Advertisement

Κυνηγοί νυχτερίδων

Γράφει ο Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

1.208

Μίλα μου Μούσα, μίλα μου για δυο θερίους άντρες

που, δίχως να βροντοχτυπούν κομπολογίσιες χάντρες,

είναι λεβέντες και οι δυο και μάγκες με αξίες

και σπάνια στο βίο τους κάνουνε μπιπ-λακίες!!

Ο πρώτος είν’ καθηγητής, τραγουδιστής και παίχτης

του ποδοσφαίρου άριστος και κάθ’ ωραίου ρέκτης.

Ο δεύτερος μηχανικός, απ’ τσι καλούς κι επίσης

τραγουδιστής και στο κρασί και στο χορό δερβίσης!!

Συμμαθητές αγαπητοί, το λέγουν με καμάρι,

γι’ αυτό και εγινήκανε και προ πολλού κουμπάροι!

Ο πρώτος ως κατέφθασεν εξ Αθηνών, το βράδυ

στο εν Λιβαδίω σπίτι του κι ως ήτανε σκοτάδι,

καθώς εμπήκε εις αυτό κι έννοιωθε να ημερεύει,

όμως στον τοίχο αψηλά κάτι να χαρχαλεύει

ακούστηκε και ξίπασε τον κυρ οικοδεσπότη

κι επίσης τη συμβία του. Ξιπάστηκαν διότι

νομίζανε πως ποντικοί από το αιρκοντίσιο

εισέβαλαν και φώλιασαν στο χώρο το σπιτίσιο.

Μα ως άναψαν το φωτισμό, «γυναίκα, λέει, είδες;

το σπίτι το κατέλαβαν σμήνος οι νυχτερίδες!»

Εφτερουχούσανε παντού, σωρός, αγριεμένες

κι ο φίλος μας τους όρμηξε: «Όξω καταραμένες!!»

εφώναζε και βάραγε με το σκουποστυλιάρι,

«Πανάθεντά σας ζούμπερα, ο διάολος να σας πάρει»

και η κυρά πολέμαγε τηλέφωνο να κάμει

στο φίλο και κουμπάρο τους, ευθύς να παραδράμει

και στο πλευρό τους να βρεθεί μαζί να επιτεθούνε

στο σύγνεφο των ζωντανών που ολούθε φτερουγούνε.

Εντός ολίγου έφτασε φορτσάτος ο κουμπάρος

και με πολύ δυναμισμό και με περίσσιο θάρρος,

ενίσχυσε τον άλλονε. Πήραν κι οι δύο τράτο,

κλείσαν και το παράθυρο, μην πάει στον Κονταράτο

η είδηση κι αρχίσανε μαζί ν’ αντριτσινούνε

και στο ταβάνι αψηλά τα ζούδια να βαρούνε.

Αλλ’ επειδή δεν σώνανε, βγαίνουνε στο κρεβάτι

κι όπως χοροπηδούσανε κι οι δύο τους φορτσάτοι

κι όπως μαζί ζυγιάζουνε τρακόσα παρά κάτι,

αυτοστιγμεί, θα έλεγα, έσπασε το κρεβάτι,

και πέσανε συμπούρδουλοι, ένας στον άλλο πάνω

κι οι νυχτερίδες γέλαγαν. «Γαμώ, θα σας ξεκάνω!!!

εφώναζε τ΄ αφεντικό . «Πήδο αμέσως δίνω!!!»

Τον έδωσε κι ανέβηκε πάνω στο κομοδίνο

και από πίσω ακλουθά ο έτερος. Τσινάει

στο κομοδίνο που κι αυτό στο πι και φι, διαλάει.

Αλλά δεν υποχώρησαν. Βγαίνουνε στο τραπέζι,

που, αν και γερό, όμως κι αυτό άρχισε να τα παίζει,

κλατάρισε και πέσανε κι οι δύο τσοι κοιλίας

στο πάτωμα. Μα γρήγορα και χάριν ευκολίας,

βουτήξαν ένα δίκανο για να τσι ξεμπουρίξουν.

Αλλ’ ευτυχώς η σύζυγος δεν άφησε να ρίξουν

και απεφεύχθη το να δεις ολογυρίας σκάγια.

Θάταν ανεπανόρθωτα τότενες τα νοφράγια.

Έτσι, αφού δουλέψανε σχεδόν μέχρι πρωίας,

όλο το νυχτοκάματο και με υπερωρίας,

τέλος τα καταφέρανε και τις εξολοθρέψαν.

Όταν πλέον συνήλθανε, στα σιγκαλά επιστρέψαν,

ξανοίγανε τα πτώματα,- πενήντα στην αράδα-

και βάλαν μπρος και κάμανε την άλλη τη λελάδα:

Πιάσανε και τα θάψανε, να βρουν το κοκαλάκι

της νυχτερίδας, νάχουνε πλέον εις το τσεπάκι.

Είθε, μπρε φιλαράκια μου, ποιος λέω δεν το θέλει;

Μετά ‘πο την καταστροφή, ας έχετε κι οφέλη.

Είθε το κοκαλάκι τους να σασε φέρει τύχη,

κάμπαστρα να μην έχουνε στο σπίτι πλέα οι τοίχοι

κι είθε καλά να κλείσετε την τρύπα στο αιρ κοντέρι,

του χρόνου να μη πάθετε άλλο τέτοιο χουνέρι.

Κι αν περισσέψει κατιτίς από τα κοκαλάκια,

Κοσμά μου και Αντρέα μου, δώστε στα φιλαράκια…..

Με την αγάπη μου.

Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

 

Δημοσιεύθηκε στο φ. 272, της έντυπης έκδοσης, Σεπτέμβριος 2012

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο