Θα ήταν περί το τρίτο δεκαήμερο Σεπτεμβρίου 1944. Όλοι περιμέναμε να πάμε στα πεδία ρίψεων για την εναέρια εκπαίδευσή μας. Έπρεπε να πέσουμε οκτώ φορές για να θεωρηθεί ότι η εναέρια εκπαίδευση του αλεξιπτωτιστή έχει τελειώσει.
Είδαμε όμως με κάποια απορία, ότι μας πήγαιναν προς τη Χάιφα. Στο λιμάνι μας κατέβασαν και μας υποχρέωσαν να επιβιβαστούμε σε αντιτορπιλικά. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο για να μάθουμε πού πηγαίναμε, αλλά κανένας δεν μπορούσε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Όταν τα καράβια απομακρύνθηκαν αρκετά από τις ακτές, μάς είπαν ότι πάμε για την Ελλάδα.
Η χαρά και η συγκίνησή μας ήταν απερίγραπτος και πολλοί από ενθουσιασμό αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Σχεδόν αμέσως είχαμε και τους συνηθισμένους συναγερμούς. Η τροπή του πολέμου βέβαια είχε κλείνει οριστικά υπέρ των Συμμάχων, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν στην ξηρά, στη θάλασσα και στον αέρα.
Οι ελιγμοί περιώριζαν τους κινδύνους, αλλά μεγάλωναν τις αποστάσεις και την ανυπομονησία μας. Μια ανεπίσημη πληροφορία, ότι θα γινόταν απόβαση στην Κρήτη, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σωστή. Περάσαμε το νησί και το ταξίδι μας συνεχιζόταν.
Ήμουν ξαπλωμένος στην καμπίνα, όταν τα δυνατά τραντάγματα του καραβιού και οι κρότοι των πυροβόλων, με έκαναν να φορέσω ασυναίσθητα το σωσίβιο και να τρέξω να πάω στην ορισμένη θέση του πλοίου. Όταν όμως ανέβηκα στο κατάστρωμα βρήκα όλο το πλήρωμα του αντιτορπιλικού να βρίσκεται σε θέσεις μάχης και να βάλει εναντίον ενός εχθρικού αναγνωριστικού αεροπλάνου, που πετούσε πάνω από ένα νησί, που απλωνόταν μπροστά μας. Το καράβι σε κάθε αντιαεροπορική ομοβροντία πηδούσε κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα.
Το αεροπλάνο για να αποφύγει τα αντιαεροπορικά πυρά των αντιτορπιλικών κρύφτηκε πίσω από τα βουνά του νησιού. Τότε σταμάτησαν τα πυροβόλα και το καράβι απόκτησε τη σταθερότητά του.
Το νησί που πρόβαλε μπροστά μας ήταν τα Κύθηρα.
Τα αντιτορπιλικά αφού πλησίασαν στο λιμανάκι -Καψάλη- μας αποβίβασαν στη στεριά με βάρκες. Οι συγκεντρωμένοι μας υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η συγκίνηση ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Όταν πατήσαμε στην ξηρά πολλοί σκύψαμε και φιλήσαμε το χώμα, ενώ τα μάτια μας βούρκωσαν από χαρά και συγκίνηση.
Οι ομάδες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν στο νησί και οι κάτοικοι μας έβλεπαν σαν λυτρωτές και απελευθερωτές. Τα αντιτορπιλικά με παρατεταμένα σφυρίγματα μας αποχαιρέτισαν βιαστικά κι έφυγαν για να αποφύγουν εχθρική αεροπορική προσβολή, αφού το αναγνωριστικό αεροπλάνο είχε επισημάνει τη θέση τους.
Στα Κύθηρα μείναμε μερικές ημέρες και ύστερα νύχτα επιβιβαστήκαμε σε ταχύπλοα μικρά πλοία EMEL. Είχαμε ειδοποιηθεί ότι θα γινόταν απόβαση άγνωστο πού και να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Περί αο ξημερώματα φορέσαμε τους γυλιούς και τον οπλισμό μας και ετοιμαζόμασταν να μπούμε στις λαστιχένιες βάρκες, όταν μάθαμε πως ματαιώθηκε η απόβαση. Περί τις δέκα το πρωί αποβιβαστήκαμε στον Πόρο. Οι συγκεντρωμένοι κάτοικοι του Πόρου άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό μας Ύμνο. Παραμείναμε αρκετές ημέρες στον Πόρο. Οι κρότοι των καταστρεφομένων πυρομαχικών στην Αίγινα φανέρωναν ότι οι Γερμανοί γρήγορα θα έφευγαν από το νησί και ίσως και από την Ελλάδα. Με το σταμάτημα των κρότων πληροφορηθήκαμε ότι οι Γερμανοί έφυγαν από την Αίγινα.
Στις 13 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί έφυγαν και από την Αθήνα χωρίς να καταστρέψουν το φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα και το ηλεκτρικό εργοστάσιο του Κερατσινίου παρ’ όλο που είχαν προετοιμάσει τις ανατινάξεις. Στις 14 Οκτωβρίου 1944 δύο τμήματα του Ιερού Λόχου της ΙΙ Μοίρας αποβιβαστήκαμε στο Πασσά -Λιμάνι. Μας υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Αρκετοί που έφεραν περιβραχιόνια με την ένδειξη ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μας παρακολουθούσαν με σχετική αδιαφορία.
Κινηθήκαμε προς την Αθήνα. Κοντά στην πλατεία Κουμουντούρου σχηματίσαμε φάλαγγα και με επικεφαλής την Ελληνική σημαία προχωρήσαμε προς Ομόνοια και από την οδό Σταδίου φτασαμε στην πλατεία Συντάγματος, όπου εψάλη επιμνημόσυνη δέηση παρουσία του στρατιωτικού διοικητού Αττικής υποστρατήγου Σπηλιωτόπουλου Παναγιώτη. Επακολούθησε παρέλαση. Εγκατασταθήκαμε στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.
Ο ενθουσιασμός και οι εκδηλώσεις του συγκεντρωμένου πλήθους στους δρόμους της Αθήνας κατά το πέρασμά μας δεν περιγράφονται. Από το ύψος του Μ.Τ.Σ. βλέπαμε και τα καμώματα των διαφόρων ανταρτικών ομάδων που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Η σύγκρουσή τους φαινόταν μοιραία και αναπόφευκτη. Η χαρά μας περιοριζόταν, όπως ακριβώς όταν γυρίσαμε από το Αλβανικό μέτωπο, που βλέπαμε τα στρατεύματα κατοχής.
Μέχρι πότε θα μας επηρεάζουν και θα μας καθοδηγούν το πείσμα, ο φανατισμός και ο συναισθηματισμός; Ως πότε θα θεωρούμε υπευθύνους τους ξένους; Οι ξένοι κυττούν τα συμφέροντά τους. Ας κυττάξουμε και εμείς τα εθνικά μας συμφέροντα και ας κλείσουμε τα αυτιά μας και την καρδιά μας στις προτροπές των ξένων.
*Απόσπασμα από το βιβλίο ΗΜΕΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΜΗΡΙΑΣ του Μιχ. Πετροπουλέα (1978) με αναφορά στην άφιξη και απόβαση του Ιερού Λόχου στα Κύθηρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ «Κ»: Σύμφωνα με τον Ι.Π. Κασιμάτη ο Ιερός Λόχος αφίχθη στο Καψάλι στις 27 Σεπτεμβρίου 1944 με το αντιτορπιλικό ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ και δύο αγγλικά αντιτορπιλικά. Την ίδια μέρα ανεχώρησε για την Καλαμάτα ο εκπρόσωπος της Ελληνικής κυβερνήσεως στη Μέση Ανατολή Π. Κανελλόπουλος, που είχε αφιχθεί την προηγουμένη στα Κύθηρα.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2022 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»