Κάθε άνοιξη πραγματοποιώ τις καθιερωμένες ιατρικές εξετάσεις μου, κάτι που ξεκίνησα μόλις διάβηκα τα σαράντα, κυρίως μόλις έμαθα ότι θα γινόμουν πατέρας. Από τα σαράντα ενέταξα στην εξέταση αίματος και το περίφημο PSA, για τους καρκινικούς δείκτες στον προστάτη (πατρική κληρονομιά), ενώ φέτος έκανα και την πρώτη μου –προληπτική– κολονοσκόπηση. Συνιστώ ανεπιφύλακτα την εμπειρία της νάρκωσης μετά μέθης· δεν συνιστώ διόλου την κατάποση καθαρτικού την παραμονή της εξέτασης.
Στο τρίπλεξ καρδιάς, ο καρδιολόγος με ρώτησε αν είχα πρόσφατα περάσει κάποιο γερό κρύωμα. Δεν είχα. Γιατί; «Παρατηρώ λίγο, ελάχιστο υγρό στον πνεύμονα», είπε. Οταν μετά το ανέφερα στην παθολόγο, την είδα προβληματισμένη. Με ακροάστηκε («κάτι ακούω όντως», είπε), μετά μέτρησε το οξυγόνο μου («Θα έπρεπε να είναι 97, είναι 95»). Μελετώντας το οικογενειακό ιστορικό, ρώτησε αν η μητέρα μου και η μικρή της αδελφή, που πέθαναν με διαφορά τριών χρόνων μεταξύ τους από καρκίνο του πνεύμονα, υπήρξαν καπνίστριες. «Ω ναι!» είπα με έμφαση και με την αλαζονεία του άκαπνου (δεν έχω καπνίσει ποτέ μου). Ωστόσο, με έστειλε αμέσως για ακτινογραφία θώρακος.
Αρχισα να στήνω το σενάριο (το είχα ξαναδεί εξάλλου στην οικογένεια): 1. Υγρό στους πνεύμονες. 2. Σκιά στην πλάκα που δεν διακρίνεται καλά. 3. «Χμ, ας κάνουμε και μια αξονική, καλού-κακού». Με άλλα λόγια, αυτή η μισή ώρα που μεσολάβησε ανάμεσα στην εκτύπωση του παραπεμπτικού και τη στιγμή που πήρα την ακτινογραφία, προσπάθησα να κάνω αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούν «ειρήνη με τον εαυτό μου». Να τακτοποιήσω τη μικρή και τη σύζυγο, να αφήσω επιστολές σε αγαπημένα πρόσωπα, να προλάβω να τελειώσω το επόμενο βιβλίο. «Αν όλα πάνε στραβά, θυμήσου: έζησες καλά», έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται. Αλλά αμέσως μετά: «Ναι, αλλά θέλω κι άλλο. Πάνω απ’ όλα, να δω την κόρη μου να μεγαλώνει. Κι εκείνη να με γνωρίσει». Κι έπειτα: «Αν όλα πάνε στραβά, θα το παλέψω». Και ξανά: «Μην προτρέχεις».
Συνήθως αυτές οι ιατρικές ιστοριούλες δεν έχουν καλό τέλος. Αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο ανακούφισης (ή ήταν η ιδέα μου;), η καλή παθολόγος μου στον ΕΔΟΕΑΠ μού είπε να μην ανησυχώ. «Ωστε θα ζήσω λίγο ακόμα, γιατρέ μου;» ρώτησα.
Λίγο ακόμα. Που όμως είναι τόσο πολύ. Αναλογίστηκα όλους εκείνους που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη διάγνωση. Αγνωστους και γνωστούς, πρόσωπα που αγαπώ, που εκτιμώ, και ξαφνικά, με έλουσε το ζεστό ανοιξιάτικο φως του ήλιου: ήθελα να πάω σπίτι να δω τη μικρή.