Κωνσταντίνος Δαβάκης – Μια στρατιωτική ιδιοφυΐα
«Φανήτε Έλληνες και κρατήστε γερά τα όπλα, με πίστιν εις τον Θεόν και τον εαυτόν σας και τους Διοικητάς σας. Πειθαρχία, καρτερία και θάρρος. Ζήτω η Ελλάς…» | Θωμάς Δημόπουλος
Ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης (1897-1943) ήταν ο πρωτότοκος γιος του δημοδιδασκάλου ∆ικαίου ∆αβάκη και της Σοφίας, το γένος Οικονομίδου. Γεννήθηκε στο χωριό Κεχριάνικα της επαρχίας Οιτύλου, τον Σεπτέμβριο του 1897. Η οικογένειά του καταγόταν από το χωριό Λιοντάκι, ενώ το επίθετο «∆αβάκης» προέρχεται από τον προπάππου του, που ονομαζόταν Ντάβος στο όνομα και το 1837 έλαβε από τον ίδιο τον βασιλιά Όθωνα τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Τελικά, το όνομά του καθιερώθηκε ως επίθετο «Νταβάκης» ή «∆αβάκης». Γεννημένος το 1897, το έτος του Ατυχούς Πολέμου, ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης ανδρώθηκε μέσα από τις ιστορίες του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων, με αποτέλεσμα η είσοδός του στη Σχολή Ευελπίδων να αποτελέσει φυσικό επακόλουθο. Οι αρετές του σε προσωπικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την άριστη αντίληψη που διέθετε σε θέματα πολέμου, του επέτρεψαν να διακριθεί μεταξύ των συνσπουδαστών του και να μεταβεί επανειλημμένως στη Γαλλία για μετεκπαίδευση.
Παρά τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε μετά τη μάχη της ∆οϊράνης, ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης υπηρέτησε αδιάκοπα τον ελληνικό στρατό από διάφορες θέσεις, μέχρι την πρόωρη αποστράτευσή του το 1936. Ωστόσο, η ανάκλησή του στο στράτευμα και η ανάληψη μιας από τις κρισιμότερες περιοχές προς υπεράσπιση στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο επισφράγισαν την υστεροφημία του ∆αβάκη ως ενός εκ των νικητών της Πίνδου. Για την προσφορά του τιμήθηκε πολλάκις, τόσο εν ζωή όσο και μετά τον πρόωρο θάνατό του. Στην ανά χείρας έκδοση επιχειρείται να σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου ∆αβάκη και να παρουσιαστεί η προσφορά του στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.
Το βάπτισμα του πυρός
Περιφρόνηση στον θάνατο και απαράμιλλη γενναιότητα στη μάχη του Σκρα.
Μετά τη λήξη της επιστράτευσης του 1915, ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης επέστρεψε στη Σχολή Ευελπίδων, από όπου εξήλθε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού τον Ιούνιο του 1916. Ακολούθως, τοποθετήθηκε στο 36ο Σύνταγμα Πεζικού Καλαμών Πελοποννήσου. Η Πελοπόννησος, και ιδιαίτερα οι Καλάμες, θεωρούνταν προπύργιο των βασιλοφρόνων. Ο τότε υπολοχαγός ∆αβάκης υπέγραψε το πρωτόκολλο που κυκλοφορούσε μεταξύ των αξιωματικών και το οποίο δεν αναγνώριζε το Εθνικό Κίνημα της Θεσσαλονίκης, όπως πολλοί άλλοι αξιωματικοί.
Η ενέργεια αυτή ανέδειξε αφενός την πολιτική ανεξαρτησία του ∆αβάκη, καθώς ο πατέρας του εκείνη την εποχή ήταν επιφανής παράγοντας των βενιζελικών στη Λακωνία, και αφετέρου την αρετή να αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεών του. Όταν οι ανώτεροί τους πληροφορήθηκαν για το υπογραφέν πρωτόκολλο, αναζήτησαν τους συμμετέχοντες.
Εκ του συνόλου των αξιωματικών, πρώτος ο ∆αβάκης ομολόγησε ότι είχε υπογράψει το πρωτόκολλο μη αναγνώρισης του Κινήματος της Θεσσαλονίκης. Παρά το θάρρος του, την επομένη έλαβε μετάθεση για το 1ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Σερρών, το οποίο συμμετείχε στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Ο διοικητής του, συνταγματάρχης Μήνης, αποχαιρετώντας τον, τον συμβούλεψε να αποφύγει τις αντιδράσεις προς το καθεστώς της Θεσσαλονίκης και να πειθαρχήσει στις εντολές. Ο ∆αβάκης απάντησε ότι θα έκανε το καθήκον του, αλλά ο συνταγματάρχης, αμφιβάλλοντας για την απάντηση που έλαβε, αρκέστηκε να αποκριθεί «ίδωμεν». Ο νεαρός υπολοχαγός εξοργίστηκε που ο συνταγματάρχης του δεν πείστηκε και ορκίστηκε να εκδικηθεί.
Όταν ο πατέρας του, ∆ίκαιος ∆αβάκης, πληροφορήθηκε τηλεγραφικώς σχετικά με τη μετάθεση του υιού του, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Σε μια εποχή επικράτησης των βενιζελικών σε όλη την Ελλάδα και ενώ ο ίδιος ήταν ισχυρός παράγοντάς τους στη Μάνη, οι κομματικοί του φίλοι αποφάσισαν τη μετάθεσή του στο Μέτωπο.
Μη γνωρίζοντας τις πράξεις του Κωνσταντίνου ∆αβάκη, προσπάθησε να αναστείλει την απόφαση μετάθεσής του και τελικά μετέβη στην Αθήνα, από όπου θα αναχωρούσε ο υιός του. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο ∆αβάκη, κατά τη συνάντησή τους ο πατέρας του προσπάθησε να τον μεταπείσει:
― Παιδί μου, Κώστα, μη βιάζεσαι να φύγεις! Aχ, τους άτιμους!
― Τι τρέχει, πατέρα μου… για ποιους μιλάς;
― Μα θα σε κρατήσω ’γω στην Καλαμάτα και θα…
― Ούτε να το σκέπτεσαι πια αυτό, πατέρα. Εγώ φεύγω για το Μέτωπο!
― Θέλεις να χαρούνε οι καλοθεληταί μας;…
― Λίγο καιρό θα χαρούνε, πατέρα μου… Εγώ το πήρα απόφασι να φύγω, να πάω στον πόλεμο, και δεν εννοώ να παρακαλέσης κανένανε για να μείνω! Έλα τώρα, γεια σου, και δόσε τα φιλιά μου στη μητέρα και στ’ αδέλφια μου…
Στο 1ο Σύνταγμα Σερρών υπηρετούσε ως διοικητής ο ταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης, ο μετέπειτα υπουργός, πρωθυπουργός, δικτάτορας και αντιβασιλέας, εκ των ισχυρών παραγόντων του καθεστώτος της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενναίος, αμερόληπτος και ειλικρινής στρατιώτης.
Κατά την πρώτη τους συνάντηση, ο Κονδύλης τού είπε: «Γνωρίζω ποιος είσαι και διατί ήλθες εδώ. Η διαγωγή σου όμως κατά την μάχην θα μου δώσει στοιχεία να σε χαρακτηρίσω!». Επρόκειτο για τη μάχη του Σκρα, για την οποία προετοιμάζονταν οι Σύμμαχοι. Ο ∆αβάκης δεν απάντησε στον διοικητή του, αλλά επιφυλάχθηκε να απαντήσει με τις πράξεις του.
Έλαβε το βάπτισμα του πυρός στην περίφημη μάχη του Σκρα, μία εκ των κρισιμότερων μαχών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί εκδήλωσε για πρώτη φορά την περιφρόνησή του για τον θάνατο με την απαράμιλλη γενναιότητά του. Μετά τη μάχη του Σκρα, ο Κονδύλης συνεχάρη τον υπολοχαγό ∆αβάκη για τη δράση του και τον πρότεινε για το μετάλλιο του Πολεμικού Σταυρού επί διακεκριμένη πράξει επί του πεδίου της μάχης και προαγωγή επ’ ανδραγαθία.
Λίγες ημέρες μετά την ιστορική μάχη του Σκρα, τον Μάιο του 1918, ο υπολοχαγός ∆αβάκης έστειλε επιστολή στον διοικητή του 36ου Συντάγματος Καλαμών, Π. Μήνη, αναφέροντας:
Συνταγματάρχα μου,
Όταν είχα φύγει από το Σύνταγμά σας, σας είχα υποσχεθή ότι θα κάμω το καθήκον μου. Η απάντησίς σας ήτο “ίδωμεν”. Ηυτύχησα να λάβω μέρος εις την επιχείρησιν της 17ης τρ. μ. [σ.σ. τρέχοντος μηνός] και μπορώ τώρα να σας πω περήφανα ότι έκαμα το καθήκον μου και τούτου περισσότερον. Επειδή, αν σας γράψω περισσότερα, ίσως με νομίσητε κομπορρημονούντα, θα σας παρακαλέσω να ζητήσητε πληροφορίας από τον Συν/την μου για την δράσι μου. Αισθάνομαι τον εαυτό μου υποχρεωμένον απέναντί σας και γι’ αυτό σας παρακαλώ θερμώς να μην αμελήσετε ως προς αυτό το ζήτημα. Επίσης θα σας παρακαλέσω για το εξής: όσον ούπω και το Σύν/μά σας θα έλθη στο Μέτωπον. Νομίζω ότι ακόμη δεν διεγράφην της δυνάμεώς του. Αν ηθέλατε να ζητήσητε να επανέλθω, θα σας χρωστούσα ευγνωμοσύνη. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα μετανοήσητε γι’ αυτό…
Εις τας διαταγάς σας
Κ. ∆. ∆αβάκης
1ον Σύνταγμα Αμύνης
∆ιοικητής 3ου Λόχου Πολυβόλων
- Ταχ. Τομεύς 904 (Ι. Α. Βερνάρδος, ∆αβάκης – Πίνδος, 1945, σελ. 382-383)
Τέσσερις μήνες μετά τη μάχη του Σκρα, ο υπολοχαγός ∆αβάκης μετατέθηκε στο 2ο Σύνταγμα Σερρών και έλαβε μέρος στη μάχη της ∆οϊράνης, τον Σεπτέμβριο του 1918, όπου επέδειξε εξαιρετικά ψυχικά και διοικητικά προσόντα. Για τις πράξεις του προτάθηκε να προαχθεί επ’ ανδραγαθία στον βαθμό του λοχαγού από τον διοικητή του συντάγματος, αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Μάρκου.
Ο Μάρκου επισήμανε τον ηρωισμό του ∆αβάκη επί του πεδίου της μάχης και την ουσιαστική συνεισφορά του για την έκβασή της, επισημαίνοντας τις αντικειμενικές δυσκολίες λόγω του μεγάλου αριθμού εχθρικών οβίδων και των αποπνικτικών ασφυξιογόνων αερίων. Για τη μάχη της ∆οϊράνης τού απονεμήθηκε, κατόπιν πρότασης, ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως, καθώς και ο αγγλικός πολεμικός σταυρός, κατόπιν πρότασης του Άγγλου διοικητή των εκεί συμμαχικών στρατευμάτων. Ωστόσο, ο ∆αβάκης, προκειμένου να εκτελέσει το καθήκον του, ανέπνευσε για αρκετή ώρα τα αποπνικτικά αέρα δίχως να λαμβάνει τις απαραίτητες προφυλάξεις, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από χρόνια ηθμοειδίτιδα, η οποία επιβάρυνε την υγεία του καθ’ όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του.
Για τις πράξεις του προτάθηκε να προαχθεί επ’ ανδραγαθία στον βαθμό του λοχαγού από τον διοικητή του συντάγματος.
Ο ∆αβάκης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία τοποθετήθηκε στο 46ο Σύνταγμα Πεζικού, του οποίου διοικητής ήταν ο συμπατριώτης του συνταγματάρχης Χαράλαμπος Παναγιωτάκος. Αν και ο συνταγματάρχης τον διατήρησε ως υπασπιστή του συντάγματος και δεν τον τοποθέτησε στη διοίκηση κάποιου λόχου, ο ∆αβάκης βρισκόταν σε όλες τις μάχες στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος με τα τμήματα άμεσης επαφής.
Κατά τη μάχη των υψωμάτων του Αλμπανός, όταν ο 6ος Λόχος του 46ου Συντάγματος απειλήθηκε να διασπαστεί, ο λοχαγός ∆αβάκης ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής του λόχου, απωθώντας άμεσα τον εχθρό. Η ταχεία μετατροπή της κατάστασης οφείλεται στην αναπτέρωση του φρονήματος των στρατιωτών του λόχου, οι οποίοι, γνωρίζοντας την ορμητικότητα του γενναίου υπασπιστή του συντάγματος, του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη.
Τον Αύγουστο του 1921, ο ∆αβάκης μετατέθηκε στο 45ο Σύνταγμα και στη 10η Μεραρχία, όπου του ανατέθηκε η διοίκηση του 1ου Λόχου. Εκεί αποστέλλονταν για σωφρονισμό όσοι δεν πειθαρχούσαν. Όταν δέχονταν την επίδραση της ατμόσφαιρας και τη γοητεία του ∆αβάκη, όχι μόνο γίνονταν άριστοι στρατιώτες, αλλά και προσπαθούσαν να παραμείνουν διαρκώς στην υπηρεσία του.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό όταν, κατά την επιχείρηση του 1ου Λόχου που ο ∆αβάκης βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή, ο στρατιώτης Εμμανουήλ Σταυρακάκης από τα Σφακιά, ο οποίος ήταν σκοπευτής οπλοπολυβόλου, τραυματίστηκε στο πρόσωπο και ο λοχαγός διέταξε τη μεταφορά του στα μετόπισθεν. Ο ∆αβάκης ανέλαβε ο ίδιος το οπλοπολυβόλο. Λίγη ώρα αργότερα, ο Σταυρακάκης πλησίασε, έχοντας έναν πρόχειρο επίδεσμο στο πρόσωπο, ώστε να αναλάβει και πάλι το οπλοπολυβόλο του και διημείφθη ο παρακάτω διάλογος:
― Να πας στο Χειρουργείο, Σταυρακάκη, το διατάσσω!
― Αφού συ, λοχαγέ μου, είσαι μαζί με τους ανιχνευτάς στη μάχη, εγώ δεν σ’ αφίνω!
― Θα γυρίσης άμα γίνης καλά, πήγαινε!
― Φέρε τ’ οπλοπολυβόλο, δεν έχω τίποτα!
― Πάρ’ το, λεβέντη μου, και πρόσεχε!…
Διεθνής διάκριση και καινοτόμες στρατιωτικές ιδέες
Η φοίτηση στη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας, η αναγνώριση, οι μελέτες για στρατιωτικά ζητήματα.
Τον Νοέμβριο του 1924 ο ∆αβάκης μετέβη στη Γαλλία, όπου παρέμεινε συνολικά δέκα μήνες για μετεκπαίδευση. Εκεί εκπαιδεύτηκε για πέντε μήνες στο 7ο Σύνταγμα αρμάτων μάχης, τρεις μήνες στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Βερσαλλιών και δύο μήνες στο 519ο Σύνταγμα αρμάτων μάχης.
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Κατώτερων Αξιωματικών Πεζικού του Α΄ Σώματος Στρατού στην Αθήνα, όπου για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τα διδακτικά του προσόντα ως καθηγητή στο μάθημα της Τακτικής Πεζικού. Ήταν πολύ αναλυτικός και είχε μεταδοτική ικανότητα, συναρπάζοντας τους αξιωματικούς μαθητές με τη σαφήνεια και την προσήνειά του.
Μετά από μια δεύτερη μετεκπαίδευσή του στη Γαλλία το φθινόπωρο του 1926, την άνοιξη του 1927 ο ∆αβάκης τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ήταν η εποχή της συστηματικής αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατού επί τη βάσει των διδαγμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Επιθεώρηση Πεζικού συγκρότησε μια επιτροπή υπό την προεδρία του ταγματάρχη ∆αβάκη για τη σύνταξη σχεδίου εκπαιδεύσεως στα άρματα μάχης.
Από την εποχή εκείνη έγινε γνωστός στον ευρύτερο κύκλο μεταξύ των στελεχών και άρχισε να δημοσιεύει μελέτες στη Στρατιωτική Επιθεώρηση.
Το 1929, ο ταγματάρχης ∆αβάκης αρίστευσε στον διαγωνισμό εισαγωγής στη Σχολή Πολέμου και ήλθε πρώτος στη σειρά επιτυχίας. Αφού φοίτησε επί ένα έτος, στις τελικές εξετάσεις διακρίθηκε, ερχόμενος πρώτος μεταξύ των συμμαθητών του, και απεστάλη για εκπαίδευση στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων. Σε ηλικία μόλις 33 ετών προήχθη στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
Ο ∆αβάκης μετέβη τρεις φορές σε διάστημα τεσσάρων ετών για εκπαίδευση στη Γαλλία. Παράλληλα, αρίστευσε στα μαθήματα της Σχολής Πολέμου των Παρισίων, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει την εκτίμηση των εκπαιδευτών του για την ευστροφία και τη διαυγή τακτική του αντίληψη. Στη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας φοιτούσαν αξιωματικοί προερχόμενοι από όλα τα κράτη του κόσμου.
Στις τελικές εξετάσεις εξήλθε πρώτος της σχολής μεταξύ των ξένων αξιωματικών και στην πρώτη τετράδα μεταξύ των Γάλλων συναδέλφων του, σε σύνολο 105 αξιωματικών. Η επιτυχία του ∆αβάκη αποτέλεσε μεγάλη τιμή για την Ελλάδα, καθώς στο Παρίσι ήταν η σημαντικότερη πολεμική ακαδημία παγκοσμίως.
Η αναγνωρισμένη πλέον στρατιωτική αξία του ∆αβάκη τού επέτρεπε να συμμετέχει σε ανώτατες συσκέψεις και να εκφέρει άποψη για σημαντικά εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα. Αναπληρώνοντας τον διευθυντή του 2ου Γραφείου του ΓΕΣ την εποχή μετά τη δολοφονία του Γιουγκοσλάβου βασιλιά Αλεξάνδρου, το 1934 στη Μασσαλία, συμμετείχε στη σύσκεψη του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου εξετάστηκε η διεθνής πολιτική κατάσταση.
Προβλέποντας με πολλή οξυδέρκεια τα γεγονότα, είπε: «Η σφαίρα, η οποία εφόνευσε τον Σέρβον βασιλέα, είναι η πρώτη βολίς του νέου Παγκοσμίου Πολέμου». Ο ∆αβάκης τασσόταν υπέρ των εξοπλισμών, ενώ στη συνέχεια συνέταξε υπόμνημα άμυνας των συνόρων, στο οποίο καταδίκασε την κατασκευή οχυρών και τάχθηκε υπέρ του ανεφοδιασμού του στρατού με αεροπλάνα και ταχυκίνητα μέσα, όπως άρματα μάχης. Μέσω του υπομνήματός του προέβλεψε πλήρως τον τρόπο διεξαγωγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προδιέγραψε το τι θα συνέβαινε με τα ελληνικά οχυρά σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.
Από το 1930 μέχρι και την ιταλική επίθεση, ο ∆αβάκης δημοσίευσε περισσότερες από τριάντα ειδικές μελέτες για στρατιωτικά ζητήματα υπό μορφήν άρθρων και αυτοτελών βιβλίων, όπου παρουσίαζε τα μελλοντικά μέσα διεξαγωγής των πολέμων.
Χαρακτηριστική είναι η εισαγωγή του συγγράμματός του Ο στρατός του μέλλοντος του 1934, όπου ανέφερε: «Οι κανονισμοί, όθεν, δεν είναι Ευαγγέλια. Και η Στρατιωτική επιστήμη δεν είναι αμετάβλητος.
Είμεθα υποχρεωμένοι να προσαρμόζωμεν εκάστοτε τας τακτικάς μας αντιλήψεις προς τας κοινωνικάς ιδέας της εποχής μας και προς τα μέσα, άτινα τίθενται εις την διάθεσίν μας. Άλλως πράττοντες, δεν είναι δυνατόν, παρά να είμεθα οπισθοδρομικοί και την τοιαύτην στενότητα… θα την πληρώσωμεν με αίμα».
Σημαντική ήταν, επίσης, η συνεισφορά του ∆αβάκη υπέρ των ελληνικών εθνικών συμφερόντων κατά το διάστημα που υπηρέτησε ως διοικητής του 9ου Συνοριακού Τομέα. Στην περιοχή της Καστοριάς διέμεναν σε μεγάλο βαθμό μειονότητες, οι οποίες χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό. Ήταν, επομένως, ανάγκη να τονιστεί το εθνικό φρόνημα στις περιοχές αυτές, καθώς υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και βουλγαρίζοντες, ενώ πολλοί κάτοικοι μιλούσαν μια διάλεκτο η οποία ήταν μείξη ελληνικής, τουρκικής και σλαβικής γλώσσας.
Ο ∆αβάκης βοήθησε στη συστηματοποίηση του έργου αυτού, το οποίο αποτελούσε αρμοδιότητα των διοικητικών υπαλλήλων, των διδασκάλων και του κλήρου. Σε μεγάλο βαθμό, κατάφερε να πατάξει τη βουλγαρική προπαγάνδα στην περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας. Ο παραμερισμός της γραφειοκρατικής ρουτίνας και η άμεση εκτέλεση των αποφάσεων συνέβαλαν στην επιτυχία του έργου του ∆αβάκη στην περιοχή, αποφεύγοντας την αυστηρή τήρηση των τύπων.
Ωστόσο, η εθνική δράση του ∆αβάκη στην Καστοριά διακόπηκε από την υποτροπή της παλιάς ασθένειας του αναπνευστικού συστήματος. Τον χειμώνα 1935-1936 εκτέλεσε με δυσκολία τα καθήκοντά του, ενώ τον Ιούνιο του 1936 εισήχθη στο νοσοκομείο της Λάρισας και τελικά έλαβε ετήσια άδεια. Αν και ο ίδιος επιθυμούσε να επιστρέψει στα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της ετήσιας αναρρωτικής αδείας του, το Υπουργείο Στρατιωτικών απέρριψε το αίτημά του.
Τον ∆εκέμβριο του 1937 εξετάστηκε εκ νέου από την Ανώτατη Στρατιωτική Υγειονομική Επιτροπή και κρίθηκε σωματικά ανίκανος και αποστρατευτέος. Παρά την πικρία που αισθάνθηκε, ο ∆αβάκης αναγκάστηκε να δεχθεί την απόφαση, αλλά κατάφερε να λάβει διαταγή η οποία ανέφερε ότι εν επιστρατεύσει, εφ’ όσον η υγιεινή κατάστασίς του επιτρέπει τούτο, αναμφιβόλως θα χρησιμοποιηθή.
Η προπαρασκευή του Μετώπου
Πώς τέθηκαν οι βάσεις για την επιτυχία του ελληνικού στρατού λίγους μήνες αργότερα.
Στις 23 Αυγούστου 1940, ο ∆αβάκης έλαβε διαταγή από την 1η Μεραρχία να αναχωρήσει προς τη Λάρισα, ώστε να λάβει διαταγές. Εκεί πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο να αναλάβει τη διοίκηση του Αποσπάσματος Πίνδου αντί του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος Γεωργούλη και επρόκειτο να αναχωρήσει αμέσως για το Επταχώρι, βορειοανατολικά της Κόνιτσας, όπου βρισκόταν ο σταθμός διοίκησης. Το Επιτελείο του Αποσπάσματος Πίνδου την 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελούνταν από τον διοικητή του, συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο ∆αβάκη, έναν μόνιμο λοχαγό, τον Πιέρρο Σφαλαγκάκο, και έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό.
Από τις πρώτες ημέρες άφιξής του στην έδρα του αποσπάσματος, ο ∆αβάκης απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην εκτέλεση λεπτομερών αναγνωρίσεων του εδάφους. Ο παράγοντας «έδαφος», όπως είχε διδαχθεί στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου του Παρισιού, ήταν κεφαλαιώδους σημασίας. Επί 40 ημέρες αναχωρούσε κάθε πρωί από την έδρα του αποσπάσματος ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, πραγματοποιώντας συστηματικές αναγνωρίσεις.
Οι αναγνωρίσεις αυτές συντέλεσαν σε δύο σημαντικά αποτελέσματα. Αφενός, οι οπλίτες του Αποσπάσματος Πίνδου να εμπιστευτούν τον διοικητή τους, να ακούσουν τις συμβουλές του και τους ενθαρρυντικούς λόγους του και να δημιουργηθεί το φρόνημα για την εκτέλεση της μεγάλης αποστολής. Επίσης, οι κάτοικοι της Πίνδου γνώρισαν τον στρατιώτη στον οποίο ανατέθηκε η υπεράσπιση της ζωής, της τιμής και της περιουσίας τους, αλλά κυρίως της ελευθερίας τους. Αφετέρου, ο ∆αβάκης κατάφερε να διαμορφώσει αντίληψη περί του εδάφους όπου επρόκειτο να πολεμήσει.
Ο τομέας της Πίνδου δεν διέθετε οχυρωματικά έργα, καθώς τα περισσότερα προπαρασκευαστικά έργα είχαν πραγματοποιηθεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ταυτόχρονα, η οργάνωση του Αποσπάσματος Πίνδου δεν ήταν η αρμόζουσα. Σε έκθεσή του ο ∆αβάκης ανέφερε:
«Η συγκρότησις του Αποσπάσματος ήτο ατελεστάτη. Τίποτε δεν εστάλη επαρκές. Οπλισμός, κλινοσκεπάσματα, πέταλα, τηλέφωνα, σύρμα, καλώδιον, οπτικά, πυρομαχικά, όλα ήσαν ανεπαρκή και ατελή. Ολίγου δειν να μείνωσιν οι άνδρες νήστεις, λόγω βραδύτητος αφίξεως του Λόχου των ημιονηγών, του διοικητού του Αποσπάσματος αναγκασθέντος να μισθώσι ιδιωτικά μεταγωγικά. Απεστάλησαν παλαιά υλικά επιμελητείας με τον λοχαγόν Φαρμάκην, 10 ημέρας προ της εισβολής, και αι ελλείψεις δεν εθεραπεύθησαν. Στρατιώται ήσαν χωρίς άρβυλα και με εσχισμένας περισκελίδας… Το Επιτελείον του Αποσπάσματος απετελείτο εν αρχή από ένα ανθυπολοχαγόν της τάξεως του 1940 και ένα λοχίαν!!
Το Επιτελείον του 51ου Συντάγματος Πεζικού από 2 εφέδρους ανθυπολοχαγούς. Και μόνον κατόπιν επανειλημμένων αναφορών του διοικητού του Αποσπάσματος, εδέησεν, ολίγας ημέρας προ της εισβολής, να σταλή αριθμός μονίμων και εφέδρων Αξιωματικών προς συμπλήρωσιν του Αποσπάσματος… Την ημέραν της εισβολής, το Απόσπασμα ευρέθη άνευ πυρομαχικών εφεδρικών …καίτοι ήσαν γνωσταί αι αποστάσεις και η ανεπάρκεια των μεταγωγικών…
Η τοιαύτη ατελής συγκρότησις του Αποσπάσματος οφείλεται εις τους εξής λόγους, εκτός των γενικών, δηλαδή της ανεπαρκούς προπαρασκευής του πολέμου.
1. Εις το ότι εθεωρήθη ο τομεύς της Πίνδου ως όλως δευτερεύων, καίτοι ο διοικητής του Αποσπάσματος επανειλημμένως είχεν υποδείξει τον διά της Πίνδου προς Μέτσοβον ελιγμόν των Ιταλών…
2. Εις την εσκεμμένην αβελτηρίαν του ταγματάρχου Β….., επόπτου επιστρατεύσεως 5ου Συντάγματος, ενδιαφερομένου διά το 5ον Σύνταγμα και αγνοούντος κατά σύστημα τας ελλείψεις του Αποσπάσματος Πίνδου, εις ο απέστειλαν ό,τι άχρηστον…
3. Εις την ιδέαν ότι ο διοικητής του Αποσπάσματος δεν είχαν ανάγκη βοηθών… Και ευτυχώς ευρέθη ο ταγματάρχης Καραβίας, όταν ο διοικητής του Αποσπάσματος ετραυματίσθη και ούτω υπήρξεν αντικαταστάτης του κατά μίαν κρίσιμον στιγμήν, την του τραυματισμού του…
4. Εις την νοοτροπίαν την εν τω Στρατώ επικρατούσαν περί τηρήσεως των τύπων προς αποφυγήν ευθυνών και της ουσίας ουδέ καν εξεταζομένης…». (Ι. Α. Βερνάρδος, ό.π., σελ. 103-105)
Ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης, έχοντας ήδη από τον ∆εκέμβριο του 1936 επισημάνει σε υπόμνημά του προς το Γενικό Επιτελείο τον σημαντικό ρόλο της Πίνδου, γνώριζε εκ των προτέρων ότι ο τομέας της Πίνδου θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο.
Έτσι, σφυρηλάτησε τις ψυχές όλων και έδωσε πρώτος το παράδειγμα της εργατικότητας, προκαλώντας την ευγενή άμιλλα μεταξύ αξιωματικών, οπλιτών και κατοίκων κατά τις εργασίες αμυντικής προπαρασκευής της Πίνδου. Κατείχε τη λεπτή ικανότητα να εμπνέει τους στρατιώτες του και τους ανθρώπους γύρω του. Ο ∆αβάκης έθεσε τις βάσεις για την επιτυχία του ελληνικού στρατού λίγους μήνες αργότερα. Αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί προηγουμένως καμία οργάνωση επί του εδάφους της Πίνδου.
Κατά τους δύο μήνες από την άφιξή του στο Επταχώρι έως το ξέσπασμα της ιταλικής επίθεσης την 28η Οκτωβρίου, έγιναν μικρά θαύματα σε θέματα οργάνωσης, με την πραγματοποίηση έργων 70 χιλιομέτρων μήκους και 15 χιλιομέτρων βάθους.
Στο διάστημα αυτό κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του ∆αβάκη γέφυρες, δρόμοι, πραγματοποιήθηκαν ξυλουργικές εργασίες, ώστε η περιοχή να αποκτήσει τη στοιχειώδη αμυντική οργάνωση ενόψει της επικείμενης ιταλικής επίθεσης. Όλοι μαζί, στρατιώτες και πολίτες, εκ των οποίων άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, ακόμη και μικρά παιδιά, εργάζονταν στα απαραίτητα έργα για τη μετατροπή της ανέτοιμης Πίνδου σε προμαχώνα της Ελλάδος.
Ταυτόχρονα, οι στρατιώτες και οι κάτοικοι των χωριών της Πίνδου απέκτησαν σημαντική εξοικείωση και συναδέλφωση, καθώς ο ∆αβάκης φρόντιζε να περνούν από κοινού τις Κυριακές και τις εορτές. Ανεστράφη η ψυχολογία των κατοίκων. Οι ηττοπαθείς έως τότε κάτοικοι, λόγω της δράσης των Ιταλών πρακτόρων, είχαν μετατραπεί σε ατρόμητους συμπολεμιστές του ελληνικού στρατού.
Αν και ο ∆αβάκης είχε ζητήσει επανειλημμένως να τοποθετηθεί αξιωματικός επί των πληροφοριών, ο οποίος θα καταγόταν από την ευρύτερη περιοχή και θα γνώριζε τα πράγματα και τα πρόσωπα της περιοχής, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Συνεπώς, ο συνταγματάρχης ∆αβάκης ανέλαβε αυτοπροσώπως αυτόν τον ρόλο, καθώς ήταν κεφαλαιώδους σημασίας.
Ήταν ανάγκη να παρακολουθείται συστηματικά ο αντίπαλος και να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις και τις ενέργειές του, ώστε να μη δεχτεί κάποιον αιφνιδιασμό το Απόσπασμα Πίνδου και να παρεμποδίζεται η δράση των πρακτόρων του εχθρού.
Ο ∆αβάκης, γνωρίζοντας τη σημασία της συλλογής των πληροφοριών, κατόρθωσε να μεταβαίνει συχνά σε συναντήσεις με τα άλλα τμήματα επαφής, παρά τις βροχές και το ψύχος, και περιδιάβαινε τα χωριά και τους οικισμούς, όπου συνομιλούσε με τους κατοίκους, ώστε να του μεταφέρουν τις πληροφορίες που είχαν συλλέξει.
Σύμφωνα με τον ∆αβάκη, το ήμισυ της επιτυχίας των επιχειρήσεων εξαρτάτο από την έγκαιρη διαβίβαση των πληροφοριών μέσω των τμημάτων επαφής προς τη διοίκηση, την ορθή ερμηνεία των πληροφοριών και την άμεση εκμετάλλευσή τους από τη διοίκηση.
Για τον ∆αβάκη, η πρώτη ένδειξη της επικείμενης ιταλικής εισβολής αποτέλεσε η εξαφάνιση ενός εχθρικού λόχου προκαλύψεως από το χωριό Ραμπάτ. Την πληροφορία αυτή είχε λάβει από τον διοικητή του τάγματος της Κόνιτσας στις 21 Οκτωβρίου, όπου είχε μεταβεί για αναγνώριση του εδάφους και συλλογή πληροφοριών.
Ωστόσο, άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί υποστήριζαν ότι τα ιταλικά στρατεύματα προκαλύψεως μετακινούνταν για να ξεχειμωνιάσουν. Ο ∆αβάκης, όμως, συνέχιζε να υποστηρίζει ότι τα τμήματα εκείνα είχαν προωθηθεί σε σημεία αναμονής ενόψει της εισβολής.
Η εξέλιξη των γεγονότων τον δικαίωσε απόλυτα. Μάλιστα, η διαταγή της ιταλικής μεραρχίας «Τζούλια», περί αιφνιδιαστικής επίθεσης εναντίον των Ελλήνων, έφερε την ημερομηνία της 22ας Οκτωβρίου 1940.
Η εποποιία της Πίνδου
Οι πρώτες μέρες του πολέμου, η ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων, ο τραυματισμός.
«Προς το ύψωμα έρχονται Ιταλοί και πολλοί μάλιστα… Πρόσεξε να μην πάρουν το ύψωμα, γιατί ανοίγει τελείως η πόρτα προς Μέτσοβον και η Ελλάς σβύνει!… Με μένα μην ασχολείσαι, διότι πρόκειται περί πεθαμένου!» ∆αβάκης στον ταγματάρχη Καραβία
Στις 5 η ώρα της 28ης Οκτωβρίου, ο αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας από την Κοζάνη ενημέρωσε τον ∆αβάκη για την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου και την έναρξη της ιταλικής επίθεσης. Μαζί με τον ∆αβάκη βρισκόταν εκείνη την ιστορική στιγμή ο λοχαγός Πεζικού Σφαλαγκάκος Πιέρρος, υπασπιστής του συνταγματάρχη, και ο ανθυπασπιστής Πεζικού Χανδρινός Πολυδεύκης. Ο Σφαλαγκάκος τον ρώτησε τι συμβαίνει και ο συνταγματάρχης απάντησε με ηρεμία: «Πρώτα ο Θεός θα νικήσωμεν. Μας επετέθησαν οι Ιταλοί. Θάρρος, ψυχραιμία και αφοσίωσις εις το καθήκον!».
Ο ∆αβάκης κοινοποίησε αμέσως την υπ’ αριθμόν 3 διαταγή:
«Προς τους Αξιωματικούς και Οπλίτας
Ο ύπουλος γείτων μας αιφνιδιαστικώς μας επετέθη. Η Ελλάς αναμένει από έναν έκαστον ημών να προστατεύσωμεν τα σύνορα και την τιμήν της, και να δώσωμεν ένα καλό μάθημα εις τον εισβολέα. Φανήτε Έλληνες και κρατήστε γερά τα όπλα, με πίστιν εις τον Θεόν και τον εαυτόν σας και τους ∆ιοικητάς σας. Πειθαρχία, καρτερία και θάρρος. Ζήτω η Ελλάς…
∆ιοικητής ∆αβάκης» (Ι. Α. Βερνάρδος, ό.π., σ. 125)
Η ανωτέρω διαταγή είχε ενθουσιώδη απήχηση στο στράτευμα. Στο Απόσπασμα Πίνδου, πλην του συνταγματάρχη ∆αβάκη, μόνο οι ανώτεροι επιτελείς και τρεις ακόμη από τους λοχαγούς είχαν πολεμήσει παλιότερα. Επομένως, ο ∆αβάκης ανέμενε με αγωνία να δει κατά πόσο οι αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι, θα φαίνονταν αντάξιοι των προσδοκιών. Με τη γνωστή βροντώδη και σταθερή φωνή του συμβούλευε, καθοδηγούσε και ενθάρρυνε μέσω τηλεφώνου οποιονδήποτε είχε την ανάγκη. Ο ∆αβάκης είχε κληθεί να υπερασπιστεί την περιοχή μεταξύ Κόνιτσας και Επταχωρίου, έχοντας σημαντική αριθμητική μειονεξία. Επίσης, ανέλαβε εξαιρετικά δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να ανακόψει την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», στόχος της οποίας ήταν να προωθηθεί έως το Μέτσοβο, ώστε να διακόψει τη μοναδική οδό επικοινωνίας της ∆υτικής με την Ανατολική Ελλάδα.
Κατά την πρώτη ημέρα του πολέμου, ο συνταγματάρχης ∆αβάκης παρέμενε εντός του διοικητηρίου άγρυπνος, κατάκοπος πνευματικώς και σωματικώς. Η Ελλάδα τού είχε εμπιστευτεί να φρουρήσει μέτωπο χιλιομέτρων με ελάχιστες δυνάμεις. Η απειρία των ανδρών σε συνθήκες πολέμου είχε προκαλέσει λιποταξίες. Ο ∆αβάκης αναγκάστηκε να μεταχειριστεί ακόμη και ψέματα ότι επρόκειτο να φθάσουν άμεσα ενισχύσεις, ώστε να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών του. Τις τρεις επόμενες ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Οκτωβρίου, η ιταλική απειλή στην Πίνδο έλαβε δραματικές διαστάσεις. Οι Ιταλοί ήταν πενταπλάσιοι και ανώτερα εξοπλισμένοι συγκριτικά με το Απόσπασμα Πίνδου. Ωστόσο, ο ∆αβάκης είχε την πεποίθηση ότι τελικά θα επικρατούσαν τα ελληνικά όπλα (Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης, Οι δύο όχθες 1939-1945, Παπαζήσης, Αθήνα 1987, σελ. 111-112).
Η άμυνα των ελληνικών στρατευμάτων συνεχίστηκε έως και την 31η Οκτωβρίου. Την 31η Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, ο ∆αβάκης προετοίμαζε τις λεπτομέρειες της αντεπίθεσης σε βάρος των Ιταλών. Χαρακτηριστικός ήταν ο διάλογος μεταξύ του συνταγματάρχη ∆αβάκη και του ταγματάρχη Καραβία:
—Έχετε πάντοτε την ελπίδα, συνταγματάρχα μου, ότι θα επιτύχη η αντεπίθεσις;
—Έχω, Γιάννη, απόλυτον πεποίθησιν ότι θα τους μαντρώσω τους Ιταλούς!
—Εγώ αμφιβάλλω, επειδή αι δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότεραι, οι δε λόχοι του Αποσπάσματός σας είναι κατάκοποι.
—Με αυτούς τους λόχους θα κάμω την αντεπίθεσιν! Θα τους δης! Ο όγκος, άλλως τε, των Ιταλών δεν με τρομάζει, επειδή έχω την γνώμην πως οι φαντάροι μας, άμα διοικούνται καλά, είναι απαράμιλλοι! θα μπω αύριο μπροστά!
—Να μου επιτρέψετε, συνταγματάρχα μου, να μη συμφωνήσω μαζί σας. Εάν πάθετε κακό;
—Καραβία, επήρες είδησι πώς τα παίζουμε όλα για όλα; Στη συνέχεια τον ενθάρρυνε λέγοντας: «Στα γλέντια που έχουμε κάμει με τους φαντάρους του Αποσπάσματός μου, πρώτος έπαιρνα πάντα το χορό… Έτσι θα γίνει και αύριο…»
Μετά τον τετραήμερο αμυντικό αγώνα, ο ∆αβάκης ανέλαβε προσωπικά την ανασυγκρότηση των τμημάτων του Αποσπάσματος Πίνδου από τους φυγάδες και τον πανικό και ανέλαβε ο ίδιος τις επιθετικές κινήσεις εναντίον των αντιπάλων, ο εξοπλισμός των οποίων ήταν κατά πολύ αρτιότερος του ελληνικού. Την 1η Νοεμβρίου εκδόθηκε η διαταγή αντεπίθεσης, την οποία σχεδίασε ο συνταγματάρχης ∆αβάκης. Το σχέδιο της αντεπίθεσης αποτέλεσε πραγματικό αιφνιδιασμό προς τον Ιταλό αρχιστράτηγο Βισκόντι Πράσκα, που βρισκόταν στην Αλβανία, καθώς δεν φανταζόταν ότι υπήρχε τόσο τολμηρός Έλληνας επιτελικός, ώστε να επιτεθεί με ελάχιστες δυνάμεις από τα πλευρά και τα νώτα του (Σ. Βισκόντι Πράσκα, Εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα, Γκοβόστης, Αθήνα 1999, σελ. 229). Η επιτυχία του στην Πίνδο συνίσταται στην άμεση διάγνωση ενός σοβαρού τακτικού λάθους, που πραγματοποίησε ο Ιταλός μέραρχος προχωρώντας γοργά προς τη Σαμαρίνα, να μην καλύψει το πλευρό της φάλαγγάς του.
Τη 2α Νοεμβρίου, ο ∆αβάκης, ανυπομονώντας να αντιμετωπίσει το ταχύτερο τον εχθρό, τέθηκε επικεφαλής του 11ου λόχου και κατευθύνθηκαν προς τη Φούρκα. Η κατάσταση στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία ήταν κρίσιμη. Ο ∆αβάκης προωθήθηκε έφιππος εν μέσω πυρών του πεζικού προς αναγνώριση, όπου αντιλήφθηκε ότι ο εχθρός προετοίμαζε αντεπίθεση. Μόλις επέστρεψε και ενώ έδινε οδηγίες, δέχτηκε βολίδα τυφεκίου στο δεξί μέρος του στήθους. Το τραύμα ήταν πολύ βαρύ, καθώς διαπέρασε τον πνεύμονα προκαλώντας ακατάσχετη αιμορραγία. Παρά τη μεγάλη απώλεια αίματος, ο ∆αβάκης συνέχιζε να δίνει οδηγίες προς τον ταγματάρχη Καραβία: «Προς το ύψωμα έρχονται Ιταλοί και πολλοί μάλιστα… Πρόσεξε να μην πάρουν το ύψωμα, γιατί ανοίγει τελείως η πόρτα προς Μέτσοβον και η Ελλάς σβύνει!… Με μένα μην ασχολείσαι, διότι πρόκειται περί πεθαμένου!».
Η μεταφορά του ∆αβάκη από τον Προφήτη Ηλία Φούρκας στο Επταχώρι πραγματοποιήθηκε με φορείο κατά τη διάρκεια της νύχτας 2ας προς 3η Νοεμβρίου. Ο συνταγματάρχης ∆αβάκης συνήλθε από τον λήθαργο στον οποίο είχε πέσει τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου. Οι στρατιώτες που μετέβαιναν στο Επταχώρι, διερχόμενοι εκ της οικίας όπου διέμενε νοσηλευόμενος ο διοικητής τους, έκλαιγαν και έλεγαν μεταξύ τους: «Τώρα πάμε χαμένοι!». Η αξία του συνταγματάρχη είχε γίνει τόσο γνωστή, ώστε το όνομα του ∆αβάκη συνδέθηκε άμεσα με τη νίκη στην Πίνδο.
Αν και θανάσιμα πληγωμένος, ο ∆αβάκης κάλεσε στις 4 Νοεμβρίου τον υπασπιστή του, λοχαγό Σφαλαγκάκο, και του υπαγόρευσε την Ημερήσια ∆ιαταγή του αναφέροντας:
…Ο ∆ιοικητής σας Συνταγματάρχης ∆αβάκης Κωνσταντίνος, τραυματίας, αναγκάζεται να αποχωρισθή προσωρινώς ημών.
Σας απευθύνει τα συγχαρητήριά του και τας ευχαριστίας του, διότι… εκρατήσατε αμυντικόν αγώνα επιτυχή εναντίον εξαπλάσιον εκλεκτών Ιταλικών δυνάμεων… και μετά σύντομον αναδιοργάνωσιν… εκινήθητε προς τα εμπρός επί τριήμερον, την 1ην, 2αν και 3ην Νοεμβρίου, αντεπίθεσιν… προξενήσαντες εις αυτόν (σ.σ. τον εχθρό) απώλειας συλλαβόντες αιχμαλώτους 7 αξιωματικούς, 5 υπαξιωματικούς και 300 οπλίτας… Με την στάσιν σας εσώσατε την Ελλάδα. Να είσθε υπερήφανοι και να εξακολουθήσετε με το αυτό θάρρος και την αυτήν ανδρείαν και υπομονήν πολεμούντες τον εχθρόν μέχρι της ολοκληρωτικής νίκης.
Ο ∆αβάκης μεταφέρθηκε στην Κοζάνη, ώστε να λάβει καλύτερη περίθαλψη και να αποφύγουν την επιδείνωση του καιρού, η οποία θα τους απέκλειε στο Επταχώρι. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, ο ∆αβάκης εγκατέλειψε την έδρα του Αποσπάσματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι την Κοζάνη, ο απλός κόσμος αλλά και οι αξιωματικοί και οι οπλίτες απέδιδαν τιμές στον τραυματισμένο συνταγματάρχη. Μετά από οκταήμερη νοσηλεία, ο ∆αβάκης μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Κατά τους ενδιάμεσους σταθμούς πραγματοποιήθηκαν θερμές υποδοχές. Στην Αθήνα νοσηλεύτηκε στον «Ευαγγελισμό», όπου τον επισκέφθηκαν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός.
Την 21η Νοεμβρίου, ο ∆αβάκης έφθασε στην Αθήνα και στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Στον θάλαμο του συνταγματάρχη στον «Ευαγγελισμό», σύσσωμος ο λαός της πρωτεύουσας έσπευδε να του ευχηθεί ταχεία ανάρρωση και να του εκφράσει τον θαυμασμό του. Το πρωί της 22ας Νοεμβρίου τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος του είπε: «Ήρωά μου, μας έσωσες. Η Πατρίς σου σ’ ευγνωμονεί». Στη συνέχεια τον επισκέφθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο διάδοχος Παύλος, ο αρχιστράτηγος Παπάγος και οι υφυπουργοί των Πολεμικών Υπουργείων.
Το άδοξο τέλος
Οι περιπέτειες μετά την ανάρρωση και η βύθιση του πλοίου που τον μετέφερε στην Ιταλία.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1941, ο συνταγματάρχης ∆αβάκης εξήλθε του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», λαμβάνοντας δίμηνη αναρρωτική άδεια. Το τραύμα του είχε επουλωθεί, αλλά η γενική κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καλή, καθώς λόγω της εξάντλησης και της απώλειας αίματος, η παλιά πάθηση στο αναπνευστικό του προκαλούσε επιπλέον δύσπνοια. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του στην Αθήνα αισθανόταν δεσμώτης καθώς, ανακτώντας τις δυνάμεις του, επιθυμούσε να επιστρέψει στο Μέτωπο. Από την Αθήνα μελετούσε τον χάρτη της βαλκανικής χερσονήσου και προέβλεπε τη γερμανική κάθοδο. Θεωρούσε απαραίτητη την άμεση νίκη επί των Ιταλών, ώστε τα ελληνικά στρατεύματα να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση της γερμανικής απειλής. Αν και η υγεία του ∆αβάκη δεν είχε αποκατασταθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, ο ίδιος ζητούσε να επανέλθει στο μέτωπο, παρά τις αντιρρήσεις των ιατρών. Όταν δε και ο αρχιστράτηγος Παπάγος τον ρώτησε για την υγεία του, ο ∆αβάκης απάντησε: «Η Ελλάς είναι γεμάτη Νοσοκομεία. Εάν δεν μπορέσω ή πάθω τίποτα, θα μπω σ’ ένα Νοσοκομείον». Ωστόσο, η κατάστασις της υγείας του τον ανάγκασε να επανεισαχθεί στο νοσοκομείο, όπου και έτυχε να πληροφορηθεί την κατάρρευση του Μετώπου.
Κατά την πρώτη ημέρα της εισόδου των Ιταλών στην Αθήνα, οι Ιταλοί ζήτησαν πληροφορίες από τον δήμαρχο Καλλιθέας σχετικά με τον συνταγματάρχη ∆αβάκη και γενικά περί της οικογενειακής του κατάστασης. Ο συνταγματάρχης διέμενε στην Αγία Παρασκευή τότε με σκοπό να αναρρώσει. Αυτή ήταν η πρώτη κρούση των Ιταλών προς τον υπαίτιο της κατάρρευσης των αυτοκρατορικών ονείρων της Ιταλίας. Ωστόσο, ο ∆αβάκης δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ιταλική ενέργεια. Κατά τον Φεβρουάριο του 1942, όταν νοσηλευόταν και πάλι στον «Ευαγγελισμό», αναζητήθηκε εκ νέου από τους Ιταλούς, καθώς είχαν ανησυχήσει λόγω της απουσίας του από την οικία του. Φαίνεται ότι οι Ιταλοί υποπτεύθηκαν τον ∆αβάκη ότι συμμετείχε στις απεργιακές κινητοποιήσεις του Μαρτίου του 1942. Τελικώς, στις 7 ∆εκεμβρίου του 1942, οι Ιταλοί, φοβούμενοι ότι θα διέφευγε στην Αίγυπτο, όπως συνέβαινε τότε με πολλούς άλλους Έλληνες αξιωματικούς, τον συνέλαβαν.
Ο ∆αβάκης αρχικά μεταφέρθηκε στις φυλακές Καλλιθέας. Οι Ιταλοί είχαν λάβει οριστική απόφαση να εκδικηθούν τον νικητή της Πίνδου. Ο αδελφός του, ιατρός Ιωάννης ∆αβάκης, άρχισε τις προσπάθειες για την αποφυλάκισή του, στηριζόμενος στο γεγονός ότι ο συνταγματάρχης ήταν ανάπηρος πολέμου, συνέπεια βαρύτατου τραυματισμού, ενώ η κατάσταση της υγείας του, λόγω του χειμώνα και της κόπωσης, επιδεινωνόταν. Μάλιστα επισκέφθηκε τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, καθώς και τον υπουργό Εσωτερικών, Αναστάσιο Ταβουλάρη, ζητώντας τους να παρέμβουν στους Ιταλούς για την αποφυλάκιση του συλληφθέντος. Ωστόσο, εκείνοι δεν επέδειξαν το απαιτούμενο ενδιαφέρον περί του θέματος.
Τελικά, χάρη στην επιμονή του αδελφού του, οι Ιταλοί πείστηκαν να εισαγάγουν τον ∆αβάκη στις 20 ∆εκεμβρίου 1942 στο ιταλικό νοσοκομείο Αθηνών, καθώς ο πρόσφατος τραυματισμός του, αλλά και τα προβλήματα υγείας από τα ασφυξιογόνα αέρια, είχαν επιβαρύνει την υγεία του. Οι Ιταλοί έκριναν τον ∆αβάκη ως «διακομιστέον» και αποφασίστηκε η μεταφορά του στην Ιταλία. Στις 20 Ιανουαρίου 1943, η οικογένεια του ∆αβάκη πληροφορήθηκε ότι ο ∆αβάκης βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό, από όπου θα αναχωρούσε για την Πάτρα και από εκεί για την Ιταλία. Ο Ιωάννης ∆αβάκης με τη σύζυγό του και τη σύζυγο του συνταγματάρχη μετέβησαν εκεί για να αποχαιρετήσουν τον νικητή της Πίνδου. Ο συνταγματάρχης καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης διατήρησε την ψυχραιμία του εκτός της τελευταίας στιγμής.
Ο Δαβάκης υπήρξε πρωτοπόρος στην εξέλιξη της διεξαγωγής του πολέμου, γνώριζε πώς να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών του και προσπαθούσε να εμφυσήσει τη συνέπεια και την προσήλωση των ανδρών του μέσω του ενδιαφέροντος προς αυτούς.
—Κουράγιο, Κώστα! του είπε ο αδελφός του.
—∆εν ανησυχώ για μένα, Γιάννη μου, ανησυχώ για εσάς, απάντησε ο συνταγματάρχης.
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Ο ∆αβάκης μεταφέρθηκε από την Πάτρα προς την Ιταλία με το ατμόπλοιο “Citta di Genova”. Μετά την πάροδο λίγων ημερών κυκλοφόρησε στην Αθήνα η φήμη ότι το ατμόπλοιο τορπιλίστηκε έξω από τον Τάραντα από βρετανικό υποβρύχιο. Στις 21 Φεβρουαρίου 1943, ημέρα Κυριακή, κοινοποιήθηκε επίσημα από τις ιταλικές αρχές της Αθήνας ότι την 21η Ιανουαρίου 1943 τορπιλίστηκε το ατμόπλοιο και βυθίστηκε, με αποτέλεσμα τον θάνατο 24 Ελλήνων αξιωματικών που μεταφέρονταν στην Ιταλία. Μεταξύ αυτών αναγραφόταν και το όνομα του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου ∆αβάκη. Αρχικά, ο ∆αβάκης ετάφη στην Αυλώνα της Αλβανίας, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1963 τα οστά του μεταφέρθηκαν από την Ιταλία στην Αθήνα με το βασιλικό πολεμικό πλοίο «Πυρπολιτής». Ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς του έστω και μετά θάνατον, η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το αργυρό παράσημο το 1948.
Ο Κωνσταντίνος ∆αβάκης αποτέλεσε στρατιωτική ιδιοφυΐα της εποχής του και ένας από τους καλύτερους στην αναγνώριση του εδάφους. Στην Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος στην εξέλιξη της διεξαγωγής του πολέμου, υποστηρίζοντας τη στρατηγική ενός ευέλικτου πολέμου με ευέλικτα και ταχέα μέσα συγκριτικά με τη στατικότητα των οχυρών. Η νίκη του Αποσπάσματος του ∆αβάκη είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου και θεωρείται η πρώτη ήττα του Άξονα. Ο ∆αβάκης διέγνωσε έγκαιρα και γρήγορα το τακτικό λάθος και γι’ αυτό ήταν σίγουρος ότι θα «μάντρωνε τους Ιταλούς». Ωστόσο, δεν αποτελούσε μόνο στρατιωτική ιδιοφυΐα, αλλά γνώριζε πώς να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών του και να διοικεί με δικαιοσύνη. Απέφευγε τις περιττές τιμωρίες και προσπαθούσε να εμφυσήσει τη συνέπεια και την προσήλωση των ανδρών του μέσω του ενδιαφέροντος προς αυτούς. Ταυτόχρονα, γνώριζε πότε έπρεπε να παρακάμπτει τις τυπικές και χρονοβόρες διαδικασίες, ώστε να επιτύχει τους στόχους του με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.