Μέγα παλετείο στον Καβομαλιά
Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Γιώργη Δρυμωνιάτη
Έχει παρέλθει ήδη μισός αιώνας από εκείνο το έτος της αποδημίας μου, της εγκατάλειψης, της φυγής μου από την αγκάλη της ερωμένης μου νήσου, της αναζήτησης, τί άραγε ωραιότερου και ακριβότερου από εκείνο που είχα, όμως οι αγωνίες των γονιών κι οι δικές μου οραματικές προσδοκίες, ναι, με οδήγησαν τότε στην εγκατάλειψη της ερωμένης μου και στην αναζήτηση «καλύτερης τύχης», έτσι την έλεγαν τότε οι πολλοί την τύχη που ψάρευαν στα θολά νερά του αγνώστου, έτσι έφυγα και εγώ για την μεγάλη πολυάνθρωπη , αλλ’ απρόσωπη κι αλλοπρόσαλλη πόλη. Πρόσφυγας ο μικρός βοσκός, από άνθρωπος της φύσης, πανελεύθερος και δυναμικός σαν τον άνεμο, πρόβατο τώρα μες στην πειθαρχημένη αγέλη των πολλών, των υποταγμένων στην τύχη, που φαινόταν, μα αμφίβολο είναι, αν ήταν καλύτερη. Όπου και να σταθεί ο άνθρωπος, τρία άγρια θηρία πρέπει να τα παλέψει ολομόναχος: την μοίρα , που δεν είναι για όλους κοινή, πλην θανάτου βέβαια, τον άλλον άνθρωπο , τον διπλανό του δηλαδή, που λίγο πολύ, κατά κανόνα μάλλον, να τον φάει επιθυμεί και πάνω απ’ όλα τον εαυτό του, το πιο άγριο θηρίο. Και μέσα στην μεγάλη πόλη, μακριά από της φύσης τους ρυθμούς και τις χαρές, το πάλεμα γίνεται ακόμα πιο οδυνηρό, ακόμα πιο μοναχικό κι ο εαυτός ακόμα πιο άγριο θηρίο. Ήταν καλύτερη η τύχη μου άραγε, από αυτήν που μου επεφύλασσε η γέννησή μου στον τόπο μου τον εξαίσιο; Μισός αιώνας διήλθε από τότε και ακόμη δεν έχω καταλήξει στο εάν ωφελήθηκε η ζωή μου ή ζημιώθηκε από την απόδρασή μου εκείνη. Και βέβαια πάντα και ενόσω ζω, οι εικόνες των μακρινών εκείνων ημερών είναι ακόμη τόσον ζεστές, λες και τις επώαζα κάτω από τις πτέρυγες του νου μου πενήντα τόσα χρόνια τώρα, λες και στην αερόβια αγκάλη μου τις θέρμαινα όλον αυτόν τον άδοξον καιρόν της αποδημίας, για να εκκολαφθούν σήμερα και να ξεπουλιάνουν την βάσανο τής , δια των αναμνήσεων, αναζήτησης του ανεπιστρεπτί διαφυγόντος παρελθόντος, την βάσανο που, στην όψιμη πλέον ηλικία μου, γλυκόξινα κι αλμυρόπικρα διαταράσσει τα σωθικά μου. Ώριμες αναμνήσεις που συχνά και πάλι έρχονται στο νου κι αναταράσσουν την ψυχή, όπως αναταράσσουν τα γιγάντια κύματα του Σοροκογάρμπη την άμμο στον Χαλκό και στο Μελιδόνι, όπως ταρακουνούν τον αθάνατο βράχο της Χύτρας οι τιτάνιες ορδές των δεκάξι αγριεμένων ανέμων, όταν μεθούν και ωσάν δαίμονες φυσούν, χωρίς ποτέ να καταφέρνουν, ευτυχώς, να τον ξεριζώσουν.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του σωτηρίου έτους 1972. Ήδη είχε διαρρεύσει το πρώτον εξάμηνο της αποδημίας μου στον ξένο τόπο. Και ήδη η νοσταλγία, που έκτοτε και μέχρι σήμερα σφοδρά συνταράσσει την καρδία μου, ήδη ήταν ισχυρή από το πρώτο εξάμηνο εκείνο. Στα σπλάχνα τού δεκαοκταετούς νεαρού σπουδαστού έβραζε ο πόθος του για την μικρή του πατρίδα. Κι ερχόντουσαν Χριστούγεννα. Και οι δικοί μου, μού είχαν ποστάρει μηνύματα της βαθιάς αγάπης τους και της πικρής αναμονής τους, «Αγαπητέ μου υιέ, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, ολόθερμη σε αναμένει η εστία της καρδίας μας» , έγραφε ο πατέρας, «γιόκα μου πολυπόθητε, με μανουσάκια έντυσα το σπίτι μας, με τα χριστόψωμα εμύρωσα το βιός μας, με την αγάπη μας εγέμισα την κάμαρή σου, γιόκα μας και σε προσμένουμε να κάμουμε όλοι μαζί γιορτές, ανθέ μας», έγραφε η μάνα μου κι εγώ δεν έβλεπα την ώρα να πάρω το παπόρι και να πάω εκεί που είχα αφήσει την μισή ζωή μου.
Στην Ανωτάτη Εμπορική τα μαθήματα σταματούσαν στις 20 του Δεκέμβρη. Και, την ίδια μέρα, ο μπάρμπας ο Μποτής, που είχε τη λέσχη και το πρακτορείο, Πανεπιστημίου 65, με φίλεψε με άπειρη χαρά όταν επέρασα από εκεί:
«Στις 22 , την Παρασκευή , δέκα η ώρα το πρωί αριβάρει για κάτω το Μυρτιδιώτισσα, ανηψίε», μου είπε και μου έβαλε στην τσέπη έναν φάκελο. «Το εισιτήριο σου. Είναι δώρο από μένα, που μας έκαμες όλο το σόι περήφανους με τις επιτυχίες σου στις σπουδές και να μου φιλήσεις όλους τσοι δικούς μας κειδιαγκάτω», είπε και με χτύπησε δυνατά στους ώμους. Κι εγώ ανυψώθηκα στους επτά ουρανούς, όχι τόσο καμαρώνοντας για τις επιτυχίες μου στις σπουδές, όσο υπερηφανευόμενος μάλλον για το σόι και την αγάπη που μου επεφύλασσε, ουδεμία δύναμη ισχυροτέρα του ριζώματος των ανθρώπων, ας είναι αιώνια η μνήμη σου μπάρμα Μποτή κι εσένα κι όλων των αγαπημένων συγγενών μας. Επήγα αμέσως εκεί Σταδίου και Αιόλου , που ήταν τα τηλεφωνία και κάλεσα Δρυμώνα, έστειλα μήνυμα με τον Παπά Άνθιμο, που είχε το κοινοτικό, τον φανταζόμουν που σε λίγο θα έκανε τα χέρια του χωνί και θα φώναζε από την Ψαρόϊδενα, να ακουστεί στο σπίτι μου: «Κερά Παναγιωτού, την Παρασκή καλά δεξίματα!».
Στο τραντζιστοράκι, που μου είχε χαρίσει ο νηπιόθεν φίλος μου, ο Γιάννης του Γναφέα, ( ο Θεός σχωρέστον, εκείνον τον χρόνο είχε έρθει πρώτο ταξίδι πίσω από την Αυστραλία με τα καλούδια του), στο τραντζιστοράκι εκείνο λοιπόν είχα ακούσει πως ο καιρός θα χαλάσει απότομα την προπαραμονή των Χριστουγέννων και πως μεγάλη τραβάγια θα πλακώσει, με βροχές πολλές κι αέρηδες ζόρικους, θηριώδεις Γαρμπήδες και Νοτιάδες, ίσαμε εννιά μποφώρ και χιόνια είχε προβλέψει η μετεωρολογική κάτω κι από τα τρακόσα μέτρα υψόμετρο. Εσυντροδίστηκα με αυτές τις προβλέψεις , ανησύχησα πολύ. Θα φύγει το παπόρι με τέτοιον καιρό; Θα τα καταφέρω να πάω; Ήταν και το φρέσκο φεγγάρι, που ψες το βράδυ φάνηκε ολοκαίνουργο στη δύση κι ήταν εντελώς ανάσκελο, ολόρθος θα πρέπει να είναι ο καπετάνιος, θα θαλασσοπνιγούμε πάλι , σκέφτηκα και δείλιασα λιγάκι, μα η νοσταλγία δεν μου άφηνε και πολλά περιθώρια να πω δεν θα πάω, ίσα ίσα μου έδωσε φτερά στη σκέψη. Αφού από την προπαραμονή αρχίζει ο παλιόκαιρος, προλαβαίνει, είπα μέσα μου, το Μερτιδιώτισσα στις 22 του μήνα να εκτελέσει το δρομολόγιό του. Η αισιοδοξία πάντα φουσκώνει τα όνειρα των ανθρώπων κι εμένα, να που, παρά τις δυσμενείς μετεωρολογικές και εμπειρικές προβλέψεις , μου τα φούσκωσε τώρα δα σαν μπαλόνια χριστουγεννιάτικα, μεγάλα σαν το τρουλί της Βίγκλας! Θα προκάμομε να πάμε, είπα κι ετοίμασα όλα μου τα υπάρχοντα και τα μικρά μου δωράκια για τους δικούς και τους φίλους, μια τραγιάσκα για τον πατέρα, μια ποδιά να βάζει η μάνα εμπροστά της όταν θα έχει πλυσταριό, παπουτσάκια κοριτσίστικα που σκαμπίζανε όμορφα, για την αδερφή μου, λίγα φυσίγγια για τον μπάρμπα μου τον Μήτσο, που ήταν κυνηγός, δυο αρματωσιές αρμίδια ειδικά για τον γείτονα, τον Κούβο, που του άρεσε κι εψάρευε απ’ το βράχο μελανούρια, δεν θέλει πράμματα ακριβά και φανταχτερά για να δείξεις την αγάπη σου, όταν αυτή είναι γνήσια και σπουδαία.
Στις 10 έφευγε το παπόρι, εγώ από τις 8 ήμουν ήδη στο λιμάνι. Ο καιρός ήταν ακόμη καλός, κρύο μεν, ικανό να κοκκινίζει την μύτη μας και να μαργώνει τα δάχτυλά μας, αλλά ο Ήλιος της Ελλάδας υπέρλαμπρος εστέκετο επάνω από τον Πειραιά, καθισμένος ακριβώς στον θρόνο που του έχει φτιάξει το σύμπαν για να περνά βασιλικά τις λίγες ώρες που συνηθίζει να ξαποσταίνει στο χειμερινό ηλιοστάσι του. Είχε ξεκούραση λοιπόν σήμερα, δυο φορές το χρόνο ξεκουράζεται ο Ήλιος, μια τον Ιούνιο και μια τώρα κι έτσι απόψε θα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και το ταξίδι μας, που θα βάσταγε ίσαμε 12 ώρες, μισό -μισό θα ήτανε στο φως και στο σκοτάδι. Σαν όλη την ζωή μας δα και τούτο το ταξίδι, μισή-μισή μες στο σκοτάδι και στο φως είναι κι εκείνη, μα η χαρά ήταν που θα είχαμε ταξίδι και μάλιστα ταξίδι με προορισμό, ταξίδι προς την ερωμένη νήσο και προς την αγάπη των δικών, που είναι μοναδικοί και στη ζωή μας και στον κόσμο! Στην πρύμνη του καραβιού είχε ανοιχτεί ένα μακρύ πανό που ανέφερε όλους τους προορισμούς του ταξιδιού:
Κυπαρίσσι – Γέρακα – Μονεμβασία – Νεάπολη – Ελαφόνησο – Αγία Πελαγία – Καψάλι – Πόρτο Κάγιο – Άγιο Κυπριανό – Σολοτέρι –Κότρωνα – Γύθειο.
Μια αγκαλιά ανοίγεται ο Λακωνικός, δυο χέρια, γιγαντόχερα, ο Κάβο Ματαπάς από την μια, ο Καβομαλιάς από την άλλη και μέσα στην αιώνια αυτή υγρή αγκαλιά, η ερωμένη μου νήσος , σφιχταγκαλιασμένη απ’ όλα τα πελάγη και τα ξωτικά, απ’ όλους τους ανέμους και τα τελώνια , μα κι από τ’ άστρα όλα του νοτιά. Και το βαπόρι, που είχε τ’ όνομα της δικής μας Παναγιάς κι ήταν του Νεαπολίτη καπετάν Σπύρου Μπιλίνη, να τριγυρνάει τα πελάγη και να φέρνει μια φορά την εβδομάδα βόλτα όλο ετούτο το τόξο στο νοτιά, να κουβαλάει καημούς , μα και χαρά, να κανακεύει τούτη την μεγάλη αγκαλιά, πάντα σφιχτή να μένει και ζεστά να συντροφεύει τ’ ολομόναχο νησί. Δεκατέσσερα χρόνια τώρα έκανε αυτό το δρομολόγιο το «Μυρτιδιώτισσα» κι έφερνε καλούδια και ζωή στο ανάδερφο νησί, που απ’ τα ξενιτεμένα του παιδιά αντλούσε μέλλον και πολλήν αγάπη. Κι από την ιστορία του κι από τον μύθο τον παλιό, που ήθελε την ομορφότερη θεά να έχει αναδυθεί μες στα δικά του τα νερά κι απ’ την δική του, της μυρτιάς την Παναγιά, αντλούσε δύναμη κι ελπίδα πως δεν θα χαθεί μέσα στον παραπεταμό, στην αδιαφορία, στην ξεχασιά, στον εμπαιγμό ιδίως του απάνω κράτους, που θυμόταν τους ανθρώπους τού νησιού, μονάχα τις ελάχιστες φορές που ρχόταν η στιγμή και τους θωρούσε ως ψήφους. Και στα δικά του τα παιδιά που ήταν μακριά ήλπιζε πάντα , πως θα του γύριζαν ξανά, ήξερε καλά ότι ο πλούτος του ήταν τα παιδιά του. Ένα παιδί του ήμουνα κι εγώ, στου λιμανιού την άκρη όρθιο, που τη σημαία του καραβιού κοιτούσα και ριγούσα με τη σκέψη πως σε λίγες ώρες στο χώμα του τ’ αγνό και πάλι θα πατώ.
Όσο περνούσε η ώρα, η πλώρη του καραβιού όλο και φορτωνόταν με νιάτα. Όλο το φοιτηταριό του νησιού, όλοι οι ευέλπιδες επιστήμονές του, όλα τα δυναμικά και άξια παιδιά του που είχαν αποδράσει και εκείνα για σπουδές ή για να μάθουν τέχνη στη μεγάλη πόλη, όλα τον ίδιο νόστο κουβαλούσαν μέσα τους και με την ίδια αγωνία και χαρά μπαρκάριζαν τώρα δα φορτσάτα στο «Μυρτιδιώτισσα» για να περάσουν τις γιορτές στα σπίτια που μεγάλωσαν, δίπλα στους πολύ αγαπημένους τους ανθρώπους. Ήταν άλλες εκείνες οι εποχές, δεν έρχονταν οι γονείς στην πόλη τα Χριστούγεννα, όπως κάνουν τώρα, και νεκρώνει το νησί τις άγιες ημέρες, αλλά πήγαιναν τα παιδιά στο νησί κι αυτό αναγεννιόταν από τις στάχτες του, σαν τον φοίνικα, μοσχοβολούσαν πάλι τα σπίτια από τα κανελλογαρύφαλλα, από το ανθόνερο, από την ανθρωπιά των εστιών των σπιτιών μας που οι γιαγιάδες και οι μανάδες με όλη τους την ψυχή τις γέμιζαν με τα ευλογημένα αγαθά που απ’ τα χέρια τους ήταν καμωμένα. Ποιος αγοραίος κουραμπιές και ποιο πληρωτικό μελομακάρουνο μπορούν να φτάσουνε ποτέ την γεύση και την δόξα αυτών που έφτιαχνε η μάνα;
Και να τώρα μια άλλη διάσταση της ευτυχίας αυτών των ταξιδιών μας, της χαράς που παίρναμε κάθε φορά που μπαίναμε στο παπόρι. Η χαρά ήταν που σίγουρα θα συναντούσαμε γνωστούς, φίλους αγαπημένους ή άλλους πολύ αγαπητούς, συχωριανούς ή κοντοχωριανούς, ανθρώπους γενικά του τόπου μας, που μας ένωνε η ίδια αστείρευτη αγάπη για το νησί μας, ο ίδιος Οδύσσειος νόστος της επιστροφής στα πάτρια. Λέω πως εκατοντάδες φίλους απόχτησα στην ζωή μου, μα η φιλία που χτίστηκε στα παιδικά μου χρόνια είναι ασύγκριτα πιο ακριβή, οι παιδικοί μου φίλοι είναι αμέτρητα πιο αγαπητοί από τους άλλους όλους. Αυτή λοιπόν ήταν μια επιπλέον χαρά του ταξιδιού με το καράβι. Δώδεκα ώρες δεν θα κουραζόμασταν, γιατί πάντα βρισκόμασταν με φίλους παιδικούς κι αγαπημένους, με «ανθρώπους εδικούς», όπως τους έλεγε ο παππούς μου. Πάντα με αστεία άφθαστα, με κουσέγια αγαθά, άντε και με καμιά πρέφα εν πλω, περνάγαμε τέλεια στα ταξίδια.
Και εκείνην την ημέρα λοιπόν, συνάντησα στο πλοίο σχεδόν όλους τους συμμαθητές μου, τι πιο αγαπητό! και πολλούς άλλους λίγο μεγαλύτερους, γνωστούς και αγαπητούς κι αυτούς. Δεν είμασταν πολλοί, καμμιά πενηνταριά όλοι κι όλοι οι επιβάτες του πλοίου, οι μισοί είμαστε οι νησιώτες συμπατριώτες κι είμασταν μια παρέα όλοι και το ταξίδι μας που ξεκίνησε ακριβώς στις δέκα, μετά από τα τρία τσαμπουνίσματα του καραβιού, που απ’ την γέφυρα ψηλά τράβηξε χαιρετώντας το λιμάνι ο καπταν-Σπύρος, προμηνυόταν εξαιρετικό, αγόρια και κορίτσια μέσα στο μικρό σαλόνι του πλοίου με χάχανα και με χαρές, μάλλον σε πάρτι έμοιαζε να είμασταν, παρά σε ταξίδι. Πιο πριν, στις κουπαστές όλοι κρεμασμένοι, είχαμε χαιρετίσει κι εμείς τον Πειραιά μαζί με τα μπουκινίσματα του πλοίου, που καθώς κυλιόταν σιγά-σιγά στα ήρεμα νερά τού λιμανιού και τραβούσε νότια, προς τον νοσταλγικό προορισμό μας, μας έκανε να νοιώθουμε σαν τους γλάρους που υπερίπταντο κυκλικά από πάνω μας. Πανελεύθεροι και πανευτυχείς, ένα με την Φύση, αστεράκια γήινα υψωμένα μέσα στο μεγαλείο της. Η θάλασσα σκιζόταν από την καρίνα του πλοίου και βογκούσε ηδονικά, μάλλον τραγουδούσε για χάρη μας και προς τιμή μας τον ύμνο της χαράς . Ένας μακρύς μαυράνθρωπος που δεν ήθελε να μας ακολουθήσει στον καλό μας δρόμο, πεταγόταν από την τσιμινιέρα, ο καπνός απ’ το μαρσάρισμα των μηχανών του πλοίου, ένας αράπης έμοιαζε, που τράβαγε τ’ αέρινο μακρύ μαύρο κορμί του για να μείνει πίσω, στην μεγάλη πόλη της μαυρίλας, με τους άτυχους που δεν είχαν ρίζες . Μα για εκείνον τον καπνό, που κόντρα στην πορεία μας πάγαινε, εμείς αδιαφορούσαμε πλήρως. Το όνειρό μας τράβαγε μπροστά, κατά τον ανοιχτό ορίζοντα προς το φως της πατρίδας μας, κατά τον ηφαίστειο τόπο μας, τον καυτό απ΄ την πυρά της καρδιάς μας, τον υγρό απ’ τα τέσσερα πέλαγά μας.
Είχαμε επιδοθεί λοιπόν όλοι στις κουβέντες μας, στα νέα μας, πως πάνε οι σπουδές μας, τί κάνουν οι δικοί μας, μα και στα κουσεγιαρία μας και στ’ αστεία μας, «τα μάθατε, ελίχνισε τον παπα Μελέτη με το μοτοσακό ο Αντωνέλης στα πηγάδια του Κακλαμάνη, εμπήκανε τα ράσα στις αχτίνες κι απάνω στη στροφή, αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα. Αλλά εγίνηκε θαύμα και μόνο τρία χέρια και δύο πόδια εσπάσανε», έλεγε ο Συριγομανώλης, παραδίπλα ο Σίμος επαράστενε τον Κοσμά « ε, ναι, αν είχαμε και χρήματα, ε ναι καϋμέχολο, θα την ήθελα την Μαρίκα, αλλά έχω και το Νικόλα που έχει αδυναμία και πόνο, κάλλιο μου εμένα να μην παντρευτώ μπρε ή να τηνε δώσομε καλύτερα του Μπριγκόνη, αν είχαμε και χρήματα…» κι ο Θοδωρής, το Δασκαλάκι, εμιμείτο τον Τζίμη, τον Αμερικάνο , «Ποτήρη, την ιστορία με τσοι Χιώτες τηνε ξέρεις; Που είδανε το φεγγάρι κι εκαθρεφτιζότανε μέσα στο πηγάδι και επήγανε και επήρανε τον κάτσουνα να το βγάλουνε κι εκείνο ο κάτσουνας εμάγκωσε στον πάτο και ετραβομαχούσανε, το επιάσαμε, είπανε, αλλά είναι ασήκωτο, πανάθεντά το κι όπως ετραβομαχούσανε, έσπασε το σκοινί και πέσανε τον ανάσκελο και το είδανε το φεγγάρι απάνω στον ουρανό και λένε και οι δύο μαζί…τα εκαταφέραμε! Εντοέ…το εβγάλαμε!». Χαρές και χάχανα λοιπόν και κανένας μας δεν σκεπτότανε αυτά που είχε πει η μετεωρολογική, άλλωστε από αύριο δα είπε ότι πιάνει η τραβάγια. Μια χαρά τραβούσε το ταξίδι κι, όταν εσώσαμε στην Ύδρα, το πέρασε από μέσα ο καπετάνιος και βγήκαμε όλοι όξω πάλι, να απολαύσουμε την εξωτική ομορφιά της νησιώτικης αυτής κοσμόπολης. Αλλά τότε διαπιστώσαμε πως ο νοτιάς ήδη είχε αρχίσει να δυναμώνει και το «Μυρτιδιώτισσα», καλό σκαρί ήτανε μπρε, αλλά καλά- καλά είχε αρχίσει να κουνιέται.
Κατά τις τρεις το πλοίο έφτασε στον πρώτο του προορισμό. Στο Κυπαρίσσι. Η φουρτούνα είχε αρχίσει να δυναμώνει, όμως χωρίς δυσκολία το πλοίο μπήκε στο λιμανάκι της Σκάλας του Κυπαρισσιού, που ήταν άλλωστε εντελώς απάνεμο στον νοτιά κι όλοι μας βγήκαμε πάλι στο κατάστρωμα για ν’ απολαύσουμε το υπέροχο τοπίο του Λακωνικού αυτού χωριού, με την διάπλατή του αμμουδιά , που πίσω της απλωνόταν μελαγχολικά φαιοπράσινος ο λιόκαμπος , με τα λιγερόκορμα κυπαρίσσια εδώ κι εκεί στις άκρες του , να ξεχωρίζουν κι ίσως απ’ αυτά κάποιο, το γηραιότερο, το ψηλότερο , το ομορφότερο, να είχε προσδώσει το όνομα στο πανέμορφο αυτό χωριουδάκι. Ο Σιρόκος δεν εμπόδισε τις δυο βάρκες που ήρθαν και παρέλαβαν τους πεντέξι επιβάτες που είχαν προορισμό το Κυπαρίσσι κι έτσι σύντομα το πλοίο έφυγε για τον επόμενο σταθμό του. Κι η φουρτούνα , μόλις ξεμυτίσαμε από τον όρμο του Κυπαρισσιού, μας θύμισε πως δεν θα ήταν από εδώ και κάτω εύκολο το ταξίδι. Ωστόσο, ο Γέρακας, που ήταν το επόμενο λιμανάκι και που δεν απείχε πολύ, ήταν τόσο ευλίμενος, όσο ίσως κανένα άλλο λιμάνι σε όλη την Ελλάδα και τα νησιά. Προστατευμένος από όλους τους αέρηδες, ο πολυδαίδαλος αυτός όρμος, μας υποδέχτηκε εν πλήρη ηρεμία κι εμείς πάλι στο κατάστρωμα στρωμένοι, καμαρώναμε μίαν ακόμα υπέροχη ομορφιά της χώρας μας, άγνωστην στους πολλούς, κρυμμένη καλά εκεί στην υπέροχη ακτή της Λακωνίας, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από την Ρηχιά, το μοναχικό αυτό πετροχώρι στις παρυφές του Πάρνωνα, που έβγαλε πολλούς σπουδαίους Έλληνες της διασποράς, μέχρι και γερουσιαστή στους Αμερικάνους να πούμε. Κι εδώ η διαδικασία ήταν γρήγορη και το ξεφόρτωμα των ολίγων επιβατών έγινε μάνι-μάνι. Αλλά να που από εδώ και κάτω θα άρχιζαν τα δύσκολα πράγματι. Διότι , ώσπου να βγούμε από την φιλικότατη αυτή αγκαλιά του Γέρακα, ο καιρός ήδη είχε δυναμώσει, το «Μυρτιδιώτισσα», μόλις ξεπρόβαλε πάλι στο Μυρτώο κι αναδιάσαμε σχετικά κοντά μας πια τον ιστορικό αυτόν βράχο με το τρομερό του κάστρο, την Μονεμβασιά, που κουβάλαγε ιστορία και πολιτισμό πολλών πολλών αιώνων, λές κι ο Σιρόκος ξεσηκώθηκε από την ομορφιά της κοπελιάς και άρχισε τον μπάλο πάνω στα κύματα, σαγηνευτικά χόρευε μαζί τους και το παπόρι κι όλο πλησίαζε την ευμορφιά εκείνη στην ακτή της Επιδαύρου Λιμηράς. Δεν ήταν και πολύ μακριά η Μονεμβασιά λοιπόν και στο βορεινό της λιμάνι εύκολα πλησιάσαμε , γιατί ήταν εντελώς κι αυτό απάνεμο στον Σιρόκο. Η ώρα είχε φτάσει πια στο σούρουπο κι ο Ήλιος είχε χαμηλώσει, ίσα-ίσα είχε κατέβει κάτω από τα βαριά σύγνεφα που έσερνε μαζί του ο νοτιάς κι ένα απερίγραπτης ωραιότητας ουράνιο τόξο είχε στεφανώσει ολόγυρα την Μινώα Άκρα, τον βράχο με το κάστρο της Μονεμβασιάς δηλαδή, όπως ήταν η αρχαία του ονομασία, της μυθικής αυτής γωνιάς της Ελληνικής γης, της πατρώας γης του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Αυτό το ηδύ φέγγος του δειλινού, πόσο κάλλος προσδίδει στις βουνοκορφές και στις θάλασσες της Ελλάδας! Απολαμβάνοντας αυτή την σπάνιας ομορφιάς εικόνα, αριβάραμε σύντομα σχετικά κι από την Μονεμβάσια , σκοπός μας τώρα να παρακάμψουμε τον Μαλέα, εδώ αναμένονταν, ως συνήθως άλλωστε, τα μεγάλα ζόρια στο όλον ταξίδι μας, αφού από την αρχαιότητα ήταν γνωστά τα θηρία που παραφύλαγαν να πνίξουν όσους επιχειρούν να παρακάμψουν τον βράχο του Καβομαλιά. «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε» , έλεγαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, καθώς γράφει ο Στράβων, ξέχνα τους δικούς σου έλεγαν δηλαδή, διότι ή που θα σε πνίξει στον πηγαιμό ή που θα σε φοβερίσει τόσο που δεν θα τολμήσεις να ξαναγυρίσεις πίσω. Αλλά εμείς δεν λέγαμε επιλάθου, εμείς ανυπομονούσαμε να τον κάμψουμε για να φτάσουμε στην αγαπημένη μας νήσο και να αγκαλιάσουμε ξανά τους λατρεμένους μας οίκαδε που είχαμε αφήσει πίσω μόνους. Όμως το θρυλικό ακρωτήρι, η φοβερή αυτή απότομη απόκλιση και κατακρήμνιση του Πάρνωνα στον βυθό των διασταυρούμενων εκεί θαλασσών, του Αιγαίου, του Μυρτώου και της θάλασσας των Κυθήρων, δεν φαινόταν διατεθειμένο να μας αφήσει εύκολα να φτάσουμε στην από κει μεριά του. Μόλις ανοιχτήκαμε πάλι στο πέλαγος, ο χορός δεν ήταν πια μπάλος, μα ένα βαρύ κι ασήκωτο ζεμπέκικο τώρα, μια δεξιά και μιαν αριστερά, χάμω απότομα κι ύστερα σάλτο στα ουράνια, να τραντάζει όλο το κορμί του παποριού, να ζαλίζει το τσερβέλο το δικό μας και την ψυχή να ταλανίζει, να ζει κανείς ή να μην ζει μέσα στην τόση αντάρα!
Με μερικούς πιο τολμηρούς προσπαθήσαμε να βγούμε από το σαλόνι και να κοιτάξουμε αν φαίνεται καμιά ρανίδα φωτός, καμιά πετρελαιόλαμπα αναμμένη στα Βελανίδια, ήδη ήταν νύχτα πια και θα την ξεχωρίζαμε κι, αν βλέπαμε πως ξεπερνάμε τα Βελανίδια , θα παίρναν οι ψυχές μας τ’ απάνω τους, αφού σε όλα μας τα ταξίδια, αυτό το γραφικότατο χωριό στη βόρεια πλαγιά του ακρωτηρίου, το κοντινότερο στο φανάρι το ξακουστό του Καβομαλιά, ήταν για μας το σημάδι πως κοντεύει το βάσανο, πως λίγο ακόμα θα κουνηθούμε κι ύστερα θ’ απαγκιάσουμε από την μέσα μεριά, θα κόψουμε δρόμο προς τα Βάτικα, τα στοιχειά, που λέει ο Καρκαβίτσας πως αυτά κάνουν τις φουρτούνες του Καβομαλιά, θα τα ξεπερνούσαμε κι άντε, τι ήτανε μετά; μιας βαρκάδας θάλασσα θα ήταν το μετά, για να φτάσουμε και να ακουμπήσουμε στα αρμυρά της Αγίας Πελαγίας και του Καψαλιού και στα ζεστά των σπιτιών μας. Αυτά όμως ίσχυαν όταν ήταν Βοριαλάδα. Σαν ασήκωνε τους γίγαντες του ο Νοτιάς ήταν πολύ πιο ζόρικα τα πράγματα, γιατί, με το που θα καβαντζάραμε τον Κάβο, η φουρτούνα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη στην από εκεί μεριά, έτσι γίνεται πάντα με τον Νοτιά ή τον Σιροκογάρμπη. Και να που σήμερα είχε βιαστεί τελικά ο Νοτιάς και πολύ πριν από τις προβλέψεις της μετεωρολογικής, τον είχε πάρει και τον είχε ασηκώσει κι η φουρτούνα, όσο πλησιάζαμε προς τον Κάβο, τόσο δυνάμωνε και σαν καλαντάρα το επάαινε πέρα πόδε το παπόρι.
Ο τεράστιος μαύρος όγκος του βουνού που κατέβαινε στην θάλασσα, έμοιαζε, μέσα στο άγριο σκοτάδι που είχε πέσει, σαν ένας πανάρχαιος σαρκοφάγος δεινόσαυρος, που άνοιγε το στόμα του να καταπιεί μας καταπιεί, μαζί με το πλεούμενο, φόβος και τρόμος μας έπιανε καθώς βλέπανε ο δυνατός άνεμος να το σπρώχνει απότομα προς την στεριά, δεν ήθελε και πολύ να μας πετάξει πάνω στα άγρια βράχια, να μας τσακίσει και να μας καταποντίσει στους βυθούς, να συντροφεύουμε πόσους και πόσους άλλους άραγε που ανά τους αιώνες κράτησε στα σπλάχνα της η θάλασσα, γένος θαλάσσιο βλέπεις οι Έλληνες, στη δόξα της στήριξαν την ισχύ τους, μα και τους πειρατές των αιώνων εκείνη τους κουβάλησε στις ζωές τους και τις ρήμαξε. Έξαφνα ένα τεράστιο κύμα κουκούλωσε την κουπαστή και μας έσπρωξε να μπούμε όλοι μέσα στο σαλόνι πάλι, μαζί με μας μπήκαν και νερά, ένας κρύος τρόμος άρχισε να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας και μέσα στις ψυχές μας. Πολύ περισσότερο όταν κάποια στιγμή ακούσαμε το λοστρόμο να φωνάζει «Παναγία μου»! και ν’ ανεβαίνει στη γέφυρα τρομοκρατημένος. «Γύρνα το πίσω καπετάν Σπύρο, θα μας πνίξει ο Καβομαλιάς» του εφώναξε και όλοι μας εχάσαμε τότε τη φωνή μας. Πάνε τα γέλια και τα αστεία μας, πάει η χαρά του προορισμού μας, μαύρα φαίνονταν τώρα όλα μέσα στην άγρια νύχτα, κάτω από την καταρρακτώδη βροχή που πλάκωσε κι αυτή κι άρχισε να μας υδροβολεί συνάμα με το κύμα. Στο σαλονάκι έντρομοι όλοι μας κρατιόμασταν ο ένας από τον άλλον, μα δεν τα καταφέρναμε να μείνουμε σταθεροί και όρθιοι, όπως έτρεχαν οι καρέκλες και τα τραπεζάκια από την μία γωνία στην άλλη, σχεδόν έτσι πηγαίναμε και εμείς, έτριζαν οδυνηρά τριγύρω μας τα ξυλάρμενα και ο κορμός του πλοίου, αλλά και μέσα μας έτριζε ο φόβος τα συθέμελά μας. Οι κοπέλες που στην αρχή ξεφώνιζαν κραυγές τρόμου και παρακαλετά στην Μερτιδιώτισσα, τώρα έκλαιγαν σχεδόν σιωπηλά και τα πρόσωπά τους ήταν τόσο ωχρά, όσον ο λαιμός του κοκκινολαίμη. Μα και τ’ αγόρια δεν ήμασταν καλύτερα. Χειρότερος όλων εγώ, που με έπιανε με το παραμικρό η θάλασσα, φανταστείτε τώρα , μέσα σε τούτον τον θαλάσσιο ορυμαγδό, μαζί με τον απέραντο φόβο, με είχε καταβάλει και η φοβερή ναυτία, που χωρίς να έχω τίποτα πια στο στομάχι μου, εκείνη συνέχιζε το έργο της, λες και ήθελε εντέλει να απορρίψει στη θάλασσα τα σωθικά μου. Παραπαίοντας βγήκα έξω ξανά, μήπως , αν με χτυπούσε η αλμύρα κι ο μπουχός της θάλασσας , θα συνερχόμουν λιγάκι. Κρατώντας διχερίς την κουπαστή με κατάβρεχαν από την μια η βροχή, από την άλλη η θάλασσα, παπί είχα γίνει, κρατιόμουν δυνατά από έναν αρμό και κοίταζα με τρόμο τα όσα είχαν συντρέξει τόσο γρήγορα και είχαν μετατρέψει τόσο γοργά την χαρά του ταξιδιού, σε αβυσσαλέο τρόμο του θανάτου, του υγρού τάφου που ανοιγότανε μπροστά μας, αλίμονο, πάνω στο άνθισμα της ζωής μας. Θεέ μου τι είναι τούτο που αντικρίζω! Η πλώρη ανέβαινε όρθια ξαφνικά και αιωρείτο στο μεταίχμιο μεταξύ του φωτός και του σκότους, φαινόταν σαν να αγγίζει την χαμηλοσυννεφιά που ιλιγγιωδώς την έτρεχε ο Σιρόκος αντίθετα προς την δική μας πορεία και ξαφνικά πάλι, όταν το κύμα λάκωνε και χαμήλωνε προς την άβυσσο, έπεφτε απότομα και πλατάγιζε πάνω στους αγριεμένους αφρούς, σείονταν και ταλαντευόταν όλο το σκαρί, ώρα την ώρα έλεγες θα σπάσει, θα κοπεί στην μέση και θα μας καταπιούν τούτοι οι αφάνταστα άγριοι γίγαντες του Καβομαλιά και οι τιτάνες του κάτω κόσμου. Η προπέλα ξενέριζε όταν βυθιζότανε η πλώρη μπροστά κι ο άγριος θόρυβος που έκανε, αρμαγεδώνας λες κι ερχόταν κατά πάνω μας για να μας αφανίσει. Ένας ισχυρός ήχος, σαν έκρηξη ακούστηκε και την ίδια στιγμή σβήσανε όλα τα φώτα μες στο πλοίο. Ως φαίνεται σταμάτησε να δουλεύει η ηλεκτρική του. Κι αν σβήσουν κι οι άλλες του μηχανές; Ω άβυσσος, πόσο κοντά μας είσαι! Τι μέρμηγκας που είμαι ομπροστά στις ακατανίκητες δύναμες της Φύσης, σκεφτόμουνα! Πίστεψα, τέλος, ότι βυθιζόμαστε και τότε , σαν αστραπή πέρασε όλη η ζωή μου από το νου μου κι όλες μου οι αγάπες από την ψυχή μου, αλίμονο, δεν θα ξανά τους δικούς μου, δεν θα βρω καν τάφο στη στεριά, δίπλα στους άγιους προγόνους, τα δάκρυα μου ενώθηκαν με την τυφλή πλημμύρα.
«Όρτσα τα ομπρός οπίσω» άκουσα ξαφνικά τον καπετάνιο να φωνάζει κι αμέσως ένοιωσα το πλοίο να στρίβει προς τα αριστερά, να ανοίγεται προς το πέλαγος κατά την Μήλο μεριά και να προσπαθεί να στρίψει, να γυρίσει πίσω πάλι προς την Μονεμβασιά. «Στην πρύμνη φέρτον , Μήτσο, ζόρι-ζορινά, δεν τον αφήνω να μας πνίξει τον καργιόλη», άκουσα αγριεμένο κι αθυρόστομο τον καπετάνιο να φωνάζει στον τιμονιέρη , να βρίζει τον βρωμιάρη τον καιρό και πάνω εκεί που έστριψε το πλοίο στη μισή στροφή, καθώς τα μακρόσυρτα θεόρατα κύματα του Νοτιά το χτύπησαν κάθετα στο δεξιό πλευρό του, το σώμα του δίπλωσε εντελώς, η αριστερή του κουπαστή ήρθε οριζόντια παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας, «Άγιε Νικόλα βόηθα με!» άκουσα τον καπταν Σπύρο να ουρλιάζει, το πλοίο παλαντζάρισε κι έκλεινε απότομα προς την δεξιά πλευρά τώρα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο από τον αρμό, έπεσα χάμω, Θεέ μου πάω είπα μέσα μου, μα ευτυχώς, δεν με άρπαξε το κύμα, ζούσα ακόμη, ω ευτυχία της ζωής! τι τρομερή χαρά η επιστροφή απ’ τον Άδη! Το πλοίο ταλαντώθηκε δυνατά δεξιά – αριστερά ακόμα μερικές φορές, διπλάρωνε εντελώς πάνω στο κύμα, μα τα κατάφεραν οι ήρωες ναυτικοί μας, σαν φέραν τον καιρό από πρύμνη, άρχισε πια να πλέει σταθερά, πολύ πιο υποφερτά από πριν οπού τον είχε κόντρα. Το «Μυρτιδιώτισσα» είχε κερδίσει στο άγριο του πάλεμα με όλα τα θεριά και τα στοιχειά του Καβομαλιά, με τις φοβερές δυνάμεις της θάλασσας και των ανέμων. Κι εμείς κερδίσαμε παράταση ζωής, λίγο ήταν να την χάναμε εκεί καρσί από το νησί, ένα σάλτο πριν από την ευτυχία μας.
Ανέβηκα στην γέφυρα, όλο το πλήρωμα ήταν μαζεμένο εκεί, γονατιστό μπροστά στο εικόνισμα του Άη Νικόλα. Κατέβηκα στο σαλόνι ξανά. Όλοι οι επιβάτες ήταν ίσκιοι από τα τάρταρα φερμένοι. Μα η ζωή συνεχιζόταν και σε τρία τέταρτα περίπου, το παπόρι έπιασε ξανά στον απαγγερό όρμο της Μονεμβασιάς. Επιτέλους , πιστέψαμε ότι σωθήκαμε. Η Σιροκάδα σεβάστηκε τα νιάτα μας και δεν μαυροφόρεσε τους δικούς μας.
Σχεδόν τρεις μέρες κράτησε η αγριάδα αυτή. Οι Μονεμβασιώτες μας φέρναν με τις βάρκες απ’ όλα τα καλά, μελομακάρουνα, τηγανίτες και ρακόμελα, μα και μεζέδες και κρασιά δικά τους, νέκταρ κι ότι μπορούσαν οι καλοί γειτόνοι κι εμείς είχαμε πάρει πάλι τ’ απάνω μας κι είχαμε αρχίσει πάλι τα αστεία μας, «ρε σεις, έλεγε ο Τζέκος, ανέ μας έβλεπε πως βουλιαμπλέγαμε ο χωριανός μου ο Κλάρος, όπως τότε που εκράτειε την εφημερίδα ανάποδα κι είδε στην φωτογραφία το παπόρι μπρούμυτο και τον καπνό του προς τα κάτω, τα ίδια θα έλεγε, αν τον ρωτούσανε ίντα νέα; Αλίμονο! Αλίμονο, ένα παπόρο πήγε σύψυχο στον πάτο κι ο καπνός του στ’ άνταφα!». Κι ο Ταμπακάς, που είχε αφήκει την πρέφα στη μέση, απάνω που τους έπαιρνε από πεντακόσια καπίκια του καθενού, ξαναρχίνηξε από την αρχή και δύο μέρες επολέμα με τον Δαμιανό και τον Γρηγόρη, να τσοι ζαλίσει και να τους πάρει άλλα τόσα, αλλά ναι δα, τα άτιμα κορμία είχανε εκπαιδευτεί με την ναυτία και δεν εζαλιζόντουσαν πλέα, ίσα καράβια ίσα νερά ήρθανε μετά από σαράντα οχτώ ώρες παιχνίδι δικηγόρος με μαθηματικούς.
Να μην σας τα πολυλογώ, μετά από εκείνο το μεγάλο παλετείο με τα φοβερά στοιχειά του Καβομαλιά, έκαμε ο Θεός και ο καιρός μαϊνάρισε και παραμονή Χριστουγέννων πια, αργά το βράδυ, έστρωσε καλά ο αέρας και το Μερτιδιώτισσα συνέχισε και έκαμε το επόμενο κομμάτι, Νεάπολη, Ελαφόνησος, Αγία Πελαγία, Καψάλι και στο Καψάλι ξεμπαρκάραμε οι μεσαρίτες, σχεδόν ξημερώματα πλέα Χριστούγεννα του σωτηρίου έτους 1972, και το παπόρι, την ευκή μας να έχει, συνέχισε στα συνηθισμένα του, Πόρτο Κάγιο- Άγιο Κυπριανό- Σολοτέρι -Κότρωνα- Γύθειο κι εγώ πήρα τον Κράλη από το λιμάνι να με πάει με το ταξί του στους δικούς μου, στο μοναστήρι που , πού αλλού, εκεί θα ήντουσαν τέτοια ώρα οι δικοί μου κι όταν εσώναμε πια, λίγο πιο κάτω από τον σταυρό στο πρόβγαλμα, μέσα στην νύχτα, να και ηύραμε και την μάνα μου στο δρόμο, ω Παναγιά μου, χάμω ήτανε, επάαινε, αξημέρωτα Χριστούγεννα, κωλοσυρτή στα Μερτίδια επάαινε, κάνα τάμα θα το είχε ως φαίνεται, για ποίονε; Ποίος ξέρει; Εκόντεψε να ξεραθεί, όταν με είδε ζωντανό, να την αρπάζω και να την λιώνω ανάμεσα Καβομαλιά και Κάβο Ματαπά, στ’ ακρωτήρια μου, τα δυο χέρια μου. Εκείνη την ώρα η καμπάνα στα Μερτίδια εχτύπαε Χριστούγεννα και η καρδία μου εχτύπαε αθανασία…
γιώργης π. κ- δρυμωνιάτης