Advertisement

Με τα μπράτη του στον ώμο

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

1.496

Έβανε τα μπράτη του στον ώμο και επάαινε. Πού επάαινε; Όπου ήθελε. Όπου θα τον έβγανε ο δρόμος. Ετσά έκανε καθημερνώς. Γυναίκα δεν είχε κι αυτό του έκανε μεγάλη ευκολία. Στην τύχη θαρρείτε ξεχωρίσανε τον λεύτερο από τον παντρεμένο; Αυτός λοιπόν ήτανε λεύτερος, που πάει να πει πως δεν ήταν καμμιανής σκλάβος. Αλλοιώς θα μπόρειε να πααίνει όπου ήθελε; Χα, χα, χα…

Αλλά πώς τα έχει κάμει ετσά η ζωή, ο κάθε δούλος να θέλει ελευθερία του κι ο κάθε λεύτερος να θέλει τη σκλαβιά του, τη γυναικοσκλαβιά δηλαδή, γιατί γενικά τη σκλαβιά δεν τηνε θέλει κανένας, πως τα έχει κάμει το λοιπόν, ούτ’’ εγώ, ούτε κανένας ξέρει.

Και τούτονε, Βρεττό θαρρώ τονε λέγανε, ενώ επέρνα μία χαρά και μοναχός του, τον έβανε ώρες-ώρες ο σατανάς να γυρεύει γυναίκα με το ζόρε. Όταν του’ ‘ρχότανε, έκανε σαν “τράγαρος όπου γυρεύει ρίφι”, όπως θάλεγε κι ο μεγάλος μου δάσκσλος, ο μπαρμπα-Πάνος Φύλλης. Επάαινε στην προξενήτρα, τη γραία Φρόσω, και της έβανε ένα τάλλαρο στην τσέπη.

-Τηνε θέλω μελαχροινή, είκοσι-κοσιδύο, στρογγυλή κι αφράτη, άσπρα χέρια, μαύρα μάτια και νάχει και τίοτας.

-Νάχω καλό ρώτημα, είντα νάχει δηλαδής; Πέντε μισοφόρια;

-Και πεντακόσιες χρυσές. Γνήσιες, Αγγλίας.

Τα πέντε μισοφόρια η γραία Φρόσω τα εύρισκε εύκολα. Αλλά τσι πεντακόσες. Ποίος νάχει τόσες δα;

-Σαν ακριβός δεν είσαι βρε Βρεττέ, παιδί μου; Να ζητήξω εκατό. Ποίος να τα βρει τόσα που γυρεύεις.

-Ο παπάς. Μία το ευχέλαιο, δύο τα βαφτίσια, πέντε το σαρανταλείτουργο, έχει σωρό ελόγου του.

Τα κανόνισε λοιπόν η γραία και τόπε του παπά. Και το Σάββατο μετά τον εσπερινό, μαζευτήκανε όλοι στο παπαδόσπιτο για να τα μιλήσουνε και να συμφωνήσουνε.

Αρχίνιξε η προξενήτρα να περιγράφει τα καλά του Βρεττού και σαν ετελείωσε εκείνη, άρχισε ο ίδιος το λόγο του.

-Βασίλισσα θα την έχω δέσποτα, να καθήται σε θρονί. Τίοτα δεν θα κάνει από τσι όξω δουλειές και στι μέσα θα της έχω γυναίκα να τηνε βοηθά.

-Μωρέ παιδί μου, ανέ βάνεις γυναίκα να τηνε βοηθά, θα σου φεύγουνε πολλά λεφτά. Δεν ξέρω ακριβώς την τσέπη σου, αλλά απ’’ ό,τι λένε οι γειτόνοι, ε δεν το φυσάς…

-Ναι, αλλά το φυσάς εσύ δέσποτα, απ’’ όσο ξέρω, και δεν πρόκαμε η κερα-Φρόσω να σου πει πως εκτός από την  ʼΑννα σου, θέλω πεντακόσιες λίρες χρυσές Αγγλίας για προίκα, όπως συνηθίζεται στα χωρία μας.

Του παπά του σηκωθήκανε τα γένια, ο καρναβάς άγειρε στο πλάι και παρά λίγο να πει κακή κουβέντα, αλλά ευτυχώς θυμήθηκε πως είναι παπάς και δεν κάνει κι έτσι δεν τηνε ξεστόμισε. Την είπε από μέσα του. Ακούς εκεί συνηθίζεται; Πεντακόσες χρυσές; Βρε τον φιλοχρήματο! Καλός, δε λέω, μα κι η παπαδοπούλα ήταν αιθέρας. Όχι να του κοστίσει και πενταακόσες .Εγύρισε μπατικά-μπατικά προς την κερά του, που καθότανε δίπλα του χωρίς να μιλεί, να δει τι λέει κι εκείνη.

-Τ’’ άκουσες παπαδία; Ετοιμάσου να πάμε στην Αγγλία να φορτώσομε λίρες, της πέταξε ειρωνικά για να τ’’ ακούσει κι ο υποψήφιος.Εκείνη τράβηξε την μαντήλα προς τα πίσω και την πέταξε:

-Πάει ο γάιδαρος; Ανέ πααίνει, να πάμε.

Όπως καταλαβαίνετα, πού ν’’ αποσώσει κανένας με το γάιδαρο ως την γηραιά Αλβιόνα. Δεν τις έδωσε τις λίρες ο παπάς κι ο Βρεττός, εξηντάρης πλέα, συνεχίζει να βάζει τα μπράτη του στον ώμο και να πααίνει όπου θέλει. Από μία μερέα καλλίτερα. Ανέ τις είχε πάρει ποίος ξέρει τι μπορεί να του είχε κοστίσει; Μπορεί να του είχε γενεί η ζωή του ποδήλατο. Εδώ άλλες δεν σου δίνουνε δραχμή κι όμως σου κάθονται στο σβέρκο εναιωνίως, όχι να σου έχουνε σκάσει και πεντακόσες! Το λέει και το ξαναλέει ο Βρεττός:

-Βρε καλά που δεν επάαινε ο γάιδαρος…

Τονε ζηλεύετε θαρρώ οι περισσότεροι φασκιωμένοι. Μα κι ελόγου του, μην ακούτε είντα λέει, όταν κουκουλώνεται ολομόναχος τον χειμώνα και παγώνονε τα πόδια του από τον αέρα που μπαίνει από τσι χαραμάδες, ονειρεύεται την παπαδία να είναι καβάλα στο γάιδαρο και να πααίνει κατ’’ Αγγλία μερέα κι ύστερα ονειρεύεται την παπαδοπούλα πως τάχα τονε ζεσταίνει με τα χνώτο της. Μα όντες ξυπνά αναστενάζει μέσα στην παγωμάρα, αχ λέει, έμπρεπε να είμαι φτηνότερος και ζηλεύει εσάς, που ετσά κάνετε και πιάνετε ζεστό κρέας. Κι εσείς πάλι τονε ζηλεύετε που κάθε πρωί βάνει τα μπράτη του στον ώμο και πααίνει όπου θέλει. Κάντε το κι εσείς ανέ μπορείτε.

Μπρε πώς τάχει κάμει ετσά αλλαμπούρτζα η άτιμη η ζωή. ʼΑντε να βρούμε άκρη.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 84 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1995

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο