Advertisement

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα)

του Νίκου Σαραντάκου

3.389

Εδώ και λίγο καιρό το ιστολόγιο έχει καθιερώσει να δημοσιεύει άρθρα αφιερωμένα σε μια ντοπιολαλιά, γραμμένα από κάποιον φίλο που κατάγεται από το συγκεκριμένο μέρος ή ζει εκεί. Το πιο πρόσφατο άρθρο της σειράς αυτής, πριν από ένα μήνα περίπου, ήταν αφιερωμένο στη Ρόδο.

Σήμερα συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας στα ελληνικά ιδιώματα με ένα ταξίδι στα Κύθηρα. Κατ’ εξαίρεση όμως, δεν θα έχουμε ξεναγό ή μάλλον η ξενάγηση θα είναι έμμεση. Εννοώ ότι το σημερινό άρθρο δεν είναι γραμμένο από κάποιον φίλο του ιστολογίου αλλά το έγραψα εγώ, αντλώντας όλο το υλικό μου από το βιβλίο «Το ιδίωμα των Κυθήρων. Περιγραφή και ανάλυση» της φίλης Γεωργίας Κατσούδα.

Η Γεωργία Κατσούδα ειναι γλωσσολόγος, ερευνήτρια στο Κέντρο Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο άλλες δύο εργασίες στις οποίες έχει πάρει μέρος, τον 6ο τόμο του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικήςκαι το Πιπέρι στο στόμα, μια μελέτη για τις λέξεις της ελληνικής αθυροστομίας. Έχω στα υπόψη άλλο ένα βιβλίο της που θέλω κάποτε να παρουσιάσω. Επιπλέον, είναι από τους σχετικά λίγους γλωσσολόγους μας που ασχολείται (και) με την ετυμολογία, τομέας που οι μοντέρνοι γλωσσολόγοι τον αποφεύγουν διότι θέλει πολλή, πολλή μελέτη και δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με σαπουνόφουσκες.

Το βιβλίο της για τα Κύθηρα (απ’ οπου κατάγεται) είναι μια πλήρης περιγραφή του ιδιώματος -όχι μόνο και όχι κυρίως λεξιλόγιο, αλλά επίσης -και κυρίως- φωνητική, μορφολογία και σύνταξη. Μάλιστα, συνοδεύεται από σιντί με δείγματα προφορικού λόγου. Συνολικά είναι μια απολύτως άρτια εργασία, στην οποία κάποιος που ενδιαφέρεται για τη γλώσσα θα βρει πολλά αξιοσχολίαστα σημεία, ενώ φυσικά αποτελεί σημαντικό έργο αναφοράς για τη μελέτη του συγκεκριμένου ιδιώματος.

Εργασίες του είδους αυτού, όπου ένας γλωσσολόγος μελετάει (συνήθως με επίσκεψη στον τόπο) διεξοδικά ένα ιδίωμα είναι πολύτιμες. Δεν εκδίδονται όλες σε βιβλίο, πολλές μένουν στα αρχεία του Ιστορικού Λεξικού. Πάντως τέτοιες επισκέψεις πρέπει να γίνονται σε τακτά διαστήματα για να καταγράφεται και η εξέλιξη του ιδιώματος, που βέβαια είναι σχεδόν πάντοτε φθίνουσα.

Εγώ επέλεξα να σταθώ στο λεξιλόγιο, αλλά θα προτάξω ορισμένα στοιχεία από την εισαγωγή του βιβλίου που έχουν να κανουν με την ιστορία του νησιού και εξηγούν γιατί το κυθηραϊκό ιδίωμα έχει ομοιότητες και με τα επτανησιακά ιδιώματα αλλά και με το κρητικό ή το μανιάτικο.

Στα Κύθηρα δεν φαίνεται να εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, όπως μαρτυρείται από την απουσία σλάβικων τοπωνυμίων. Για το λόγο αυτό, δεν ισχύει η άποψη που παλιότερα ακουγόταν, ότι η ονομασία Τσιρίγο, που εμφανίζεται περί το 1260, είναι σλαβικής προέλευσης. Φαίνεται ότι το Cirigo, Cerigo ανάγεται στη λ. Κύθηρα, μέσω ενός αμάρτυρου *Cythericum > Citerigo > Cirigo.

Όταν εμφανίστηκε η ονομασία Τσιρίγο, το νησί είχε πια περάσει στην κυριαρχία της Βενετίας. Πράγματι, λίγο μετά το 1204, τα Κύθηρα έγιναν βενετική κτήση και παραχωρήθηκαν στον οίκο του Venier. Ο ενετοκρητικός φεουδάρχης Βαρθολομαίος Βενιέρ, θέλοντας να συνδέσει το επώνυμό του με την παράδοση του «νησιού της Αφροδίτης» (Venere) τροποποίησε το όνομα του σε Vener. Οι Βυζαντινοί επανακατέλαβαν το νησί το 1269 αλλά με τη συνθήκη ειρήνης του 1308 τα Κύθηρα επέστρεψαν στη Βενετία και στους Βενιέρους, οι οποίοι παρέχοντας προνόμια προσέλκυσαν το νησί ισχυρές οικογένειες, κρητικές (Κασιμάτη) και απο τη Μονεμβασιά (Μεγαλοοικονόμοι, Καλλίγεροι, Σεμιτέκολοι, Στρατηγοί κτλ.) Μετά το 1453 το νησί δέχτηκε πρόσφυγες από την Πόλη, ενώ το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσας κατέστρεψε ολοσχερώς την παλιά πρωτεύουσα που έκτοτε ονομάστηκε Παλιόχωρα.

Γύρω στο 1550 τα Κύθηρα απέκτησαν μεγάλη στρατηγική σημασία, διότι οι Ενετοί είχαν χάσει τα Μοθοκόρωνα και τη Μονεμβασιά, οπότε ήταν η μόνη κτήση που τους επέτρεπε να ελέγχουν τη ναυσιπλοΐα στο σταυροδρόμι του Ιονίου, του Αιγαίου και του Κρητικού πελάγους. Τότε το ονομασαν Occhio dell’ isola di Candia (οφθαλμό της νήσου Κρήτης) και lanterna dell’Arcipelago (φανό του Αιγαίου). Στο νησί εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες, Κρητικοί στο νότιο τμήμα και Πελοποννήσιοι στο βόρειο.

Ωστόσο, μετά την απώλεια της Κρήτης, οι Ενετοί έχασαν κάθε ενδιαφέρον για τα Κύθηρα και άφησαν το νησί να ρημάξει με αποτέλεσμα μεγάλη μετανάστευση Κυθηρίων ιδίως στη Σμύρνη. Οι Ενετοί πρότειναν να δώσουν τα Κύθηρα στους Τούρκους και να πάρουν άλλες περιοχές σε αντάλλαγμα αλλά η ανταλλαγή δεν ευοδώθηκε κι έτσι τα Κύθηρα έμειναν ενετικά έως το 1797 (με εξαίρεση την τριετία 1715-1718 που τα είχε η Τουρκία). Για το λόγο αυτό το κυθηραϊκό ιδίωμα έχει σχετικώς λιγοστά τουρκικά δάνεια.

Μετά το τέλος της βενετικής κυριαρχίας το νησί είχε την ίδια μοίρα με τα άλλα Επτάνησα και πέρασε στους Γάλλους, για λίγο στους Ρώσους, πάλι στους Γάλλους και απο το 1809 πέρασε υπό αγγλική κυριαρχία που το 1815 πήρε τη μορφή του προτεκτοράτου της Ιόνιας Πολιτείας, ως το 1864 που τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα. Διοικητικά τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα ανήκαν για πολλά χρόνια στον νομό Αργολιδοκορινθίας, αλλά από το 1929 εντάχθηκαν στην Αττικοβοιωτία και στη συνέχεια στον νομό Αττικής και σήμερα Πειραιώς. Να σημειωθεί πάντως ότι τα Αντικύθηρα κατοικούνταν κυρίως από Σφακιανους και γι’αυτό το ιδίωμά τους έχει διαφορές με το ιδίωμα των Κυθήρων και αρκετές ομοιότητες με το ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης.

Το κυθηραϊκό ιδίωμα έχει ομοιότητες με το κρητικό (π.χ. ερωτηματική αντωνυμία είντα; αντί τι;, πρόταξη του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας: είπα του αντί του είπα, ατελής τσιτακισμός) αλλά και με το επτανησιακό (ασυνιζησία, δηλ. τα παιδία, όπως στη Ζάκυνθο· συνηρημένα ρήματα σε -ιόμαι/όμαι αντί -ιέμαι/άμαι, πχ γελιόμαι, θυμόμαι) ενώ άλλα του χαρακτηριστικά (άρθρο τση/τσι αντί της/τις) απαντούν και στην Κρήτη και στα Επτάνησα.

Διάλεξα λοιπόν από το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα γύρω στις είκοσι λέξεις του κυθηραϊκού ιδιώματος. Βέβαια, όπως και στις άλλες ντοπιολαλιές που είδαμε, οι περισσότερες από τις λέξεις αυτές ακούγονται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ιδίως στα Επτάνησα, τη Μάνη, την Κρήτη, τη Σαντορίνη και τα νησιά του Αιγαίου. Λιγοστές είναι οι καθαρά τσιριγώτικες λέξεις, κάτι που δεν μας εκπλήσσει αφού έχουμε ένα σχετικά μικρό νησί που πάντοτε ήταν σε επικοινωνία με μεγαλύτερους γειτόνους. Διάλεξα λέξεις που μου κίνησαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο την περιέργεια, ενώ προσθέτω και αρκετά δικά μου.

* αμπασαδόρος: αυτός που κάνει μικροθελήματα. Και αμπασάδα η ελαφριά εργασία, το θέλημα, η εξυπηρέτηση που μας κάνει κάποιος, δάνειο από το ενετικό ambassada, που θα πει βέβαια πρεσβεία· ομόρριζο είναι το σημερινό ιταλικό ambasciata και όλα τα ισοδύναμα στις ρωμανικές γλώσσες (και το αγγλικό embassy, άλλωστε). Η λέξη ακούγεται (ελάχιστα πια) στις Κυκλάδες (ιδίως στη Νάξο), στα Κύθηρα και την Κρήτη.

Σε τσιριγώτικη τοπική εφημερίδα, βρίσκω αναμνήσεις για τον τελάλη του Ποταμού στη δεκαετία του 1950, που «ήταν ανειδίκευτος, επαγγελματίας αργόσχολος και με αμπασάδες τα βόλευε» – ο αρθρογράφος αισθάνεται την ανάγκη να το επεξηγήσει: θελήματα.  Υπάρχει και παροιμία, ο αμπασαδόρος ξυλιές δεν τρώει, δηλαδή όποιος εκτελεί εντολή δεν έχει ευθύνη.

* αποκαιρίτης: οικόσιτο ζώο που τρέφεται για να σφαχτεί την επόμενη χρονιά.

* αποκλείστρα: περιφραγμένο χωράφι όπου μένουν για ένα διάστημα τα μικρά ζώα

* αστράκι: σκόνη από τριμμένο κεραμίδι που τη βάζουν στο σιτάρι για να μην αναπτυχθούν ζωύφια. Από το μεσν. αστράκιν < *οστράκι < οστράκιον. Έχουμε πει παλιότερα πως όστρακα έλεγαν οι αρχαίοι τα θραύσματα από τα πήλινα αγγεία και πάνω σε αυτά έγραφαν στην αρχαία Αθήνα το όνομα του πολιτικού που ήθελαν να εξορίσουν απο την πόλη, να τον οστρακίσουν.

* βόσυκο: μεγάλο μαύρο σύκο. Από το μεταγενέστερο βούσυκον που είχε την ίδια σημασία, μεγάλο σύκο. Όπως σημειώνει ο βυζαντινός λεξικογράφος (ψευδο)Ζωναράς: εἰώθασι τῇ προσθήκῃ τοῦ ἵππου ἢ τοῦ βοὸς τὸ μέγεθος τοῦ ὑποκειμένου δηλοῦν· ἀπὸ μὲν τοῦ βοὸς, βούσυκον, βούπαις, βούλιμος….

γκερεμέ, στη φράση «ένα γκερεμέ»: συνεχώς, διαρκώς, αδιάκοπα. Το επίρρημα αυτό ακούγεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, σχεδόν πανελλήνιο είναι. Π.χ. «Του το λέω, ένα γκερεμέ!» Και σε κάποιο διήγημα του Παπαδιαμάντη, λέει κάποια γυναίκα «Σ’τα’λεγα, ένα κιριμέ!» Όπως σημειώνει ο Κ. Καραποτόσογλου στο Ετυμολογικό γλωσσάρι του Παπαδιαμάντη, προέρχεται από το τουρκικό ρ. görmek το οποίο σημαίνει μεν «βλέπω, παρατηρώ» αλλά όταν χρησιμοποιείται ως βοηθητικό ύστερα από γερούνδιο άλλου ρήματος δίνει την έννοια της συνεχούς δράσης.

ζάρω: χρησιμοποιώ, συνηθίζω. Δάνειο από το βεν. usar, που ακούγεται επίσης στην Κρήτη. Ένα από τα πάμπολλα βενετικά δάνεια στο κυθηραϊκό λεξιλόγιο.

* κακογαλούσα: λέγεται για θηλυκιά προβάτα ή ζούλα που δίνει λίγο γάλα. Ζούλα λέγεται στα κυθηραϊκά η κατσίκα.

* κουσεγιαρίο: το κουτσομπολιό, από το ρήμα κουσεγιάρω: κουτσομπολεύω. Ετυμολογείται από το λατ. consilium, το συμβούλιο, η σύσκεψη, που πέρασε στα ελληνικά της βυζαντινής εποχής ως κονσίλιον και έδωσε και τον λαϊκό τύπο κουσέλιο, έχουμε γράψει παλιότερα. Όπως , κάποια στιγμή έγινε μετάπτωση της σημασίας από τη σύσκεψη στο κουτσομπολιό.

Στην κυθηραϊκή παραλλαγή προσέχω την κατάληξη -ίο, αντί για την πανελλήνια -ιό που είναι χαρακτηριστικό της ασυνιζησίας του κυθηραϊκού ιδιώματος. Κάπου βρίσκω ότι «Κουσεγιαρίο» λεγόταν ένα σατιρικό δισέλιδο ένθετο μιας κυθηραϊκής εφημερίδας.

* λαγουδοπιγουνάτη: χαρακτηρισμός όμορφης κοπέλας, που έχει πηγούνι σαν του λαγού. Να σημειωθεί ότι στο τσιριγώτικο ιδίωμα τα σύνθετα έχουν τη μορφή λαγουδο- και όχι λαγο- όπως στην κοινή νεοελληνική, π.χ. λαγουδοκοιμάμαι.

* λέστεκο: ο στάβλος. Η Γ. Κατσούδα προτείνει ετυμολόγηση από το *λιόστεκο < *ηλιόστεκο. Χαρακτηριστική κυθηραϊκή λέξη. Σε κυθηραϊκή εφημερίδα βρίσκω σατιρικό στιχούργημα: «μα το δικό μου λέστεκο δεν έχει πια κοπρέα … επήρα το λαχείο, το λέστεκο μετέτρεψα σε λουξ ξενοδοχείο»

* μεσαρία: τα εντόσθια του σφαγίου. Π.χ. Θα τηγανίσομε μεσαρία και θα φάμε. Με την ευκαιρία να πω ότι οι Κυθήριοι, όπως και οι Κρητικοί αλλά και αρκετοί Πελοποννήσιοι είναι «χομιστές» -δηλαδή λένε «έχομε» κι όχι «έχουμε».

* μπαλαλέας: ο κουτός. Επιτατικό του μπαλαλός = παλαβός, πρβλ. το κρητικό/κυπριακό πελελός, παλαλός. Στα κυθηραϊκά το –έας είναι επιτατικό, φωνακλέας ο φωνακλάς και χαφτανέας ο λαίμαργος.

* μπάντα λάντρα / άντρα μπάντρα: Επίρρημα που σημαίνει «πέρα για πέρα», «από τη μιαν άκρη στην άλλη». Από το ενετ. all’altra banda = στην άλλη πλευρά. Πχ Η σφαίρα πέρασε άντρα μπάντρα. Σημειώνω ότι Μπάντα Λάντρα λέγεται ένα καφέ μπαρ στο Καψάλι.

* μπιτίζω: τελειώνω. Σχεδόν πανελλήνια λέξη, τουρκικό δάνειο, από τα λιγοστά του ιδιώματος. Τηνε κρυφοκαμαρώνουνε, πειδής μπιτίζει γρήγορα τσι δουλειές τση.

* περικολόζικα: επικίνδυνα, από τα ιταλικά. Π.χ. Τοτεσάς εζούσαμε περικολόζικα. Εμείς βέβαια ξέρουμε το «βίβερε περικολοζαμέντε» Και περικολόζος: ο επικίνδυνος. Στα κυθηραϊκά χρησιμοποιείται πολύ το επίθημα –όζος, που είναι δάνειο από τα βενετικά, και δίνει παράγωγα και από μη ιταλογενείς λέξεις π.χ. θυμόζος ο οργίλος ή χατιρόζος αυτός που κάνει χατίρια.

πουλάνι: χτιστός λάκκος για τη συγκέντρωση του μούστου ή άλλων υγρών. Από το μτγν. υπολήνιον = το κοίλο κτίσμα κάτω από τον ληνό, το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο μούστος.

Η λέξη αυτή ακούγεται σε όλες τις οινοπαραγωγικές περιοχές, αλλά και στις ελαιοπαραγωγικές, διότι χρησιμοποιείται και στο πατητήρι αλλά και στο ελαιοτριβείο. Συνήθως ακούγεται ως πολήμι ή πολήνι (στη Λέσβο, τη Χίο, την Πελοπόννησο, τη Βοιωτία) αλλά και «πολέμι», ακόμα και «πολήβι». Η κυθηραϊκή παραλλαγή είναι η μόνη που έχω βρει με -α, ίσως ένδειξη δωρισμού. Πρόσεξα και άλλα τέτοια που μπορούν να θεωρηθούν δωρισμοί, π.χ. νεφέλα «το θολωμα του κρασιού» ή «χάλο» το κλαδί.

πρέπει: φαίνεται, είναι πιθανόν, μάλλον. Πρόκειται για το ρήμα «πρέπει», επιρρηματοποιημένο που συνήθως τοποθετείται στο τέλος της πρότασης. Τση τόπανε πρέπει (μάλλον της το είπανε). Κοιμάται πρέπει (Μάλλον κοιμάται). Το ίδιο και στην Κρήτη.

σκιούφου (το κ με τσιτακισμό, τσ): επιφώνημα αηδίας. Από το ιταλ. schifo (προφ. σκίφο) που σημαίνει αηδία.

* σπαλέτο: το πανωφόρι της παραδοσιακής κυθηραϊκής ενδυμασίας < βεν. spalete da camisa «ώμοι του πουκάμισου» και σπαλετούνα γυναίκα που φοράει την ενδυμασία αυτή. Σπαλέτες βεβαίως στην κοινή λέγονται οι επωμίδες των στρατιωτικών.

* συκοσταφυλάς: ο καλοκαιρινός επισκέπτης του νησιού. Ειρωνικός χαρακτηρισμός, επειδή επισκέπτονται το νησί τότε που ωριμάζουν τα σύκα και στα σταφύλια.

* σύψωμος: ο εργάτης που πληρώνεται μεροκάματο αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος το φαγητό του, φέρνει ο ίδιος την τροφή του. Η λέξη δεν είναι αποκλειστικά κυθηραϊκή αλλά μάλλον πανελλήνια. Τη σημειώνω επειδή Δημήτρης Σύψωμος ήταν το κανονικό ονοματεπώνυμο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα.

* φαγκλί: φανάρι για το κυνήγι των ορτυκιών, που παλιότερα ήταν σημαντικό συμπλήρωμα του φτωχού διαιτολογίου των νησιωτών, οπως άλλωστε και στη Μάνη. Σε μια κυθηραϊκή ιστοσελίδα βρίσκω περιγραφή: Τη νύχτα τα ορτύκια κάθονταν χάμω σε καθαρό χωράφι, όχι θάμνους και δέντρα, και οι κυνηγοί τα κυνηγούσαν με το φαγκλί, δηλαδή ένα φανάρι λαδιού ή ασετυλίνης ή πετρελαίου και τα φαγκλιάζανε, τα θαμπώνανε δηλαδή με το φως του φαγκλιού και τα πιάνανε ζωντανά με απόχες. Φαγκλάτορας είναι ο κυνηγός που χρησιμοποιεί φαγκλί.

Ετυμολογείται από το λατιν. facula = μικρή δάδα.

Και με αυτή την χαρακτηριστική λέξη τελειώνει η περιήγησή μας στα Κύθηρα με το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα.

 

Πηγή Σαραντάκος blog
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο