάταγε, στη γη δεν επατούσε!

Μα κει στη διασταύρωση Καλάμου-Λιβαδίου,

καρτέρι η μοίρα τού στησε κι’ αρχή του μαρτυρίου!

Ένας οπού ερχότανε θαρρώ από δεξιά του,

το «Μάγερα» ετρόμαξε! Του κόπηκ’ η λαλιά του!

Τέρμα το φρένο πάτησε μη γίνει το τροχαίο,

στο τσακ τα εκατάφερε, γλύτωσε το μοιραίο!

Μα από το φρενάρισμα, έφυγ’ η κατσαρόλα

και από κάτω πέρασε ‘πο τη χοντρή τη ρόδα!

Βοήθα Μερτιδιώτισσα και συ Άγιε Νικήτα,

έλεγε καθώς γύρισε και προς το σπίτι κοίτα!

Άγιε μου, δως μου φώτιση, λαμπάδα να σου δώσω,

ήντα να πω στη Δήμητρα και πώς να τα μπαλώσω!

Αμέσως εκατέβηκε και το καζάνι κοίτα,

που ‘χε γενεί σα βορθακός που πάτησε νταλίκα!

Το πήρε και το μάζεψε, πήρε ξανά τη στράτα,

και εις το σπίτι έφτασε σα λαδωμένη γάτα!

– Έλα, του λέει, γύρισες; Έφερες και τη σούπα;

Έλα και σου’ χω το κρασί έτοιμο μες την κούπα!

– Εεε, ξέρεις Δημητρούλα μου, θυμάσαι το καζάνι;

Νομίζω πως σου έλειπε κι’ ένα καλό τηγάνι!

Κοίταξε πως σου το ‘καμα; Έτοιμο με χεράκια!

Πίτσες να φτιάχνεις εκλεκτές κι’ όλα τα μεζεδάκια!

Ρε ποίος είδε το Θεό και δεν τονέ φοβήθη!

Η Δήμητρα αναχάντρωσε κι’ όλο το σπίτι σείστη!

Κοίτα πως μου κατάντησες το ακριβό καζάνι!

Τσα να γενεί η κεφάλη σου που έχει ξεκουτιάνει!

Την ευκαιρία άρπαξε ευτύς να του χτυπήσει,

πως η δική της συνταγή δεν κάνει του Δερβίση!

Κάτσε και φάτα τώρα τσα, που είναι σαν αμάδα!

Μα κείνο ήθελε τροχό να βρεις τη φασολάδα!

Κι αυτός εμελαγχόλησε επήρε το καζάνι,

και μόνος κάτω στο Χαλκό με το τρακτέρ του φτάνει,

χάμω στην άμμο έκατσε κοντά στα κυματάκια,

και το καζάνι πέταγε και έκανε παπάκια!

Φίλε μου Παναγιωταρά, στο λέω απ’ την ψυχή μου

σου κάνω χίλια ευχαριστώ, είσαι η σύνταξή μου!

Το ‘βγαλα το μηνιάτικο και τούτο ‘δω το μήνα,

ξερά φασόλια γίνανε, από ξαρχής ξεκίνα!

 

Aνδρέας Λουράντος-Kονταράτος

Δημοσιεύθηκε στο φ. 251 της έντυπης έκδοσης, Οκτώβριος 2010

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο