Τρέχοντας παράλληλα με τον Αραχθο ποταμό και την οροσειρά της Πίνδου η Ιόνια Οδός μάς ταξιδεύει στο Ελληνικό των Ιωαννίνων, όπου ο διάσημος γλύπτης Θόδωρος Παπαγιάννης ξαναζωντάνεψε με τα έργα του το παλιό του σχολείο, στη συγκλονιστική χαράδρα του Αράχθου, στους Καλαρρύτες και στο Συρράκο
Η Ιόνια Οδός και ο ποταμός Αραχθος τρέχουν παράλληλα με την οροσειρά της Πίνδου και οριοθετούν μια επικράτεια όπου τα σημεία της φύσης, της Ιστορίας και της Τέχνης διηγούνται ένα συναρπαστικό αφήγημα, σαν τη βουή του γλυκού νερού επάνω στα λειασμένα από την επιμονή του χαλίκια ή το πέρασμα του αέρα μέσα από τις βελονοειδείς φυλλωσιές των κωνοφόρων.
Μπορεί η φύση εδώ να είναι δυναμική, αλλά την καλή ενέργεια στο αφήγημα τη βάζουν οι άνθρωποι με τα χέρια τους, αλλά κυρίως με τον νου και την καρδιά τους.
Ολα τα αφηγήματα στους δύσκολους τόπους σαν την Ηπειρο αρχίζουν και τελειώνουν με αέναες αναχωρήσεις και επιστροφές. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν στον φτωχό από υλικά αγαθά τόπο για να φύγουν, αλλά πάντα επιστρέφουν κρατώντας δώρα. Οπως ο διακεκριμένος γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης.
Μπορεί να δίδαξε γενιές γλυπτών στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, να πήρε μέρος σε πλήθος συμποσίων γλυπτικής, ο «Μαραθώνιος», το κολοσσιαίων διαστάσεων έργο του να στήθηκε στο πολυσύχναστο αεροδρόμιο του Σικάγου, αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε το μεγάλο όνειρό του.
Το μεγάλο όνειρό του ήταν να ζωντανέψει τον κλειστό, πλέον, λόγω έλλειψης παιδιών, δεύτερο όροφο του Δημοτικού σχολείου όπου πήγαινε κι εκείνος, στο Ελληνικό Ιωαννίνων.
Εκεί στέγασε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεόδωρος Παπαγιάννης και το γέμισε με έργα του, αλλά και με φωνές παιδιών από όλα τα σχολεία της Ηπείρου που έρχονται να δουν, μεταξύ των άλλων, μια γλυπτική ανασύνθεση ολόκληρης της τάξης –του δασκάλου, των μαθητών, των θρανίων, του πίνακα, των πλακών με το κοντύλι– την εποχή που ο δημιουργός πήγαινε σχολείο.
Και τα γλυπτά βγαίνουν έξω στο προαύλιο του σχολείου –στο γρασίδι σέρνεται ένα τεράστιο φίδι από μέταλλο– και παίρνουν τον δρόμο για το φημισμένο, βασιλικό μοναστήρι της Τσούκας, κατά μήκος της διαδρομής των τριών χιλιομέτρων από το Ελληνικό μέχρι την περίβλεπτη μονή.
Από εδώ οι πλαγιές απελευθερώνονται και τρέχουν, κατάφυτες, και σταματούν ξαφνικά στο χείλος της αβύσσου, ψηλά πάνω από τον Αραχθο. Οπως συμβαίνει και με το μοναστήρι, το πιο δημοφιλές προσκύνημα της Ηπείρου, που σταματά ένα βήμα πριν το χάος των βαθιών χαραδρών.
Αυτή η συγκλονιστική θέα της χαράδρας του Αράχθου σε αυτό ακριβώς το σημείο, αλλά από το ύψος των 22.000 ποδών, από το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου που πετούσε για τα Γιάννενα, έχει εντυπωθεί στον νου μου ως ένα από τα πιο ισχυρά νεύματα ομορφιάς και δέους που μου έχει κάνει ποτέ η Γη.
Προσομοίωση αυτής της θέας αντικρίζει ο περιηγητής που θα διαβεί το πορτόνι, πίσω από το Ιερό του Καθολικού, και θα κάνει μερικά βήματα μέχρι το θεαματικό μπαλκόνι στην άκρη του γκρεμού, στην αγκαλιά των απότομων πλαγιών των ψηλών βουνών. Μόλις πριν από λίγο είχε βρεθεί μέσα στη μαγεία και το ταξίδι που σε υποβάλλει ο βυζαντινός κόσμος ο οποίος είναι αριστοτεχνικά ιστορημένος στο κατάγραφο από τοιχογραφίες Καθολικό.
Κτίστηκε, λένε, η μονή από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Αγγελο, το 1190, και όπως συνήθως συμβαίνει με τα παλαιά μοναστήρια, διαδραμάτισε ξεχωριστό πνευματικό και εθνικό ρόλο στην Ιστορία. Το Καθολικό στο μέσο της αυλής, που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, είναι συχνά τυλιγμένο με κερωμένους σπάγκους, συνηθισμένα αφιερώματα και ισχυρή εκδήλωση πίστης εδώ στην Ηπειρο, που πάντα περίσσευε για τον Θεό και για τον άνθρωπο.
Χρειάζεται μεγάλη πίστη και δίψα για ζωή και προκοπή για να ξεκινάς από τις κορυφές των Τζουμέρκων με τα άλογα και να «αλωνίζεις» την Ευρώπη εμπορευόμενος. Και εμπορευόμενος, εκείνη την εποχή, σήμαινε ταξιδιώτης, ευλογημένος από τη μοίρα να γνωρίσει τις πόλεις και τις σκέψεις πολλών ανθρώπων και να μάθει.
Για αυτό οι Καλαρρύτες και το Συρράκο -όπως και το Ζαγόρι- είναι τόσο ιδιαίτερα χωριά, με πετροπελεκητά αρχοντικά, σκηνικό ευημερίας και προόδου μέσα στην απομόνωση, που ακόμη και σήμερα, ο αμαξιτός δρόμος που φτάνει ως εκεί είναι δυσκολοδιάβατος.
Αλλά για εκείνους απομόνωση σήμαινε ησυχία για να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους, να υφαίνουν τις κάπες της στρατιάς του Ναπολέοντα στο Συρράκο ή να πεταλώνουν μικροσκοπικούς ψύλλους που σμίλευαν οι ασημουργοί του Αλή Πασά για να τους παραβγούν στην τέχνη τους.
Αυτή η ευλογία των ταξιδιών, όπως και οι λιθοδομές, που μοιάζουν τόσο στέρεες σαν κάστρα, πάνε πολύ πίσω, μέσα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, οι οποίοι διάλεξαν να μένουν μέσα στην ατέρμονη ομορφιά, που, όμως, τότε, σήμαινε φτώχεια ή αλλιώς παρακίνηση για να φανταστείς διεξόδους.
Στο Ορραον, έναν χαμένο στην ερημιά αρχαιολογικό χώρο με έντονη την ατμόσφαιρα της εξερεύνησης, στέκουν ακόμη οι πιο τέλειες αρχαίες λιθοδομές, αλλά και το πνεύμα της Ηπείρου. Οι Μολοσσοί, το φύλο που κατοικούσε στο κέντρο της Ηπείρου, έκτισαν επάνω στον χαμηλό λόφο, πιθανότατα λίγο πριν από τα μέσα του 4ου π. Χ. αιώνα, αυτή τη μικρή οχυρωμένη πόλη, η οποία συνόρευε με την Αμβρακία, τη σημερινή Αρτα και τη Χάραδρο, τη σημερινή Φιλιππιάδα.
Οι οικισμοί των Μολοσσών που αναπτύσσονταν από το υψίπεδο των Ιωαννίνων προς την πεδιάδα της Αρτας, τον Αμβρακικό κόλπο και τις κοιλάδες του Λούρου και του Αράχθου, είχαν κτιστεί για πόλεμο, αλλά και για ειρήνη, ως ενδιάμεσοι σταθμοί διακίνησης προϊόντων.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος μας πληροφορεί ότι αυτή ήταν μια από τις πόλεις της Ηπείρου οι οποίες επεχείρησαν να προβάλουν αντίσταση στις ρωμαϊκές λεγεώνες, για αυτό καταστράφηκε το τείχος της ως τα θεμέλια το 168-167 π.Χ.
Σήμερα εμείς περιηγούμαστε μέσα σε αυτά τα ερείπια και σπουδάζουμε τις πιο ωραίες πέτρες που μπορεί να δει επισκέπτης σε αρχαιολογικό χώρο και όσους καλοκτισμένους τοίχους οικοδομημάτων επιμένουν να στέκουν ακόμη όρθιοι απέναντι στους αιώνες. Στο Ορραον, κοντά στον συνοικισμό Καστρί, μας πάει η επαρχιακή οδός, που πιάνουμε μετά την έξοδο της Ιονίας Οδού στον Αμμότοπο.
Το Ορραον έκτισε ο βασιλιάς Αλκέτας Α’, ο οποίος άφησε δυο υιούς, τον Νεοπτόλεμο Β’, παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον Αρρύβα, παππού του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου Α’. Δεύτερη σύζυγος του βασιλιά Πύρρου ήταν η Πριγκίπισσα Λάνασσα, το όνομα της οποίας φέρει το ξενοδοχείο «Princess Lanassa» (www.hotellanassa.gr) που λειτουργεί στο Κωστήτσι, σε ανακαινισμένο αρχοντικό ηλικίας τριακοσίων ετών.
Ολα αυτά τα αρχοντικά και τα ταπεινά σπίτια, τα καλντερίμια, οι αυλόπορτες, η εκκλησιά, τα αλώνια, όλα είναι χειροποίητα και οι αποχρώσεις τους ταιριάζουν πολύ με την καταπράσινη θάλασσα μέσα στην οποία ταξιδεύουν στην κατάφυτη πλαγιά.
Και κάπου εδώ, ηχεί στο βάθος η μελωδική φωνή του Ζαν Μωρεάς:
Ω πόσα χρόνια που μιλώ, δέντρα της χώρας, σιγαλά,
Με το ψιθύρισμά σας!
Πόσοι χειμώνες όπου αχνά,
Στα βήματά μου μοίρονται τα σκόρπια λείψανά σας!
Μετά το Καλέντζι, ο δρόμος φτάνει στο «φρύδι» του βουνού, πάνω από το οροπέδιο όπου είναι κτισμένα τα Πλαίσια, ο γενέθλιος τόπος του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (1856-1910), του ποιητή του Συμβολισμού που διέπρεψε στη Γαλλία. Ενα ακόμη σύμβολο της ζωής, της ευαισθησίας και της ιδεολογίας της Ηπείρου.