Advertisement

Λάδι και κρόκος κατά Αλτσχάιμερ

της Ιωάννας Φωτιάδη

699

Τι γνωρίζουμε σήμερα για τις αιτίες εμφάνισης των νευροεκφυλιστικών ασθενειών; Ποια όπλα διαθέτουμε για να τις αντιμετωπίσουμε; Υπάρχουν μέθοδοι πρόληψης; Στα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις συνηθέστερες νευροεκφυλιστικές νόσους, το Αλστχάιμερ και το Πάρκινσον, προσπάθησαν να απαντήσουν εμπεριστατωμένα οι συμμετέχοντες στην ημερίδα «Νευροεκφυλιστικές Νόσοι: Πρόοδος και προκλήσεις στην αναζήτηση των αιτιών και νέων θεραπειών», που πραγματοποιήθηκε χθες από το Ιδρυμα Τεχνολογίας Ερευνας (ΙΤΕ) και το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. «Αυτήν τη στιγμή κυκλοφορούν τέσσερα εγκεκριμένα φάρμακα για το Αλτσχάιμερ, ενώ άλλα 102 απέτυχαν προτού ολοκληρωθούν», ανέφερε στο κατάμεστο αμφιθέατρο ο δρ Αντώνης Τσαρμπόπουλος, αν. καθηγητής στην Ιατρική του ΕΚΠΑ και διευθυντής του Βιοαναλυτικού Τμήματος του Μουσείου Γουλανδρή. «Η διαδικασία δημιουργίας ενός φαρμάκου διαρκεί 10 με 15 χρόνια, ενώ έχει κόστος περί τα 2,6 δισ. δολάρια», εξηγεί ο καθηγητής, «τα περισσότερα φάρμακα “πεθαίνουν” στην τρίτη φάση των κλινικών μελετών, που έχουν αλληγορικά ονομάσει “κοιλάδα του θανάτου”…».

Τις προηγούμενες δεκαετίες στις ΗΠΑ, κοιτίδα της επιστημονικής έρευνας, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην αναζήτηση θεραπευτικών σχημάτων για το HIV και τον καρκίνο, ενώ το Αλστχάιμερ –τα συμπτώματα του οποίου επί μακρόν εντάσσονταν στην απλοποιημένη διάγνωση των «γηρατειών»– δεν είχε αποσπάσει την ανάλογη μέριμνα για την «αποκωδικοποίησή» του. Σήμερα, όμως, με 5,5 εκατ. ασθενείς στις ΗΠΑ, που το 2050 θα έχουν γίνει 16 εκατ., οι ισορροπίες αλλάζουν.

Advertisement

Τα καλά νέα

Το ανησυχητικό, σύμφωνα με τον δρα Τσαρμπόπουλο, δεν είναι μόνον ότι ο αριθμός των εγκεκριμένων φαρμάκων είναι μικρός αλλά ότι εξίσου μικρές είναι και οι δυνατότητές τους. «Τα εν λόγω σκευάσματα ούτε θεραπεύουν ούτε καθυστερούν την εξέλιξη της νόσου, παρά μόνον βελτιώνουν τα γνωσιακά συμπτώματα αυτής, όπως τη σταδιακή απώλεια μνήμης», διευκρινίζει στην «Κ» ο δρ Τσαρμπόπουλος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει εστιάσει την έρευνά του στην εξεύρεση φυσικών ουσιών, που να έχουν θεραπευτική δράση. «Τα καλά νέα είναι ότι τέτοιες ουσίες υπάρχουν και μάλιστα σε αφθονία στη χώρα μας», λέει με νόημα ο καθηγητής, «πρόκειται για το ελαιόλαδο και τον κρόκο». Εν προκειμένω, τα χαμηλά επιδημιολογικά ποσοστά της χώρας μας (4%-5% επιπολασμός της άνοιας) συγκριτικά με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης ενδέχεται να οφείλονται στη μεγάλη κατανάλωση ελαιολάδου. «Ελέγξαμε πάνω από εκατό ουσίες και καταλήξαμε ότι οι πιο πολλά υποσχόμενες είναι οι κροκίνες που περιέχει ο κρόκος, όπως επιπλέον και ο σιδερίτης που εντοπίζεται στο τσάι του βουνού». Απώτερος στόχος των ερευνητών είναι η δημιουργία «βιολειτουργικών» τροφίμων, που θα τα προσλαμβάνουμε καθημερινά μέσω της διατροφής μας και εκείνα, σιωπηλά, θα δρουν προστατευτικά. «Η πρόληψη είναι το μεγάλο μας στοίχημα, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι ο εγκέφαλος δίνει τις πρώτες ενδείξεις δέκα έως και είκοσι χρόνια πριν από την εκδήλωση της νόσου», καταλήγει ο καθηγητής.

Aλλαγές στη συμπεριφορά

Οσοι έχουν στον περιβάλλον τους κάποιον ασθενή με άνοια, γνωρίζουν καλά ότι η απώλεια της μνήμης αποτελεί ένα από τα σημαντικά συμπτώματα, αλλά ίσως όχι το χειρότερο. «Τα νευροψυχιατρικά συμπτώματα είναι πολύ συχνά σε ασθενείς με ανοϊκή συνδρομή και είναι αυτά που επιβαρύνουν τόσο τον ίδιο τον ασθενή όσο και το περιβάλλον που τον φροντίζει», αναφέρει ο δρ Αντώνιος Πολίτης, αν. καθηγητής Ψυχιατρικής στην Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ, «με αποτέλεσμα να οδηγούν σε πολύ έντονες αλλαγές τη συμπεριφορά του». Συγκεκριμένα, μαζί με τη σταδιακή έκπτωση της μνήμης μπορεί να συνυπάρχουν στον ίδιο ασθενή τουλάχιστον άλλα τέσσερα νευροψυχιατρικά συμπτώματα, όπως π.χ. αλλαγή στο συναίσθημα, δηλαδή η κατάθλιψη, αλλαγή της κοινωνικής συμπεριφοράς, δηλαδή άρση αναστολών. «Το πιο συνηθισμένο, που φτάνει έως και στο 76% των περιστατικών, είναι το μειωμένο ενδιαφέρον, η απάθεια, ενώ έπεται η κατάθλιψη και η ψύχωση (30% έως 50%)», αναφέρει ο καθηγητής. «Μέχρι τα 30, η ανθρώπινη προσωπικότητα έχει παγιωθεί, αν διαπιστώσετε συνεπώς σε κάποιον ηλικιωμένο οικείο σας, πάνω από 65 ετών, απότομη αλλαγή, που μεταφράζεται σε απώλεια ενδιαφέροντος για αγαπημένες ασχολίες ή υπερβολική ανησυχία που συνοδεύεται από εκνευρισμό και ευερεθιστότητα, που “επιμένουν” για πάνω από έξι μήνες, παράλληλα ή χωρίς την παρουσία μικρών δυσκολιών στη μνήμη, καλό θα είναι να απευθυνθείτε σε κάποιον ειδικό», σημειώνει. Δυστυχώς, οι περισσότεροι επισκέπτονται τον ειδικευμένο γιατρό μετά το πέρας της 5ετίας, ενώ τα συμπτώματα μαζί με την έκπτωση της μνήμης έχουν ήδη εγκατασταθεί και τα περιθώρια παρέμβασης, αν και υπάρχουν, είναι περιορισμένα.

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο