Advertisement

Κραυγές και σφαίρες από την άκρη της πόλης

Πώς από την παραβατικότητα ένα μέρος της κοινότητας των Ρομά γλίστρησε στη βαριά εγκληματικότητα; Ποιος ευθύνεται για τον κοινωνικό αποκλεισμό; Και πώς μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος της γκετοποίησης; | Σταύρος Θεοδωράκης

559

Είχαμε να βρεθούμε από τον Σεπτέμβρη. Είχα όμως ακόμη ζωντανή τη θύμηση από τις πατάτες στο γκάζι. Φέτα, ντομάτες, ελιές και ψωμί αφράτο, άσπρο σαν αυτό που κάνουν τα σάντουιτς οι εργάτες στις οικοδομές. Ποτέ δεν θα αγόραζα αυτό το ψωμί αλλά και ποτέ δεν τόλμησα να πω στην Αννούλα ότι δεν μου αρέσει.

– Μπριτζόλες θα σου φτιάξω.

– Πατάτες να μου φτιάξεις.

Φάγαμε στο χαλί. Η Αννούλα, ο άντρας της, οι κόρες της, ένας γαμπρός και 3-4 πιτσιρίκια. Θα το ξέρετε ότι οι τσιγγάνοι δεν ξεστρώνουν τα χαλιά χειμώνα-καλοκαίρι. Συνήθεια από τότε που έμεναν σε σκηνές. Τραβούσαν από τον γιούκο το κιλίμι που ταίριαζε στις στιγμές τους, το έστρωναν και τα έκαναν όλα πιο απαλά – όχι μόνο το χώμα. Τώρα όμως είναι Κυριακή, χειμώνας σχεδόν και είναι πολύ νωρίς για να χτυπάει το τηλέφωνο. «Αννούλα; Τι έγινε πρωί, πρωί;»

Να σας κάνω, όμως, τις συστάσεις. Την Αννούλα τη γνώρισα πριν από περίπου 20 χρόνια. Στον διωγμό των τσιγγάνων από το Σοφό. Διωγμός κανονικός ήταν γιατί ούτε ο δήμος ούτε οι γείτονες, οι «Ρωσοπόντιοι» όπως τους έλεγαν, τους ήθελαν. Κάποιοι μάλιστα βανδάλιζαν τα βράδια τα τρία λυόμενα που τα πρωινά παρίσταναν τις σχολικές αίθουσες. Αλλο δράμα κι αυτό… Μη σας μπερδεύω. Διαλύθηκε λοιπόν ο καταυλισμός, σκόρπισαν οι τσιγγάνοι και η Αννούλα βρέθηκε στο Μελίσσι, στην πάνω μεριά της Αττικής Οδού, ανάμεσα σε εργοστάσια και αποθήκες. Σε ένα οικοπεδάκι τόσο δα –αγορασμένο με χαρτιά, βράχια ήταν– έχτισαν ένα μεγάλο δωμάτιο. Μεγάλο όμως. Στη μια άκρη η κουζίνα με ντουλάπια κανονικά και στην άλλη άκρη ο γιούκος με τα χαλιά, τις κουβέρτες, τα μαξιλάρια. Τη μια μέρα στρωματσάδα για δύο, την άλλη για πέντε. Και στη μέση του δωματίου η τηλεόραση κι ένα σκρίνιο, στολισμένο με φωτογραφίες. Οι πεθαμένοι είχαν και κορνίζα και σεμεδάκι. Η τουαλέτα έξω. Αλλά με ντους! Καμπίνα ολόκληρη που την έκανε πολύ υπερήφανη την Αννούλα. «Αν θέλεις μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο», μου είχε πει με ένα χαμόγελο «να!» μια μέρα που έσκαγε ο τζίτζικας. Μόνο τα εγγόνια και τα δισέγγονα συνέχιζαν να κάνουν μπάνιο με το λάστιχο. «Να μην τα καλομαθαίνουμε». Στα δεκαπέντε της παντρεύτηκε η Αννούλα. Στα τριάντα της είχε εγγόνια και στα πενήντα της δισέγγονα.

«Ηρθαν με καλάσνικοφ»

Ας γυρίσουμε όμως στο πρωινό τηλεφώνημα της Κυριακής. «Ηρθαν πάλι με τα καλάσνικοφ», ήταν η πρώτη φράση γρίφος που ξεστόμισε. Μιλούσε χαμηλόφωνα λες και θα την άκουγαν οι «κακοί». Ποιοι; Ποιοι ήταν εκείνοι που ήρθαν; Και γιατί η Αννούλα ακουγόταν τόσο φοβισμένη;

Να σας περιγράψω τη ζωή στο Μελίσσι. Θυμάρι δεν φυτρώνει, γκαζοτενεκέδες όμως πολύχρωμοι φιλοξενούν πιπεριές, βασιλικούς και την άνοιξη γαρουφαλιές. Οικογένειες που έχουν βρει «καταφύγιο», μακριά από τις φασαρίες που φέρνουν συνεχώς την αστυνομία στους μεγάλους καταυλισμούς του Ασπροπύργου. Κοτοπουλάδες οι περισσότεροι. Φορτώνουν, δηλαδή, στο ημιφορτηγό κοτοπουλάκια και πάνε και τα πουλάνε στα χωριά. Κάποιοι άλλοι πουλάνε χαλιά και μερικοί μαζεύουν σίδερα. Τι δουλειά, λοιπόν, έχουν… τα καλάσνικοφ στη γειτονιά τους;

Στην Ελλάδα το «γύφτος» είναι βρισιά και σε άλλες χώρες βρισιά είναι το «τσιγγάνος». Και έτσι «εφευρέθηκε» το «Ρομά», που οι περισσότεροι τσιγγάνοι το ακούν και γελάνε.

Ακούστε τη διήγηση της Αννούλας: «Κάτι μαύρα τζιπ έχουν. Το ένα μπροστά, τα άλλα πιο πίσω. Περνάει το ένα, παρκάρει λίγο πιο πάνω και μπαίνει στην αυλή το άλλο. Κάνουν σήμα του άντρα μου να κατέβει. Πάει αυτός, τους πλησιάζει και τον χαιρετούν λες και είναι φίλοι, που δεν είναι. Δύο απέξω και ένας ο οδηγός τρεις. Του ανοίγουν το πορτ μπαγκάζ και κάτι του δείχνουν. Συνεχίζουν να του μιλούν, αυτή τη φορά πιο έντονα. Ο Γιώργος φεύγει βιαστικά χωρίς να τους χαιρετήσει και εκείνοι κάτι του φωνάζουν και φεύγουν».

– Τι σου έδειξαν Γιώργο και άσπρισες;

– Καλάσνικοφ!

Και τι ζητούσαν από τον Γιώργο; Δύο χιλιάρικα! Αυτή είναι η ταρίφα «προστασίας» για καθεμία από τις οικογένειες στην πλαγιά. «Στον άλλο που είχε γάμο και τα κονόμησε χοντρά πήραμε δέκα!», του είπε «συνωμοτικά» ένας από τους εκβιαστές. Ηταν η δεύτερη φορά που ήρθαν. Χωρίς καλάσνικοφ τότε, τους ζήτησαν τα «επιδόματα». Αυτά τα λίγα κατοστάρικα που δίνει το κράτος κάθε μήνα στις οικογένειες των τσιγγάνων. «Δεν υπάρχει φράγκο», τους είπε ο Γιώργος και τους έκλεισε την πόρτα. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Και η Αννούλα, σας είπα, φοβισμένη. Και το ίδιο βράδυ πήρε τον άντρα της και τα κουτσούβελα που της είχε αφήσει αμανάτι η μια της κόρη –«κλεμμένη» για δεύτερη φορά και χαμένη κάπου στην Κέρκυρα, άλλη ιστορία κι αυτή– και έφυγαν όπως όπως για την Κόρινθο. Να μείνουν στην άλλη της θυγατέρα μέχρι να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα στο Μελίσσι.

Παρενέργειες του «Τείχους»

Ποιοι όμως είναι αυτοί που κυκλοφορούν μέρα μεσημέρι με καλάσνικοφ στο αυτοκίνητο; «Τσιγγάνοι Αλβανοί» θα μου πει η Αννούλα. «Δεν μένουν πια εδώ. Εζησαν λίγο στον Ασπρόπυργο, στο Σοφό νομίζω. Εμαθαν ποιοι δουλεύουν, τι λεφτά βγάζουν, έκαναν και 2-3 φίλους, τα “καρφιά” τους δηλαδή, και έφυγαν μετά για τα Μεσόγεια και τα Σπάτα».

10% των τσιγγάνων που ελέγχονται στους δρόμους από την αστυνομία προσάγεται και το ένα τρίτο εξ αυτών συλλαμβάνεται.

Οι παρενέργειες του «Τείχους» ξανά μπροστά μου, λοιπόν. Του «Τείχους» που η πτώση του, το ′89, άλλαξε για πάντα τη ζωή των Ελλήνων τσιγγάνων. Και μη σας ξαφνιάζει η έμφαση στον προσδιορισμό, γιατί Ελληνες είναι. Ακόμη και η διεθνής ονομασία «Gypsy» μάλλον δεν προέρχεται από την Αίγυπτο, αλλά από τη Μεθώνη, που λόγω της εμπορικής της σημασίας ονομαζόταν «Μικρά Αίγυπτος» και οι μαυριδεροί σιδεράδες της είχαν το προσωνύμιο «μικροί Αιγύπτιοι», δηλαδή γύφτοι. Αυτά λέει ο Α.Γ. Πασπάτης ήδη από το 1857. Γραπτές μαρτυρίες για τσιγγάνους στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στο Ιόνιο υπάρχουν από τον 12ο αιώνα. Ελληνες, λοιπόν, που μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν από νομάδες –δουλοπάροικοι έστω– άνεργοι παρίες. Και για να ζήσουν σκαρφίζονται συνεχώς νέα τεχνάσματα. Στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές οι «αρχηγοί» ενός καταυλισμού στη Θεσσαλία πήραν «χαρτζιλίκι» από υποψήφιο δεξιάς προέλευσης. Οι ίδιοι «αρχηγοί» είχαν «χαρτζιλικωθεί» και στις βουλευτικές εκλογές αλλά από υποψήφιο αριστερής προέλευσης. Συλλήψεις έγιναν και στις δύο περιπτώσεις, όμως ποιος νοιάζεται και ποιος θα φωνάξει όταν το έγκλημα είναι οικουμενικό; Και μετά έχουμε: βοηθήματα πολυτέκνων, επιδόματα φοίτησης παιδιών, αποζημιώσεις πλημμυροπαθών… Κάθε που συμβαίνει μια καταστροφή, οι απογραφείς εκπλήσσονται με τον μεγάλο αριθμό των τσιγγάνων που τα έχουν χάσει όλα στη φωτιά ή στην πλημμύρα. Μα έχουμε τόσο πολλούς τσιγγάνους; Ναι, αν είναι για «επιδόματα», έχουμε.

Ακόμη και σήμερα, πάντως, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσοι είναι οι τσιγγάνοι στην Ελλάδα. Οι ίδιοι λένε «μισό εκατομμύριο». Η απογραφή του ′21 τους έβγαλε 117.495, δηλαδή 1,1% του πληθυσμού. Ψύχραιμοι ερευνητές θα σου πουν «γύρω στις 200.000». Τέκνα όλοι τους του μεγαλύτερου σκόρπιου έθνους της Ευρώπης. Δέκα με δώδεκα εκατομμύρια υπολογίζονται σε όλη την ήπειρο! Και αλλού να τους φωνάζουν «gypsy» και αλλού «gitano», λέξεις που σιγά σιγά απέκτησαν αρνητικό φορτίο, όχι όμως παντού το ίδιο. Στην Ελλάδα το «γύφτος» είναι βρισιά και σε άλλες χώρες βρισιά είναι το «τσιγγάνος». Και έτσι «εφευρέθηκε» το «Ρομά», που οι περισσότεροι τσιγγάνοι το ακούν και γελάνε.

Οι «ξένοι»

Αλλά ας αφήσουμε τα γλωσσολογικά. Μόλις λοιπόν «έπεσαν τα σύνορα», οι τσιγγάνοι έπαψαν να είναι περιζήτητοι στα χωράφια. Τα καπνά στη Θράκη, το βαμβάκι στη Θεσσαλία, τα πορτοκάλια στην Πελοπόννησο, τις ντομάτες στην Κρήτη, τις ελιές και τα καρπούζια, όλα τα μάζευαν πια οι Αλβανοί, που δεν είχαν κι ένα τσούρμο παιδιά να τους ακολουθούν. Και ύστερα οι Πακιστανοί, οι Μπαγκλαντεσιανοί, οι Αιγύπτιοι. Διαθέσιμοι να κάνουν όλες τις δουλειές που μέχρι και τη δεκαετία του ′80 έκαναν κυρίως οι τσιγγάνοι. Τότε, λοιπόν, από το ′90 και μετά, οδηγήθηκαν στην περιθωριοποίηση οι σκηνίτες εργάτες γης. Τι τους έμεινε; Να γεμίζουν τα ημιφορτηγά με φρούτα ή χαλιά να τα πουλάνε στις λαϊκές. Και να κάνουν τους παλιατζήδες. Ημιπαράνομοι, γιατί άδειες δεν τους δόθηκαν ποτέ, όσο κι αν το ζητούσαν. Το ίδιο που συνέβη στην Ελλάδα, έγινε και στη Γαλλία και στην Ιταλία. Οι τσιγγάνοι έπαψαν να είναι φολκλόρ και έγιναν πρόβλημα. Ο Μπερλουσκόνι και μετά ο Σαρκοζί προχώρησαν σε εκατοντάδες επιχειρήσεις «σκούπα». Και ένα παλιρροϊκό κύμα μετανάστευσης σηκώθηκε με τα απόνερά του να φτάνουν στα Βαλκάνια και μετά στη χώρα μας. Στους ελληνικούς καταυλισμούς βρήκαν καταφύγιο «ξένοι» τσιγγάνοι με «βαριά» ποινικά μητρώα. Οι ντόπιοι τσιγγάνοι, άνεργοι και πάμφτωχοι οι περισσότεροι, ήταν πρόσφορη «καύσιμη ύλη» για όσους έψαχναν συνεργούς για «μεγάλες δουλειές». Και η παραβατικότητα που είχε αρχίσει να συνοδεύει τη ζωή πολλών τσιγγάνων αναβαθμίστηκε γρήγορα σε εγκληματικότητα.

20.000 τσιγγάνοι ελέγχθηκαν από την αστυνομία από 1 έως 20 Νοεμβρίου. Προσήχθησαν 1.900 και συνελήφθησαν 600.

Ετσι ξεκίνησε η ανάμειξή τους στο εμπόριο χασίς από την Αλβανία. Αλλά και το εμπόριο βρεφών για υιοθεσία. Και μετά το «κυνήγι» του χαλκού. Να κλέβουν και να απογυμνώνουν καλώδια και να βγάζουν πολλά λεφτά. Χρόνο με τον χρόνο από τις μπαγαποντιές πήγαμε στη βαριά εγκληματικότητα. Το χασίσι που έγινε skunk και μετά ηρωίνη και κοκαΐνη.

Το κυνηγητό της αστυνομίας έφερε τον ακόμη μεγαλύτερο κοινωνικό αποκλεισμό. Και φθάσαμε στους πιτσιρικάδες που εφορμούν από τους καταυλισμούς για να πετάξουν, για την πλάκα τους, μολότοφ στα λεωφορεία.

Σήμερα το 10% των τσιγγάνων που ελέγχονται στους δρόμους από την αστυνομία προσάγεται! Και το ένα τρίτο εξ αυτών συλλαμβάνεται! Ή, για να σας το πω με αριθμούς, μόνο το πρώτο εικοσαήμερο του Νοεμβρίου ελέγχθηκαν περίπου 20.000 τσιγγάνοι, προσήχθησαν 1.900 και συνελήφθησαν 600! Τριάντα συλλήψεις την ημέρα! «Επιδόσεις» που δεν συναντάμε σε καμία άλλη κοινωνική ομάδα. «Οι Ρομά πια είναι οι πρωταθλητές στην εγκληματικότητα και μετά έρχονται οι Γεωργιανοί, οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί», θα μου πει ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας. Και συνεχίζει να με σφυροκοπά με στοιχεία: «Σε τρεις στις πέντε υποθέσεις ναρκωτικών εμπλέκονται Ρομά. Στις κλοπές και τις διαρρήξεις μιλάμε πια για το 70% των υποθέσεων».

Η αστυνομία θεωρεί αξιοθαύμαστη την ικανότητα των τσιγγάνων –που οι περισσότεροι είναι λειτουργικά αναλφάβητοι– να παριστάνουν τους εφοριακούς, τους μεσίτες ή τους υπαλλήλους πρόνοιας. Να μπαίνουν σε σπίτια, ηλικιωμένων κυρίως, και να φεύγουν με τσάντες τα κλοπιμαία. Και τις νύχτες να το γλεντούν με «άσκοπη χρήση όπλων». Μια συνήθεια που εξελίσσεται σε μεγάλο καψώνι για την αστυνομία καθότι κάθε βράδυ έχουν 3-4 τέτοια περιστατικά, για να βρουν οι αστυνομικοί, στην καλύτερη περίπτωση, πιστόλια… κρότου.

Χρειάζεται σχέδιο

Για να σπάσουν τα γκέτο στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη, στην Καρδίτσα, στην Αχαΐα, στη Λαμία, στη Θήβα –άβατα όπου οι κρατικές υπηρεσίες δεν έχουν καν πρόσβαση– χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο έξω από την πεπατημένη.

3 στις 5 υποθέσεις ναρκωτικών έχουν ως κατηγορουμένους Ρομά. Στις κλοπές και τις διαρρήξεις εμπλέκονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., στο 70% των υποθέσεων.

«Τα δάνεια για σπίτια» που είναι η υπόσχεση όλων των πολιτικάντηδων δεν είναι η λύση. Προέχουν η εκπαίδευση, η απασχόληση και η νομιμοποίηση της καθημερινότητάς τους. Η ένταξή τους, δηλαδή, και όχι η αφομοίωσή τους. Αδειες στους πλανόδιους πωλητές και να μπορούν να πάρουν δίπλωμα οδήγησης, με προφορικές εξετάσεις για να μην παίζουν συνεχώς κρυφτούλι με τα περιπολικά. Να υποχρεωθούν οι οικογένειες –με κίνητρα αλλά και κυρώσεις– να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Να δίνονται υποτροφίες φοίτησης σε λύκεια για τα ελάχιστα έτσι και αλλιώς παιδιά που καταφέρνουν να τελειώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση. Και να μπει εθνικός στόχος σε καθένα από τα 100 καταγεγραμμένα σημεία της επικράτειας όπου ζουν τσιγγάνοι σε άθλιες συνθήκες, το 5% να έχει μόνιμη απασχόληση. Και το 5% σε δύο χρόνια να γίνει 10%. Δουλειές στους δήμους, στην αστυνομία (οπωσδήποτε!) αλλά και –με κίνητρα– σε ιδιωτικές εταιρείες. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένας εργαζόμενος τσιγγάνος –ένας, για δείγμα!– σε τόσες και τόσες παραγωγικές μονάδες, σε βιομηχανικές περιοχές που συνορεύουν με καταυλισμούς χιλιάδων τσιγγάνων.

Πάντα οι τσιγγάνοι θα ζουν στην «άκρη της πόλης». «Γιατί τους κυνηγάμε», θα πουν τα «κινήματα». «Για να το σκάνε πιο εύκολα», θα πουν οι αστυνομικοί. «Γιατί οι τσιγγάνοι δεν έχουν τόπο», θα πουν οι ποιητές. Το θέμα είναι εκεί στην «άκρη της πόλης» να μην είναι μονόδρομος η παρανομία.

 

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο