Advertisement

Λόρδος Κόλιν Ρένφριου (1937-2024): Ο πατέρας της «Νέας Αρχαιολογίας»

Αγάπησε την Ελλάδα του ’60, έκανε πολυετείς έρευνες στην Κέρο και κήρυξε πόλεμο στους λαθρανασκαφείς | Μαργαρίτα Πουρνάρα

115

Η τελευταία φορά που είδα τον Λόρδο Κόλιν Ρένφριου ήταν στο σπίτι του στην Οξφόρδη το 2019. Ο ίδιος ήταν θαλερός αλλά η σύζυγός του αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα και έτσι η συνέντευξη έγινε κατ’ οίκον. Αστειεύθηκε μάλιστα: «Ξέρετε τι λένε για τους αρχαιολόγους;», μου είπε με το γνωστό βρετανικό φλέγμα. «Πως όσο γερνούν οι γυναίκες τους τόσο πιο πολύ τις αγαπούν». Εκείνος πάντως σίγουρα τη λάτρευε γιατί η έγνοια του ήταν συγκινητική. Η συνάντησή μας είχε γίνει λίγες εβδομάδες αφότου είχα γυρίσει από την Κέρο, το ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων με τα σπασμένα ειδώλια, το πιο μεγάλο αίνιγμα που προσπάθησε να λύσει κατά την πολυετή του έρευνα στην Ελλάδα. Με είχε ξεναγήσει εκεί, στη νησίδα Δασκαλιό (στην αρχαιότητα ήταν χερσόνησος συνδεδεμένη με την Κέρο αλλά με τα χρόνια το πέρασμα καλύφθηκε από το νερό) ο πιο στενός του συνεργάτης, ο Μάικλ Μπόιντ, δείχνοντάς μου τα ερείπια ενός μεγάλου οικισμού, που αναπτύχθηκε δίπλα σε ένα σπουδαίο προσκυνηματικό κέντρο για όλες τις Κυκλάδες στην αυγή του πρώτου ελληνικού πολιτισμού. Στην ανασκαφή χρησιμοποιούσαν τάμπλετ ώστε να καταγράφουν σε πραγματικό χρόνο τα ευρήματα και να τα αναμεταδίδουν στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που έκαναν τομές στο χώμα σε διαφορετικό σημείο.

Στη νήσο Σάλιαγκο

Advertisement

Σκέφτηκα πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όταν ο Ρένφριου έκανε την πρώτη του ανασκαφή το 1964, με τον Τζον Ντέιβιντ Εβανς (1925-2011) στη νήσο Σάλιαγκο. Hταν η εποχή που δειλά δειλά η τεχνολογία έβαζε τις βάσεις της εισαγωγής επιστημονικών δεδομένων σε μια επιστήμη που στηριζόταν κυρίως σε γραπτές βιβλιογραφικές πηγές. Ο Ρένφριου έγινε θεμελιωτής αυτής της «σύνδεσης» και δικαίως o σπουδαίος αρχαιολόγος που έγινε γνωστό ότι έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Δευτέρας, θα μνημονεύεται ως πατέρας της «Νέας Αρχαιολογίας» που βασίζεται πρώτα και πάνω από όλα στα ευρήματα και στη σύνθετη διεπιστημονική ανάγνωσή τους.

Ποιος ήταν όμως αυτός ο Βρετανός που άφησε τόσο έντονο το αποτύπωμά του στην πατρίδα μας; Και γιατί ήταν τόσο σημαντικό το έργο του για την αρχαιολογία αλλά και για την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για την αρχαιοκαπηλία; Γεννήθηκε το 1937 και σε ηλικία 12 ετών πήγε με τους γονείς του στην Πομπηία, στο Ερκουλάνουμ και άλλες περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Εκεί του μπήκε το μικρόβιο του μελλοντικού επαγγέλματός του. Ομως στο Κέμπριτζ πρώτα σπούδασε φυσικές επιστήμες και ύστερα αρχαιολογία: «Και στα δύο αντικείμενα ο στόχος είναι να κατανοήσεις καλύτερα το ανθρώπινο ον: είτε η αφορμή είναι η απαρχή του σύμπαντος και της ζωής είτε ένα αρχαίο αντικείμενο», υπογράμμιζε.

Ακόμα και τα ελληνικά μουσεία δεν είχαν γλιτώσει από τα βέλη του όταν τόλμησαν να ενσωματώσουν στις συλλογές τους αντικείμενα από δωρεές προσώπων που ήταν ή θεωρούνταν αμφιλεγόμενα.

Ως νέος φοιτητής και επιστήμονας στην Ελλάδα, δεν είχε μόνο ωραίες στιγμές. Μία από τις πιο δύσκολες ήταν όταν εκείνη την περίοδο επισκέφθηκε αρχές του ’60 την Κέρο, την οποία είχαν ρημάξει οι αρχαιοκάπηλοι: «Ημουν ο πρώτος αρχαιολόγος που πήγε εκεί. Μου προξένησε απίστευτο θυμό, θλίψη και μου δημιούργησε το πείσμα να παλέψω σε όλη μου τη ζωή εναντίον εκείνων που στερούν από την ανθρωπότητα την πιο πολύτιμη γνώση: όταν αρπάζεις ένα αντικείμενο από τον τόπο όπου βρέθηκε, μπορεί να κρατάει την αισθητική του αξία, αλλά χάνονται όλες οι πληροφορίες που αφορούν την ιστορία, την προέλευση, τη χρήση. Εκτοτε κάναμε πολλές ανασκαφικές προσπάθειες στην Κέρο για να κατανοήσουμε τελικά τι συνέβαινε στο νησί και όλα τα ειδώλια που βρέθηκαν ήταν σπασμένα». Από τότε κήρυξε τον πόλεμο όχι μόνον στους λαθρανασκαφείς, αλλά και σε όποιον τολμούσε να αγοράσει ή να εκθέσει αντικείμενα των οποίων η προέλευση δεν ήταν αποδεδειγμένα νόμιμη. Ακόμα και ελληνικά μουσεία δεν είχαν γλιτώσει από τα βέλη του όταν τόλμησαν να ενσωματώσουν στις συλλογές τους αντικείμενα από δωρεές προσώπων που ήταν ή θεωρούνταν αμφιλεγόμενα.

Ο Ρένφριου δεν μας χαριζόταν. Μας αγαπούσε με τον δικό του αυστηρό τρόπο. Διότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που ερωτεύτηκε στα νιάτα του, όταν οι Ελληνες νησιώτες ακόμα δεν είχαν αλλάξει εξαιτίας του μαζικού τουρισμού. Από τη Νάξο έως τη Μήλο και από τη Σαντορίνη έως τους Σιταγρούς της Δράμας και αργότερα στην Αμοργό, ο λόρδος που είχε κάποτε βάλει και υποψηφιότητα με τους Τόρηδες, είχε γνωρίσει θαυμάσιους φιλόξενους ανθρώπους: «Οι Κυκλαδίτες το 1960 ζούσαν περίπου όπως οι πρόγονοί τους, με τα ίδια γεωργικά εργαλεία και πανομοιότυπο τρόπο χτισίματος. Μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου ήταν οι Απόκριες στην Απείρανθο της Νάξου με τους Κουδουνάτους, με τις φοβερές στολές, που χόρευαν στον δρόμο. Μου έδωσαν και εμένα μια τέτοια φορεσιά και έτσι ντύθηκα και εγώ και βρέθηκα να χορεύω τη “Βλαχοπούλα”. Μου έδωσαν και ρακί. Τότε δεν ήξερα το κόλπο ότι πίνεις μόνο μια γουλιά κάθε τόσο και όχι όλο το ποτήρι. Αυτή η Ελλάδα, η προ της έλευσης τηλεόρασης και τουρισμού, μου λείπει πολύ», αναπολούσε ο επίτιμος δημότης Νάξου. Ο λόρδος, το 1972 έγινε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Σαουθάμπτον, το 1980 εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και ένα χρόνο αργότερα έγινε κάτοχος της έδρας Αρχαιολογίας Ντίζνεϊ στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, την οποία κράτησε μέχρι και τη συνταξιοδότησή του. Και στα 80 του πάντως ανεβοκατέβαινε ως έφηβος στις πλαγιές του Δασκαλιού, βάζοντας κάτω όλους τους νεότερους σε ικμάδα.

Τελετή ενηλικίωσης

Η θεωρία του για την Κέρο ήταν ότι στο νησί, ανάλογα με τον κύκλο των εποχών και τον ηλικιακό κύκλο της ζωής, έρχονταν άνθρωποι από γειτονικά νησιά και έθαβαν κάποια θραύσματα από ειδώλια και μαρμάρινα σκεύη σε συγκεκριμένα μέρη, μάλλον σε μια τελετή που είχε να κάνει με την ενηλικίωση. Εκτός από τους πρώιμους Κυκλαδίτες, ο Ρένφριου είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τους Ινδοευρωπαίους και την προέλευσή τους, την οποία τοποθετούσε στην Ανατολία.

Προτού φύγω από το σπίτι του, τον είχα ρωτήσει ποια είναι τα χαρίσματα που πρέπει να έχει ένας αρχαιολόγος: «Πρώτα απ’ όλα η περιέργεια. Αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με την έρευνα. Επίσης, πρέπει να έχει μέσα του την επιμονή του κυνηγού, που ανταμείβεται όταν επιτύχει τον στόχο του. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη χαρά που αισθάνεσαι όταν κρατάς ένα αρχαίο αντικείμενο στα χέρια σου που έβγαλες από την αγκαλιά της γης μετά από αιώνες. Βέβαια πρέπει να είσαι και χαλκέντερος για να αντέξεις τις διαμάχες με τους συναδέλφους σου που αμφισβητούν την ορθότητα των θεωριών σου ή την αυθεντικότητα των ευρημάτων σου. Ο πιο γνωστός Βρετανός αρχαιολόγος Σερ Μόρτιμερ Γουίλερ έλεγε επ’ αυτού: “Η αρχαιολογία δεν είναι επάγγελμα. Είναι βεντέτα”».

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο