Advertisement

Με μελιτζάνα μύτη

ΤΟΥ Γ.Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ - ΣΚΙΤΣΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

988

Καλά τέτοιους τύπους, δεν τους ξανασυναντάς. Μπορεί να σε ξυπνούσανε περασμένα μεσάνυχτα με τσι φωνές και τα τραγούδια τουνε, μα αντί να τσοι βρίσεις και να τουνε πετάξεις καμία γλάστρα, σίγουρα θα καθόσουνα να διασκεδάσεις με τα αστεία και τσι χαζομάρες τουνε ίσαμε το πρωί.

Σας μιλώ για το Στρατή και το Γιάννη από τα Φράτσια. Γεροντάκια πλέα, μ’’ από την παιδική ηλικία ήτανε πάντα μαζί. Στο στρατό, στην Αμέρικα και τώρα στο καφενείο, στην Τζιγκούρα .Πνευματώδεις άνθρωποι, πανέξυπνοι, λέφτά δεν εκάμανε ποτέ τουνε πολλά, περάσανε όμως καλά και ευτυχισμένη ζωή. Κοινές αγάπες τουνε η τεμπελιά και το κρασί. Κλασσικοί τεμπέληδες, σαν όλους τσοι πολύ έξυπνους ανθρώπους, αυτούς που η ανθρωπότητα τουνε οφείλει την πρόοδό της. Χωρίς τέτοιους τύπους καμία εφεύρεση από τσι τόσες που διευκολύνουν τη ζωή μας  δεν θα είχε γενεί. Ακόμα με πέτρινους κασμάδες θα σκαλίζαμε, αν δεν υπήρχαν αυτοί που ξεκουράζανε συνέχεια το κορμί τουνε, έτσι που το μυαλό να είναι συνέχεια σε λειτουργία. Τέτοιοι λοιπόν ήταν και οι δικοί μας.

Από πάντα είχανε μεγάλη εκτίμηση στο κρασί, μα τώρα στα γεράματα του είχανε λατρεία. Δεν ήτανε παράξενο τρεις η ώρα τη νύχτα να τσοι ακούεις να μαλώνουνε για την άδεια μπουκάλα ή να τραγουδούνε τίοτα αυτοσχέδιες μαντινάδες.

Εκείνη τη νύχτα το είχανε παρακάμει. Εκόντευε ν’’ ανατείλει ο ήλιος κι αυτοί εκείνη δα την ώρα πολεμούσανε να γυρίσουνε στα σπίτια τουνε.Περνούσανε όξω από το σπίτι του παπά και με πρωτοδεύτερη φωνή τραγουδούσανε:

“-Εμείς οι δύο φίλοι δεν τρώμε το σταφύλι,

μα βέβαια το ζουμί του σα βόθρακοι ρουφούμε

και με τσι κρασοκούπες σαν κοντρασταριστούμε,

με μελιτζάνα μύτη, πρωί πάμε στο σπίτι.

Ο παπάς εκείνη την ώρα έβγαινε για να πάει στην εκκλησία για τον όρθρο. Μόλις τον είδανε τρέξανε, όσο μπορούσανε να τρέξουνε, για να του φιλήσουνε το χέρι.

-Καλημέρα σας, παπά.

-Καλώς τους, μα έχετε τα χάλια σας ως βλέπω.

-Δόξα τω Θεώ παπά, οίνος ευφραίνει κοιλίαν ανθρώπου, όπως λένε και οι απογραφές.

-Οι γραφές, μπρε Στρατή και καρδίαν, όχι κοιλίαν.

-Και κοιλίαν κι άντερα, δέσποτα, συμπλήρωσε ο Γιάννης κι έριξε ένα ρέψιμο, που έκαμε τον παπά να γυρίσει άλλου τη μούρη του.

-Αν συνεχίσετε έτσι, να το ξέρετε δεν θα σας ξανακοινωνήσω.

-Εσύ νάσαι καλά, παπά μας, εμείς κοινωνούμε όλη μέρα μοναχοί μας.

Τσατίστηκε ο παπάς, τους πέταξε ένα «στο πυρ το εξώτερον, σατανάδες»” κι έφυγε αφήνοντάς τους να βολοδέρνουνε και να ψιλοτραγουδούνε πάλι: Έμείς οι δύο φίλοι…”.

Τόσην ώρα στο δρόμο, τους είχε πιάσει πάλι πείνα κι όλο αναζητούσανε κανένα μπιφτέκι ή καμμία καυτή έστω.

-Πάαινε ίσια μωρέ, εινταλώς τρεκλίζεις  ετσά, ούτε αύριο δεν θα σώσομε στα σπίτια μας. Κι έχω μία πείνα!

-Τον κακό σου τον καιρό που τρεκλίζω. Εσύ όλο κοντιλίζεσαι και σε περιμένω.

-Πιάσε εκείνη δα την μπρετζόλα από’ κεια χάμω, τηνε βλέπεις;

-Μπιφτέκι είναι, Στρατή.

-Μπρετζόλα, είπα, και θα τηνε φάω μοναχός μου.

Κάνει ετσά ο Στρατής, αρπά ένα στρογγυλό μαύρο πράμα από την άκρη του δρόμου και το βάνει στο στόμα του, η μπρετζόλα τάχαμου.

-Φτου, φτου, φτου. Μπρε συ Γιάννη, σκυλόσκατα είναι. Καλά που δεν τα πατήσαμε.

-Είδες που στο’ ‘λεγα πως δεν είναι μπρετζόλα…Ευτυχώς που δεν τα πατήσαμε.

Μετά πολλών βασάνων φτάσανε ξημερώματα στο σπίτι του Γιάννη. Η γραία όμως είχε την πόρτα διπλαμπαρωμένη.

-ʼΑνοιξε, μωρή ντόγα, γιατί θα πάρω φόρα και θα τα σπάσω όλα, έβαλε τσι φωνές ο Γιάννης.

-ʼΑνοιξε, καλά νάσαι κερά Ρεγγίνα και θα σε φυλάξω εγώ να μη φάεις τσι ραβδές, πήρε το γαλίφικό του ο Στρατής.

Αλλά η γραία τίοτα. Πήγανε κι αυτοί από την πίσωμερέα του σπιτιού κι από την ανεμόσκαλα ανεβήκανε στην ταράτσα κι αρχινίξανε να χοροπηδούνε.

Η γραία εξύπνησε από τον άρβαλο στο δώμα και μόλις τσι είδε εκειά πάνω εκόπηκ’’ η χολή της.

-Που να τσοι πάρει ο διάοτσος, θα πάνε να γκρεμιστούνε, δα στηλώνουνε στα πόδια τουνε; Κατεβείτε μωρέ διαόλοι κάτω.

Δεν επρόκαμε να το πει κι ο Στρατής επήρε ένα τράτο, από δω να πέσει, από κει να σταθεί, πήρε την κατηφόρα και προσγειώθηκε ανώμαλα  στα σίδερα τση κρεββατίνας. Ο άλλος κατατρόμαξε. Πήγε κατά τη σκάλα και άρχισε να κατεβαίνει προσεχτικά, μα μόλις έφτασε στη μέση, λυθήκανε τα γόνατά του, διπλώθηκε στα δύο και στο τέλος ήρθε απότομα σε επαφή με το χώμα.

Αμάν, αντισακκιάστηκα, ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια του.Ούτε πόνο κατάλαβε, ούτε τίοτα. Όπως ήτανε’ κεια χάμω τόρριξε στο ρουχαλητό, σαν νάτανε στο κρεββάτι του.

Η κακομοίρα η γραία επήγε κι εξύπνησε τσοι γειτόνους.

-Κακοντόπαθα η κακορίζικη, που νατσοι βρω κορδάκι, ελάτε μπρε γειτόνοι να με βοηθήξετε. Ο ένας κρέμεται στην κρεββατίνα κι ο άλλος ρουχαλίζει στο χαντάκι. Ελάτε, νάσαστε καλά.

Κατά το απόγεμα, που ξυπνήσανε οι δύο φιλαράκοι, ήτανε όλο παράπονα.

-Το κωλοράδι μου, μπρε Στρατή, δεν έχει αγγιγμό.

-Και μένα, μπρε Γιάννη, τα παΐδια μου.

-Ίνταλώς να τα πάθαμε αυταδά; Λέεις να μας τσι εκοπάνησε η γραία;

-Δεν είναι μπρε τίοτα, μόνο σήκου, πάμε κατά την Τζιγκούρα.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 60 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΜΑΪΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο