Advertisement

ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ

Γράφει ο Εμμ. Π. Καλλίγερος

404

ΚΑΛΙΣΟΥΝΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου των Τραβασάρων. Από την τοπική ονομασία του εδέσματος σπανακόπιτας ή τυρόπιτας, και ονομάζεται καλισούνι. Από την ιταλική calzone=σκεπαστή  πίττα που ψήνεται στο φούρνο ή στο τηγάνι και παρασκευάζεται με ζύμη που γίνεται με προζύμι. Η λέξη θεωρείται γλωσσικό κατάλοιπο της Ενετοκρατίας στα Κύθηρα. Σχετικό με την ίδια σημασία είναι και το παρωνύμιο Καλιτσούνης, που αναφέρεται στο επώνυμο Πρωτοψάλτης στα Μητάτα.

ΚΟΓΙΑΚΟΣ: Ένα άγνωστο σήμερα παρωνύμιο με μεγάλη όμως ιστορία. Ως παρωνύμιο το εντοπίζουμε στη Χώρα και το Δρυμώνα και στις δύο, περιπτώσεις σε σχέση με το επώνυμο Βενέρης. Το Κογιάκος, τη σημασία του οποίου δεν γνωρίζουμε, ήταν παρωνύμιο, σε κλάδο των αρχικών κυριάρχων των Κυθήρων με πρώτο αναφερόμενο (1403) το νόθο Μάρκο, ναύαρχο των Κυθήρων, που κληρονομεί το ¼ ενός καρατίου του Νικολάου Ιω. Βενέρη. Είναι γνωστό ότι κλάδοι των Βενιέρων κυριάρχων από τη Χώρα μετακινήθηκαν αργότερα στο Δρυμώνα, όπου εντοπίζονται μέχρι σήμερα, αλλά δεν είναι ευχερής η παρακολούθηση των παρωνυμίων, έτσι ώστε σήμερα να μην μπορούμε να εντοπίσουμε ποίοι εκ των Βενιέρων του Δρυμώνα κατάγονται από τους Κογιάκους, των οποίων το παρωνύμιο έφεραν μερικοί μέχρι το 19ο αι.

ΚΟΚΟΛΗΣ: Παρωνύμιο γνωστό σε δύο κλάδους επωνύμων στα Κύθηρα. Στο Δαπόντες στον Κάλαμο και παλαιότερα στο Σανιάνος-Σαγιάνοςστη Χώρα. Σήμερα αναφέρεται μόνο το πρώτο. Προέρχεται από ιδιωματική αναφορά του Νικόλαος, ειδικά στην Κρήτη από την οποία τα Κύθηρα μοιράζονται πολλά κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά.

ΚΟΛΛΗΣΟΜΕΡΗΣ: Ένα από τα πολλά παρωνύμια των Καλοκαιρινών από τα Σταθιάνικα. Ο συγκεκριμένος κλάδος ήταν ο γενάρχης των Καλοκαιρινών της Κρήτης. Το Καλοκαιρινός με τη σειρά του ξεκίνησε κατά την πιθανότερη εκδοχή από παρωνύμιο κλάδου του Καλλίγερος και για το λόγο αυτόν περιορίζεται μόνον στα Κύθηρα. Το Κολλησομέρης ίσως προέρχεται   από ιδιωματική έκφραση και σημαίνει αυτόν που κολλάει σε ένα μέρος, δεν απομακρύνεται από αυτό. Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή, που φαίνεται πιθανότερη και προέρχεται από την παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν κολλησομέρης(από το κολλώ και μηρός) είναι ο ασθενικός άνθρωπος, αυτός που έχει αδύναμα πόδια, άρα είναι σωματικό χαρακτηριστικό.

ΚΟΥΣΚΟΥΝΑΣ: Από τον Καραβά και από κλάδο των Τζωρτζόπουλων έρχεται το παρωνύμιο αυτό, το οποίο έχει εύκολη εξήγηση, αφού το κούσκουνας είναι ιδιωματική λέξη  που σημαίνει την κοτρώνα και κατ’ επέκτασιν το εξόγκωμα που προκαλείται κυρίως από χτύπημα κοτρώνας, αλλά και από οποιοδήποτε χτύπημα, στο κεφάλι.

ΚΟΥΣΟΥΝΑΚΟΣ: Από κλάδο Καλλίγερων στο Στραπόδι, το παρωνύμιο εμφανίζεται τον 20ό αι. και είναι ακόμη σε χρήση. Πιθανότερο το προσκόλλησαν οι φιλοπαίγμονες Κυθήριοι από το γνωστό στο 19ο αι. αστυνόμο στην Αθήνα Κοσονάκο καταγόμενο από τη μεγάλη Μανιάτικη οικογένεια των Καβαλιεράκη-Κοσονάκων, που ανέδειξε και τον οπλαρχηγό του 1821 Π. Καβαλιεράκη-Κοσονάκο. Το Κοσονάκος πιθανώς από το κοσόνα, είδος από λαμπρόψωμο (τσουρέκι) στη Μάνη, αγνώστου ετυμολογίας.

ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ: Αναφέρεται σε ένα κλάδο Τραβασάρων στα Κοντολιάνικα και στη διασπορά στα πρόσφατα χρόνια. έχει σχέση, χωρίς να είναι γνωστός ο λόγος της ονοματοδοσίας στον άνθρωπο με μεγάλη μυϊκή δύναμη, από το επώνυμο του γνωστού παλαιστή και αρσιβαρίστα Κουταλιανού που μεσουρανούσε στα τέλη του 19ου αι.  Το παρωνύμιο αναφέρεται και σε Κορωναίους στον Καραβά. Ετυμολογικά προέρχεται από το κουτάλι.

ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ: Παλαιό και αρκετά διαδεδομένο στον Κάλαμο παρωνύμιο Μεγαλοκονόμων, του κλάδου των Διακάκη (πριν Καρδαράς) από Λειβάδι. Είναι και σήμερα σε ευρεία χρήση σε κλάδους του επωνύμου στα Κύθηρα και τη διασπορά. Προέρχεται από τη λ. κουτσούνα, που σημαίνει την κούκλα, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αναφέρεται στην Πελοπόννησο και σε προσφώνηση σε ωραία γυναίκα, «κουτσούναμου»=κούκλα μου. Οι κουτσούνες ήταν αυτοσχέδιες πάνινες κούκλες που έφτιαχναν οι μητέρες στις κόρες για να τις μυήσουν στη μητρότητα, ενώ οι νονές τις έδιναν στις βαφτιστήρες, που τις κρατούσαν μέχρι το γάμο τους. Αυτές οι κούκλες χρησίμευαν και ως παιχνίδια. Μία τέτοια κούκλα ντυμένη νύφη την κρατούσαν στα προικιά τους οι νέες κοπέλες. Πιθανόν η λέξη  να προέρχεται από παραφθορά της λ. κοκκώνα, προσφώνηση της κοπέλας, της γυναίκας.


Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας Κυθηραϊκά στο φύλλο Φεβρουαρίου 2025

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο