ΑΓΑΛΛΙΟΣ: Παλαιό παρωνύμιο των Κυθήρων με παρουσία σε τρία τουλάχιστον χωριά, αλλά και στην Κυθηραϊκή διασπορά. Η πρώτη εμφάνιση του παρωνυμίου είναι στο χωριό Σταθιάνικα, στο οποίο αναφέρεται και η συστηματική κατοίκηση της οικογένειας από την οποία άλλωστε παίρνει και το όνομά του ο οικισμός περίπου στις αρχές του 18ου αι. χωρίς να είναι γνωστή η ονομασία του παλαιότερα. Εκεί εμφανίζονται οι Αγαλλίοι, κλάδος των Στάθη, που είναι παλαιά και ισχυρή οικογένεια στα Κύθηρα και αργότερα εγκαθίστανται στη Χώρα και στα γειτονικά Φράτσια. Ο κλάδος της Χώρας καθίσταται πολύκλαδος αργότερα και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα, καίτοι το παρωνύμιο εκεί δεν εμφανίζεται πλέον παρά σε ελάχιστες οικογένειες στη διασπορά. Το παρωνύμιο έχει αφήσει και τοπωνυμικά ίχνη, αφού αναφέρεται και σε τοπωνύμιο. Ετυμολογικά έχει την προέλευσή του στο σπάνιο βαφτιστικό Αγαλλία (και Αγαλία), είτε εξ αιτίας ισχυρής μητρικής παρουσίας, είτε για διαχωρισμό από άλλους ανθρώπους με το ίδιο επώνυμο και όνομα, κάτι πολύ συνηθισμένο στο νησί.
ΚΑΚΚΑΒΟΣ: Τοπωνύμιο στην περιοχή των Βιαραδίκων-Μητάτων και πλησίον του νέου δρόμου που συνδέει τα Βιαράδικα με το δρόμο της Παλιόπολης κοντά στους πρόποδες του Παλιόκαστρου. Το σημείο έχει πολλά νερά και η γεώτρηση εκεί τροφοδοτεί σταθερά το δίκτυο. Ίδιο τοπωνύμιο υπάρχει και στην περιοχή του Ποταμού απέναντι από την Παλιόχωρα, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό πέραν όσων έχουν εκεί περιουσίες. Το τοπωνύμιο είναι παλαιό και σημαίνει το λέβητα, το καζάνι που βράζει νερό ή τη μαγειρική χύτρα. Συνηθίζεται για τοπωνύμια, τα οποία μοιάζουν με χύτρες, ενώ είναι γνωστό από τα ελληνιστικά χρόνια, όπου κακκάβη (ή κακάβη ή κάκαβος) ήταν η τρίποδη χύτρα. Υπάρχει και άλλη έννοια της λέξης, καθώς κάκκαβος και κακάβη αναφέρεται και η πέρδικα, οπότε για το συγκεκριμένο τοπωνύμιο δεν μπορούμε να πούμε με ασφάλεια αν ονομάστηκε από κάποιο σχήμα σαν χύτρα ή γιατί εκεί σύχναζαν πέρδικες, κάτι που είναι εξίσου πιθανόν.
ΚΑΚΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΚΝΙΑΝΙΚΑ: Παρωνύμιο γνωστό από τις αρχές του 18ου αι. πιθανόν δε και παλαιότερο. Το έφερε κλάδος της οικογενείας Καστρίσιου από τα Καστρισιάνικα, όμως είναι γνωστό ότι σε παλαιότερες εποχές οι μετακινήσεις των οικογενειών μέσα στο νησί ήταν συχνές και οι σημερινές τους εστίες σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καμία σχέση με αυτές παλαιότερων εποχών. Το αναφέρουμε αυτό, καθώς έξω από τον Ποταμό και κοντά στο Βυζαντινό ναό των Αγίων Νικολάου και Σάββα η περιοχή ονομάζεται και Κακνιάνικα ή Κακινιάνικα (που είναι παραφθορά του πρώτου) και αναφέρεται σε συμβόλαια επίσης από το 18ο αι. Δεν είναι γνωστό αν το τοπωνύμιο αυτό ονομάστηκε από τους συγκεκριμένους Καστρίσιους-Κακνήδες, καθώς δεν έχει εντοπισθεί κατοίκησή τους εκεί, χωρίς να αποκλείεται παλαιότερα ή το παρωνύμιο το είχαν και άλλες οικογένειες με άλλο επώνυμο, κάτι που δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο στα Κύθηρα. Ετυμολογικά δεν είναι γνωστό τι σημαίνει το παρωνύμιο αυτό. ( Δεν φαίνεται να έχει σχέση με το κάκανον=χάχανο, χωρίς να αποκλείεται).
ΚΑΛΑΜΑΓΡΟΣ: Τοπωνύμιο στα Δυτικά των Κυθήρων, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλη έκταση. Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται και ως Καλαμαύρος και δεν είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τη σωστή εκφορά, καθώς χάνεται στο χρόνο. Μάλλον σωστό είναι το πρώτο και έχει ετυμολογική προέλευση το ομώνυμο φυτό, το οποίο αποτελεί ενοχλητικό ζιζάνιο στα περιβόλια και θεωρείται ένα από τα χειρότερα στις καλλιέργειες. Η συνήθης ονομασία του είναι μουχρίτσα, (μοιάζει με μικρό καλάμι στο φύλλωμα και μάλλον εξ αυτού και η ονομασία Καλαμάγρος) η οποία διατηρεί τη βλαστική της ικανότητα για 13 χρόνια και για το λόγο αυτόν δεν εξοντώνεται εύκολα.
ΠΟΝΗΡΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Χάρου στο Μανιτοχώρι. Η οικογένεια κατοικούσε στο Δυτικό άκρο του αραιοκατοικημένου οικισμού περίπου κάτω από τον ορεινό όγκο του βουνού της αγίας Ελέσας. Από το παρωνύμιο Πονηρός, ο σπιτότοπος της οικογένειας, αφού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί οικισμός, ονομάστηκε Πονηριάνικα. Οι τελευταίοι κάτοικοι του οικισμού ζούσαν εκεί μέχρι το β’ μισό του περασμένου αιώνα, ενώ ένας κλάδος βρισκόταν στη Χώρα. Το παρωνύμιο δεν έχει καμία δυσκολία ετυμολογικής προσέγγισης και δεν αναφέρεται πριν το 19ο αι ή τουλάχιστον δεν έχουμε εντοπίσει σχετική αναφορά. Σε παλαιά συμβόλαια αναφέρεται οικογένεια με το παρωνύμιο Πονηρός στο Βόρειο τμήμα των Κυθήρων, για την οποία δεν έχουμε προς το παρόν επαρκή στοιχεία για να κάνουμε αναφορά.
ΓΑΜΠΡΙΝΟΣ: Παρωνύμιο, το οποίο το συναντούμε και ως Γαμπρινός και Γκαμπρίνος. Ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο το 18ο αι. και αργότερα, είναι όμως παλαιότερο, αφού έχουμε πολλές αναφορές ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Το έφεραν κάτοικοι από τις Αλεξανδράδες και τα γύρω χωριά με το επώνυμο Κομηνός. Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γαμπρός από το οποίο προέρχεται. Σήμερα δεν αναφέρεται πια, καθώς απόγονοι των οικογενειών που το έφεραν έχουν προσκτήσει άλλα παρωνύμια και αναφέρονται σε γειτονικά χωριά και στη διασπορά.
ΚΟΝΤΡΑΔΙΤΗΣ: Ένα σπάνιο και ξεχασμένο σήμερα παρωνύμιο, όχι όμως πολύ παλιό, αφού έχουμε αναφορά του στις γραπτές πηγές από το 1800. Στον κατάλογο με τους πρωταιτίου της εξέγερσης των χωρικών το 1800 αναφέρεται ένας Νικόλαος φατσέας –Κοντραδίτης από το χωρίο Φατσάδικα. Το παρωνύμιο έχει ετυμολογική προέλευση την λέξη κόντρα και κοντράδι και από το τελευταίο Κοντραδίτης. Κόντρα και κοντράδι σημαίνει το άγονο χωράφι, αυτό που δεν είναι αποδοτικό και είναι δύσκολα καλλιεργήσιμο. Σήμερα το παρωνύμιο έχει διασωθεί σε μικροτοπωνύμιο στη θέση Κάμποι κοντά στην Κομπονάδα και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ένα τοπωνύμιο (Κοντράδι) γίνεται αφορμή για να γεννηθεί ένα παρωνύμιο (Κοντραδίτης) και αυτό με τη σειρά του να δημιουργεί ένα ακόμη μικροτοπωνύμιο (Κοντραδίτης) από παρωνύμιο ασφαλώς του κατόχου της γης. Σημειώνουμε ότι εκατοντάδες παρόμοια μικροτοπωνύμια έχουν χαθεί από τις μνήμες των ανθρώπων, ειδικά τα τελευταία χρόνια που σταμάτησε η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία.
ΞΕΓΑΤΖΑΡΟΣ: Για το παράξενο αυτό παρωνύμιο γράψαμε το 2015 μία εκδοχή της απόκτησής του. τώρα, ο εκ των απογόνων της οικογενείας, Νικ. Κομηνός-Ξεγάτζαρος μας έστειλε μία διαφορετική εκδοχή την οποία και παραθέτουμε:
Η ιστορία για το παρωνύμιο αυτό πάει πίσω στο 1890, οπότε ένας Νικ. Κομηνός με το παρωνύμιο Παταλαδάς (εξ αιτίας της επεξεργασίας του λαδιού και των υπολειμμάτων του, που παρασκεύαζε σαπούνι) καθόταν με τον πατέρα του σε δύο μεγάλους πάγκους δίπλα στο δρόμο πίνοντας ρακή και παρακολουθώντας ένα αγώνισμα της εποχής, τους «αμάδες», που ήταν ένα είδος μπόουλιγκ θα λέγαμε. Για μπάλες χρησιμοποιούσαν τις οβίδες από τα ενετικά κανόνια, που ήταν άφθονα στα κάστρα.
Κάποιοι νεαροί που κάθονταν κοντά τους έπεσαν πάνω τους έχοντας όρεξη για καυγά. Τότε ο παραπάνω αναφερθείς Νικ. Κομηνός καταφέρνει να τους ξεφύγει και φώναξε στον πατέρα του:
-«Εγώ εξεγατζάρισα, εσύ να δούμε!»
Από τότε η λέξη έμεινε ως παρωνύμιο, την κληρονόμησαν και τα επτά παιδιά του πρώτου αυτού Ξεγάτζαρου και τώρα οι απόγονοί τους, από τους οποίους ένας έχει δώσει και το όνομα αυτό στη γνωστή ταβέρνα που διατηρεί στο νησί.
ΤΟΥΡΤΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Κασιμάτη των Καρβουνάδων, το οποίο αναφέρεται από το 18ο αι. ίσως μάλιστα να είναι ακόμη παλαιότερο. Το παρωνύμιο δεν είναι γνωστό ποίας ετυμολογίας είναι, πιθανόν όμως να είναι επαγγελματικό και να σημαίνει αυτόν που κατασκευάζει τούρτες. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λατινική λέξη torta, που σημαίνει είδος πίτας και από αυτό είδος γλυκού. Άρα στα Κύθηρα πρέπει να έφθασε από τους Ενετούς η λέξη και από αυτήν το παρωνύμιο, το οποίο δημιούργησε το μικροτοπωνύμιο Τουρτάδικα, περιοχή της Καρβουνάδας, στην οποία κατοικούσε η οικογένεια Κασιμάτη-Τουρτά στην πλευρά προς το Κεραμουτό. Για μικρό χρονικό διάστημα ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος πρέπει να βρισκόταν σε κτήματα της οικογένειας, έγινε ένας ενοριακός ναός στην Καρβουνάδα (ο τρίτος μετά τον Άγιο Γεώργιο των Μαρσέλων και την Παναγία των Κασιμάτη, που βρισκόταν στην Κάτω Πλατεία και σήμερα έχει κατεδαφισθεί). Αργότερα οι Τουρτάδες διασπάστηκαν σε άλλους κλάδους με διαφορετικά παρωνύμια, με αποτέλεσμα το Τουρτάς να έχει χαθεί σήμερα, ενώ ελάχιστοι ίσως να γνωρίζουν ακόμη το σχετικό τοπωνύμιο.